του Ρ. Κάπλαν, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Η εγκατάσταση υπερατλαντικών βάσεων, μέσω των οποίων οι Η.Π.Α. διατηρούσαν τις στρατηγικές θέσεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δεν ήταν θέμα σχεδιασμού αλλά εξαρτήθηκε απλώς από το πού έτυχε να βρίσκονται τα συμμαχικά στρατεύματα όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και από τις μεταγενέστερες επιπλοκές του – ελληνικός Εμφύλιος και πόλεμος της Κορέας.
Οι Η.Π.Α. απέκτησαν δικαιώματα για βάσεις στη Δ. Γερμανία, Ιαπωνία, Κορέα, την Ανατολική Μεσόγειο και αλλού. Ιδιαίτερα ο προηγούμενος κύριος εχθρός , η Γερμανία, κυρίως επειδή η Αμερική διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην πτώση του ναζιστικού καθεστώτος, μετεξελίχθηκε στη κύρια βάση για τα στρατεύματα των Η.Π.Α. στην Ευρασία – σε τέτοιο βαθμό που δύο γενιές Αμερικανών στρατιωτών έγιναν στενά οικείοι με τη Γερμανία, έμαθαν τη γλώσσα και σε πολλές περιπτώσεις παντρεύτηκαν ντόπιες. Αν ο στρατός των Η.Π.Α. έχει κάποια εντοπιότητα, αυτή είναι στη Γερμανία.
Ένα, σε γενικές γραμμές, ανάλογο σενάριο θα μπορούσε να ακολουθήσει μια εισβολή στο Ιράκ, όπου είναι το πιο λογικό μέρος να τοποθετηθούν βάσεις του στρατού των Η.Π.Α. στον 21ο αιώνα.
Αυτό το συμπέρασμα δεν προκύπτει από κάποια ιμπεριαλιστική θριαμβολογία αλλά από το αντίθετο. τη ρεαλιστική εκτίμηση ότι όχι μόνο οι υπάρχουσες βάσειςμας στη Σαουδική Αραβία έχουν ένα δυσοίωνο μέλλον1, αλλά και ότι η Μέση Ανατολή γενικά βρίσκεται σε μια εποχή μετάβασης, κατά την οποία η επιρροή των Η.Π.Α. εκεί θα εξασθενήσει σε πολλά σημεία. Πράγματι, η τοποθέτηση των βάσεων στο Ιράκ συνιστά μια αποδοχή δυναμικής αλλαγής περισσότερο από ότι η διαιώνιση του status quo.
Δύο πλευρές της τρέχουσας πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα επισφαλείς: η παρουσία “μιαρών”, απίστων στρατευμάτων στο σαουδαραβικό βασίλειο, που έχουν επιφορτιστεί με την προστασία των μουσουλμανικών Ιερών Τόπων και η επικυριαρχία των Ισραηλινών Αρχών πάνω σε τρία εκατομμύρια Παλαιστινίους στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα. Κανένα από τα δύο δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Η άρνηση του προέδρου Μπους να πιέσει τους Ισραηλινούς να αποσυρθούν από τη Δυτική Όχθη έχει ενισχύσει τους νέο-συντηρητικούς, αλλά αυτό είναι ένα προσωρινό φαινόμενο – περισσότερο ένα θέμα περιστάσεων.
Μόνο αφού θα έχουμε πετύχει κάτι πιο συγκεκριμένο στον πόλεμό μας κατά της Αλ Κάιντα ή θα έχουμε αλλάξει την ηγεσία του Ιράκ, ή και τα δύο, θα μπορούμε να πιέσουμε τους Ισραηλινούς για μια σταδιακή αποχώρηση από τις κατειλημμένες περιοχές. Θα κάνουμε κάτι τέτοιο από μια θέση νεοαποκτηθείσης ισχύος και δεν θα εμφανιστεί κάτι τέτοιο σαν υποχώρηση απέναντι στον εκβιασμό αυτών των εγκληματιών, όμοιων με εκείνους της 11ης Σεπτέμβρη, των Παλαιστίνιων βομβιστών αυτοκτονίας. Αλλά αφού οι Ισραηλινοί θα έχουν περιορίσει τη συχνότητα των επιθέσεων αυτοκτονίας (χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε τακτική κριθεί αναγκαία) και αφού ο δεξιός Ισραηλινός ηγέτης Αριέλ Σαρόν θα έχει αποχωρήσει από τη σκηνή, ο Μπους, εάν θα έχει κερδίσει μια δεύτερη τετραετία και επιπλέον δεν θα έχει να αντιμετωπίσει μελλοντικές εκλογές, θα ενεργήσει.
Μα πρώτα το άμεσο ζήτημα: το Ιράκ. Το επίπεδο της καταστολής στο Ιράκ είναι ίσο με αυτό της Ρουμανίας κάτω από τον κομμουνιστή δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου ή στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. έτσι η κοινή γνώμη είναι ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά δύο ιστορικές πολιτιστικές τάσεις διακρίνονται στο Ιράκ: η εκκοσμίκευση στις πόλεις και η υπερβολική δουλοπρέπεια. Όποτε επισκέφθηκα στο παρελθόν τη Βαγδάτη, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες πάνω στα πληκτρολόγια των υπολογιστών είχαν την έκφραση που φανταζόμαστε ότι είχαν οι σκλάβοι που κουβαλούσαν τενεκέδες με λάσπη στα σκαλιά των αρχαίων ζιγκουράτ.
Αυτοί οι υπάλληλοι γραφείου εργάζονται ακατάπαυστα. το κλισέ μεταξύ των ειδικών στη Μέση Ανατολή είναι ότι οι Ιρακινοί είναι οι Γερμανοί του Αραβικού Κόσμου (και οι Αιγύπτιοι είναι οι Ιταλοί). Το Ιράκ ήταν η πιο έντονα εκσυγχρονισμένη από τις αραβικές κοινωνίες στα μέσα του 20ού αιώνα και όλα τα πραξικοπήματα εκεί, ύστερα από την πτώση της Δυναστείας των Χασεμιτών, το 1958, είχαν χαρακτήρα σαφέστατα κοσμικό.
Δοθέντος του κλίματος της καταστολής, η επόμενη αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ μπορεί να επαναφέρει στο προσκήνιο τη φήμη όχι κάποιας θρησκευτικής προσωπικότητας, αλλά του λαμπρού, φίλο-δυτικού κοσμικού πρωθυπουργού, Νουρί Σαΐντ, που έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε Ιρακινό για να αναπτύξει τη χώρα του στις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Όπως και στη Ρουμανία, όπου η πτώση του Τσαουσέσκου αναβίωσε τη μνήμη του Ίον Αντονέσκου, του φίλο-χιτλερικού εθνικιστή που εκτελέστηκε το 1946 από τη νέα κομμουνιστική κυβέρνηση. Η πτώση του ιρακινού, εξίσου ασφυκτικού, απολυταρχικού καθεστώτος μπορεί να επαναφέρει τη μνήμη του τελευταίου μεγάλου ντόπιου πολιτικού, που δολοφονήθηκε στο πραξικόπημα που έθεσε τη χώρα στο μονοπάτι της τυραννίας του Σαντάμ Χουσεΐν.
Το Ιράκ έχει μια μονοπρόσωπη γκανγκστεροκρατία, έτσι ώστε η ανατροπή του Σαντάμ μπορεί να απειλήσει με διάλυση ολόκληρη την εθνικά σπαραγμένη χώρα, εάν δεν ενεργήσουμε γρήγορα και δεν τοποθετήσουμε με ρεαλισμό ανθρώπους που θα μπορούν πραγματικά να κυβερνήσουν.
Γι’ αυτό θα πρέπει να αποτρέψουμε οποιοδήποτε ευαγγελικό ζήλο για εφαρμογή της δημοκρατίας σε μια νύχτα, σε μια χώρα χωρίς καμία παράδοση σε αυτή.
Ο στόχος μας στο Ιράκ θα είναι η εγκατάσταση μιας μεταβατικής κοσμικής δικτατορίας που θα συνενώσει τις εμπορικές τάξεις πέρα από κάθε διασπαστική γραμμή και θα μπορεί, εν καιρώ, ύστερα από τη ανοικοδόμηση των θεσμών και της οικονομίας, να οδηγήσει σε μια δημοκρατική εναλλαγή. Ιδιαίτερα μια ηθελημένα διφορούμενη σχέση μεταξύ του νέου ιρακινού καθεστώτος και των Κούρδων θα πρέπει να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης πριν από την εισβολή μας, έτσι ώστε οι Κούρδοι να μπορούν να διεκδικούν πραγματική αυτονομία και η κεντρική κυβέρνηση στη Βαγδάτη να μπορεί να ισχυρίζεται επίσης ότι οι κουρδικές περιοχές είναι υπό έλεγχο. Ένα μεταβατικό καθεστώς, εκεί αυτό είναι εξίσου σημαντικό, θα εκχωρήσει σε μας το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε βάσεις στη περιοχή, άλλες από αυτές που βρίσκονται στη βόρεια κουρδική ελεύθερη ζώνη. (…)
Η καταστροφή που θα προξενήσουμε στο ιρακινό καθεστώς θα επιστήσει την προσοχή των Ιρανών ηγετών περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Το Ιράν, με τα 66 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελεί το κομβικό σημείο της Μέσης Ανατολής. Η εσωτερική του πολιτική είναι τόσο περίπλοκη, που κατά καιρούς η χώρα εμφανίζεται να έχει 3 ανταγωνιστικές κυβερνήσεις: του ανώτατου ηγέτη αγιατολάχ Σαγέντ Αλί Καμενεΐ και των πιστών του στις υπηρεσίες ασφαλείας. του προέδρου Μοχαμέντ Χαταμί και της φιλοδυτικής εκλεγμένης κυβέρνησής του, και του πρώην προέδρου Αλί Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί, του οποίου η δύναμη, βασισμένη στο μπαζάρ, τον έχει μετατρέψει σε μεσολαβητή μεταξύ των άλλων δύο. Μερικές φορές, η πολιτική του Ιράν είναι αποτέλεσμα δυσδιάκριτων διακανονισμών μεταξύ αυτών των τριών δυνάμεων. Άλλες φορές η πολιτική του είναι αποτέλεσμα του ανταγωνισμού. Τα καθεστώτα του Ιράκ και του Ιράν είναι, σε επίπεδο θρησκευτικό, διαφορετικά και, γι’ αυτό, διαφορετικές είναι οι προκλήσεις μας για τις δύο χώρες.
Πολύ πιο ανεπτυγμένο πολιτικά από το Ιράκ, το Ιράν διαθέτει μάλλον ένα σύστημα, και όχι ένα απλό καθεστώς, όσο λαβυρινθώδες και ακατάλληλο για τους σκοπούς μας μπορεί να είναι.
Η ριψοκίνδυνη διπλωματία της προσέγγισης του 19ου αιώνα, όπως αυτή που ο Χένρι Κίσινγκερ με επιτυχία χρησιμοποίησε στη Κίνα του Μάο Τσε Τούνγκ και του Τσου Εν Λάι, δεν θα λειτουργήσει στο Ιράν, απλά γιατί διαθέτει περισσότερους βασικούς πολιτικούς παίκτες. Παρ’ όλα αυτά, επειδή τόσα πολλά κρίσιμα ζητήματα είναι θέμα εσωτερικής διαπραγμάτευσης, το σύστημα του Ιράν είναι κάθε άλλο παρά δυναμικό. Η εξωτερική πολιτική του Ιράν θα αλλάξει μόνο όταν η συλλογική του ηγεσία πιστέψει ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Οι ηγέτες του Ιράν απογοητεύτηκαν όταν δεν είδαν καμία αμερικανική διπλωματική πρωτοβουλία το 1991, ύστερα από τον βομβαρδισμό της Βαγδάτης από τις Η.Π.Α., ο οποίος, όπως και η κατάρριψη του επιβατικού αεροπλάνου, τους είχε εντυπωσιάσει πολύ. Επίσης πιθανά εντυπωσιάστηκαν από την ομιλία του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου για τον “άξονα του κακού” (παρά τις ενορχηστρωμένες ιρανικές καταγγελίες). Το άνοιγμα στους μετριοπαθείς της εκλεγμένης κυβέρνησης του Ιράν, όπως ο Λευκός Οίκος έχει ήδη παραδεχθεί, δεν μας βοήθησε – θα πρέπει να διαπραγματευθούμε απ’ ευθείας με τους ριζοσπάστες και αυτό μπορεί να γίνει μόνο δια μέσου ενός αποφασιστικού στρατιωτικού σοκ, το οποίο θα επηρεάσει τους υπολογισμούς τους για το ισοζύγιο ισχύος.
Ο πληθυσμός του Ιράν είναι ο πιο φίλο-αμερικανικός στην περιοχή, πράγμα το οποίο οφείλεται στις καταστροφικές οικονομικές συνέπειες της ισλαμικής επανάστασης. Μια πλημμύρα αλλαγών στην ηγεσία του είναι μόνο θέμα χρόνου. Αλλά μια ήπια απόβαση στο Ιράν –μάλλον, παρά μια βίαιη αντεπανάσταση, με το πολιορκημένο ιερατείο να καταφεύγει στη τρομοκρατία στο εξωτερικό– πιθανά, να είναι δυνατή, μόνο εάν μια γενική αμνηστία παρασχεθεί σ’ αυτούς τους αξιωματούχους που είναι ένοχοι ακόμη και για τις πιο σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η επίτευξη μιας διαφορετικής ιρανικής εξωτερικής πολιτικής θα αποτελέσει το έπαθλο της συντριβής του καθεστώτος του Ιράκ. Κάτι τέτοιο θα υπονομεύσει την –από το Ιράν στηριζόμενη– Χεζμπολάχ στο Λίβανο, στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ. θα ακυρώσει μια στρατηγική πυραυλική απειλή για το Ισραήλ. και θα προσανατολίσει τη Συρία προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας. Επιπλέον θα επιτρέψει την δημιουργία μιας ανεπίσημης, μη αραβικής συμμαχίας στη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής, που θα περιλαμβάνει το Ιράν, το Ισραήλ, την Τουρκία, και την Ερυθραία.
Οι Τούρκοι έχουν ήδη στρατιωτική συμφωνία με το Ισραήλ. Στην Ερυθραία, ο παρατεταμένος πόλεμος με την, παλαιότερα, μαρξιστική Αιθιοπία έχει εμφυσήσει ένα πνεύμα μοναστικής απομόνωσης από τους άμεσους γείτονές της και έχει επίσης αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με το Ισραήλ. Η Ερυθραία έχει εκκκοσμικευμένο πληθυσμό και προσφέρει μια στρατηγική θέση με σημαντικές διευκολύνσεις για ελλιμενισμό στα στενά του Μπαμπ ελ Μαντέμπ. Όλα αυτά θα δράσουν ενισχυτικά για μια βαθμιαία ισραηλινή αποχώρηση από τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Ένα πρόβλημα με το σχέδιο ειρήνης που οραματίστηκαν ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός Εχούντ Μπάρακ, το καλοκαίρι του 2000, ήταν ότι ερχόταν πολύ σύντομα μετά από την αποχώρηση των Ισραηλινών από τον Λίβανο, και κατανοήθηκε από πολλούς Άραβες σαν μια πράξη αδυναμίας παρά δύναμης. Να γιατί πρέπει να δουν το Ισραήλ να ενισχύει τη στρατηγική του θέση πριν μπορέσει να προσφέρει ξανά μια τέτοια υποχώρηση.
Βέβαια, πολλοί Παλαιστίνιοι θα παραμένουν δυσαρεστημένοι μέχρι να κατακτηθεί ολόκληρο το Ισραήλ αλλά, με τον καιρό, όταν κανένας Ισραηλινός στρατιώτης δεν θα φαίνεται στις πόλεις τους, ο αυξανόμενος αναβρασμός, ειδικά μεταξύ των νέων, θα στραφεί εσωτερικά εναντίον των παλαιστινιακών εκδυτικισμένων και εκχριστιανισμένων ελίτ, στη Ραμάλα και αλλού και επίσης προς τα ανατολικά, προς το Αμμάν.
Σαν έκφραση ευγνωμοσύνης προς την Ιορδανία και τους άλλους συμμάχους, η διοίκηση των Η.Π.Α., είτε ρεπουμπλικανική είτε δημοκρατική, θα πρέπει να προσαρμοστεί στην ταραγμένη εποχή που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις δεν θα τύχουν καμίας συμπάθειας από τα ΜΜΕ ή από την ακαδημαϊκή κοινότητα, που συνηγορεί στην πλάνη μιας καλής “έκβασης”, σύμφωνα με την οποία πάντα υπάρχει μια καλύτερη εναλλακτική λύση απο δικτάτορες όπως ο Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, η βασιλική οικογένεια στη Σ. Αραβία και ο Περβέζ Μουσάραφ στο Πακιστάν. Συχνά όμως δεν υπάρχει. Η εξασθένιση του βάρβαρου καθεστώτος του Ισλάμ Καρίμοφ, στο Ουζμπεκιστάν, δεν θα οδηγήσει απαραίτητα σε μια πιο πεφωτισμένη εναλλαγή. Θα μπορούσε απλά να πυροδοτήσει έναν εμφύλιο μεταξύ Ουζμπέκων και εθνικιστών Τατζίκων, που κυριαρχούν στις πόλεις της Σαμαρκάνδης και της Μπουχάρας.
Οι επιτυχίες μας στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας θα καθοριστούν από την ικανότητά μας να κρατήσουμε το Αφγανιστάν και άλλα μέρη ελεύθερα από αντι-αμερικανούς τρομοκράτες. Και σε πολλά μέρη του κόσμου, αυτό το καθήκον θα εκτελεσθεί πιο αποτελεσματικά από πολέμαρχους που κυριαρχούν από παλαιότερα, που έχουν αποδείξει τις δυνατότητές τους σε προηγούμενες διαμάχες, παρά από αδύναμες κεντρικές κυβερνήσεις που θα πιθηκίζουν τα δυτικά μοντέλα. Φυσικά θα πρέπει να εξαλείψουμε τους αντι-αμερικανούς ριζοσπάστες (ο Γκουλμπαντίν Χεκματιάρ είναι μια τέτοια περίπτωση) που θα προσπαθούν να πλήξουν το φιλοδυτικό καθεστώς του Χαμίντ Καρζάι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κυβέρνηση Καρζάι σαν τη μόνη κυρίαρχη δύναμη στη χώρα. Δεδομένου ότι, κατά την κορύφωση της αφγανικής εθνικής συγκρότησης, στα μέσα του 20ού αιώνα, είδαμε το καθεστώς του βασιλιά Ζαχίρ Σαχ, με κέντρο την Καμπούλ, να ελέγχει μόλις λίγο περισσότερο από τις βασικές πόλεις και τους κύριους οδικούς άξονες, η προοπτική για μια ταχεία εθνική συγκρότηση στο Αφγανιστάν είναι, όχι μόνο αμυδρή, αλλά και καθόλου απαραίτητη στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.Ξεχάσαμε ότι τον ξεσηκωμό των Μουτζαχεντίν, τον Δεκέμβριο του 1979, δεν τον πυροδότησε η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Η ανάφλεξη ξεκίνησε όταν, τον Απρίλιο του 1978, το καθεστώς της Καμπούλ προσπάθησε να επεκτείνει την κυριαρχία της κεντρικής κυβέρνησης στα χωριά. Όσο βάρβαρες και ανεπιτυχείς και αν ήταν οι μέθοδοι, ένα θα πρέπει να θυμόμαστε: ότι οι Αφγανοί έχουν λιγότερη παράδοση σύγχρονου κράτους απ’ ό,τι οι Άραβες και οι Πέρσες.
Σε κάθε περίπτωση, οι αλλαγές που πρόκειται να προκύψουν στη Μέση Ανατολή θα αποσύρουν το Αφγανιστάν από τις πρώτες σελίδες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρ’ όλη την αδυναμία της, απλά κλονίστηκε. Η κατάρρευσή της έπρεπε να περιμένει τον κατακλυσμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανάλογα, η Μέση Ανατολή χαρακτηρίζεται από πολλά αδύναμα καθεστώτα που θα κλονιστούν μέχρι τον επόμενο κατακλυσμό – τον οποίο η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ μπορεί να εγκαινιάσει. Η πραγματική ερώτηση δεν είναι εάν τα αμερικανικά στρατεύματα μπορούν να πλήξουν το καθεστώς του Ιράκ αλλά εάν η αμερικανική κοινή γνώμη έχει το στομάχι να αντέξει μια αυτοκρατορική ανάμιξη ενός είδους που δεν έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα, απ’ όταν οι Η.Π.Α. κατέλαβαν τη Γερμανία και την Ιαπωνία.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Atlantic Monthly την 1η Νοεμβρίου του 2002 και είναι απολύτως ενδεικτικό για τα σχέδια της νεοσυντηρητικής ελίτ που κυβερνά την Ουάσινγκτον. Εξ άλλου ο συγγραφέας του, ο Robert D. Kaplan, είναι ένας από τους διανοούμενους που επηρεάζουν τη σημερινή διοίκηση Μπους. Το τελευταίο του βιβλίο που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2003, το Warrior Politics: Why Leadership Requires a Pagan Ethos (Η πολιτική του πολεμιστή: Γιατί η ηγεμονία απαιτεί ένα παγανιστικό ήθος), προσπαθεί με αναφορές, στον Σου Τζου, τον Τίτο Λίβιο και τον Χομπς, να θεμελιώσει ιστορικοφιλοσοφικά τη νέα αυτοκρατορική αμερικανική πολιτική. Το “παγανιστικό ήθος”, που απορίπτει την λογική της “ιουδαιοχριστιανικής αυτοθυσίας και ηθικής” και προκρίνει το δημόσιο συμφέρον και τον ρεαλισμό, είναι εκείνο που επέτρεψε στη Ρώμη και την Κίνα να επιβιώσουν ως αυτοκρατορίες για πολλούς