του Π. Κουνάδη, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Η αναζήτηση και η έρευνα, που άρχισε πριν απο τέσσερις και πλέον δεκαετίες πάνω στα Σμυρναίικα Τραγούδια, άνοιξε με το πέρασμα των χρόνων απρόσμενους δρόμους για τη προσέγγιση και διερεύνηση ιστορικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών γεγονότων, που χάραξαν ριζικά τη πορεία του νεώτερου ελληνισμού.
Κι αυτό διότι για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, ένας λαός με αιώνες παρουσίας σ’ ένα τόπο, εξαναγκάστηκε με όλα τα μέσα,απο τα πλέον βάρβαρα, όπως η σφαγή αθώων, μέχρι τα πλέον «διπλωματικά», όπως αυτά της λεγόμενης (υποχρεωτικής) ανταλλαγής πληθυσμών, να «μετακομίσει» ως εμπόρευμα προς πάσα χρήση και εκμετάλλευση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αυτοί που πήραν και εφάρμοσαν τέτοιες αποφάσεις και με τέτοιες μεθόδους υποθήκευσαν το μέλλον των επομένων γενεών, δημιουργώντας δαιδάλους συμπληγάδων, για να μπορέσουν κάποτε να αποκαταστήσουν την ιστορική αλήθεια και την προσωπική τους υπόσταση.
Κι ενώ έγιναν επί μακρόν πλείστες «φιλότιμες» προσπάθειες απο μέρους των «διαχειριστών» αυτού του γεωγραφικού και πολιτικού χώρου για να περιθωριοποιηθούν, να ξεχαστούν και να σβήσουν τελικά απο την ιστορική μνήμη όλη αυτή η –εφιαλτική για τα θύματα και τους απογόνους τους– ιστορία, ήρθαν ξανά, μετά απο δύο περίπου γενιές τα τραγούδια των παππούδων, για να μας επαναφέρουν έναν ακόμη, σημαντικότατο αυτή τη φορά, προβληματισμό για όσα έγιναν τότε.
Ανάμνησις Σμύρνης
Μεσ’ στην καρδιά μου ανθίζουνε λουλούδια χίλια όσα,
Είναι γλυκές οι θύμησες που δεν τις λεει η γλώσσα.
Μ’ απ’ όλες πιο καλύτερη, μ’ απ’ όλες πιο μεγάλη,
Μια ξεπετάει ολόδροση, της Σμύρνης τ’ ακρογιάλι
Σμύρνη πατρίδα μου γλυκιά, χαριτωμένη χώρα,
Για να σε βγάλω απο το νου ποτέ δεν θα ’ρθει η ώρα.
Σαν άστρο γλυκοφώτιστο
φωλιάζεις (θα λάμπεις) στην καρδιά μου,
Παρηγοριά στη θλίψη μου κι ελπίδα στη χαρά μου.
Ο συνθέτης Τιμόθεος Ξανθόπουλος (Σμύρνη 1864(;)-Αθήνα 1942) έγραψε το τραγούδι αυτό πολύ πριν την καταστροφή του 1922, πιθανόν όταν ολοκλήρωνε τις μουσικές του σπουδές στη Βιέννη, ως μαθητής του Μπρούκνερ. Παρά τις κλασσικές του σπουδές, τα τραγούδια του τον κατατάσσουν στους λαϊκούς συνθέτες της εποχής του.
Η Σμύρνη, η πολυτραγουδισμένη πολιτεία, και η ίδια αλλά και τα πρόσωπά της και οι χώροι της, τα κορίτσια κι οι γυναίκες της, μ’ ένα αμέτρητο πλήθος μουσικοποιητικών αριστουργημάτων, γραμμένα, τραγουδισμένα και παιγμένα απο εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες δημιουργούς, ερμηνευτές και «παιγνιδιατόρους». Κι όλ’ αυτά σε καθημερινή βάση, σε αμέτρητους ψυχαγωγικούς-πολιτιστικούς χώρους, σε κάθε γωνιά της πρωτεύουσας της Ιωνίας, στις συνοικίες της, στα προάστιά της και στις κοντινές πόλεις. Κι όχι μόνο εκεί: ο φάρος αυτός του ελληνικού πολιτισμού έστελνε το φως του σ’ όλες τις γωνιές του απελευθερωμένου τμήματος της Ελλάδος, με δεκάδες ομάδες μουσικών και τραγουδιστών που περιόδευαν για εβδομήντα περίπου χρόνια (1850-1920) στις μικρές και μεγάλες πόλεις της «Παλιάς Ελλάδος».
Το πρώτο ερώτημα, και καθοριστικό, που βγαίνει αυθόρμητα: τι ήταν αυτό που κατέστησε τη Σμύρνη το μεγαλύτερο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνισμού, για ένα περίπου αιώνα, αφού απο τις αρχές του 18ου αρχίζει να γίνεται μια μεγάλη πολιτεία-λιμάνι, «ευρωπαϊκών προδιαγραφών» θα λέγαμε, με πλήθος όμως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, των οποίων στις επόμενες σκέψεις θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα σχεδίασμα έρευνας.
Οι συνιστώσες αυτού του μοναδικού, κατά τη γνώμη μου, προτύπου ελάχιστα έχουν περιγραφεί, γι’ αυτό και η προσέγγιση είναι ακόμη δυσχερέστερη.
Ας δούμε όμως ιστορικού και κοινωνιολογικού χαρακτήρα στοιχεία.
Α. Η Σμύρνη, με την ευρύτερη περιοχή της, δηλαδή τον νομό Σμύρνης-Αϊδινίου, εξελίσσεται πληθυσμιακά με προεξάρχουσα την ομάδα των Ελλήνων, οι οποίοι στη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων (μέχρι το 1922) αποτελούν τη σχετική αλλά και συχνά την απόλυτη πλειοψηφία των κατοίκων. Ακολουθούν οι Οθωμανοί, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και οι μικρές μειονότητες των Ευρωπαίων (Ιταλών, Άγγλων, Γάλλων, Βέλγων, Ολλανδών, Ισπανών κ.ά.), οι οποίοι αποτελούν κυρίως μέλη εμπορικών, διπλωματικών, στρατιωτικών και άλλων αποστολών.
Β. Οι βιομηχανικές εξελίξεις και η τεχνολογική ανάπτυξη των προηγμένων Ευρωπαϊκών χωρών μεταφέρονται ταχύτατα στη Σμύρνη, με αποτέλεσμα, από το 1875 μέχρι το 1922, να πραγματοποιηθεί μια βιοτεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη, πρωτοφανής για τα μέτρα της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Το ίδιο συνέβαινε και με την ανάπτυξη του εμπορίου από και προς τη Σμύρνη μέσω της ναυσιπλοΐας και της ανάπτυξης του σιδηροδρομικού δικτύου προς την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα καταγράφονται στην περιοχή 5.308 βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, εκ των οποίων οι 4.008 ανήκαν σε Έλληνες, οι 1.216 σε Οθωμανούς και οι υπόλοιπες στις άλλες μειονότητες. Η ίδια περίπου κατάσταση ισχύει και στο εμπόριο, αλλά και τις χρηματικές-τραπεζικές σχέσεις, που βάση τους βέβαια ήταν η Κωνσταντινούπολη.
Γ. Ο έλεγχος της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας, του εμπορίου κάθε είδους προϊόντων πέρασε έτσι στον έλεγχο των Ελλήνων, οι οποίοι διοχέτευσαν τον έτσι συγκεντρωμένο πλούτο αφ’ ενός μεν στην περαιτέρω ανάπτυξη –όπως ήταν φυσιολογικό για κάθε κοινωνία ταξικής διάρθρωσης– ταυτόχρονα όμως στην ανάπτυξη της πνευματικής και πολιτιστικής πορείας των Ελλήνων. Η παιδεία, η διάδοση της γνώσης μέσα απο βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, πήρε τεράστιες διαστάσεις, ιδρύματα παιδείας υψηλού επιπέδου για κάθε στάθμη ηλικιακή. Αθλητισμός και πολιτισμός σε πρώτη γραμμή. Τα ιδρύματα μέσης εκπαίδευσης αντιστοιχούσαν –λόγω των υψηλών προδιαγραφών– με πανεπιστημιακά ιδρύματα άλλων χωρών της ίδιας περιοχής. Αυτά τα γεγονότα έφεραν για αναζήτηση καλύτερης ζωής και μεγάλο αριθμό Ελλήνων απο όλα τα μέρη του Ελληνισμού, απελευθερωμένα ή όχι.
Δ. Η κοινωνική οργάνωση στηρίχτηκε σ’ ένα ευρύ δίκτυο αδελφοτήτων είτε επαγγελματικού χαρακτήρα, είτε εθνικοτοπικού, ανάλογα δηλαδή με τη προέλευση των μελών. Αυτό έγινε αφ’ ενός ως αντίδραση στην απαγόρευση λειτουργίας εργασιακών και άλλου τύπου σωματείων από τις Οθωμανικές αρχές, αφ’ ετέρου ως μέσο διάδοσης της γνώσης, ιδιαίτερα για τεχνικά επαγγέλματα με ιδιαίτερες δυσκολίες, κάτι σαν τις συντεχνίες στις χώρες της Ευρώπης. Οι αδελφότητες αυτές απέκτησαν όμως με το πέρασμα του χρόνου και άλλες άτυπες, μεν, αλλά ουσιαστικές αρμοδιότητες που σχετίζονταν, πέραν απο την εκμάθηση του επαγγέλματος, με την παροχή γενικών γνώσεων παιδείας, ψυχαγωγίας και πολιτισμού. Έτσι έγιναν ουσιαστικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής, μετά δε την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και την εφαρμογή νέας νομοθεσίας γύρω απο τις εργασιακές σχέσεις τον επόμενο χρόνο, πολλές απο αυτές μετετράπησαν σε σωματεία με ισχυρή παρουσία, για λίγα χρόνια βέβαια, στη ζωή της περιοχής.
Οι παραπάνω συνιστώσες της ζωής στη Σμύρνη δημιούργησαν, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία των ανθρώπων, ένα μοναδικό πρότυπο λειτουργίας μιας κοινωνίας, που στηριζόταν στον «δυϊσμό των εξουσιών». Οι καπιταλιστικές χώρες, που αναλύθηκαν απο τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, αναπτύχθηκαν πάνω στη βάση της ταύτισης της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, όπου η πρώτη όριζε και ορίζει τη δεύτερη, σύμφωνα με τα εκάστοτε συμφέροντά της. Στην περίπτωση της ζώνης της Σμύρνης, λόγω της υπάρξεως μιας ισχυρής φυλετικής ομάδας, μέσα σ’ ένα πολυεθνικό μωσαϊκό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δόθηκε η δυνατότητα να περάσει η οικονομική εξουσία στα χέρια μιας ομάδας, των Ελλήνων, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να «διοχετεύσουν» την εξουσία αυτή στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αφού αυτές ανήκαν στη σφαίρα εξουσίας των Οθωμανών. Αυτός ο δυϊσμός εξουσιών είχε άμεσες συνέπειες στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, αφού επέτρεπε μια δικαιότερη κατανομή αγαθών, λόγω της «άτυπης κοινωνικής-ταξικής ειρήνης» που διασφαλιζόταν απο την αδυναμία υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων μέσω της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Αν η διαπίστωση αυτή προσεγγίζει την πραγματικότητα και το ιστορικό γίγνεσθαι στην περιοχή, τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε πλήθος φαινομένων της ζωής των ανθρώπων, αλλά και τα γενικότερα φαινόμενα που οδήγησαν στην καταστροφή του προτύπου αυτού.
Η αναζήτηση αυτής της ερμηνείας ξεκίνησε κατ’ αρχήν απο το ερώτημα που σχετίζεται με την απασχόληση του μεγάλου πλήθους των μουσικών που περιελάμβανε η αδελφότητα και το σινάφι (εσ’ ναφ) της Σμύρνης. Προϋπόθεση ύπαρξης τόσων εξειδικευμένων επαγγελματιών ήταν φυσικά η επαγγελματική τους αποκατάσταση. Αυτό προϋπέθετε την ύπαρξη ανάλογης πελατείας. Μια πελατεία όμως που συντηρεί, και μάλιστα με υψηλές αποδοχές, εκπροσώπους πολιτισμικών και ψυχαγωγικών λειτουργιών φανέρωνε την ύπαρξη περίσσιου πλούτου. Ο πλούτος αυτός αφορούσε –αναλογικά– και την υψηλή και τη μεσαία και τη χαμηλότερη τάξη. Απ’ εκεί και τα ανάλογα στέκια των «παιγνιδιατόρων» για όλα τα βαλάντια και πορτοφόλια. Ακόμη, η ύπαρξη τόσο μεγάλου αριθμού ψυχαγωγικών χώρων συνδέθηκε μ’ ένα τρόπο ζωής που προϋπέθετε τη δυνατότητα κατανάλωσης, για τον πολιτισμό. Ιδιαίτερα με τη μουσική και τα τραγούδια αυτό έγινε ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινής ζωής, της γνώσης του αντικειμένου αφού σε κάθε οικογένεια κάποιοι –συχνά και όλοι– ασχολούνταν έστω και ερασιτεχνικά με τη μουσική.
Μια άλλη διάσταση αυτού του μοναδικού κοινωνικο-οικονομικού και πολιτιστικού φαινομένου ήταν οι αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Αμερική) να διαγράψουν οριστικά απο τον χάρτη και την ιστορική μνήμη, μέσα απο την αγριότητα που επέτρεψαν στη καταστροφή της Σμύρνης το 1922.
Δεν μπορεί να δοθεί καμιά ερμηνεία πώς οι τέσσερις στόλοι των «μεγάλων δυνάμεων» παρακολούθησαν ένα φρικιαστικό έγκλημα τέτοιας διάστασης, όταν σε λίγες μέρες εσφαγιάσθησαν με αγριότητα 100.000 Έλληνες –κυρίως γυναικόπαιδα– μπροστά στα μάτια των υπεύθυνων των τεσσάρων στόλων. Ακόμη και ο συμπαθής –όπως αποδείχτηκε– πρεσβευτής των ΗΠΑ, Χόρτον, παραιτήθηκε μπροστά σ’ αυτό το έγκλημα. Επομένως, η απόφαση δεν ήταν μόνο των Νεοτούρκων ή του Κεμάλ. Έπρεπε να σβήσει απο το χάρτη κάθε μνήμη αυτού του χώρου (φωτιά) αλλά να χαθούν ακόμη και βιολογικά οι φορείς αυτού του είδους ανάπτυξης και πολιτιστικής στάθμης (η σφαγή).
Ο στεναγμός της Σμύρνης
Α. Παύλοβιτς
Σμύρνη! Τώρα φεύγω απο σένα,
η φτωχή μου σ’ αφήνει καρδιά
μαύρη μοίρα με σέρνει στα ξένα,
και με πόνο σου λέγω «Έχε γεια!..»
Στης ζωής μας το δόλιο το δρόμο,
τσακισμένα πουλιά του βοριά,
Θα γυρίζουμε πάντα με χρόνο,
το στερνό θα σου λέμε «Έχε γεια!»