Αρχική » Ο χορός στους Έλληνες της Μ. Ασίας

Ο χορός στους Έλληνες της Μ. Ασίας

από Άρδην - Ρήξη

της Μ. Ζωγράφου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002

Το πρό­ταγ­μα της ε­θνι­κής κα­θα­ρό­τη­τας και πο­λι­τι­σμι­κής ο­μοιο­γέ­νειας –ε­νός Έ­θνους Κρά­τους– συ­γκα­λύ­πτει, ό­χι ή­πια πά­ντα, την ε­τε­ρο­γε­νή διά­στα­ση της χο­ρευ­τι­κής πρα­κτι­κής. Στην Ελ­λά­δα και για πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό έ­ναν αιώ­να, ε­νι­σχύ­ο­ντας η ελ­λη­νο­κε­ντρι­κή τά­ση τις ο­ριο­θε­τή­σεις του “ι­στο­ρι­κού ε­μείς” α­κό­μα α­πο­σιω­πά αν­θι­στά­με­νη τα χά­σμα­τα που ε­νώ­νουν τα πα­γιω­μέ­να δί­πο­λα ελ­λη­νι­κό/ξέ­νο, α­να­το­λί­τι­κο/δυ­τι­κό­τρο­πο, πα­λιό/σύγ­χρο­νο. Ω­στό­σο, ο χο­ρευ­τι­κός χάρ­της μιας χώ­ρας κα­τα­νο­εί­ται κα­λύ­τε­ρα με τη χαρ­το­γρά­φη­ση της “ε­τε­ρο­γλωσ­σί­ας” της πα­ρά με την κα­θιέ­ρω­ση μιας “μο­νο­γλωσ­σί­ας” για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω ό­ρους του Μπα­χτίν1, που διαρ­κώς θα συ­γκρού­ε­ται με τις φυ­γό­κε­ντρες τά­σεις της χο­ρευ­τι­κής εκ­δή­λω­σης. Ο “χο­ρευ­τι­κός ξε­ση­κω­μός”, ι­διαί­τε­ρα α­πό τη δε­κα­ε­τί­α του ’70 και με­τά, α­να­δει­κνύ­ει τις στε­ρή­σεις και πα­λιν­δρο­μή­σεις, τους ε­γκλει­σμούς και α­πο­κλει­σμούς ως προς τα “κα­θα­ρά και ό­σια” και τα “μιά­σμα­τα”, τη δυ­να­μι­κή των ε­ναλ­λα­κτι­κών χο­ρευ­τι­κών ταυ­το­τή­των.


Έ­χει γί­νει πια συ­νεί­δη­ση ό­τι το λα­ϊ­κό χο­ρευ­τι­κό γε­γο­νός δεν εί­ναι έ­νας “κό­σμος ορ­μών και εν­στί­κτων” μιας ε­νιαί­ας λα­ϊ­κής ψυ­χής αλ­λά ε­νέ­χει έ­ναν “κοι­νω­νιο­λο­γι­κό ο­πλι­σμό”, δια­φο­ρε­τι­κές ή και α­ντί­θε­τες θε­ω­ρή­σεις για τον κό­σμο και τη ζω­ή2. Κι αυ­τό, αν και εί­ναι ι­διαί­τε­ρα εμ­φα­νές με τη με­τά­βα­ση στη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα στην τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Ελ­λά­δα, ει­δι­κά την ύ­στε­ρη, τα χο­ρευ­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα α­να­πτύσ­σο­νται μέ­σα α­πό την αρ­γό­συρ­τη κρί­ση του α­να­το­λι­κού δε­σπο­τι­σμού και του δυ­τι­κού ε­πε­κτα­τι­σμού, φτιά­χνο­ντας μια α­πει­ρί­α α­πό “κι­νή­σε­ως η­χο­χρώ­μα­τα” ό­χι μό­νο δια­φο­ρε­τι­κής το­πι­κό­τη­τας αλ­λά και κοι­νω­νι­κό­τη­τας. Οι χο­ρευ­τι­κές ει­κό­νες του Μι­κρα­σιά­τι­κου ελ­λη­νι­σμού ε­ντάσ­σο­νται σ’ αυ­τό το πλαί­σιο φέ­ρο­ντας έ­ντο­να τη σφρα­γί­δα της ε­σω­τε­ρι­κής ε­τε­ρο­γέ­νειας. Σχη­μα­τι­κά μπο­ρού­με να δε­χθού­με ό­τι ο συ­ντη­ρη­τι­κός πο­ντια­κός ελ­λη­νι­σμός α­ντι­τί­θε­ται στους κο­σμο­πο­λί­τες Σμυρ­νιούς και οι δυο μα­ζί στους α­πο­μο­νω­μέ­νους στα υ­ψί­πε­δα της Α­να­το­λί­ας Καπ­πα­δό­κες. Α­να­λο­γι­ζό­με­νοι ό­μως τις πλη­θυ­σμια­κές α­να­κα­τα­τά­ξεις με τις ε­σω­τε­ρι­κές με­τα­να­στεύ­σεις α­γρο­τών στις πό­λεις ή συ­μπα­γών ο­μά­δων α­πό τη μια πε­ριο­χή στην άλ­λη, κα­θώς και τις ε­ξω­τε­ρι­κές με­τα­να­στεύ­σεις α­πό την Η­πει­ρω­τι­κή Ελ­λά­δα και τα νη­σιά, η ρευ­στό­τη­τα του σχή­μα­τος εί­ναι προ­φα­νής. Έ­τσι, πα­ρά τις δια­πι­στώ­σεις συγ­γέ­νειας ή α­κό­μα και ο­μοιό­τη­τας α­νά­με­σα σε ρυθ­μούς και τρα­γού­δια στο πο­λύ­πλευ­ρο φά­σμα του Μι­κρα­σια­τι­κού Ελ­λη­νι­σμού, τα χο­ρευ­τι­κά πρό­τυ­πα κα­θαυ­τά δια­τυ­πώ­νουν εμ­φα­ντι­κά τις κοι­νω­νι­κο-ι­δε­ο­λο­γι­κές α­ντι­φά­σεις που υ­πο­κρύ­πτουν οι εμ­φα­νείς συγ­γέ­νειες. Έ­να εν­δει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα της “χα­λα­ρά ια­στί αρ­μο­νί­ας” ή “Ιω­νι­κής αρ­μο­νί­ας”3 εί­ναι δια­φω­τι­στι­κό για την πρό­σλη­ψη της ε­τε­ρο­το­πι­κής διά­στα­σης. Το εν­νε­ά­ση­μο ρυθ­μι­κό σχή­μα (2+2+2+3) α­πο­δί­δε­ται συ­νή­θως στα δυ­τι­κά και νό­τια πα­ρά­λια με τη σχη­μα­τι­κή α­πει­κό­νι­ση του καρ­σι­λα­μά (δύ­ο ά­το­μα του ι­δί­ου φύ­λου χο­ρεύ­ουν α­ντι­κρι­στά) ή του μο­νή­ρη ζε­ϊ­μπέ­κι­κου κα­μη­λιέ­ρι­κου. Στον Πό­ντο α­πο­δί­δε­ται με τη σχη­μα­τι­κή α­πει­κό­νι­ση του α­νοι­κτού η­μι­κυ­κλί­ου με λα­βή α­πό τους ώ­μους και χο­ρεύ­ε­ται α­πό γυ­ναί­κες (Πι­πι­λο­μά­ται­να ή Πα­τού­λα). Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, συ­γκρί­νο­ντας ο S. Baud-Bovy τον πο­ντια­κό χο­ρό Ο­μάλ με τον τούρ­κι­κο Sallama (κου­νι­στός), α­να­φέ­ρει ό­τι αν και οι δυο χρη­σι­μο­ποιούν το ί­διο μέ­τρο 9/8, ο δεύ­τε­ρος εί­ναι πιο γρή­γο­ρος 4. 


Μπο­ρεί η κα­τα­γω­γή της “ια­στί αρ­μο­νί­ας” να εί­ναι η Ιω­νί­α, ο τρό­πος ό­μως που α­πο­δί­δε­ται εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα πο­λύ­πλο­κων εν­σώ­μα­των διερ­γα­σιών που η πραγ­μά­τευ­σή τους δε μπο­ρεί να κα­λυ­φθεί στα πλαί­σια αυ­τού του κει­μέ­νου. Ως πρό­κλη­ση για τον α­να­γνώ­στη α­να­φέ­ρω τα ζε­ϊ­μπέ­κι­κα της Ε­ρυ­θραί­ας, Α­η­βα­λιώ­τι­κο και Με­λιώ­τι­κο, στην ο­πτι­κή της σύ­γκρι­σής τους με άλ­λα ζε­ϊ­μπέ­κι­κα και με ά­ξο­να α­να­φο­ράς τη σύν­θε­ση του πλη­θυ­σμού.


Πα­ρά τις δυ­σκο­λί­ες που θέ­τει η ι­στο­ρι­κή ο­ριο­θέ­τη­ση της Α­σί­ας, γε­ω­γρα­φι­κά ο­ρί­ζε­ται ως το κομ­μά­τι ε­κεί­νο της Α­σια­τι­κής Η­πεί­ρου που ε­κτεί­νε­ται α­πό τα πα­ρά­λια της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας μέ­χρι τη Με­σό­γειο και α­πό τα πα­ρά­λια του Αι­γαί­ου Πε­λά­γους μέ­χρι τον Ευ­φρά­τη πο­τα­μό. Η μορ­φο­λο­γί­α του ε­δά­φους, τέ­τοια ώ­στε να υ­πα­γο­ρεύ­ει ση­μα­ντι­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις στις συ­μπε­ρι­φο­ρές και νο­ο­τρο­πί­ες, ο­δή­γη­σε σε συν­δυα­σμό με τις ι­στο­ρι­κές ε­ξε­λί­ξεις στη δη­μιουρ­γί­α σύν­θε­των και δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νων πο­λι­τι­στι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών, κα­τά συ­νέ­πεια και χο­ρευ­τι­κών, που υ­πο­χρε­ώ­νουν τη διά­κρι­ση σε ε­πι­μέ­ρους ζώ­νες ό­πως: α) δυ­τι­κή και νό­τια πα­ρα­λια­κή ζώ­νη β) δυ­τι­κός και α­να­το­λι­κός Πό­ντος ή Καρ­ς και γ) Καπ­πα­δο­κί­α και οι πε­ρι­φέ­ρειές της (Νί­γδη, Και­σά­ρεια, Φά­ρασ­σα κ.λπ.).


Οι ε­νό­τη­τες αυ­τές πολ­λα­πλα­σιά­ζουν την ε­τε­ρό­τη­τά τους με ε­σω­τε­ρι­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις στο πλαί­σιο πό­λης – χω­ριού ή γει­το­νι­κών χω­ριών. Τα στοι­χεί­α που συν­θέ­τουν την ι­διαί­τε­ρη φυ­σιο­γνω­μί­α του χο­ρού σε ε­πί­πε­δο πο­λι­τι­σμι­κής ο­μά­δας ή κοι­νό­τη­τας α­πορ­ρέ­ουν α­πό, και συγ­χρό­νως εκ­φρά­ζουν, τη γλωσ­σι­κή, ε­θνο­το­πι­κή και θρη­σκευ­τι­κή διά­στα­ση. Η τε­λευ­ταί­α, αν και χα­λα­ρή σε ο­ρι­σμέ­νες κοι­νό­τη­τες, συ­νέ­χει τον ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νι­κό πλη­θυ­σμό στο σύ­νο­λό του.


Ζώ­ντας για αιώ­νες σ’ αυ­τό το χώ­ρο, οι Έλ­λη­νες της Μ. Α­σί­ας α­νέ­πτυ­ξαν μια πλού­σια χο­ρευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση α­φο­μοιώ­νο­ντας δη­μιουρ­γι­κά ό­,τι προ­σέ­φε­ρε η ε­πα­φή τους με ό­μο­ρους λα­ούς αλ­λά και αρ­κε­τά α­πο­μα­κρυ­σμέ­νους. Η α­ξιο­ση­μεί­ω­τη α­νά­πτυ­ξη της θα­λάσ­σιας ε­πι­κοι­νω­νί­ας και της ζω­η­ρής ε­μπο­ρι­κής κί­νη­σης με τα δια­τάγ­μα­τα του Gulhane Hatti-i Serif (1839) και Hatti-i Humayum (1856) συ­νι­στούν πρό­κλη­ση για “αλ­λα­γή της μοί­ρας”. “Νό­μι­ζα πως η πο­λι­τεί­α αυ­τή που τό­σο α­γά­πη­σα (εν­νο­εί τη Σμύρ­νη) εί­χε α­νοι­χτές τις πόρ­τες για ό­λους τους φτω­χούς και θα’φτα­νε ν’ α­πλώ­σω το χέ­ρι μου με κλει­στά μά­τια …να πιά­σω ό,τι λα­χτα­ρού­σα…”5.


Ει­δι­κά η Σμύρ­νη συ­νι­στά έ­να κο­σμο­πο­λί­τι­κο κέ­ντρο, μια πο­λυε­θνι­κή ε­ξω­στρε­φή κοι­νω­νί­α, α­πο­τε­λού­με­νη α­πό Τούρ­κους, Έλ­λη­νες, Ε­βραί­ους και Δυ­τι­κούς και, πα­ράλ­λη­λα με την οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη, ση­μειώ­νει και ση­μα­ντι­κή α­νά­πτυ­ξη στον το­μέ­α της έκ­φρα­σης και της δια­κί­νη­σης ι­δε­ών. Οι ε­σω­τε­ρι­κές με­τα­να­στεύ­σεις α­πό την ηπει­ρω­τι­κή και νη­σιω­τι­κή Ελ­λά­δα συ­μπλη­ρώ­νο­νται με­τά τους Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους και με Βαλ­κά­νιους(1987). Λέ­γε­ται ό­τι ο συν­θέ­της του “Μι­νό­ρε της Αυ­γής” εί­ναι ο ρου­μα­νι­κής κα­τα­γω­γής Γιο­βα­νί­κας6.


Ο πο­λι­τι­σμι­κός διά­λο­γος α­νά­με­σα στις τρεις ζώ­νες και την Ελ­λά­δα πα­ρέ­με­νε α­νοι­κτός εί­τε με τις με­τα­να­στεύ­σεις συ­μπα­γών ο­μά­δων εί­τε με τη με­τά­βα­ση δια­νο­ου­μέ­νων. Στο πλαί­σιο της “α­φύ­πνι­σης των ε­θνι­σμών” που ε­ντεί­νε­ται τον τε­λευ­ταί­ο αιώ­να, δη­μιουρ­γού­νται σχο­λεί­α, ορ­γα­νω­μέ­να σω­μα­τεί­α, κυ­ρί­ως στις α­να­πτυσ­σό­με­νες πό­λεις (Φρο­ντι­στή­ριο της Τρα­πε­ζού­ντας, Φι­λο­λο­γι­κό Γυ­μνά­σιο Σμύρ­νης κ.ά), με στό­χο την εκ­παί­δευ­ση και τα α­να­δυό­με­να πο­λι­τι­κά και ε­θνι­κά προ­βλή­μα­τα. Αυ­τή η πο­ρεί­α α­να­κό­πτε­ται α­νε­πι­στρε­πτί με την κα­τα­στρο­φή του ’22 συ­μπυ­κνω­μέ­νη στη χι­λιο­ει­πω­μέ­νη προ­σφυ­γι­κή ρή­ση “τι εί­χαμε και τι χά­σα­μαν”.


Με την ε­γκα­τά­στα­ση στην Ελ­λά­δα, το δί­πο­λο ντό­πιος/πρό­σφυ­γας α­να­μο­χλεύ­ει τη μνή­μη και οι προ­σφυ­γι­κοί πλη­θυ­σμοί α­να­δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται την ταυ­τό­τη­τά τους μεσ’ α­πό το σύγ­χρο­νο διά­λο­γο με τον πε­ρί­γυ­ρο τού υ­πό δια­μόρ­φω­ση ελ­λη­νι­κού έ­θνους-κρά­τους, ό­που, άλ­λο­τε α­πο­μο­νω­μέ­νοι και ε­γκλω­βι­σμέ­νοι στις πα­λιές θύ­μη­σες και άλ­λο­τε πρω­το­πό­ροι, α­νοί­γουν τις πύ­λες για πο­λι­τι­σμι­κές το­μές. Η νο­σταλ­γί­α για την πα­λιά πα­τρί­δα, η προ­σπά­θεια για η­θι­κή α­πο­κα­τά­στα­ση, η γνώ­ση εν­δε­χο­μέ­νως της ε­πι­λε­κτι­κής ι­κα­νό­τη­τας της μνή­μης, ο­δή­γη­σαν έ­γκαι­ρα στην α­νά­πτυ­ξη μιας έ­ντο­νης εκ­δο­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Η έκ­δο­ση βι­βλί­ων, πε­ριο­δι­κών, μο­νο­γρα­φιών, το­πι­κών δελ­τί­ων, α­πό ι­στο­ρι­κούς, λα­ο­γρά­φους λο­γο­τέ­χνες και α­πό μια πλειά­δα ε­ρα­σι­τε­χνών, προ­σφύ­γων και μη, κα­θώς ε­πί­σης και ξέ­νων ε­πι­στη­μό­νων με ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον στη με­τα­κι­νού­με­νη ε­θνο­γρα­φί­α της “καθ’ η­μάς Α­να­το­λής”, α­πο­τε­λούν μια πλού­σια πη­γή που έ­χει πολ­λά να προ­σφέ­ρει ό­χι μό­νο για τον τρό­πο ζω­ής και σκέ­ψης των Ελ­λή­νων της. Μ. Α­σί­ας αλ­λά και για τις θε­ω­ρή­σεις για τον χο­ρό και τον πο­λι­τι­σμό γε­νι­κό­τε­ρα.


Η α­να­φο­ρά σε ό­σα πα­ρα­τί­θε­νται εί­ναι εν­δει­κτι­κή μιας αρ­κε­τά εν­δια­φέ­ρου­σας αλ­λά ε­λά­χι­στα με­λε­τη­μέ­νης σε βά­θος χο­ρευ­τι­κής πα­ρά­δο­σης. Το πα­ρα­δε­δο­μέ­νο και σχε­δόν πα­γιω­μέ­νο χο­ρευ­τι­κό ρε­περ­τό­ριο –προ­ερ­χό­με­νο α­πό συλ­λο­γι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες α­πο­σπα­σμα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα– α­ντι­δια­στέλ­λε­ται με την ι­σχύ­ου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των το­πι­κών πλη­θυ­σμών. Ε­λά­χι­στα γνω­ρί­ζου­με για τη σχέ­ση του με τον ε­θι­μι­κό κύ­κλο του χρό­νου και με τις κα­θη­με­ρι­νές πρα­κτι­κές αυ­τών που το χρη­σι­μο­ποιού­σαν, κα­θώς και για τους τρό­πους του χο­ρεύ­ειν που α­ντλού­νται α­πό α­πο­σπα­σμα­τι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες σε συν­δυα­σμό με α­ντι­τι­θέ­με­νες σχο­λές σκέ­ψης. Η συμ­βο­λι­κή χροιά έ­χει χα­θεί και ό­σα η πρώ­τη γε­νιά δια­τή­ρη­σε α­πό τις “α­να­μνη­στή­ριες”7 αυ­τές τε­λε­τές τεί­νουν να αλ­λοιω­θούν, με βά­ση την έ­μπρα­κτη σύγ­χρο­νη εκ­δο­χή τους α­πό τους με­τα­πρά­τες, στο πλαί­σιο του φολ­κλο­ρι­σμού. Στην ε­θνι­κή μο­νο­φω­νι­κή εκ­δο­χή, που για έ­ναν πε­ρί­που αιώ­να χει­ρα­γω­γεί τη σκη­νι­κή πα­ρου­σί­α­ση, πα­ράλ­λη­λα με τους α­πο­κλει­σμούς, υ­ιο­θε­τή­θη­καν χο­ρευ­τι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα που σ’ έ­να βαθ­μό ε­πι­νο­ή­θη­καν. Α­πό το ρε­περ­τό­ριο των χο­ρών της Καπ­πα­δο­κί­ας, η ε­πι­λο­γή των Φα­ράσ­σων α­ντα­πο­κρι­νό­ταν στην ελ­λη­νο­κε­ντρι­κή τά­ση (Βυ­ζά­ντιο–Αρ­χαί­α Ελ­λά­δα), με α­ντί­στοι­χα ε­πι­νο­η­μέ­νη χο­ρο­γρα­φί­α, ε­νώ τα ζε­ϊ­μπέ­κι­κα8 ή οι καρ­σι­λα­μά­δες α­πό το Προ­κό­πι (οι γυ­ναί­κες λι­κνί­ζο­νται αι­σθη­σια­κά κτυ­πώ­ντας ζί­λια ή κου­τά­λια) α­πο­κλεί­ο­νται α­πό το σκη­νι­κό ρε­περ­τό­ριο. Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά α­πο­κλεί­ο­νται ε­πί­σης χο­ρευ­τι­κές φόρ­μες που συ­νο­δεύ­ο­νται α­πό τουρ­κό­φω­να τρα­γού­δια ε­νώ ο ορ­γα­νω­μέ­νος πο­ντια­κός σω­μα­τεια­κός χώ­ρος εμ­μέ­νει πει­σμα­τι­κά στην α­πο­κλει­στι­κή χρή­ση της σπά­νιας χο­ρευ­τι­κής του κλη­ρο­νο­μιάς, χω­ρίς να προ­σμε­τρά την γό­νι­μη συ­ναλ­λα­γή του με τις άλ­λες χο­ρευ­τι­κές ταυ­τό­τη­τες, πυ­κνώ­νο­ντας τον βο­ρειο­ελ­λα­δι­κό χώ­ρο. Ο­πωσ­δή­πο­τε, η “αυ­τό­χθο­νη” εκ­δο­χή α­πο­φεύ­γει την κα­τη­γο­ριο­ποί­η­ση που προ­ϋ­πο­θέ­τει τη θε­ω­ρη­τι­κή ε­πε­ξερ­γα­σί­α και συ­στη­μα­τι­κή πε­ρι­γρα­φή. Η α­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα των πλη­ρο­φο­ριών δυ­σκο­λεύ­ει α­κό­μα τα πράγ­μα­τα και α­να­γκά­ζει την ε­στί­α­ση στη χο­ρευ­τι­κή φόρ­μα α­φή­νο­ντας μια ρευ­στό­τη­τα στην ο­νο­μα­σί­α που μπο­ρεί να πα­ραλ­λάσ­σει ή να πα­ρα­μέ­νει ί­δια, α­ντα­πο­κρι­νό­με­νη σε δια­φο­ρε­τι­κό χο­ρευ­τι­κό πρό­τυ­πο. Ε­πί­σης κά­θε χο­ρευ­τι­κή πε­ρί­στα­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει δια­φο­ρές χρό­νου, χώ­ρου, χο­ρευ­τών, α­ντί­στοι­χου μου­σι­κού α­κού­σμα­τος και λό­γου που το συ­νο­δεύ­ει. Προ­κει­μέ­νου να δο­θεί μια ει­κό­να της χρω­μα­τι­κής ποι­κι­λί­ας και ό­σα αυ­τή υ­πο­νο­εί με α­να­φο­ρά στις ε­πί μέ­ρους ζώ­νες, θα ε­πι­χει­ρή­σου­με να δώ­σου­με συ­νο­πτι­κά τη χο­ρευ­τι­κή ει­κό­να της κά­θε πο­λι­τι­σμι­κής ζώ­νης, τις συγ­γέ­νειες και τις ι­διαι­τε­ρό­τη­τές της.


α. Πό­ντος
Η γε­ω­γρα­φι­κή θέ­ση του Πό­ντου και η πο­λύ­χρο­νη ι­στο­ρί­α του συ­νε­τέ­λε­σαν στην πα­ρα­γω­γή ε­νός χο­ρευ­τι­κού ι­διώ­μα­τος που εμ­φα­νί­ζει σχε­τι­κή ο­μοιο­γέ­νεια. Στον Δυ­τι­κό Πό­ντο, οι ε­πι­δρά­σεις των λι­μα­νιών του Αι­γαί­ου α­ντι­κα­το­πτρί­ζο­νται στα χο­ρευ­τι­κά τρα­γού­δια και στο πε­ρισ­σό­τε­ρο α­νά­λα­φρο χο­ρευ­τι­κό στυλ (Ο­μάλ Κε­ρα­σού­ντας) σε σχέ­ση με το Κο­τσι­χτόν Ο­μάλ (Ο­μάλ= ο­μα­λό, ή­πιο) του Α­να­το­λι­κού Πό­ντου ή Καρ­ς. Ο Α­να­το­λι­κός Πό­ντος α­πο­τε­λού­σε ξε­χω­ρι­στή γε­ω­γρα­φι­κή και διοι­κη­τι­κή ε­νό­τη­τα που η τύ­χη της ή­ταν σε ά­με­ση ε­ξάρ­τη­ση από τις δια­κυ­μάν­σεις των Ρω­σο­τουρ­κι­κών σχέ­σε­ων. Στο ρε­περ­τό­ριο του Α­να­το­λι­κού Πό­ντου α­ντα­να­κλώ­νται οι πο­λι­τι­σμι­κές α­νταλ­λα­γές με την πε­ριο­χή του Καυ­κά­σου στον χο­ρό Τας ή Τα­ϊ­γα­τάν που προ­σι­διά­ζει χω­ρίς να ταυ­τί­ζε­ται με την Κα­ζά­σκα. Υ­πάρ­χουν ω­στό­σο και πα­ρα­με­θό­ριες ζώ­νες ό­που συ­να­ντώ­νται προ­σμεί­ξεις με Καπ­πα­δό­κες (ό­πως η πε­ρί­πτω­ση των Με­τε­τζή­δων). Ό­ντας προ­πύρ­γιο της Βυ­ζα­ντι­νής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας στις ε­πε­λά­σεις α­να­το­λι­κών ο­μά­δων, οι Πό­ντιοι κρά­τη­σαν ζω­ντα­νή την ι­δέ­α της Χρι­στια­νο­σύ­νης, της ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής και του η­ρω­ι­σμού που α­να­ζω­πύ­ρω­ναν, ζώ­ντας μέ­σα σε α­ντί­ξο­ες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης, κα­τά την Ο­θω­μα­νι­κή κα­το­χή. Το ό­πλο ή­ταν α­χώ­ρι­στος σύ­ντρο­φός τους. Α­κό­μα και σε πε­ριό­δους η­ρε­μί­ας σε σχέ­ση με τους κα­τα­κτη­τές, συμ­με­τεί­χαν σε τάγ­μα­τα Ντε­ρε­μπέ­η­δων, πο­λε­μώ­ντας ε­να­ντί­ον άλ­λων Ντε­ρε­μπέ­η­δων9. Η διαρ­κής πο­λε­μι­κή δρά­ση, η αν­δρο­κρα­τι­κή και πα­τριαρ­χι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, α­ντα­να­κλά­ται στο χο­ρευ­τι­κό ρε­περ­τό­ριο συν­δια­λε­γό­με­νη με την ι­δέ­α του η­ρω­ι­σμού, και για τα δύ­ο φύλα, της α­γά­πης και του τό­που, με συμ­βο­λι­κές προ­ε­κτά­σεις στα χο­ρευ­τι­κά τρα­γού­δια. Τα χο­ρευ­τι­κά σχή­μα­τα εί­ναι ο­μα­δι­κά κυ­κλι­κά με ποι­κί­λες λα­βές, αυ­στη­ρά ο­μοιο­γε­νή χω­ρίς αυ­το­σχε­δια­σμούς –λέ­γε­ται ό­τι πα­λιό­τε­ρα ο κύ­κλος ή­ταν κλει­στός– και ε­κτός α­πό τα Ο­μάλ (Κε­ρα­σού­ντας, Τρα­πε­ζού­ντας, Δι­πάτ, Τάμ­σα­ρα) και τα Τικ (μο­νό και δι­πλό), που συ­νο­δεύ­ο­νται πά­ντα α­πό τρα­γού­δι, η χο­ρευ­τι­κή μου­σι­κή εί­ναι ως ε­πί το πλεί­στον ορ­γα­νι­κή, με μέ­τρια έ­ως υ­περ­βο­λι­κά γρή­γο­ρη ρυθ­μι­κή α­γω­γή. Η μέ­τρια ρυθ­μι­κή α­γω­γή που συ­νο­δεύ­ει την Τρυ­γό­να ή Τερ­ς (Με­τε­τζή­δες)10, την Πα­τού­λα ή τη Μη­τε­ρί­τσα (Τρα­πε­ζού­ντα) ε­πι­τρέ­πουν σ’ έ­να βαθ­μό τρα­γού­δι. Στην αυ­στη­ρή σύμ­βα­ση που διέ­πει τα κυ­κλι­κά χο­ρευ­τι­κά σχή­μα­τα, ο χο­ρός Μη­τε­ρί­τσα, δια­μορ­φω­μέ­νος στο α­στι­κό πλαί­σιο της Τρα­πε­ζού­ντας, πα­ρου­σιά­ζει μια χα­λα­ρή διά­κρι­ση α­νά­με­σα στα δύ­ο φύλα, ε­νώ το Κο­τσα­γκέλ, το Γιου­βαρ­λα­ντούμ κι­νού­νται και έ­ξω α­πό το σχη­μα­το­ποι­η­μέ­νο κύ­κλο με κα­γκε­λί­σμα­τα. Τα α­σύμ­με­τρα ρυθ­μι­κά σχή­μα­τα των ε­πτά­ση­μων α­νά­πο­δων ρυθ­μι­κών σχη­μά­των (2+2+3), που συν­δυά­ζο­νται με γρή­γο­ρη ρυθ­μι­κή α­γω­γή ό­πως η Σε­ρα­νί­τσα, η Λε­τσί­να, το Κοτ­ς (τε­λεί­ται α­πό γυ­ναί­κες), συ­μπλη­ρώ­νο­νται με δί­ση­μα ρυθ­μι­κά σχή­μα­τα ό­πως το Γα­ρά­σα­ρις, το Κό­τσα­ρι, το Τρο­μα­χτόν και το σέ­ρα – χο­ρό κα­θώς και το χο­ρό με τα μα­χαί­ρια ή πι­τσάκ ω­ίν (ή Πυρ­ρί­χιους)11. Ως προς τη μου­σι­κή συ­νο­δεί­α του σέ­ρα-χο­ρού, ο Baud-Bovy ση­μειώ­νει ό­τι, α­κό­μα και ό­ταν βά­ζει το δί­σκο σε ε­λατ­τω­μέ­νη τα­χύ­τη­τα, δεν μπο­ρεί να τον κα­τα­γρά­ψει. Και αυ­τή η δε­ξιο­τε­χνί­α τον Πό­ντιων λυ­ρά­ρη­δων που κά­νουν το δο­ξά­ρι να πη­γαι­νο­έρ­χε­ται ε­φτά φο­ρές στο δευ­τε­ρό­λε­πτο έρ­χε­ται ως α­πο­τέ­λε­σμα της α­πα­ρά­μιλ­λης σβελ­το­σύ­νης και γρη­γο­ρά­δας ό­χι μό­νο των δα­χτύ­λων του α­ρι­στε­ρού χε­ριού αλ­λά και του καρ­πού του δε­ξιού12. Λυ­ρά­ρη­δες, ντα­ουλ­τζή­δες, του­λουμ­τζή­δες (του­λούμ=ά­σκαυ­λος=ποι­με­νι­κό όρ­γα­νο στα εν­δό­τε­ρα του Πό­ντου) και χο­ρευ­τές συ­ναρ­θρώ­νο­νται με μια α­πα­ρά­μιλ­λη πο­λυ­ρυθ­μι­κή κι­νη­τι­κή δε­ξιο­τε­χνί­α σ’έ­να κοι­νό α­νή­κειν, γιορ­τά­ζο­ντας έ­τσι την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους και α­φή­νο­ντας για συ­γκε­κρι­μέ­νο χώ­ρο και χρό­νο την τέ­λε­ση του γα­μή­λιου χο­ρού θύ­μι­σμα(ν) ή στι­μνόν με τις μα­γι­κο­θρη­σκευ­τι­κές προ­ε­κτά­σεις του13. 


β. Καπ­πα­δο­κί­α και οι πε­ρι­φέ­ρειές της
Α­πο­κλει­σμέ­νος α­πό τα πα­ρά­λια, ο Ορ­θό­δο­ξος Ελ­λη­νι­κός πλη­θυ­σμός της Καπ­πα­δο­κί­ας–α­πο­τε­λώ­ντας “νη­σί­δες σε τουρ­κι­κό πέ­λα­γος”, πα­ρά τους ε­ξι­σλα­μι­σμούς και τις ε­ξω­μο­σί­ες– κρά­τη­σε α­λώ­βη­τη την ελ­λη­νι­κή και θρη­σκευ­τι­κή συ­νεί­δη­ση. Πριν α­πό μια δε­κα­ε­τί­α, μου εί­πε ο πα­πά-Γαβρι­ήλ, ε­γκα­τε­στη­μέ­νος στους Α­σκη­τές της Ρο­δό­πης :“Μας εί­παν ό­τι έ­πρε­πε να δια­λέ­ξου­με α­νά­με­σα στη γλώσ­σα και τη θρη­σκεί­α. Ε­μείς ε­πι­λέ­ξα­με τη θρη­σκεί­α”. Το χο­ρευ­τι­κό ρε­περ­τό­ριο φέ­ρει έ­ντο­να τη σφρα­γί­δα της λα­τρεί­ας της Ορ­θό­δο­ξης χρι­στια­νι­κής πί­στης, ει­δι­κό­τε­ρα σε α­πο­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­φέ­ρειες ό­πως των Φα­ράσ­σων, ό­που οι χο­ρευ­τι­κές πρα­κτι­κές ως “α­να­μνη­στή­ριες τε­λε­τές” στο­χεύ­ουν στην τό­νω­ση του θρη­σκευ­τι­κού αι­σθή­μα­τος και στην ε­ξα­σφά­λι­ση της κα­λο­χρο­νιάς. Το κυ­νή­γι της “κα­λής τύ­χης” συν­δυά­ζε­ται με τη θρη­σκευ­τι­κή λα­τρεί­α μ’ έ­ναν πραγ­μα­τι­κά ε­ντυ­πω­σια­κό τρό­πο. Λέ­γε­ται ό­τι, με­τά α­πό μια πο­ρεί­α πέ­ντε χι­λιο­μέ­τρων –την ο­ποί­α έ­πρε­πε να δια­νύ­σουν α­πό τα Φά­ρασ­σα μέ­χρι τη σπη­λιά του Ζα­μά­ντη πο­τα­μού ό­που γι­νό­ταν η α­να­μνη­στή­ρια τε­λε­τή προς τι­μήν του Μεγ. Βα­σι­λεί­ου– φτά­νο­ντας στη σπη­λιά, στρώ­νο­νταν παί­ζο­ντας χαρ­τιά και άλ­λα τυ­χε­ρά παι­χνί­δια. Ο ο­μα­δι­κός χο­ρός προς τι­μήν του Α­η Βα­σί­λη ή Α­η­βα­σι­λιά­τι­κος, ως μι­μι­κή α­να­πα­ρά­στα­ση της πο­μπής του “εζ-Βα­σί­λη”, χο­ρεύ­ε­ται το Μέ­γα Πά­σχα με την ο­νο­μα­σί­α Πα­σχα­λιά­τι­κος, τον Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο, του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και του Σταυ­ρού. Οι δια­φο­ρε­τι­κές πε­ρι­στά­σεις –ό­λες ω­στό­σο με βά­ση το θρη­σκευ­τι­κό ε­ορ­το­λό­γιο– ση­μειο­δο­τού­νται με το ί­διο χο­ρευ­τι­κό πρό­τυ­πο, αλ­λά συ­νο­δεύ­ο­νται από δια­φο­ρε­τι­κές με­λω­δί­ες και στί­χους τρα­γου­διών. Με το χο­ρό Α­ντί­πα­σκα σε γρη­γο­ρό­τε­ρη ρυθ­μι­κή α­γω­γή έ­κλει­ναν τις γιορ­τές του Πά­σχα. Αν και συμ­με­τεί­χαν και τα δύ­ο φύλα, δε γνω­ρί­ζου­με την α­κρι­βή διά­τα­ξη των χο­ρευ­τών και τη σχη­μα­τι­κή α­πει­κό­νι­ση (έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει σκη­νι­κά η ευ­θεί­α γραμ­μή με αλ­λα­γές κα­τεύ­θυν­σης και σε χω­ρι­στές ο­μά­δες τα δύ­ο φύλα). Αν και η χο­ρο­γρα­φί­α εμ­φα­νί­ζε­ται ως ε­πι­νο­η­μέ­νη –αρ­κε­τά στι­λι­στι­κή για α­πο­μο­νω­μέ­νους α­γρό­τες– το γε­γο­νός ό­τι το υ­πό­λοι­πο ρε­περ­τό­ριο χω­ρί­ζε­ται σε αν­δρι­κούς και γυ­ναι­κεί­ους χο­ρούς προ­ϋ­πο­θέ­τει την ι­σχύ­ου­σα α­ντί­λη­ψη των κα­τά φύλα δια­κρί­σε­ων. Ο χο­ρός με τα μα­χαί­ρια, που α­νά­λο­γα με το μέ­γε­θος του μα­χαι­ριού χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως βα­ρύς ή γρή­γο­ρος, χο­ρεύ­ε­ται μό­νο α­πό άν­δρες κα­θώς και ο χο­ρός χου­λιέ­ρε (κου­τά­λια), ε­νώ ο χο­ρός “με τα μα­ντή­λια” συν­δέ­ε­ται α­πο­κλει­στι­κά με τις γυ­ναί­κες. Η Αυ­γί­τσα ή Σα­βί­τσα, ο­μα­δι­κός χο­ρός με την μορ­φή του κλει­στού κύ­κλου με τη συμ­με­το­χή μό­νο νέ­ων αν­δρών και το σε­ή­τα-τα, σε α­ντι­κρι­στό σχή­μα α­πό πα­ντρε­μέ­νες γυ­ναί­κες και με κα­λυμ­μέ­νο το πρό­σω­πο, α­να­πα­ρά­γουν τις κρυμ­μέ­νες συμ­βο­λι­κές δια­στά­σεις ε­ντασ­σό­με­νοι στο γα­μή­λιο τυ­πι­κό.


Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά η πε­ρι­φέ­ρεια της Και­σα­ρεί­ας, ως ε­μπο­ρι­κός κόμ­βος, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­νοι­χτή στην ε­πι­κοι­νω­νί­α με τα πα­ρά­λια και την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Συν­δυά­ζει την α­γρο­τι­κή κα­θη­με­ρι­νή πρα­κτι­κή με τον χο­ρό Χαρ­μάν γιε­ρί ή του Α­λω­νιού, με τον αν­δρι­κό συ­γκα­θι­στό ζε­ϊ­μπέ­κι­κο Τσοκ­μέ και με ρυθ­μι­κό σχή­μα (2+2+2+3). Με τον χο­ρό της Αυ­γί­τσας και το Χου­λιέ­ρε, συν­δέ­ε­ται με τα Φά­ρασ­σα, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας το το­πι­κό ρε­περ­τό­ριο με τους ο­μα­δι­κούς κυ­κλι­κούς χο­ρούς κα­λέμ και τον Α­πο­κριά­τι­κο μπα­κλα­βά μπι­σιρ­ντίμ γιαλ­λ.


Ο τουρ­κό­φω­νος πε­ρί­γυ­ρος στην πε­ρι­φέ­ρεια Προ­κο­πί­ου, ο ξε­νι­τε­μός και η ε­πα­φή με άλ­λες εθνο­το­πι­κές ο­μά­δες, δια­μορ­φώ­νει μια δια­φο­ρε­τι­κή χο­ρευ­τι­κή πρα­κτι­κή ως προς τη σχέ­ση των δύ­ο φύλων στους α­ντι­κρι­στούς χο­ρούς. Συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τσι­φτε­τέ­λια με χρή­ση α­πό τους χο­ρευ­τές κρο­τά­λων και κου­τα­λιών, χω­ρίς να λεί­πουν και τα ζί­λια. Οι ο­μα­δι­κοί κυ­κλι­κοί χο­ροί εί­ναι α­πό­ντες και τα ζε­ϊ­μπέ­κι­κα σπά­νια.


Ω­στό­σο τα γύ­ρω χρι­στια­νι­κά χω­ριά, με ο­μα­δι­κούς κυ­κλι­κούς χο­ρούς ό­πως ο Δί­πα­τος, ο κυ­κλι­κός και ο γυ­ναι­κεί­ος Πα­σχα­λιά­τι­κος (Σι­νασ­σός) και ο ε­πί­σης γυ­ναι­κεί­ος Πα­σχα­λιά­τι­κος α­πό τα πο­τά­μια με την ο­νο­μα­σί­α μα­κρου­λός και ο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κος στρογ­γυ­λός, κρα­τούν με τον ίσ­σο της Συ­νασ­σού (α­ντι­κρι­στός α­πό ζευ­γά­ρι αν­δρών ή γυ­ναι­κών που χτυ­πούν ζί­λια) τη σχε­τι­κή ο­μοιο­γέ­νεια της πε­ριο­χής. Ε­δώ η ι­δέ­α της Ορ­θο­δο­ξί­ας συν­δυά­ζε­ται με την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα μέ­σα α­πό τα ποι­κί­λα τρα­γού­δια που συ­νο­δεύ­ουν τους ο­μα­δι­κούς κυ­κλι­κούς χο­ρούς. Τα ελ­λη­νό­φω­να χω­ριά της Νί­γδης και ι­διαί­τε­ρα οι Μυ­στιώ­τες, με ε­λά­χι­στες προ­σβά­σεις στα πα­ρά­λια, δια­μορ­φώ­νουν μια τε­λε­στι­κή πρα­κτι­κή με συμ­βο­λι­κούς χο­ρευ­τι­κούς κώ­δι­κες, ό­πως ο ο­μα­δι­κός γυ­ναι­κεί­ος και με μπρο­στε­λά­τη άν­δρα χο­ρός Σου­ρου­ντί­να, ο ο­μα­δι­κός δί­πα­τος χο­ρός, ο α­ντι­κρι­στός αλ­λά ζευ­γα­ρω­τός (άν­δρας-γυ­ναί­κα) χο­ρός χου­λιέ­ρε ό­πως και ο κιου­τσέτ (kucek=νέ­ος χο­ρευ­τής) α­πό ζευ­γά­ρι ε­πί­σης χο­ρευ­τών ή μο­νή­ρης, με χρή­ση κου­τα­λιών και με συ­νο­δεί­α ντα­η­ρέ­δων (με­γά­λα ντέ­φια), δί­νουν την κο­σμι­κή διά­στα­ση14.  


Γε­νι­κό­τε­ρα, η ε­πι­κρά­τη­ση αρ­γών με­λω­δι­κών α­κου­σμά­των βα­σι­σμέ­νων στους ρυθ­μούς των τε­τρά­ση­μων και δί­ση­μων μέ­τρων (ε­λά­χι­στα εν­νιά­ση­μα) α­πο­δι­δό­με­να με α­πλο­ϊ­κά, χω­ρίς ι­διαί­τε­ρη δε­ξιο­τε­χνι­κή ι­κα­νό­τη­τα, κι­νη­τι­κά πρό­τυ­πα, δί­νουν την αί­σθη­ση μιας πρω­το­γε­νούς κα­τα­νυ­κτι­κής προ­διά­θε­σης ό­που οι πα­ρα­τη­ρού­με­νες σχε­τι­κές α­πο­κλί­σεις α­πλά διαν­θί­ζουν την ε­σω­τε­ρι­κή ο­μοιο­γέ­νεια που τα διέ­πει.


Η φθί­νου­σα πο­ρεί­α της χο­ρευ­τι­κής πρα­κτι­κής των Καπ­πα­δο­κών προ­σφύ­γων, με­τά την ε­γκα­τά­στα­σή τους στην Ελ­λά­δα, πε­ριό­ρι­σε τον πλού­το της και πα­ρά τον “μου­σεια­κό” χα­ρα­κτή­ρα της, ε­ξα­κο­λου­θεί να προ­κα­λεί και να προ­σκα­λεί για διε­ρεύ­νη­ση και με­λέ­τη.


γ. Δυ­τι­κά και νό­τια πα­ρά­λια της Μ. Α­σί­ας
Τα κα­φέ α­μάν, τα πα­ζά­ρια, οι γει­το­νιές της Σμύρ­νης και τα συ­νά­φια της, κα­θώς και ο πα­ρα­δο­σια­κός κό­σμος –που α­δυ­να­τώ­ντας να πα­ρά­γει τις πα­ρα­δο­σια­κές α­ξί­ες κα­τέ­φυ­γε στα πε­ρί­χω­ρά της15– κα­θό­ρι­σαν το πέ­ρα­σμα α­πό την α­γρο­τι­κή στην α­στι­κο-λα­ϊ­κή χο­ρευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Οι κοι­νω­νι­κές α­να­κα­τα­τά­ξεις και οι συ­γκρού­σεις που τις συ­νό­δε­ψαν, α­πό το τέ­λος του 18ου μέ­χρι και το πρώ­το μι­σό του 19ου, συ­νε­τέ­λε­σαν στη δη­μιουρ­γί­α ε­νός πο­λύ­μορ­φου χο­ρευ­τι­κού ι­διώ­μα­τος που α­πο­δί­δει σε μι­κρο­γρα­φί­α τις α­νταλ­λα­γές και προ­σμεί­ξεις μιας ε­ξα­στι­σμέ­νης κοι­νω­νί­ας.


Οι τά­ξεις των α) συρ­τών και μπάλ­λων ή συρ­το­μπάλ­λων, των β) καρ­σι­λα­μά­δων, των ζε­ϊ­μπέ­κι­κων, α­πο­τυ­πώ­νουν τις μα­κρο­πρό­θε­σμες δια­δι­κα­σί­ες εν­σω­μά­τω­σης ελ­λη­νι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών (με τις δυ­τι­κό­τρο­πες ε­πιρ­ρο­ές), βαλ­κα­νι­κών κα­θώς και της ευ­ρύ­τε­ρης Α­να­το­λής. Έ­τσι οι κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις δεν εί­ναι ά­τε­γκτες, αλ­λά διέ­πο­νται α­πό ρευ­στό­τη­τα ως προς τις ι­δε­ο­λο­γι­κές συ­νι­στώ­σες τους.


Σ’ έ­να πλαί­σιο ό­πως το κα­φέ α­μάν ή οι πα­νη­γυ­ρό­το­ποι (πα­ζά­ρια), ό­που πλέ­κο­νται α­ντά­μα ρου­μά­νι­κες χό­ρες, κα­ζά­σκες, σέρ­βι­κα, ζε­ϊ­μπέ­κι­κα και α­ϊ­ντί­νι­κα κα­θώς και απτά­λι­κα, τσι­φτε­τέ­λια και καρ­σι­λα­μά­δες, οι ά­κα­μπτες κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις δεν μπο­ρεί πα­ρά να α­ντι­φά­σκουν στην πο­λυ­φω­νί­α του “εθνο­το­πι­κού ξε­ση­κω­μού”. Έ­τσι το κα­μη­λιέ­ρι­κο 9/8, ως α­ντι­κρι­στό, λο­γί­ζε­ται ως καρ­σι­λα­μάς, ε­νώ ως μο­νή­ρης χο­ρός συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα ζε­ϊ­μπέ­κι­κα16. Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, το Α­πτά­λι­κο χο­ρεύ­ε­ται σε κύ­κλο χω­ρίς λα­βές. Το Α­η­βα­λιώ­τι­κο και το Με­λιώ­τι­κο, α­πό το Α­ϊ­βα­λί και το Με­λί της Ε­ρυ­θραί­ας, ε­κτι­μού­με­να ως οι πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­στη­ρές φόρ­μες ζε­ϊ­μπέ­κι­κου χο­ρού (9/4), συ­ναρ­θρώ­νο­νται στον ί­διο τό­πο με τους “καρ­σι­λα­μά­δες” της Γε­ωρ­γί­τσας και της Δη­μη­τρού­λας 9/8. Τα α­πτά­λι­κα και τα Α­ϊ­ντί­νι­κα τε­λού­νται α­πό ζευ­γά­ρι αν­δρών χο­ρευ­τών ε­νώ ο Α­τά­ρης α­πο­δί­δε­ται σε σταυ­ρω­τό σχή­μα α­πό τέσ­σε­ρις άν­δρες ή δύ­ο ζευ­γά­ρια.


Τα χα­σά­πι­κα, ως ο­μα­δι­κά γραμ­μι­κά σχή­μα­τα, ή χα­σα­πο­σέρ­βι­κα, ως κυ­κλι­κά α­πο­δί­δο­νται με μια ευ­ρεί­α χρω­μα­τι­κή ποι­κι­λί­α, ε­νώ οι συρ­τοί ό­πως η Για­τζη­λα­ρια­νή (ή για­λό-για­λό) και οι “δι­πλοί” μπάλ­λοι (ε­ναλ­λασ­σό­με­νοι σκο­ποί αρ­γού-γρή­γο­ρου) ή α­πλοί, με ε­παι­νε­τι­κά, πει­ρα­κτι­κά και αυ­το­σχέ­δια δί­στι­χα, που παί­ζο­νται με το τα­ψί ή το του­μπερ­λέ­κι, βγά­ζουν τη νύ­χτα συ­νή­θως στους λου­τρου­μά­δες (γα­μή­λια τυ­πι­κά) και τις Α­πό­κριες.


Ο Μι­κρα­σια­τι­κός Ελ­λη­νι­σμός γλυ­καί­νει α­κό­μα και σή­με­ρα την πί­κρα του, χο­ρεύ­ο­ντας τα τρα­γού­δια του, α­να­κα­λώ­ντας το τό­τε με ό­ρους του σή­με­ρα. Ο ε­να­γκα­λι­σμός της χο­ρευ­τι­κής αυ­τής πο­λυ­μορ­φί­ας α­πό τους ντό­πιους για έ­ναν αιώ­να πε­ρί­που α­να­δει­κνύ­ει και τη δια­χρο­νι­κή της δυ­να­μι­κή, που συ­νο­ψί­ζε­ται σε τού­τα τα λό­για:

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ