της Ι. Παντελουδάκη, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Νάσος Βαγενάς, Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, Πόλις, Αθήνα 2002
Αν και έχει περάσει πάνω από μισός χρόνος από την έκδοση του Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία του Νάσου Βαγενά, το βιβλίο δεν έχει ακόμη ουσιαστικά αξιολογηθεί από την κριτική. Παράξενο, αν συλλογιστούμε ότι είναι μια πολύ σημαντική παρέμβαση στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά και της λογοτεχνίας μας. Αν εξαιρέσουμε ένα βραχύτατο και βιαστικό σημείωμα του Κωστή Παπαγιώργη στο Αθηνόραμα (13 Ιουνίου 2002) και δύο σύντομα κριτικά σημειώματα του εικαστικού Μάνου Στεφανίδη στο Αντί (12 Ιουλίου 2002) και της Νένας Κοκκινάκη στην Καθημερινή (18 Οκτωβρίου 2002), η κριτική έμεινε σιωπηλή. Και όμως, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει γόνιμες συζητήσεις πάνω στο μεγάλο θέμα του λογοτεχνικού μοντερνισμού, που, αν και τόσο έχει απασχολήσει όσους γράφουν για τη λογοτεχνία, συνεχίζει να είναι προβληματικό και συγκεχυμένο.
Η παρέμβαση του Βαγενά γίνεται με δύο τρόπους. Αφενός με την ακριβή περιγραφή και ανάλυση της έννοιας του μεταμοντέρνου στη λογοτεχνία, και αφετέρου με την κριτική των μεταμοντέρνων θέσεων για τη λογοτεχνική κριτική. Το βιβλίο αποτελείται από τρία δοκίμια (“Ταυτότητα και ποιητικός λόγος”, “Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνική κριτική”, “Η κρίση του ελεύθερου στίχου”), που είναι τα κείμενα του Βαγενά στη διαμάχη με τον Ευγένιο Αρανίτση (Αύγουστος 2001-Φεβρουάριος 2002), που έλαβε χώρα στη “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας (το δεύτερο ανατυπώνεται στο βιβλίο στην πλήρη –σε διπλάσια έκταση– μορφή του).
Τρεις είναι οι κύριες θέσεις του Βαγενά σε αυτή τη διαμάχη. Η πρώτη είναι ότι η θεωρία του “θανάτου του συγγραφέα”, που είναι “το έμβλημα των μεταμοντέρνων θεωριών της λογοτεχνίας”, δεν μπορεί να σταθεί λογικά, και τούτο γιατί τη διαψεύδει η πραγματικότητα. Η άποψη που υποστηρίζει αυτή η θεωρία είναι ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να εκφράσει τίποτε από αυτά που επιθυμεί να πει, γιατί μετατρέπεται κατά την πράξη της γραφής σε ένα απλό όργανο, έναν ενδιάμεσο, που εκτελεί τη βούληση της υπερανθρώπινης, υπερβατικής δύναμης, που λέγεται Γλώσσα. Η θεωρία αυτή, λέει ο Βαγενάς, είναι ένα παράδοξο, ανάλογο με το –συλλογιστικά άψογο– παράδοξο του Ζήνωνα, που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κίνηση ενώ η ζωή δείχνει ότι υπάρχει. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να έχει τον πλήρη έλεγχο της γλώσσας του (ότι το λογοτεχνικό έργο είναι πολύσημο και εκφράζει και πράγματα που δεν ήταν στην πρόθεση του συγγραφέα) δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να εκφράσει ένα μέρος από αυτά που θέλει να πει και ότι το έργο το γράφει η γλώσσα.
Η δεύτερη θέση του Βαγενά, γέννημα της πρώτης, είναι ότι δεν υπάρχει μεταμοντέρνα λογοτεχνία με την πραγματική σημασία του όρου “μεταμοντέρνα”, ο οποίος δηλώνει μία ρήξη με τον μοντερνισμό, κάτι πέρα από αυτόν. Δεν υπάρχει, γιατί “δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία πέρα από το σημείο στο οποίο οδήγησε τη λογοτεχνία ο μοντερνισμός”. Ο Βαγενάς παρατηρεί ότι ο μοντερνισμός, με τις ακραίες εκφράσεις του (φουτουρισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός), έχει περιλάβει και εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες της λογοτεχνίας, έχει οδηγήσει τη λογοτεχνική μορφή ως τα ακρότατα όριά της “φτάνοντας ως και στην κατάλυση της οργανικότητάς της”. Η λογοτεχνία, γράφει ο Βαγενάς, “είναι οργανική μορφή”, για τούτο, εφόσον ο μοντερνισμός υποστηρίζει την απόρριψη της οργανικής μορφής, “η λογοτεχνία είναι το αντίθετο του μεταμοντέρνου”. Ό,τι λογοτεχνικό χαρακτηρίζεται από την κριτική ως μεταμοντέρνο, στον βαθμό που είναι όντως λογοτεχνία, στην πραγματικότητα “ανήκει στον όψιμο μοντερνισμό”.
Η τρίτη θέση του Βαγενά είναι ότι, αν δεν μπορεί να υπάρξει μεταμοντέρνα λογοτεχνία , υπάρχει μολαταύτα μια θεωρητικοκριτική προσέγγιση της λογοτεχνίας που μπορεί να χαρακτηριστεί μεταμοντέρνα, που δικαιολογεί τη χρήση της πρόθεσης μετά στον όρο μεταμοντερνισμός, γιατί φέρνει μια πραγματική ρήξη με τη μοντερνιστική θεωρία και κριτική. Ρήξη που ο Βαγενάς εντοπίζει σε εκείνες τις κατευθύνσεις των λογοτεχνικών σπουδών (Αποδόμηση, Νεοπραγματισμός), που εμφανίζονται “για πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής” και που πρεσβεύουν την “απέραντη σημείωση”, το απεριόριστο ερμηνευτικό άνοιγμα των λογοτεχνικών έργων·. δηλαδή ότι κάθε ερμηνεία ενός έργου είναι νόμιμη, γιατί το σημαίνον δεν μπορεί ποτέ να συναντήσει το σημαινόμενο, άρα το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου είναι αποκλειστικά εκείνο που δίνει στο έργο ο αναγνώστης παίζοντας με τα σημαίνοντά του (το λεγόμενο “παιχνίδι του σημαίνοντος”). Η άποψη αυτή, λέει ο Βαγενάς, η οποία υποστηρίζει την πανσημία των λογοτεχνικών έργων, διαφοροποιείται θεμελιακά από την κριτική άποψη του μοντερνισμού που πιστεύει στην πολυσημία τους, η οποία, με τη σειρά της, διαφοροποιείται από την πριν από αυτή αντίληψη για την κριτική, που πίστευε στην μονοσημία τους.
Η κριτική του Βαγενά στις μεταμοντέρνες απόψεις για τη λογοτεχνία είναι πειστική. Με επιχειρήματα που αντλεί από βαθιά γνώση τόσο του μοντερνισμού όσο και των νεότερων θεωρητικών αφηγήσεων και με επικουρία από την κριτική που κάνουν στον μεταμοντερνισμό θεωρητικοί όπως ο Ουμπέρτο Έκο και Τζβετάν Τοντόροφ, που βλέπουν με δυσπιστία το μεταμοντέρνο κριτικό φαινόμενο, δείχνει με συγκεκριμένα παραδείγματα τις αντιφατικότητες και το αδιέξοδο της σκέψης των μεταμοντέρνων και εξηγεί με σαφήνεια γιατί πανσημία σημαίνει ασημία. Με λεπτό χιούμορ ο Βαγενάς αποδεικνύει ότι το δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ “Ο θάνατος του συγγραφέα”, που συνεχίζει και σήμερα να είναι ένα από τα ιερά κείμενα του μεταμοντερνισμού, είναι ένα κείμενο σαθρό στα επιχειρήματά του και ανιστόρητο, γιατί ο στόχος του, ο μονοσημικός κριτικός, είναι, την εποχή που δημοσιεύεται (1968), ήδη νεκρός. Άλλο τόσο είναι ενδιαφέρουσες οι σελίδες με τις οποίες αποκαλύπτει τις διανοητικές ακροβασίες και τον ταχυδακτυλουργικό τρόπο με τον οποίο ο Ζακ Ντερριντά προσπαθεί να δώσει προοδευτική υπόσταση στη θεωρία της Αποδόμησης.
Με το Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, αλλά και με τα άλλα θεωρητικά του κείμενα που βρίσκονται στα βιβλία του Η εσθήτα της θέας (1989) και Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα (1999), ο Βαγενάς δίνει τις δικές του θέσεις για το θέμα του μεταμοντερνισμού, συμμετέχοντας στη διεθνή συζήτηση γι’ αυτό και συμβάλλοντας με τη ξεκάθαρη σκέψη του στην καλύτερη κατανόησή του. Την ίδια στιγμή υποβάλλει σε καταλυτική κριτική τις συγκεχυμένες και φανταχτερές απόψεις των Ελλήνων οπαδών του μεταμοντερνισμού (Αρανίτσης, Βέλτσος κ.ά.) δείχνοντας ότι οι απόψεις αυτές δεν κάνουν άλλο από το να αναπαράγουν απαρχαιωμένες γαλλικές ιδέες της δεκαετίας του 1970.