Αρχική » Γεράκια και περιστέρια

Γεράκια και περιστέρια

από Άρδην - Ρήξη

του Α. Παναγόπουλου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002

Πριν α­πό και­ρό, στο Κυ­ρια­κά­τι­κο Βή­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας Νί­κος Δή­μου, με τί­τλο: “Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο!”, (που υ­παι­νίσ­σε­ται εύ­στο­χα τη φι­λο­σο­φι­κή προ­στα­γή “Ad concretum!”), υ­πο­φέ­ρει, και αν­θυ­πο­φέ­ρει (τα δύ­ο μέ­ρη της ρη­το­ρι­κής ε­ρώ­τη­σης) ως ε­ξής: “Υ­πάρ­χει άν­θρω­πος που να εί­ναι ε­να­ντί­ον της ει­ρή­νης;” (υ­πο­φο­ρά). “Ε­γώ του­λά­χι­στον δεν γνω­ρί­ζω κα­νέ­να. Ού­τε ση­με­ρι­νό ού­τε πα­λιό­τε­ρο” (αν­θυ­πο­φο­ρά).


Λοι­πόν, τώ­ρα σ’ αυ­τό θα α­πα­ντή­σω ε­δώ μ’ αυ­τό το κεί­με­νο για τον Bor-chert, που μά­λι­στα το α­φιέ­ρω­νω στη μνή­μη του.


Πρώ­τον, υ­πάρ­χει δια­φο­ρά α­νά­με­σα στο να εί­ναι και στο να φαί­νε­ται κα­νείς ό­τι εί­ναι ε­να­ντί­ον της ει­ρή­νης. Και, φυ­σι­κά, θα συμ­φω­νή­σει κα­νείς ό­τι αρ­κε­τοί εί­ναι, αλ­λά δεν βγαί­νουν συ­χνά να το πουν, για­τί αυ­τό κο­στί­ζει. Δεύ­τε­ρον, ναι, υ­πάρ­χουν πολ­λοί που ή­ταν, εί­ναι και θα εί­ναι α­να­φαν­δόν, θε­ω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά, κα­τά της ει­ρή­νης και με­ρι­κοί δεν το κρύ­βουν. Τα γε­ρά­κια και οι γε­ρα­κί­νες του πο­λέ­μου πο­τέ δεν το έ­κρυ­ψαν, α­πό την αρ­χαιό­τη­τα μέ­χρι σή­με­ρα. Μό­νο που, ό­ντως, πο­τέ δεν εί­παν “κά­τω η ει­ρή­νη!”. Εί­παν “ζή­τω ο πό­λε­μος!”. Το εί­πε ο Η­ρά­κλει­τος με το “πό­λε­μος πα­τήρ πά­ντων” (ό­ποια φι­λο­λο­γι­κή ή/και φι­λο­σο­φι­κή ερ­μη­νεί­α και αν δί­νει κα­νείς στον α­φο­ρι­σμό). Το εί­πε ο Κρη­τι­κός Κλει­νί­ας, και συμ­φώ­νη­σε και ο Σπαρ­τιά­της Μέ­γιλ­λος, στους Νό­μους του Πλά­τω­να (“ην γαρ κα­λού­σιν οι πλεί­στοι των αν­θρώ­πων ει­ρή­νην, τουτ’ εί­ναι μό­νον ό­νο­μα, τω δ’ έρ­γω πά­σαις προς πά­σας τας πό­λεις α­εί πό­λε­μον α­κή­ρυ­κτον κα­τά φύ­σιν εί­ναι”). Το εί­παν (και …το έ­κα­μαν) ο δη­μο­κρά­της Κλέ­ων και ο ο­λι­γαρ­χι­κός Βρα­σί­δας στη διάρ­κεια του Πε­λο­πον­νη­σια­κού πο­λέ­μου (“οί­περ αμ­φο­τέ­ρω­θεν μά­λι­στα η­να­ντιού­ντο τη ει­ρή­νη, ο μεν δια το ευ­τυ­χείν τε και τι­μά­σθαι εκ του πο­λε­μείν, ο δε γε­νο­μέ­νης η­συ­χί­ας κα­τα­φα­νέ­στε­ρος νο­μί­ζων αν εί­ναι κα­κουρ­γών και α­πι­στό­τε­ρος δια­βάλ­λων”). Το εί­παν οι Ρω­μαί­οι στρα­το­κρά­τες με το (ό­χι “η­λί­θιο”, αλ­λά πο­νη­ρό): “si pacem vis, para bellum” (“αν θες ει­ρή­νη, προ­ε­τοί­μα­ζε πό­λε­μο”, α­πό ό­που βγή­κε μά­λι­στα, α­πό την “α­πό­δο­ση”, και το πι­στό­λι parabellum). Το εί­πε ο Thomas Hobbes με το “bellum omnium contra omnes” (“πό­λε­μος ό­λων ε­να­ντί­ον ό­λων”) και “homo homini lupus” (“ο άν­θρω­πος για τον άν­θρω­πο λύ­κος”). Το εί­παν ο Χί­τλερ και ο Γκαί­μπελ­ς και πολ­λοί η­γέ­τες της νε­ό­τε­ρης ε­πο­χής στον κό­σμο, ι­διαί­τε­ρα τώ­ρα. Αυ­τά με κά­θε δυ­να­τή συ­ντο­μί­α.
Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο τώ­ρα. Ο λό­γος πε­ρί φι­λει­ρη­νι­σμού, πε­ρί α­ντι­μι­λι­τα­ρι­σμού, έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα, μια αλ­λιώ­τι­κη γερ­μα­νι­κή συ­νεί­δη­ση του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πό­λε­μου, ο Wolfgang Borchert.


Αυ­τός ο αμ­φι­σβητη­σί­ας Γερ­μα­νός συγ­γρα­φέ­ας, ο Βόλ­φγκαν­γκ Μπόρ­χερ­τ, που πέ­θα­νε στα 26 του χρό­νια, α­πο­τε­λεί την πιο α­ντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κή και α­ντι­πο­λε­μι­κή φω­νή στη λο­γο­τε­χνί­α του με­σο­πο­λέ­μου. Ό­ταν τον σκέ­φτε­σαι, δύ­ο πράγ­μα έρ­χο­νται αυ­τό­μα­τα στο νου σου: η μο­νό­στι­χη γνώ­μη του Με­νάν­δρου «ον θε­οί φι­λού­σιν, α­πο­θνή­σκει μό­νος» και το Draussen vor der Tür που στα ελ­λη­νι­κά με­τα­φρά­στη­κε κα­λά α­πό τον Θά­νο Σακ­κέ­τα για τις εκ­δό­σεις «Στο­χα­στής» αλ­λά με τον α­τυ­χή τί­τλο Ο πε­ρι­θω­ρια­κός και υ­πό­τι­τλο Έ­ξω α­πό την πόρ­τα, α­ντί του σω­στού Έ­ξω, μπρο­στά στην πόρ­τα. Αυ­τό το εξ­πρε­σιο­νι­στι­κό ρα­διο­φω­νι­κό θε­α­τρι­κό έρ­γο (Hörspiel) α­πο­τε­λεί μια σπα­ρα­χτι­κή οι­μω­γή και συ­νά­μα ορ­γι­σμέ­νη νε­α­νι­κή δια­μαρ­τυ­ρί­α του α­ντι­ή­ρω­α στρα­τιώ­τη Μπέκ­μαν (“ε­νός α­πό τους πολ­λούς”), δηλ. ό­λης της πα­ρα­πλα­νη­μέ­νης και σε ό­λα ε­ξα­πα­τη­μέ­νης γερ­μα­νι­κής νε­ο­λαί­ας της ε­πο­χής. Γυ­ρί­ζει σπί­τι του στη Γερ­μα­νί­α και δεν βρί­σκει ό­χι μό­νο τη γυ­ναί­κα του (“που τον ξέ­χα­σε”), αλ­λά ού­τε το ί­διο του το σπί­τι στη θέ­ση του: «η Γερ­μα­νί­α τους εί­ναι κά­που μπρο­στά στην πόρ­τα, μέ­σα στη βρο­χή, τη νύ­χτα, στο δρό­μο». Α­φιε­ρω­μέ­νο στον Hans Quest εί­ναι έ­να έρ­γο που, ό­πως υ­περ­βο­λι­κά α­παι­σιό­δο­ξα εί­χε γρά­ψει ο ί­διος, «κα­νέ­να θέ­α­τρο δε θ’ α­νε­βά­σει και κα­νέ­να α­κρο­α­τή­ριο δε θα εν­δια­φερ­θεί για να το δει» (η πα­γκό­σμια πρώ­τη ό­μως δό­θη­κε την ε­παύ­ριο του θα­νά­του του στο Αμ­βούρ­γο). Ο δο­λο­φό­νος και δο­λο­φο­νη­μέ­νος Μπέκ­μαν λέ­ει έ­να “πε­θαί­νω”, και με­τά ξα­πλώ­νει χά­μω στον δρό­μο και πραγ­μα­τι­κά πε­θαί­νει. Και πε­θα­μέ­νος κα­θώς εί­ναι, ο­νει­ρεύ­ε­ται και μο­νο­λο­γεί σχε­δόν α­συ­νάρ­τη­τα, α­ντι­μέ­τω­πος με το πα­ρά­λο­γο και το ά­σκο­πο ό­χι μό­νο της ζω­ής του αλ­λά και του θα­νά­του του. “Κι ύ­στε­ρα σου λέ­ει να ζή­σω! Για­τί; Για ποιον α­κρι­βώς; Για ποιον ι­διαί­τε­ρο σκο­πό; Α­κό­μα ού­τε και στο θά­να­τό μου δεν έ­χω κα­νέ­να δι­καί­ω­μα, ού­τε στην αυ­το­κτο­νί­α μου; Θα πρέ­πει λοι­πόν να συ­νε­χί­σω να δο­λο­φο­νώ και να δο­λο­φο­νιέ­μαι; Που τε­λι­κά θα φτά­σω; Πώς θα ζή­σω; Με ποιον; Για ποιο πράγ­μα; Κα­τά πού θα πρέ­πει να πά­με σ’ αυ­τόν τον κό­σμο; Προ­δο­θή­κα­με! Έ­χου­με τρο­με­ρά προ­δο­θεί!”.


Έ­να δι­ή­γη­μά του έ­χει τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο “Έ­ξι ά­λο­γα ή σα­ρά­ντα ά­ντρες». Ή­ταν η ί­δια η πι­να­κί­δα στο βα­γό­νι του τρέ­νου, που θα τον πή­γαι­νε για πρώ­τη φο­ρά στον πό­λε­μο. Αυ­τή εί­ναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ε­κεί και τό­τε: Στα μέ­σα του ει­κο­στού αιώ­να, στην καρ­διά της Γερ­μα­νί­ας και της Ευ­ρώ­πης, πλά­ι σε πα­νε­πι­στή­μια, α­κα­δη­μί­ες, εκ­κλη­σί­ες, ω­δεί­α, μου­σεί­α, σχο­λές κα­λών τε­χνών, σε­μι­νά­ρια, ιν­στι­τού­τα έ­ρευ­νας, “το βα­γό­νι αυ­τό έ­χει χω­ρη­τι­κό­τη­τα έ­ξι α­λό­γων ή σα­ρά­ντα αν­θρώ­πων” (ο­ποί­α …φι­λαν­θρω­πί­α προς τα ζώ­α!). Κι α­νά­με­σά τους, έ­νας σα­στι­σμέ­νος ει­κο­σά­χρο­νος, που με­τά α­πό έ­ξι χρό­νια θα έ­χει γε­ρά­σει. Θα έ­χει γρά­ψει με γό­ους ό,τι έ­πα­θε κι έ­μα­θε, και θα έ­χει πε­θά­νει λυ­τρω­τι­κά.


Έ­να άλ­λο κα­τά­λοι­πό του (ό­λα δη­μο­σιευ­μέ­να με­τα­θα­νά­τια) εί­ναι το μα­κρύ α­ντι­πο­λε­μι­κό ποί­η­μα “Dann, gibt es nur eines”: (“τό­τε λοι­πόν έ­να μο­νά­χα α­πο­μέ­νει”); “Sag nein!” (“Πες ό­χι!”), που α­πευ­θύ­νε­ται προς ό­λες τις μη­τέ­ρες, α­δελ­φές, συ­ζύ­γους, ε­ρω­μέ­νες και φί­λες, κα­λώ­ντας τες να πουν ό­χι στον πό­λε­μο και να ε­μπο­δί­σουν, μ’ ό­ποιο τρό­πο μπο­ρούν, τους αν­θρώ­πους τους να πο­λε­μή­σουν: Η κραυ­γή του λα­βω­μέ­νου αν­θρω­πι­σμού, του ρο­μα­ντι­κού ου­το­πι­σμού, του “ad abstractum!”. Α­κού­γε­ται α­φε­λής, ό­πως ό­λοι σχε­δόν οι τί­τλοι των γρα­πτών του, αλ­λά δεν εί­ναι. Εί­ναι α­πλός, αλ­λά ό­χι α­πλο­ϊ­κός, εί­ναι ποι­η­τι­κός, και ου­σιώ­δης.


Έ­να δι­ή­γη­μά του με τί­τλο Das Brot (Το ψω­μί) εί­ναι ο θρί­αμ­βος της α­γά­πης, ε­κεί­νης που νι­κά­ει α­κό­μη και την πεί­να. Μια νύ­χτα ξυ­πνά­ει η γυ­ναί­κα α­πό θό­ρυ­βο στην κου­ζί­να. Ο ά­ντρας δεν εί­ναι πλά­ι της κι ε­κεί­νη α­νη­συ­χεί ό­τι κά­τι μπο­ρεί να του συμ­βαί­νει. Ση­κώ­νε­ται και τον βρί­σκει να τρώ­ει στα κρυ­φά τη δι­κή της με­ρί­δα ψω­μιού, που εί­χε φυ­λαγ­μέ­νη για το πρω­ι­νό. Τρο­μά­ζει να τον πα­ρη­γο­ρή­σει στην ντρο­πή του: “Μα ε­γώ δεν το χρειά­ζο­μαι, δεν μ’ α­ρέ­σει, ε­σύ το έ­χεις α­νά­γκη”, τέ­τοια, μιά­μι­ση με­ρί­δα σπα­ραγ­μός: Ο πό­λε­μος, η πεί­να, η α­γά­πη, η ρα­γι­σμέ­νη α­ξιο­πρέ­πεια.


Τα (βρα­χυ)βιο­γρα­φι­κά του σχε­δόν τη­λε­γρα­φι­κά: Γεν­νή­θη­κε στο Αμ­βούρ­γο στις 20 Μα­ΐ­ου του 1921. Ερ­γά­στη­κε λί­γο και­ρό σαν βι­βλιο­πώ­λης και η­θο­ποιός στο Λύ­νε­μπουρ­γκ και σε η­λι­κί­α 20 χρό­νων, το 1941, βρι­σκό­ταν κιό­λας στο Α­να­το­λι­κό μέ­τω­πο, ό­που τραυ­μα­τί­στη­κε βα­ριά. Η λο­γο­κρι­σί­α δια­πί­στω­σε ό­τι στις ε­πι­στο­λές του κα­τα­φε­ρό­ταν ε­να­ντί­ον του πο­λέ­μου, της Βέρ­μα­χτ, και της η­γε­σί­ας του. Τραυ­μα­τι­σμέ­νος και συ­νά­μα άρ­ρω­στος α­πό ί­κτε­ρο και δι­φθε­ρί­τι­δα, κλεί­στη­κε για ο­κτώ μή­νες φυ­λα­κή στη Νυ­ρεμ­βέρ­γη μέ­χρι να πε­ρά­σει α­πό στρα­το­δι­κεί­ο. Κα­τα­δι­κά­ζε­ται σε θά­να­το, έ­πει­τα ό­μως τον ξα­να­στέλ­νουν “δο­κι­μα­στι­κά” στο Α­να­το­λι­κό μέ­τω­πο. Αλ­λά εί­ναι, πια, σε η­λι­κί­α 23 χρό­νων, σω­στό ε­ρεί­πιο α­πό τα τραύ­μα­τα, τις αρ­ρώ­στιες και τις κα­κου­χί­ες. Τον α­παλ­λάσ­σουν α­πό τη στρα­τιω­τι­κή υ­πη­ρε­σί­α και ξα­να­γυ­ρί­ζει στο Αμ­βούρ­γο. Τον ε­γκα­τέ­λει­ψε η σω­μα­τι­κή του υ­γεί­α, ό­χι ό­μως και η ψυ­χή του. Δια­βά­ζει σε νυ­χτε­ρι­νά κέ­ντρα ποι­ή­μα­τα α­προ­κά­λυ­πτα ε­να­ντί­ον του ά­σκο­που και ε­γκλη­μα­τι­κού πο­λέ­μου. Ή­ταν α­κρι­βώς η ε­πο­χή της αρ­χής του τέ­λους, τό­τε που ο γερ­μα­νι­κός λα­ός άρ­χι­σε να αμφι­βάλ­λει για την τε­λι­κή νί­κη και τη σκο­πι­μό­τη­τα της συ­νέ­χι­σης του πο­λέ­μου και τό­τε που η προ­πα­γάν­δα του Γκαί­μπελ­ς συ­γκρο­τού­σε στο Βε­ρο­λί­νο θε­α­μα­τι­κές λα­ϊ­κές συ­γκε­ντρώ­σεις υ­πέρ του ο­λο­κλη­ρω­τι­κού πο­λέ­μου. Ξα­να­μπαί­νει φυ­λα­κή, αυ­τή τη φο­ρά στο Βε­ρο­λί­νο. Το ’45 τε­λειώ­νει ο πό­λε­μος. Ε­λεύ­θε­ρος αλ­λά τσα­κι­σμέ­νος α­πό χρό­νιο πυ­ρε­τό, ξα­να­γυ­ρί­ζει στα ε­ρεί­πια του Αμ­βούρ­γου. Ή­ταν πια στα πρό­θυ­ρα του θα­νά­του, ε­ξα­κο­λού­θη­σε ό­μως να δου­λεύ­ει σαν βο­η­θός σκη­νο­θέ­τη και να γρά­φει ε­πί δύ­ο χρό­νια, με την τα­χύ­τη­τα αυ­του­νού που έ­χει βά­λει στοί­χη­μα με τον θά­να­το. Σ’ αυ­τά τα δύ­ο τε­λευ­ταί­α χρό­νια δεν χόρ­τα­σε το ψω­μί, για­τί τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια στην κα­τε­χό­με­νη Γερ­μα­νί­α ή­ταν σκλη­ρά. Ο θά­να­τος, που ο ί­διος τον πε­ρί­με­νε δύ­ο χρό­νια κά­θε μέ­ρα, για να πα­λέ­ψει μα­ζί του και να τον νι­κή­σει, ήρ­θε στις 20 Νο­εμ­βρί­ου του 1947 στη Βα­σι­λεί­α της Ελ­βε­τί­ας.


Το Έ­ξω, μπρο­στά στην πόρ­τα πρω­το­βγή­κε σε βι­βλί­ο α­πό την Rowohlt Verlag το 1947 και αρ­γό­τε­ρα έ­γι­νε φιλ­μ με τί­τλο “Α­γά­πη ’47”. Για την έκ­δο­ση των Α­πά­ντων του (έ­να το­μί­διο τσέ­πης 136 σε­λί­δων ό­λων κι ό­λων!) α­πό τον ί­διο εκ­δο­τι­κό οί­κο, το 1955, έ­γρα­ψε έ­ναν πύ­ρι­νο, με λό­για και με δά­κρυα, ε­πί­λο­γο ο θαυ­μά­σιος Heinrich Böll, ο­μο­ϊ­δε­ά­της και συ­να­θλη­τής του, που αρ­γό­τε­ρα έ­γι­νε Νο­μπε­λί­στας και που φαί­νε­ται ό­τι πο­τέ δεν έ­πα­ψε να ζη­λεύ­ει τον Borchert για την mors immatura του (“ουκ ε­ά με κα­θεύ­δειν το του Borchert τρό­παιον”).


Τον εί­παν Βό­υτσεκ του 20ού αιώ­να, αλ­λά ε­γώ θαρ­ρώ πως το μό­νο συγ­γε­νι­κό του φαι­νό­με­νο εί­ναι ο Πο­λω­νός Τα­ντέ­ους Μπο­ρόφ­σκι (“Α­πό ’δω για τ’ α­έ­ρια, κυ­ρί­ες και κύ­ριοι”), που αυ­το­κτό­νη­σε στα 29 του χρό­νια, το 1951, έ­χο­ντας δο­κι­μά­σει τη γερ­μα­νι­κή κα­το­χή και τα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης, για­τί δεν λει­τούρ­γη­σε σ’ αυ­τόν η αρ­χή του Φρό­υντ “θυ­μό­μα­στε ό,τι θέ­λου­με να θυ­μό­μα­στε”. Οι δυο τους εί­ναι οι Διό­σκου­ροι της ει­ρη­νο­φι­λί­ας στη λο­γο­τε­χνί­α των μέ­σων του 20ού αιώ­να, τα πε­ρι­στέ­ρια της ει­ρή­νης, που, ό­πως πά­ντα σχε­δόν, κα­τα­σπα­ρά­χτη­καν α­πό τα γε­ρά­κια του πο­λέ­μου.


Ανδρέας Παναγόπουλος

  • Ο Αν­δρέ­ας Πα­να­γό­που­λος εί­ναι κα­θη­γη­τής της κλα­σι­κής φι­λο­λο­γί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Πα­τρών.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ