του Θ. Στοφορόπουλου, από το Άρδην τ. 11, Δεκέμβριος 1997
Η επίσημη εικόνα της Ελλάδας και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ειδυλλιακή. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, η πατρίδα μας έχει το προνόμιο να είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, πολύτιμη ιδιότητα που άλλοι πολύ θα ήθελαν να έχουν. Επίσης, η χώρα μας είναι πολιτικά σταθερότερη και οικονομικά ισχυρότερη από τους άμεσους γείτονές της. Στηριζόμενη στα πλεονεκτήματα αυτά, η Ελλάδα ασκεί διπλωματία (γενικά, αλλά και ειδικότερα έναντι της Τουρκίας) σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο και εναρμονισμένη με τη διεθνή έννομη τάξη. Υποστηρίζει την εφαρμογή των αποφάσεων τού ΟΗΕ και τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Επιδιώκοντας, συγχρόνως, να βελτιώσει τη θέση της μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, η Ελλάδα καταβάλλει επιτυχείς προσπάθειες δημιουργίας των προϋποθέσεων που θα της επιτρέψουν να μετάσχει στη μελλοντική Οικονομική και Νομισματική Ένωση και να ωφεληθεί από τη νέα δομή του ΝΑΤΟ. Τελεσφορεί, επιπλέον, η στρατηγική μας στα Βαλκάνια, που αποβλέπει στην ενίσχυση της διαβαλκανικής συνεργασίας και στη «διείσδυση» της ελληνικής οικονομίας προς βορράν, ώστε να καταστούμε «πρωταγωνιστές» της περιοχής. Η όλη αυτή πολιτική είναι ρεαλιστική, διότι λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν διεθνώς, εξυπηρετεί δε τόσο τα εθνικά συμφέροντα όσο και εκείνα των άλλων λαών. Το πόσο σωστή είναι η ελληνική εξωτερική πολιτική αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έχει κατορθώσει να φέρει την Τουρκία αντιμέτωπη με τη διεθνή νομιμότητα (η Άγκυρα, π.χ, δεν δέχεται την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Χάγης) και με την Ευρωπαϊκή Ένωση (απόρριψη των κοινοτικών όρων για σύσφιγξη των Ευρωτουρκικών σχέσεων).
Η παραπλανητική αυτή απεικόνιση στηρίζεται σε μια (ακούσια ή ηθελημένα) στρεβλή πρόσληψη του διεθνούς περιβάλλοντος. Γίνεται, δηλαδή, δεκτή από την πολιτική μας ηγεσία ολόκληρη η αμερικανική προπαγάνδα, κατά την οποία, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού, η ανθρωπότητα μπήκε σε μια εποχή συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και εφαρμογής τού δικαίου, με σταδιακή υποχώρηση των εθνικιστικών και θρησκευτικών φανατισμών, αλλά και των εθνών-κρατών. Περιγραφή που συμπίπτει σε πολλά με τις φαντασιώσεις σημαντικών «αριστερών» ρευμάτων.
Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Το κυρίαρχο μεταψυχροπολεμικό φαινόμενο είναι η έξαρση του ιμπεριαλισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, των άλλων δυτικών κρατών και των «υπερεθνικών» εταιριών που συνδέονται στενά με τη Δύση. Του ιμπεριαλισμού, νοουμένου ως της προσπάθειας για την απόκτηση περισσότερων πρώτων υλών, πηγών ενεργείας, οδών μεταφοράς, εμπορικών αγορών. Με μέσο και αποτέλεσμα τη διερεύνηση της άσκησης πολιτικού ελέγχου επί άλλων λαών.
Η Ουάσινγκτον δίνει απόλυτα προτεραιότητα στα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία συνηγορούν υπέρ ενός κόσμου όσο γίνεται πιο ειρηνικού. Συμφέρει τις ΗΠΑ να παύσουν οι διεθνείς διαμάχες, διότι αποτελούν παράγοντα διατήρησης-ενδυνάμωσης των άλλων κρατών. Για τον ίδιο λόγο συμφέρει τους Αμερικανούς η εξασθένιση των πατριωτικών και των θρησκευτικών, συναισθημάτων (των άλλων), διότι ενισχύουν τη διάθεση αντίστασης στον ιμπεριαλισμό.
Κράτη, πατριωτισμός και θρησκείες παρεμποδίζουν την εξάλειψη των οικονομικών συνόρων, την οποία χρειάζονται οι αμερικανικές επιχειρήσεις.
Καθ’ όσον αφορά στην ευρύτερη περιοχή μας, η Ουάσινγκτον εκτιμά πως συμμάχους της αποτελούν η Τουρκία και το Ισραήλ, αλλά και οι φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις βαλκανικών χωρών, ενώ ως (σημερινούς ή μελλοντικούς) αντιπάλους τους βλέπουν τη Ρωσία, τη Σερβία, το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη και όσους Κούρδους, Παλαιστίνιους και Αρμένιους αγωνίζονται για τα εθνικά τούς δίκαια. Με βαθύτατη δε, καχυποψία αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί τον ελληνισμό (Ελλάδα και Κύπρο), διότι γνωρίζουν ότι τα συμφέροντά μας είναι αντίθετα προς εκείνα της φίλης τους Τουρκίας, όπως και προς τα δικά τους (επιδίωξη μόνιμης αμερικανικής παρουσίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο).
Το ιδεώδες για την Ουάσινγκτον θα ήταν να λυθούν, υπέρ των φίλων της, οι «διαφορές» Τουρκίας-Ελλάδας, Τουρκίας-Κούρδων, Ισραήλ-Παλαιστινίων. Όσο όμως αυτό δεν συμβαίνει, οι Αμερικανοί θα υποστηρίζουν τους φίλους τους.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε συμμερίζονται τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι ΗΠΑ την περιοχή μας είτε, όταν αυτό δεν συμβαίνει, υποτάσσονται στη βούληση της Αμερικής. Υπάρχει εδώ ένα φαινόμενο που θυμίζει τον «ιντεριμπεριαλισμό» ή «διιμπεριαλισμό» τού Χόμπσον και τον «ουλτραϊμπεριαλισμό» ή «υπεριμπεριαλισμό» του Κάουτσκι. Ενωμένοι, βρίσκονται μπροστά μας οι ιμπεριαλιστές, πράγμα που δεν θέλουν να καταλάβουν οι ευρωπαϊστές μας, επιμένοντες να διακρίνουν μεταξύ καλών Ευρωπαίων και κακών Αμερικανών.
Αν ληφθεί συνεπώς υπόψη η πραγματική κατάσταση του διεθνούς περιβάλλοντος, γίνεται φανερό πως, με το να εξυπηρετεί τον ιμπεριαλισμό, η εξωτερική μας πολιτική ούτε τον ελληνισμό ούτε τους άλλους λαούς βοηθεί.
Έτσι, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η «παμβαλκανική πρωτοβουλία» της ελληνικής κυβέρνησης (συνάντηση της Κρήτης), επειδή εντάσσεται σε σχέδια της Δύσης, δυσχεραίνει τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού συνασπισμού με κάποια αυτονομία, ή έστω και τη δημιουργία ενός βαλκανικού υποσυστήματος μέσα σε δυτικοευρωκεντρικά μορφώματα, όπως ονειρεύονται οι ευρωπαϊστές. Και το «βαλκανικό μας πεπρωμένο» είναι μια διαστρεβλωμένη ιδέα που μας έβαλαν στο μυαλό μεταψυχροπολεμικά οι Αμερικανοί για να συντελέσουμε στον οριστικό ενταφιασμό του «κομμουνιστικού κινδύνου» στη Χερσόνησο του Αίμου, και ταυτόχρονα, να αποσπάσουμε την προσοχή μας από το Αιγαίο, την Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο. Δεχθήκαμε με ενθουσιασμό το βαλκανικό ρόλο που μας υπέδειξαν και αρχίσαμε να μιλάμε, κομπλεξικά και μικρο-ιμπεριαλιστικά, για ελληνικές «διεισδύσεις», «ηγεμονίες» κ.λπ. Αντί να προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε όσους γείτονές μας δεν έχει αλαλιάσει η δυστυχία, για να αναζητήσουμε μαζί τους τρόπους αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας, τρόπους επιβίωσης στο σημερινό εχθρικό διεθνές περιβάλλον.
Μήπως, όμως, προάγει η εξωτερική μας πολιτική τα ελληνικά συμφέροντα σε άλλους τομείς; Ασφαλώς, όχι. Η υποταγή στην κυρία Όλμπράϊτ γέννησε τη συμφωνία της Μαδρίτης, συμφωνία ταυρομάχου και ταύρου, με εμάς στο ρόλο του δυστυχισμένου ζώου, αφού το κείμενο που εκεί συμφωνήθηκε είναι δεκτικό δύο ερμηνειών: μιας των Αθηνών (αντικειμενικά ορθής, βέβαια) και μιας της Άγκυρας (με την αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο να παραπέμπει σε τουρκικές περί αυτού θεωρίες, με τα κοινώς αποδεκτά μέσα επίλυσης διαφορών να σημαίνουν συνομιλίες όπως τις θέλουν οι Τούρκοι, με την αποφυγή μονομερών ενεργειών να σημαίνει παραίτηση από τα 12 ν.μ , κ.ο.κ). Και, προφανώς, η Αμερική δεν πρόκειται να λάβει θέση υπέρ της ελληνικής ερμηνείας.
Όσο για τη νέα δομή του ΝΑΤΟ ή για τα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» που θέλουν να μας επιβάλουν, οι συνέπειές τους θα περιορίσουν ακόμα περισσότερο την ελληνική ισχύ και παρουσία στο Αρχιπέλαγος, που όσο πάει γίνεται και λιγότερο ελληνικό.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση; Το γεγονός ότι με την απειλή βέτο μπορούμε και επιβάλλουμε «όρους» στην Άγκυρα και στους δεκατέσσερις εταίρους μας (ούτε ένας από τους οποίους δεν συμμερίζεται πραγματικά τις θέσεις μας) δεν πρέπει να μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να κερδίσουμε οτιδήποτε ουσιαστικό από το διπλωματικό αυτό παιχνίδι, που μάταια –και ως άλλοθι;– παίζουμε εδώ και δεκαέξι χρόνια (από το 1981 που μπήκαμε στην ΕΟΚ).
Τι «όρους», άλλωστε, ζητούμε; Την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και την προσφυγή στη Χάγη. Μήπως δεν έχουμε καταλάβει ότι «το Διεθνές Δίκαιο» εφαρμόζεται ως προς τον ελληνισμό μόνον ως προς τα δυσμενή γι’ αυτόν; Στην Κύπρο, μόνον τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που υποστηρίζουν την τουρκοκρατούμενη ομοσπονδία, αλλά όχι οι διεθνείς κανόνες που απαγορεύουν την εισβολή, την κατοχή και τον εποικισμό. Στο Αιγαίο, μόνον οι διατάξεις που συμφέρουν τους Τούρκους και τους Αμερικανούς, όχι εκείνες που προβλέπουν τα 12 ν.μ. Υπό τις συνθήκες αυτές, τι αποφάσεις θα έβγαζε το Δικαστήριο της Χάγης, ακόμα και αν δεν επηρεαζόταν καθόλου από τη Δύση;
Η Τουρκία τα γνωρίζει αυτά. Απορρίπτει όσα της ζητούν τα Ηνωμένα Έθνη ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι θέλει ακόμα περισσότερα των όσων, δυσμενέστατων για την ελληνική πλευρά, θα έπαιρνε σήμερα σε τέτοιο πλαίσιο.
Μένει το όνειρο της ΟΝΕ…
Πώς είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνουμε ότι ακόμα και αν γίνουμε κρατίδιο μιας Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, πάλι οι εταίροι μας δεν θα μεταβάλουν την αντίληψη που έχουν για τα συμφέροντά τους; Και ότι, κατά συνέπεια, θα εξακολουθήσουν να θεωρούν την Τουρκία σύμμαχο και φίλο, ουδέποτε αντίπαλο;
Ο Ελληνισμός είναι σήμερα σε θέση ίδια με εκείνη των Κούρδων, των Παλαιστίνιων ή των Λιβανέζων πατριωτών. Καλείται, δηλαδή, να αγωνισθεί σε δυσμενέστατη διεθνή συγκυρία.
Βρισκόμαστε εκεί που ήμασταν το 1821, όταν η παράδοσή μας έγινε ένα από τα στηρίγματα της επαναστατικής ελπίδας.