του Κ. Βεργόπουλου, από το Άρδην τ. 11, Δεκέμβριος 1997
Κατά το τελευταίο πεντάμηνο,
οι μέχρι πρόσφατα εμφανιζό
μενες ως ανερχόμενες ασιατικές οικονομίες, ως επιτυχημένα υποδείγματα για τον 21ο αιώνα, ως το νέο κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας, ως η βιτρίνα των νεοφιλελεύθερων και μονεταριστικών προτάσεων της εποχής μας, κατέρρευσαν εκ περιτροπής άδοξα αφήνοντας γύρω τους ερείπια και χρέη. Από τον περασμένο Ιούλιο, τα ασιατικά μοντέλα ξεφουσκώνουν αλυσιδωτά το ένα μετά το άλλο, θύματα κάποιας μεταδοτικής ασθένειας που διαδίδεται ταχύτατα σε όλο και ανώτερα επίπεδα, απειλώντας όλο και ευρύτερο μέρος του παγκόσμιου συστήματος. Στην αρχή ήταν η οριακή Ταϊλάνδη, στη συνέχεια εισήλθαν στο χορό του ολέθρου οι Φιλιππίνες, η Μαλαισία, η Ινδονησία. Πρόσφατα, το σαρωτικό κύμα, αντί να ηρεμήσει, διογκώθηκε, και έπληξε το Χογκ Κονγκ, την Ταϊβάν και την Νότια Κορέα. Εδώ και λίγες μέρες προκαλεί καταστροφές μεγάλης εκτάσεως στο χρηματοδοτικό σύστημα της Ιαπωνίας, όπου τρία κορυφαία πιστωτικά ιδρύματα έχουν καταρρεύσει κατά τον τελευταίο μήνα. Καταρρέει έτσι η ατμομηχανή που έσυρε την παγκόσμια οικονομία κατά την τελευταία 20ετία, αλλά καταρρέει επίσης το ασιατικό υπόδειγμα στο οποίο ο δυτικός κόσμος είχε επενδύσει τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά κατά την πρόσφατη περίοδο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι το υπόδειγμα καταρρέει από τη στιγμή που εξάντλησε την αξιοπιστία του και εγκαταλείπεται από τους δυτικούς εμπνευστές που το είχαν μέχρι σήμερα συντηρήσει.
Η έλλειψη αμυντικών μηχανισμών
Η παγκόσμια αποσταθεροποιητική διαδικασία αναπτύσσεται σήμερα με μαθηματική ακρίβεια και σ’ αυτό η συμβολή του δυτικού κόσμου αποδεικνύεται καθοριστική. Με τη διευρυνόμενη πολιτική της απελευθέρωσης και της απορύθμισης των χρηματιστικών αγορών, με τη συμβολή της πληροφορικής επανάστασης της εποχής μας, έγινε δυνατή η συγκρότηση ενός ενιαίου παγκόσμιου χρηματιστικού συστήματος, χειραφετημένου από οποιοδήποτε κρατικό η θεσμικό έλεγχο, αλλά και εξ ορισμού βασισμένου στην αποθέωση του χρήματος, στην κερδοσκοπία και στην υπονόμευση των παραγωγικών συστημάτων. Με τους μονεταριστικούς ελέγχους πάνω στην προσφορά χρήματος, αναπτύχθηκε σε επικίνδυνο βαθμό η δανειστική οικονομία, στη θέση της χρηματοδοτικής: εφ’ όσον η νομισματική κυκλοφορία τίθεται υπό έλεγχο, αυξάνεται αναγκαία η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος, δηλαδή πολλαπλασιάζεται ο όγκος των συναλλαγών και των χρήσεων πάνω στην αυτή περιορισμένη ποσότητα χρήματος. Συνέπεια αυτού ήταν όχι μόνον ότι αυξήθηκε το κόστος του χρήματος, εφ’ όσον αυτό απέβη πιο σπάνιο, αλλά και δέθηκαν πολύ περισσότερο μεταξύ τους οι οικονομικοί συντελεστές τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η διεθνής αλληλεξάρτηση και η χρηματιστική πυραμιδοποίηση αυξήθηκαν επικίνδυνα, ώστε και η παραμικρή πλέον υστέρηση, αδυναμία η αμφιβολία ως προς την ικανότητα αποπληρωμής ενός συντελεστή είναι σήμερα σε θέση να επιφέρει γενικότερη κρίση ρευστότητας και χρηματοδότησης με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και ανυπολόγιστες συνέπειες για το διεθνές σύστημα. Μόνο του το διεθνές σύστημα έχει σήμερα καταργήσει τις γραμμές άμυνας που διέθετε στο παρελθόν, έχει περιορίσει και παροπλίσει τις κρατικές και θεσμικές πολιτικές, έχει ενθαρρύνει την παρασιτική διόγκωση της χρηματιστικής σφαίρας, δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις της δικής του αστάθειας και ευθραυστότητος, μέσα από το φαινόμενο που σηματοδοτείται στις μέρες μας με τον όρο «παγκοσμιοποίηση». Ενώ στη μεταπολεμική περίοδο που χαρακτηρίσθηκε από την πολιτική της κεϋνσιανής και φορντιστικής ρύθμισης, βασικό επίτευγμα ήταν η εξουδετέρωση της πτωτικής δυναμικής και των κυκλικών κρίσεων του καπιταλισμού, με την σημερινή απορύθμιση και επάνοδο στη φιλελεύθερη πολιτική της προ-κεϋνσιανής περιόδου, αναβιώνει η ανεξέλεγκτη δυναμική του οικονομικού κύκλου και επιστρέφει η πτωτική δυναμική σε παγκόσμια πλέον κλίμακα. Οι μηχανισμοί ασφάλειας δεν λειτουργούν σήμερα στα πλαίσια κάποιας θεσμικής σταθεροποιητικής πολιτικής, αλλά έχουν λάβει οριακό και αυτοματοποιημένο χαρακτήρα, ώστε να μην πλήττεται ποτέ στη ρίζα της η δυναμική της κρίσης, αλλά να περιορίζεται απλώς το μέγεθος των συνεπειών της. Μ’ αυτή την έννοια, επιβάλλεται σήμερα διεθνώς από τις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και τους διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, η πολιτική που ευνοεί, ευρύνει και βαθαίνει την κρίση, αντί της αντικυκλικής πολιτικής που ακολουθείτο μέχρι το 1980.
Η κρίση των τίγρεων
Στην περίπτωση της σημερινής Ασίας, ενώ η μυθολογία της εποχής φλυαρούσε περί νέου βιομηχανικού άξονα του κόσμου, ήταν προ πολλού γνωστό στους ερευνητές ότι οι οικονομίες των χωρών αυτών ήδη από το 1990 λειτουργούσαν στο κενό. Οι κεφαλαιικές ροές έχουν αντιστραφεί κατά την τελευταία 7ετία και έχουν αποβεί συνολικά αρνητικές για την πλειοψηφία των «ανερχόμενων» χωρών της Άπω Ανατολής. Ενώ οι εισροές ξένων κεφαλαίων στην περιοχή ήσαν 27 δισ. δολάρια ετησίως, οι εκροές ήσαν 38 δισ. Κατά τα τελευταία έτη, οι ασιατικές χώρες αντιμετώπιζαν οξύ πρόβλημα εξωτερικής χρηματοδότησης, αλλά και γενικότερα χρηματιστικής αξιοπιστίας. Με αυξανόμενο έλλειμμα στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο, οι χώρες αυτές εφάρμοζαν πολιτική διαρκούς φυγής προς τα εμπρός: ζούσαν με εξωτερική χρηματοδότηση που κατέληξε αποκλειστικά και μόνον στον υπερδανεισμο. Όμως, μια νοσηρή κατάσταση μπορεί ν’ αποκαλυφθεί ακόμη και με ένα απλό κρυολόγημα. Αυτό συνέβη με την κατάρρευση της κερδοσκοπίας στην αγορά ακινήτων της Μπανγκόγκ. Η εισροή κεφαλαίων στην Ταϊλάνδη για αγορά ακινήτων δεν στάθηκε στο αναμενόμενο ύψος της. Αυτό μετατράπηκε σύντομα σε νομισματική «θύελλα» που ξέσπασε πάνω στο μπαχτ, πράγμα που οδήγησε όχι μόνον σε υποτίμηση του νομίσματος, αλλά και σε χρηματιστηριακή κατάρρευση. Όμως, με την κρίση αξιοπιστίας της Ταϊλάνδης ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός διάδοσης της κρίσης στις γειτονικές χωρες. Επειδή τα νομίσματα των χωρών αυτών είχαν ακολουθήσει το δολάριο σε ανοδική πορεία, παρόλο που η οικονομία τους παρέμενε βαρύτατα νοσηρή, επόμενο ήταν να πολλαπλασιασθούν οι προβλέψεις των αγορών σχετικά με υποτιμήσεις. Η πίεση πάνω στα ασιατικά νομίσματα εντάθηκε από το γεγονός ότι η Ιαπωνία, για δικούς της λόγους, ακολουθούσε πολιτική ήπιας διολίσθησης του γιεν. Ήδη από τον περασμένο Μάιο, οι «ανερχόμενες» ασιατικές οικονομίες είναι θύματα μιας πρωτοφανούς φυγής κεφαλαίων, όχι μόνο ξένων, αλλά και εθνικών, προς το εξωτερικό.
Οι δομικές αδυναμίες
Προφανώς, ο ασιατικός μύθος έχει ήδη ξεφτίσει στο χώρο των χρηματιστηρίων και της κερδοσκοπίας, παρά τις προσπάθειες που κάνει για να τον συντηρήσει ακόμη ο δυτικός κόσμος, τόσο για λόγους εύρυθμης λειτουργίας του παγκόσμιου συστήματος όσο και για ιδεολογικούς λόγους διόλου ευκαταφρόνητους. Η Άπω Ανατολή αποτέλεσε μέχρι σήμερα αφ’ ενός την ελπίδα του παγκόσμιου καπιταλισμού για τον 21ο αιώνα, αλλ’ αφ’ έτερου το ωφέλιμο αντίπαλο δέος έναντι του οποίου δικαιολογούντο απεριόριστα οι πολιτικές λιτότητας στο δυτικό κόσμο. Η αφερεγγυότητα των μικρών χωρών έθιξε μοιραία τη μεσαία, την Κορέα, και η χρεοκοπία του κορεατικού χρηματοδοτικού συστήματος αφ’ ενός αποκάλυψε τη δραματική παθολογία του παραγωγικού της συστήματος, Ενώ αφ’ έτερου μετέφερε την κρίση ρευστότητας στον πιστωτή, στο χρηματιστικό σύστημα της Ιαπωνιας. Με την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στην Ασία ήλθε στην επιφάνεια το πρόβλημα του υπερδανεισμού: τα περίφημα κορεατικά βιομηχανικά συγκροτήματα που έχουν θορυβήσει τη δυτική κοινή γνώμη βρίσκονται σήμερα βυθισμένα σε χρέη που ξεπερνούν τα 600% της αξίας του ενεργητικού τους. Η παραγωγικότητα τους έχει προ πολλού εξασθενίσει, με αποτέλεσμα η διεθνής ανταγωνιστικότητα τους να έχει υποστεί καίρια πλήγματα. Το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα στην Κορέα ανέρχεται σε 120 δισ. δολάρια, εκ των οποίων 40 οφείλονται απ’ ευθείας σε ιαπωνικές τράπεζες. Για μια ακόμη φορά, ο υπερδανεισμός αποβαίνει καταλύτης στην εκδήλωση της κρίσης, αλλά και δείκτης της σοβαρότητας που έχει λάβει η νοσηρότητα των οικονομιών. Μέχρι τώρα αυτά ήσαν γνωστά στις αγορές του χρήματος, στο εξής έρχονται στη γνώση όλων: Ουδέν απρόβλεπτο και τα πάντα αναμενόμενα, για όποιον δεν αρκείτο στη μυθολογική προσέγγιση της εποχής. Η αδυναμία της Κορέας έθιξε άμεσα τον χρηματοδότη της, την Ιαπωνία, η οποία επέμενε να στηρίζει σ’ αυτήν πολλές προσδοκίες. Όμως, όπως ακριβώς οι διεθνείς χρηματοδότες είχαν διαγράψει την Κορέα από τον κατάλογο της φερεγγυότητας, με τον ίδιο τρόπο οι ιαπωνικές τράπεζες, όπως η Γιαμαΐσι , η Σάνιο και η Χοκάιντο Τακουσόκου, εγκαταλείφθηκαν από τις άλλες και από το ιαπωνικό Κράτος, μόλις η αφερεγγυότητα των πιστώσεων τους αποκαλύφθηκε. Βέβαια, το ιαπωνικό Κράτος, μόλις αντιλήφθηκε το μέγεθος της κατάρρευσης, έσπευσε να δηλώσει ότι θ’ αναλάβει το κόστος και ότι θα διασφαλίσει όλη την απαιτούμενη ρευστότητα, προκείμενου να μην επεκταθεί η αποσταθεροποίηση σε άλλες σφαίρες. Όμως, τα διακυβευόμενα μεγέθη είναι ήδη κολοσσιαία: η Ιαπωνία βλέπει σήμερα να κλονίζονται πιστώσεις της στην περιοχή της Άπω Ανατολής συνολικού ύψους άνω των 120 δισ. δολαρίων. Παράλληλα, έχει δεσμευθεί να χρηματοδοτήσει με 100 δισ. το νεότευκτο σταθεροποιητικό Ταμείο της Νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ η Ταϊλάνδη απαιτεί 50 δις και η Κορέα αλλά 100. Επιπλέον, στη γενική συνέλευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο Χονγκ Κονγκ τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Ιαπωνία δεσμεύθηκε, όπως και οι άλλες χώρες της περιοχής, ότι θ’ αυξήσει την εισφορά της κατά 45% από τις αρχές του 1998. Εάν η Ιαπωνία επιδοθεί σοβαρά στη σταθεροποίηση των νομισμάτων και των οικονομιών της περιοχής, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα εξακολουθήσει να λειτουργεί ως ο κύριος χρηματοδότης της παγκόσμιας οικονομίας και ιδίως της αμερικανικής, προς την οποία έχει ήδη σωρεύσει πιστώσεις 320 δισ. δολαρίων μέσω της συστηματικής αγοράς αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Η χρηματοδότηση του αμερικανικού δημοσιονομικού ελλείμματος εξαρτάται πάντα από την χρηματοδοτική ικανότητα της Ιαπωνίας, η οποία είναι ο κυριότερος αγοραστής των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Ας σημειωθεί, ότι το ίδιο το ιαπωνικό κράτος είναι ήδη βαθειά εκτεθειμένο στον υπερδανεισμό, εφ’ όσον το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας ανέρχεται ολοταχώς και έχει ήδη φθάσει στο 93% του εθνικού της προϊόντος. Σήμερα, ο ιδιωτικός τομέας στις ασιατικές οικονομίες αποκαλύπτεται βαθύτατα προβληματικός και το κράτος καλείται σε βοήθεια. Όμως, από την άλλη πλευρά, το κράτος δεν είναι λιγότερο προβληματικό και ζητούνται τόσο πολλά από αυτό, ώστε κινδυνεύει άμεσα να διαταραχθεί η ισορροπία του παγκόσμιου συστήματος, εφ’ όσον κλονίζεται η συνολική χρηματοδοτική ικανότητα του ιαπωνικού συστήματος στην οποία βασίζονται τόσο οι ΗΠΑ όσο και το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.
Η δυναμική της παγκοσμιοποίησης
Θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει -όχι αστήρικτα- ότι επέρχεται η στιγμή που η πραγματική οικονομία «διορθώνει» τη χρηματιστική και την κερδοσκοπία. Υπάρχει βέβαια η άποψη ότι η Ιαπωνία επιθυμούσε ήδη από πριν κάποια κρίση στην Ασία, ώστε ν’ απαλλαγεί από τις αφερέγγυες πιστώσεις και να εξυγιανθεί. Με ανάλογο τρόπο, υποτίθεται επίσης ότι οι ΗΠΑ εύχονται κάποια κρίση της Ιαπωνίας, ώστε να την υποχρεώσουν σε περισσότερο συμφιλιωτική νομισματική και οικονομική πολιτική απέναντι τους. Το ζητούμενο είναι πάντα η ανάκαμψη της εσωτερικής ιαπωνικής αγοράς και η ενίσχυση του νομίσματος της χώρας αυτής. Όμως, το μέγεθος της σημερινής κρίσης είναι τόσο μεγάλο, ώστε η όλη διαδικασία προσαρμογής κινδυνεύει άμεσα να βρεθεί εκτός έλεγχου και αυτό θα είναι επιζήμιο, όχι μόνο για την Ανατολή, αλλά και για τη Δύση, με δραματικές συνέπειες για ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα. Οι Αμερικανοί, ενώ είναι βαθειά ανήσυχοι, δεν θυσιάζουν πόρους για να βοηθήσουν αυτούς που μέχρι πρόσφατα παρουσίαζαν σαν βιτρίνα, πηγή ελπίδας αλλά και φόβου, για το μέλλον. Αντίθετα, προσπαθούν να βοηθήσουν κινητοποιώντας πόρους όχι δικούς τους, αλλά από τις γειτονικές ασιατικές χώρες. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι αναλαμβάνουν τον κίνδυνο να βυθισθεί ολόκληρη η περιοχή στην πτωτική δυναμική. Η Ευρώπη, υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας, παρά τους βερμπαλισμούς περί παγκοσμιοποίησης, παραμένει μέχρι σήμερα αρνητική και εσωστρεφής, ιδίως σ’ ό,τι αφορά τις σταθεροποιητικές μεταβιβάσεις πόρων σε διεθνές επίπεδο. Τέλος, η Ιαπωνία, ενώ είναι η μόνη χώρα που έχει επίγνωση του τι πρέπει να γίνει, λόγω των περιορισμένων μέσων που διαθέτει, εμμένει στο χαμηλό προφίλ που τη διακρίνει μεταπολεμικά, ζητώντας τη συνδρομή όλων για τη σταθεροποίηση της περιοχής από την οποία εξαρτάται άμεσα η σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος. Χαρακτηριστικά, ο Ιάπων πρωθυπουργός Ριουτάρο Χασιμότο δήλωσε με νόημα: «Δεν είμαστε τόσο αλαζόνες, ώστε να θεωρούμε τους εαυτούς μας ως μοναδική δύναμη στην Ασία ικανή να σώσει τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής». Εφ’ όσον δεν υλοποιείται διεθνής αλληλεγγύη και συντονισμός των οικονομικά ισχυρών χωρών, η πτωτική δυναμική θα συνεχίσει μοιραία το δρόμο της, θα επεκτείνει αναπόφευκτα το πεδίο της.Φαίνεται ακόμη μια φορά ότι το παγκόσμιο σύστημα βρίσκεται εκτεθειμένο στον κίνδυνο της αβεβαιότητος, της αστάθειας και των συνεπειών της, από τη στιγμή που έχουν αφαιρεθεί οι σταθεροποιητικοί μηχανισμοί που είχαν θεσπισθεί μεταπολεμικά και καμιά δύναμη, είτε εθνική είτε υπερεθνική δεν δέχεται ν’ αναλάβει συστηματικά το κόστος της σταθεροποίησης. Από την άλλη πλευρά, επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά ότι η αξιοπιστία και η φερεγγυότητα μιας χώρας δεν καθορίζεται από τους νομισματικούς και χρηματιστικούς δείκτες, αλλά από τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας. Όσον αφορά την Άπω Ανατολή, ενώ μέχρι πρόσφατα οι δυτικοί φόβοι προέρχοντο από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, φαίνεται ότι σήμερα ακόμη μεγαλύτεροι φόβοι τροφοδοτούνται στη Δύση με την προοπτική της ασιατικής κατάρρευσης.
Εφ’ όσον η εποχή μας έχει αφιερωθεί στη λατρεία της παγκοσμιοποίησης και η αλληλεξάρτηση των οικονομιών έχει λάβει πλέον καταλυτικές διαστάσεις, ώστε όλοι να εξαρτώνται από τον καθένα, ακόμη και τον πιο μικρό και τον πιο απόμακρο, είναι παράδοξο το σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα να κλονίζεται τόσο καίρια, είτε λόγω της απροθυμίας των ηγετικών δυνάμεων ν’ ασκήσουν τα καθήκοντα που απορρέουν από την ηγεμονία τους είτε λόγω της άρνησης τους ν’ αποδεχθούν τη συνυπευθυνότητα όλων και το διεθνή συντονισμό στην αντιμετώπιση της διεθνούς αστάθειας. Εάν σήμερα επιβάλλεται διεθνής στήριξη των κλονιζόμενων ασιατικών οικονομιών, αυτό δεν θα πρέπει βέβαια να εκληφθεί ως δικαίωση του περιώνυμου «ασιατικού μοντέλου», ούτε βέβαια, ακόμη λιγότερο, του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος αλλά δεν θα πρέπει και κατ’ ουδένα τρόπο να θεωρηθεί επένδυση σε κάποιο φανταστικό καπιταλισμό του μέλλοντος. Απλά και μόνον η ανάγκη σταθερότητας του διεθνούς συστήματος επιβάλλει την αλληλεγγύη όλων, κάθε φορά που μια καταστροφή πλήττει με άνισο τρόπο την κάθε χώρα και περιοχή, πολύ περισσότερο εφ’ όσον, γι’ αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ασία η ευθύνη και η συμβολή του δυτικού κόσμου υπήρξαν καθοριστικές. H Ασία δεν αντιπροσωπεύει φυσικά το μέλλον του δυτικού κόσμου. Όμως η σταθερότητα και η ευημερία της είναι προϋπόθεση για τη σταθε […]