Αρχική » «Ημέρα της Οργής» Οι απαρχές του συριακού εμφυλίου πολέμου

«Ημέρα της Οργής» Οι απαρχές του συριακού εμφυλίου πολέμου

από Άρδην - Ρήξη

της Janine Volkova, από το Άρδην τ. 101-102, Αύγουστος-Νοέμβριος 2015

Δημοσιεύουμε το κείμενο της Βόλκοβα, παρά τον εξωραϊσμό του καθεστώτος Άσαντ, εξ’ αιτίας του πλούτου των πληροφοριών του.
Άρδην

Πολλές διάσημες προσωπικότητες έχουν κάποιο ψευδώνυμο που περιγράφει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα: «Ο Κάρολος ο Φαλακρός» είχε πιθανώς λίγα μαλλιά, «ο Πιπίνος ο Βραχύς» ήταν κοντός και ο Έλβις είναι απλώς «ο βασιλιάς», παρ’ όλο που ο ίδιος δεν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Τώρα, εφόσον ο Σύρος πρόεδρος αποκαλείται από τα ΜΜΕ, ακατάπαυστα, «Άσαντ ο σφαγέας», δεν χρειάζεται κανείς να συνεχίσει να ψάχνει για εξηγήσεις. Ή μήπως πρέπει; 

Το γεγονός ότι σχεδόν κανένας δεν ενημερώνεται για τις απαρχές ή τις αιτίες του συριακού εμφυλίου πολέμου δεν αποτελεί έκπληξη. Τελικά, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, παντού στον αραβικό κόσμο πραγματοποιούνται διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας, της ελευθερίας και για άλλα αξιόλογα πράγματα. Το επίκεντρο της προσοχής εστιάζεται στην Αίγυπτο και στην Τυνησία και αργότερα στη Λιβύη. ​​Στον δυτικό Τύπο οι ειδήσεις για τη Συρία είναι μάλλον αραιές – το γεγονός ότι κατ’ αρχάς δεν συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο (στη Συρία) δεν είναι κάτι το ασήμαντο. Ο συριακός λαός δείχνει μικρή προθυμία να διαδηλώσει, σε αντίθεση με Σύρους ακτιβιστές –στην πλειοψηφία τους ζούσαν στο εξωτερικό– που μέσω φέισμπουκ, στις 4 Φεβρουαρίου 2011, κάλεσαν, σύμφωνα με το αιγυπτιακό πρότυπο, για μια «Ημέρα της Οργής». Το Αλ Τζαζίρα προβλέπει ότι οι δρόμοι θα μείνουν άδειοι –και δικαιώθηκε– ενώ τα δυτικά ΜΜΕ δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους,,. Η απροθυμία του συριακού λαού να πάρει θέση για ελευθερία και δημοκρατία αιτιολογείται από το ότι οι άνθρωποι φοβήθηκαν τους μπράβους του δικτάτορα. Ωστόσο, η εφημερίδα Ντι Τσάιτ εμφανίστηκε προβληματισμένη: «Οι Σύροι, μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, έχουν παρακολουθήσει πώς η γειτονική τους χώρα βυθίστηκε στο χάος. Φοβούνται ότι μια αποδυνάμωση της κεντρικής κυβέρνησης θα μπορούσε να προκαλέσει και στη Συρία ένα κύμα βίας μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων». Και η εκτίμηση μάλιστα του Αλ Τζαζίρα είναι ότι, «σε αντίθεση με την Αίγυπτο, δεν υπάρχει καμιά επιθυμία για αλλαγή καθεστώτος στη Συρία. Ο πρόεδρος δεν είναι τόσο μισητός όσο ο Μουμπάρακ και ο ίδιος δεν έχει χάσει την επαφή με τον λαό. Το πλαίσιο στη Συρία είναι πολύ διαφορετικό και το ποσοστό της φτώχειας είναι σημαντικά χαμηλότερο από ό, τι στην Αίγυπτο». Το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από τη FAZ: «Ακόμη και οι επικριτές του Άσαντ παραδέχονται ότι, από το 2000 που ανέλαβε καθήκοντα, πραγματοποιήθηκε μια επιτυχημένη διαδικασία οικονομικού ανοίγματος. Από τότε η ανεργία μειώθηκε σταδιακά, επισήμως μόνο ένας στους δέκα Σύρους ζει σε συνθήκες φτώχειας – σε σύγκριση με το 40% στην Αίγυπτο, η οποία, μεταξύ 1958-1961, ενώθηκε με τη Συρία σε μια βραχύβια ομοσπονδία κρατών με το όνομα Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία».

Φαίνεται πως στη Συρία, από το 2007 έως τις 8 Φεβρουαρίου του 2011, ορισμένες ιστοσελίδες, όπως π.χ. φέισμπουκ, είχαν μπλοκαριστεί, όμως αυτό μπορούσε εύκολα να παρακαμφθεί μέσω City servers. Ο ισχυρισμός, που μεταξύ άλλων διατυπώθηκε στην Ντι Βελτ και στην Ντι Τσάιτ, ότι η κυβέρνηση την «Ημέρα της Οργής» είχε κλείσει το διαδίκτυο, δεν είναι ακριβής. Στους σχολιασμούς στο άρθρο της Die Zeit, ένας αναγνώστης που ζει στη Συρία είπε ότι το διαδίκτυο λειτουργούσε όλη την ημέρα και ούτε καν επιβραδύνθηκε. Η διαδικτυακή πλατφόρμα «Γκλόμπαλ Βόισιζ» δημοσίευσε αντιδράσεις χρηστών του τουίτερ από τη Συρία, που αγανακτισμένοι διαμαρτυρήθηκαν για τον ισχυρισμό ότι το διαδίκτυο ήταν απενεργοποιημένο.

Οι αιτίες της σύγκρουσης 
Στη συριακή κοινωνία υπάρχουν τρεις εν δυνάμει εστίες αναταραχής:

1). Οι πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες. Από το 1963, το κόμμα Μπάαθ έχει την αποκλειστική νομή της κυβερνητικής εξουσίας. Ένας νόμος έκτακτης ανάγκης περιορίζει την ελευθερία του συνέρχεσθαι και επιτρέπει συλλήψεις όταν υπάρχουν ανησυχίες για θέματα ασφάλειας. Στην πράξη οι διαδηλώσεις δεν επιτρέπονται. 

2). Στην πλειοψηφία του ο πληθυσμός ανήκει στο σουνιτικό θρησκευτικό δόγμα, ενώ ο πρόεδρος κατάγεται από μια οικογένεια αλαουιτών. Επίσης, θέσεις-κλειδιά στην κυβέρνηση και τον στρατό κατέχουν αλαουίτες. Ο βορράς κατοικείται από Κούρδους, σε περίπου τριακόσιες χιλιάδες από τους οποίους δεν αναγνωρίζεται η συριακή υπηκοότητα, λόγω μιας αμφιλεγόμενης απογραφής του 1962. Στα μέσα ενημέρωσης, η κατάσταση αυτή αναγορεύεται ηθελημένα σε μια θρησκευτική-εθνική σύγκρουση, στην πράξη, όμως, έχει μικρή σημασία. Η σουνιτική μεσαία τάξη υποστηρίζει τον πρόεδρο Άσαντ, η σύζυγος του οποίου είναι σουνίτισα. Δεν είναι διαφορετικά τα πράγματα και για τις φατρίες που ζουν στη Συρία, στις οποίες, από τη δεκαετία του εβδομήντα, αναγνωρίζεται ευρεία αυτονομία, εφόσον παραμένουν πιστοί στην κυβέρνηση. Μερικοί από τους πρεσβύτερους των φυλών εκπροσωπούν την περιοχή τους ακόμη και στο κοινοβούλιο. Ωστόσο, η νέα γενιά φαίνεται να είναι αρκετά ευαίσθητη σε ριζοσπαστικές ισλαμικές ιδεολογίες. Όσον αφορά τους Κούρδους, όπως τόνισε στην αρχή της κρίσης ο Ομάρ Όσι, πρόεδρος της «Εθνικής Πρωτοβουλίας για τους Κούρδους της Συρίας», οι Κούρδοι της Συρίας είναι εθνικιστές και δεν έχουν αποσχιστικές προθέσεις. Επίσης, έχει ενδιαφέρον ότι οι Δρούζοι, από τους οποίους ξεκίνησε η εξέγερση κατά της Γαλλικής Εντολής το 1925, έχουν εκδηλωθεί υπέρ της κυβέρνησης του προέδρου Άσαντ και έχουν κρατηθεί έξω από τις μάχες. 

Τον Ιούλιο Sτου 2009, το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης φιλοξένησε ένα συνέδριο στο οποίο η Συρία είχε παρουσιαστεί ως ένα παράδειγμα ειρηνικής συνύπαρξης διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων: «Στην Ευρώπη, η Εγγύς Ανατολή γίνεται αντιληπτή ως περιοχή της σύγκρουσης. Αντίθετα, στη Συρία, η οποία στη Δύση μερικές φορές συγκαταλέγεται στα “κράτη-παρίες”, συνυπάρχουν ειρηνικά, ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα, ένας μεγάλος αριθμός λαών και θρησκευτικών κοινοτήτων. Στο επίκεντρο (του συνεδρίου: «Συρία- πατρίδα των διαφορετικών γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών») βρίσκεται το ερώτημα εάν το συριακό πρότυπο ειρηνικής συνύπαρξης μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τις άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής». Ο καθηγητής δρ. Βέρνερ Άρνολντ, κάτοχος της έδρας σημιτικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και διοργανωτής του συνεδρίου, εξήγησε ότι σε καμία άλλη χώρα αυτής της περιοχής δεν ζουν τόσο πολλοί διαφορετικοί λαοί, με διαφορετικές θρησκείες και γλώσσες, όπως στη Συρία: Άραβες, Δυτικοαραμαίοι, Ασσύριοι και Σύροι, Αρμένιοι, Κιρκίζιοι, Τσετσένοι, ελληνικά ομιλούντες μουσουλμάνοι από την Κρήτη, Ντομ, Κούρδοι, Τούρκοι και Τουρκμένοι. Ομιλούνται κυρίως σημιτικές, καθώς και ινδοευρωπαϊκές και τουρκικές γλώσσες. Επιπλέον, εκπροσωπούνται όλες οι μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες – ισλάμ, χριστιανισμός, ιουδαϊσμός. Το γεγονός ότι η συμβίωση με ειρηνικό τρόπο είναι μια λειτουργική πραγματικότητα, οφείλεται, όπως λέει ο Βέρνερ Άρνολντ, «κυρίως στο δόγμα ανεξιθρησκίας του αραβικού-εθνικιστικού κόμματος Μπάαθ».

3). Αντίθετα, οι σουνίτες αγρότες στις επαρχιακές περιοχές, ιδίως στην Νταράα, όπου αργότερα ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, είναι δυσαρεστημένοι. Ο λόγος δεν είναι ότι υποφέρουν επειδή κυβερνώνται από έναν αλαουίτη. Ο πληθυσμός στην Νταράα θεωρείται πιστός στο καθεστώς. Πολύ περισσότερο, οι άνθρωποι αυτοί μαστίζονταν από μια τετράχρονη ξηρασία που κατέστρεψε τις καλλιέργειές τους. Γι’ αυτήν την κακή κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού η κυβέρνηση ευθύνεται μόνο στον βαθμό που ορισμένες γεωργικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως αναφορικά με την άρδευση, δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν με επιτυχία.

Από τα τρία αυτά σημεία, το τρίτο είναι μακράν το σημαντικότερο.

Η πολιτική μεταρρυθμίσεων
Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του εναποτέθηκαν –ιδίως στον δυτικό κόσμο– μεγάλες ελπίδες στον νέο πρόεδρο, που εν μέρει είχε ολοκληρώσει τις ιατρικές του σπουδές στην Αγγλία. Και πράγματι προχώρησε σε μερικές οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, ανακοινώσεις για την κατάργηση του νόμου περί καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης του άρθρου 8 του συντάγματος, το οποίο αναθέτει την κρατική κυριαρχία στο κόμμα Μπάαθ, δεν έχουν γίνει. 

Το 2008, εκπρόσωποι των αραβικών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας, συνέρχονται, υπό την αιγίδα της ΕΕ, στη διάσκεψη του Καΐρου, για να συζητήσουν στρατηγικές για βελτιώσεις στην ελευθερία του συναθροίζεσθαι: «Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα τριετές σχέδιο, το οποίο συντονίζεται από το Ίδρυμα του Αμμάν, με τον ακόλουθο στόχο: Στην Αίγυπτο, την Ιορδανία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και τη Συρία η εθνική νομοθεσία σχετικά με την ελευθερία πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και των συνδικάτων θα πρέπει να φιλελευθεροποιηθεί και να προσαρμοστεί στα διεθνή πρότυπα». Λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης, ο Πρόεδρος της Συρίας δήλωσε στη Γουόλ Στρητ Τζέρναλ ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι προγραμματισμένες. Σχετικά με την κατάσταση στη Συρία, ανέφερει: «Η Αίγυπτος έχει υποστηριχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ εμείς (Συρία) είμαστε από τις περισσότερες χώρες σε εμπάργκο. Παρ’ όλα αυτά η οικονομία αναπτύσσεται, όμως πολλές βασικές ανάγκες του πληθυσμού δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. (…) Πάντα πιεζόμαστε να βιαστούμε – ενώ την ίδια στιγμή μας επιβάλλουν εμπάργκο!» Σημειωτέον: Το εμπάργκο, στο οποίο αναφέρεται ο Σύρος πρόεδρος υπάρχει ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα, και δεν έχει να κάνει τίποτα με τις επερχόμενες εξεγέρσεις! Επισήμως, η Συρία είχε ενταχθεί από την κυβέρνηση Μπους στον «Άξονα του Κακού» – όμως οι ρίζες της εχθρότητας χρονολογούνται από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Μέχρι σήμερα, η Συρία δεν θέλει ν’ αποδεχτεί τον καπιταλισμό, αλλά εμμένει στη σοσιαλιστική παράδοση. Ο Γκίντερ Μέγιερ, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας για τον Αραβικό Κόσμο στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς, λέει ότι στην αρχική του φάση ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ είχε ξεκινήσει μεν προσεκτικές μεταρρυθμίσεις, όμως δεν μπόρεσε να επιβληθεί στη παλιά φρουρά του πατέρα του.

Επ’ αυτού, ο ίδιος ο , στην ομιλία του στο κοινοβούλιο, στις 30 Μαρτίου 2011, εκφράστηκε ως εξής: Από το 2010 γίνεται επεξεργασία για την κατάργηση του νόμου έκτακτης ανάγκης και την τροποποίηση του νόμου για τα πολιτικά κόμματα, μέτρα τα οποία είχαν αποφασιστεί στο συνέδριο του Μπάαθ ήδη από το 2005. Ο λόγος για τον οποίο η εφαρμογή τους καθυστερούσε τόσο πολύ δικαιολογείται από το γεγονός ότι η περιοχή –και συνεπώς και η Συρία, σαν τμήμα αυτής της περιοχής– θεωρήθηκε μετά την επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου πολύ ασταθής [2000: Δεύτερη Ιντιφάντα, 2001: Πόλεμος στο Αφγανιστάν, 2003: Τρίτος Πόλεμος του Κόλπου, 2005: Δολοφονία αλ-Χαρίρι, 2006 Πόλεμος του Λιβάνου (από αυτή την περίοδο οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ γίνονται ιδιαίτερα κακές), 2008: Επιχείρηση «Συμπαγές Μολύβι» Ισραήλ εναντίον της Λωρίδας της Γάζας] και ως εκ τούτου θέματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς και η διασφάλιση της σταθερότητας της Συρίας, θα έπρεπε να τύχουν μεγαλύτερης προτεραιότητας από τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. 
Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί τις καθυστερήσεις. Θα πρέπει να τονιστεί όμως ότι η κυβέρνηση δεν είναι πρόθυμη για μεταρρυθμίσεις. Ο Άσαντ γνώριζε, μέσω προσωπικών επαφών, ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού ασχολείται με θέματα ποιότητας ζωής και ότι η κατάργηση του νόμου έκτακτης ανάγκης θα ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Μέχρι τότε, στην πρώτη γραμμή της εσωτερικής πολιτικής ήταν ζητήματα σχετικά με το βιοτικό επίπεδο. Σε συνέντευξή του στη Γουόλ Στρητ Τζέρναλ, ο πρόεδρος εξήγησε επίσης ότι μια μεταρρύθμιση ήταν περισσότερο από ό,τι η υπογραφή σε ένα νομοσχέδιο: Πρώτα θα έπρεπε να αναπτυχθούν οι απαραίτητες υποδομές για να είναι δυνατή η εφαρμογή τους.

Διαδηλώσεις
Η Νταράα είναι μία από τις δεκατέσσερις επαρχίες στη Συρία. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της χώρας και συνορεύει με την Ιορδανία. Σε κάθε Επαρχείο υπήρχε ένας κυβερνήτης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση, την υγειονομική περίθαλψη και τη διατήρηση του νόμου και της τάξης. Στην Νταράα ο νόμος και η τάξη βρίσκονται στα χέρια του επικεφαλής της αστυνομίας της επαρχίας, Ατέφ Νατζίμπ, ενός εξαδέλφου του Μπασάρ Άσαντ και ήταν μισητός στον λαό. Τέλη Φεβρουαρίου του 2011, επιτρέπει τη σύλληψη μιας ομάδας εφήβων (μέση ηλικία περίπου 15), επειδή έγραψαν στον τοίχο του σχολείου αντικυβερνητικά συνθήματα, όπως «Κάτω η κυβέρνηση», και «Ήρθε η σειρά σου, Ντόκτορ»,. Σύμφωνα με έναν από τους συμμετέχοντες, που τρία χρόνια αργότερα αφηγείται την ιστορία του στον Τύπο, η συμμορία του αποτελούνταν από επτά μέλη. Από αυτούς συνελήφθησαν μόνο τρεις. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, που ήταν στα όρια βασανιστηρίων, δόθηκαν αυθαίρετα ονόματα παλαιότερων γνωστών της αστυνομίας (η υπηρεσία ασφαλείας δεν ήθελε να πιστέψει ότι πίσω από τις ενέργειες αυτές δεν κρύβονταν ενήλικες), γεγονός που στη συνέχεια οδήγησε σε 24 συλλήψεις. Αυτό που τους ενέπνευσε για την πράξη τους, είπε στη συνέντευξη ο νεαρός άνδρας, ήταν απλώς η βαρεμάρα και λιγότερο η επείγουσα επιθυμία για δημοκρατική αλλαγή. Το συγκεκριμένο απόγευμα θα είχαν κουβεντιάσει για τις διαδηλώσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο και σκέφτηκαν: «Δεν κάνουμε και εμείς κάτι;»

Οι δυνάμεις ασφαλείας, που δεν αρέσκονται στο να βρίσκονται σε δημόσιους χώρους, είναι θυμωμένες με τους έφηβους. Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει το γεγονός ότι οι νέοι αποκαλούν τον οφθαλμίατρο Μπασάρ Αλ-Ασάντ, περιφρονητικά, «ο Ντόκτορ». Σαν συμπέρασμα από αυτό μπορεί να εντοπισθεί μια ταξική διαφορά. Τα αγόρια δεν ανήκουν σε μια πεφωτισμένη μεσαία τάξη, η οποία λαχταρά δημοκρατική συμμετοχή. Η δυσαρέσκειά τους προκύπτει περισσότερο από μια γενική έλλειψη προοπτικής: Ενώ αυτοί πιθανότατα θα ζήσουν σε μια άνυδρη αγροτική περιοχή, ο Άσαντ σπούδασε στην Ευρώπη και τώρα κατοικεί στην όμορφη Δαμασκό. Μισούν τον Μπασάρ Αλ-Άσαντ όχι σαν πρόεδρο ή σαν αλαουίτη, αλλά ως εκπρόσωπο μιας κοινωνικά προνομιούχου τάξης. Όταν οι γονείς των συλληφθέντων παρουσιάζονται στον Νατζίμπ, αυτός τους λέει πως θα πρέπει να ξεχάσουν τους γιους τους.

Στις 15 Μαρτίου 2011, μια ακόμη «Ημέρα της Οργής» έρχεται και φεύγει, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή. Μερικές δεκάδες έως εκατοντάδες (ανάλογα με την πηγή) διαδηλώνουν στη Δαμασκό, στην Ντερ αζ-Ζουρ και στο Χαλέπι και απαιτούν, μεταξύ άλλων, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Ως έναρξη της συριακής κρίσης μπορεί να εκλιφθεί η 18η Μαρτίου. Στην Νταράα οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους, όπου ο στόχος είναι ουσιαστικά ο Ατέφ Νατζίμπ: «Όταν ξεκίνησε, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν μια επανάσταση ενάντια στον Ατέφ Νατζίμπ. Υπήρχαν πολλά άλλα ζητήματα, αλλά αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους (…)», δήλωσε μέλος μιας οικογένειας με επιρροή στην Νταράα. «Ήταν μια επανάσταση εναντίον του Μπασάρ, αλλά στην αρχή ήθελαν απλώς και μόνο να απαλλαγούν από τον Νατζίμπ, που τον μισούσαν όλοι.» Φυσικά, μεταξύ των διαδηλωτών βρίσκονται και εκείνοι που είναι υπέρ των εκλογών, υπέρ του τερματισμού του νόμου έκτακτης ανάγκης, υπέρ της αναθεώρησης του νόμου περί πολιτικών κομμάτων, υπέρ της λήψης μέτρων κατά της διαφθοράς κ.λπ. Έχει ενδιαφέρον ότι εξαρχής στις διαδηλώσεις ακούγονταν συνθήματα όπως «οι χριστιανοί στη Βηρυτό, οι αλαουίτες στο φέρετρο» – μια ένδειξη ότι από την αρχή στις διαδηλώσεις είχαν παρεισφρήσει εξτρεμιστικές ομάδες. Στις 6 Απριλίου, το περιοδικό Σπίγκελ έγραψε ότι οι ισλαμιστές έλαβαν μέρος στις συγκεντρώσεις τις τελευταίες εβδομάδες – με άλλα λόγια: από την αρχή της εξέγερσης. Η αστυνομία, η οποία, όπως ειπώθηκε, ήταν υπό τη διοίκηση του Νατζίμπ, πυροβολεί κατά των διαδηλωτών. Τέσσερις σκοτώνονται και πολλοί τραυματίζονται (περίπου εκατό σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές). Τι μπορεί να οδήγησε τους αστυνομικούς σε αυτήν τους τη πράξη; Περιήλθαν σε κατάσταση πανικού ή είχαν εντολή από τον Νατζίμπ να ανοίξουν πυρ; Ήταν αυτοί οι άνθρωποι απλώς σαδιστές ή βρέθηκαν εκτεθειμένοι σε κάποια μορφή απειλής; Αυτό δεν μπορεί κανείς να το πει με βεβαιότητα. Προφανώς, ήταν το έργο διαφθαρμένων αστυνομικών της επαρχίας, η οποίοι ποτέ στη ζωή τους δεν είδαν διαδήλωση και κλήθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν μια κατάσταση που υπερέβαινε εντελώς τις δυνατότητές τους.

Στις επόμενες δύο ημέρες, επ’ ευκαιρία της κηδείας των θυμάτων, συγκεντρώνονται και άλλοι διαδηλωτές. Συνεχώς γίνονται συγκρούσεις με την αστυνομία. Την Κυριακή, 20 Μαρτίου, ο πρόεδρος απολύει τον κυβερνήτη της Νταράας, επειδή ο τελευταίος διέπραξε «κραυγαλέα λάθη στην αντιμετώπιση των διαδηλώσεων στη περιοχή». Κυβερνητικοί αξιωματούχοι επισκέπτονται τους συγγενείς των σκοτωμένων διαδηλωτών και υπόσχονται την τιμωρία των υπευθύνων, εξαιτίας της χρήσης «δυσανάλογης και θανατηφόρας βίας». Επιπλέον, απελευθερώνονται οι συλληφθέντες νεαροί που έγραφαν στους τοίχους. Την ίδια ημέρα, οι διαδηλωτές στην Νταράα πυρπολούν πολλά δημόσια κτήρια, όπως το δικαστικό μέγαρο, την έδρα του κυβερνήτη, στην έδρα του κόμματος Μπάαθ, καθώς και καταστήματα του ιδιωτικού φορέα κινητής τηλεφωνίας SyriaTel, η οποία ανήκει στην Ραμί Μαχλούφ, μια εξαδέλφη του Άσαντ.
Στις 23 Μαρτίου, αρκετοί διαδηλωτές σκοτώνονται μπροστά στο τζαμί Αλ-Ομάρι (στην Νταράα) όταν οι δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλαν στο κτήριο. Ενώ οι αντίπαλοι της κυβέρνησης παρουσιάζουν το περιστατικό ως επίθεση κατά ειρηνικών διαδηλωτών, η κυβέρνηση μιλάει για μια αντιπαράθεση με μια ένοπλη συμμορία. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, συνέβη το εξής: Μια «ένοπλη ομάδα» άνοιξε πυρ σ’ ένα ασθενοφόρο, το οποίο περνούσε από το τζαμί Αλ-Ομάρι σκοτώνοντας έναν γιατρό, έναν νοσηλευτή και τον οδηγό. Στη συνέχεια, οι δυνάμεις ασφαλείας που βρίσκονταν κοντά, επιτέθηκαν στους ένοπλους και σκοτώνεται ένας αστυνομικός. Όταν οι δυνάμεις ασφαλείας εισήλθαν στο τζαμί, βρήκαν διάφορα όπλα (χειροβομβίδες, αυτόματα πιστόλα και καλάσνικοφ), πυρομαχικά και δεσμίδες χαρτονομισμάτων, τα οποία η συμμορία είχε αποθηκεύσει εκεί. Η συριακή τηλεόραση έδειξε εικόνες με όπλα. Επιπλέον, λέγεται ότι ελεύθεροι σκοπευτές είχαν οχυρωθεί στις γύρω στέγες και πυροβολούσαν κατά των αμάχων. Δημοσιογράφοι στην Νταράα δέχθηκαν μέσω SMS από το εξωτερικό απειλές για τη ζωή τους και ζήτησαν την προστασία των δυνάμεων ασφαλείας. 

Εν τω μεταξύ, ο Άσαντ ανακοινώνει μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα την άρση του νόμου έκτακτης ανάγκης και του νόμου περί πολιτικών κομμάτων, και υπόσχεται αυξήσεις μισθών. Ούτε η αντιπολίτευση ούτε τα δυτικά ΜΜΕ εμπιστεύονται την προσφορά, όμως ο Σύρος πρόεδρος ταχύτατα προχωρά στην εφαρμογή των υποσχέσεών του: Στις 7 Απριλίου, εκδίδει διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζεται η ιθαγένεια σ’ ένα μέρος των Κούρδων που δεν είχαν υπηκοότητα. Ήδη, την 21η Απριλίου, καταργείται ο νόμος έκτακτης ανάγκης, οι διαδηλώσεις επιτρέπονται με νόμο και καταργείται το Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας. (Όμως, η συνταγματική τροποποίηση που επιτρέπει ένα πολυκομματικό σύστημα γίνεται μόλις το 2012.) 
Παρά τις παραχωρήσεις που έκανε, ο πρόεδρος εξακολουθεί να επιμένει ότι οι ταραχές προκλήθηκαν από το εξωτερικό και ότι ανάμεσα στον λαό και την κυβέρνηση δεν υπάρχει πραγματικό χάσμα. Ένα απόσπασμα από την ομιλία του Άσαντ της 30ης Μαρτίου, ενώπιον του κοινοβουλίου: «(…) Υπήρχαν, λοιπόν, τρία στοιχεία που αναμειγνύονται μεταξύ τους: Υποκίνηση σε εξέγερση, μεταρρυθμίσεις και καθημερινές ανάγκες. (…) Ωστόσο, η υποκίνηση έγινε μέρος του προβλήματος και πήρε το πάνω χέρι έναντι των δύο άλλων παραγόντων. Ως εκ τούτου, είναι απλό να παραπλανήσει κανείς πολλούς από τους ανθρώπους, οι οποίοι στην αρχή διαδήλωσαν με καλές προθέσεις. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που διαδηλώνουν υπήρξαν μέρος της συνωμοσίας. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και θέλω να παρουσιάσω τα γεγονότα με σαφήνεια και ρεαλιστικά. Οι συνωμότες είναι λίγοι, και αυτό είναι φυσιολογικό. Ακόμα και εμείς στην κυβέρνηση δεν καταλάβαμε –όπως και όλοι οι άλλοι– τα γεγονότα, έως ότου εμφανίστηκαν τα συμπτώματα της δολιοφθοράς. Τα πράγματα έγιναν σαφεστέρα. Ποια είναι η σχέση μεταξύ μεταρρυθμίσεων και δολιοφθοράς; Ποια είναι η σύνδεση μεταξύ μεταρρυθμίσεων και δολοφονίας; Ορισμένοι τηλεοπτικοί σταθμοί μίλησαν για την επίθεση σε κάποια κτίρια, μια ώρα πριν από την πραγματική επίθεση. Πώς το ήξεραν; Μπορούν να μαντεύουν; Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν περισσότερο από μία φορά. Θα πείτε ότι πιστεύουμε σε θεωρία συνωμοσίας. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία θεωρία συνωμοσίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συνωμοσία. (…) Όλα ξεκίνησαν με υποκινήσεις για εξέγερση, πολλές εβδομάδες πριν αρχίσει η κρίση στη Συρία. Χρησιμοποίησαν δορυφορικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και το διαδίκτυο, όμως δεν κατάφεραν να πετύχουν τίποτα. Στη συνέχεια παρήχθησαν ψευδείς πληροφορίες, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες, κ.λπ. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν οι εντάσεις μεταξύ των αιρέσεων. Στάλθησαν SMS σε μέλη μιας συγκεκριμένης αίρεσης, με τον ισχυρισμό ότι μια άλλη αίρεση προσπαθεί να τους επιτεθεί. Για να είναι αξιόπιστοι, στάλθηκαν μασκοφόροι σε γειτονιές όπου ζουν μαζί διάφορες αιρέσεις. Και στους δύο αντιπάλους ειπώθηκε ότι ο άλλος είχε ήδη επιτεθεί και βρίσκεται στο δρόμο, ώστε έτσι να προκαλέσει μια αντίδραση. Για ένα διάστημα, το σχέδιο λειτούργησε, μέχρι που καταφέραμε να αποσαφηνίσουμε την κατάσταση, με το να φέρουμε τα διοικητικά συμβούλια των κοινοτήτων να μιλήσουν μεταξύ τους. Στο επόμενο στάδιο χρησιμοποιήθηκαν όπλα. Άνθρωποι πυροβολήθηκαν αδιακρίτως. Διότι, αν αρχίσει να ρέει αίμα, τότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθεί το πρόβλημα. Ακόμη δεν καταφέραμε να αντιληφθούμε την πλήρη έκταση της συνωμοσίας, επειδή είναι πολύ περίπλοκη. Υπάρχουν ομάδες υποστήριξης σε περισσότερες από μία επαρχία που σχετίζονται με ορισμένες χώρες του εξωτερικού. Χρησιμοποιούν ομίλους μέσων ενημέρωσης, ομάδες που ασχολούνται με παραποιήσεις και ομάδες «αυτόπτων μαρτύρων. (…) Είναι γνωστό ότι μερικοί άνθρωποι έχουν πολύ κοντή μνήμη. Το ξέρω ότι κάθονται στο στούντιό τους ήδη σε θέση εκκίνησης για να δώσουν τα σχόλιά τους. Γι’ αυτό, σε αυτό το σημείο θέλω και πάλι να φρεσκάρω τη μνήμη τους επαναλαμβάνοντας ότι όλα όσα συμβαίνουν είναι μέρος μιας συνωμοσίας».

Στις 25 Μαρτίου, το στρατηγείο στην Αλ-Σαναμίν (50 χιλιόμετρα νότια της Δαμασκού) δέχεται επίθεση από ενόπλους, στη διάρκεια της οποίας αρκετοί από τους επιτιθέμενους χάνουν τη ζωή τους. Στη Λατάκεια, πέντε έως επτά άτομα σκοτώνονται από ελεύθερους σκοπευτές που έχουν ακροβολιστεί στις στέγες των σπιτιών. Οι αντίπαλοι του καθεστώτος υποψιάζονται τις δυνάμεις ασφαλείας πίσω από την επίθεση, ενώ η κυβέρνηση αρνείται ότι οι σκοπευτές προέρχονται από τις τάξεις της. Στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται σταθερά. Η βρετανική Τέλεγκραφ γράφει ότι στα βίαια γεγονότα συμμετείχε και η πολιτοφυλακή των αλαουιτών Αλ-Σαμπιχά, η οποία είναι πιστή στην κλίκα του Άσαντ. Στις 29 Μαρτίου, συγκεντρώνονται στη Δαμασκό δεκάδες χιλιάδες –τα συριακά ΜΜΕ μιλούν μάλιστα για πολύ περισσότερους– για να διαδηλώσουν υπέρ του προέδρου. Σε άλλες πόλεις πραγματοποιούνται παρόμοιες συναθροίσεις. Μέλη του συνδικάτου δηλώνουν σε δυτικά πρακτορεία ειδήσεων ότι υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτήν την εκδήλωση. Την ίδια ημέρα παραιτείται το υπουργικό συμβούλιο. 

Με την ευκαιρία παρόμοιων μεγάλων διαδηλώσεων υπέρ του Άσαντ τον Οκτώβριο, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Νιρ Ρόουζεν δηλώνει στο Αλ Τζαζίρα: «Ακόμα και αν δεν μας αρέσει η ιδέα, μερικές φορές τα αυταρχικά καθεστώτα έχουν την υποστήριξη του λαού. Ανάμεσα σε όλα τα αραβικά κράτη το συριακό καθεστώς έχει σίγουρα τη μεγαλύτερη βάση υποστηρικτών από τον λαό, και ένα μεγάλο μέρος της χώρας τον υποστηρίζει ακόμη (τον Άσαντ). Δεν είναι μόνο η κοινότητα των αλαουιτών και οι χριστιανοί που υποστηρίζουν τον πρόεδρο Άσαντ, αλλά και η σουνιτική αστική τάξη στη Δαμασκό και στο Χαλέπι. Ίσως φοβούνται το άγνωστο ή τον εμφύλιο πόλεμο, ή ίσως πιστεύουν ειλικρινά ότι ο Άσαντ έχει κάνει καλό στη χώρα».

Την 1η Απριλίου, το SANA, επικαλούμενο επίσημη πηγή, αναφέρει ότι ελεύθεροι σκοπευτές στη Δούμα (προάστιο της Δαμασκού), όπως και στη Χομς, πυροβόλησαν αδιακρίτως εναντίον πολιτών και δυνάμεων ασφαλείας. Μια ομάδα ενόπλων είχε συλληφθεί όταν προσπάθησε να ληστέψει ένα φαρμακείο στη Δούμα. Οι άνδρες άνοιξαν πυρ και εναντίον πολιτών που προσπαθούσαν να υποστηρίξουν τις δυνάμεις ασφαλείας στη σύλληψη των ένοπλων. Από την οπτική γωνία των δυτικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία βασίζονται σε αυτόπτες μάρτυρες και ακτιβιστές, οι διαδηλωτές διαδήλωναν ειρηνικά για πολιτικές ελευθερίες, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας τους πυροβόλησαν χωρίς λόγο. Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης της Συρίας, στις 8 Απριλίου στην Νταράα ένοπλοι άνοιξαν πυρ εναντίον τόσο των πολιτών όσο και των δυνάμεων ασφαλείας. Η πηγή από το υπουργείο Εσωτερικών, στην οποία αναφέρεται η Τίσχριν (εφημερίδα της συριακής κυβέρνησης), λέει ότι οι αστυνομικοί ήταν άοπλοι, επειδή μια αυστηρή εντολή προς όλες τις δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στην περιοχή μεγάλων διαδηλώσεων, απαγόρευε να φέρουν όπλα. Προηγουμένως, η συριακή τηλεόραση έδειξε πλάνα όπου μπορούσε να δει κανείς ελεύθερους σκοπευτές να πυροβολούν πολίτες και αστυνομικούς.(…) Το γεγονός ότι και οι δυνάμεις ασφαλείας βρεθήκαν στο στόχαστρο των ελεύθερων σκοπευτών δεν αμφισβητεί ούτε η αντιπολίτευση, όπως προκύπτει από ρεπορτάζ του Αλ Τζαζίρα. Όμως, σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία, οι ελεύθεροι σκοπευτές ανήκαν στις συριακές δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίοι σκόπιμα πυροβολούσαν συναδέλφους τους. Για το ίδιο γεγονός, το Σπίγκελ γράφει, επικαλούμενο αυτόπτες μάρτυρες, ότι 22 άνθρωποι σκοτώθηκαν όταν οι δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν, χωρίς λόγο, πυρ εναντίον 4.000 διαδηλωτών.
Στις 11 Απριλίου, οι δυνάμεις ασφαλείας πέφτουν σε ενέδρα στην εθνική οδό που συνδέει Λατάκεια και Ταρτούς, κοντά στο Μπανιάς. Εννέα στρατιωτικοί σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων δύο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, και δεκάδες τραυματίστηκαν. Επικαλούμενο αυτόπτες μάρτυρες και έναν ανώνυμο ακτιβιστή, το Σπίγκελ αναφέρει ότι οι δυνάμεις ασφαλείας απέκλεισαν το Μπανιάς στήνοντας οδοφράγματα. Στρατιώτες είχαν έρθει με τζιπ και άρματα μάχης και πήραν θέση μπροστά από την παραθαλάσσια πόλη. Από στρατιωτική άποψη, το να κινείσαι εναντίον άοπλων διαδηλωτών με τέτοιες ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις είναι μια πολύ περίεργη κίνηση και πιθανότατα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία. Στις 14 Απριλίου, η λιβανική συνοριακή αστυνομία συλλαμβάνει δύο άνδρες, έναν Σύρο και έναν Λιβανέζο που ήθελαν να ταξιδέψουν στη Συρία. Στα οχήματα των ανδρών βρίσκουν καλάσνικοφ, ημιαυτόματα όπλα και μερικές βόμβες.

Στις 17 Απριλίου, σκοτώθηκαν στο Χομς ο ταξίαρχος Κοντρ Τελάουι, μέλος του αλαουιτικού δόγματος, μαζί με τους δύο έφηβους γιους του και τον ανιψιό του. Ο ταξίαρχος, ο οποίος εκείνη την κρίσιμο περίοδο δεν ήταν σε υπηρεσία, καθώς και οι γιοι και οι ανιψιοί, σύρθηκαν έξω από το αυτοκίνητο, δολοφονήθηκαν και ακρωτηριάστηκαν. Ενώ η κυβέρνηση αποδίδει το γεγονός σε ένοπλους αντάρτες, η αντιπολίτευση έχει έτοιμη μια «εύλογη» εξήγηση: Η συριακή μυστική υπηρεσία εκτέλεσε τους τέσσερις επειδή έδειξαν σημάδια συμπάθειας προς τους διαδηλωτές. Την ίδια ημέρα, ένα φορτηγό σταματά στα ιρακινά σύνορα. Βρέθηκαν όπλα, μεταξύ των οποίων αυτόματα πυροβόλα, τουφέκια ελεύθερων σκοπευτών, γυαλιά νυχτερινής όρασης, εκτοξευτές χειροβομβίδων και μεγάλες ποσότητες διαφόρων πυρομαχικών. Ο διευθυντής των συριακών τελωνείων Μουσταφά Αλ-Μπικάι δηλώνει ότι τον τελευταίο καιρό κατασχέθηκαν πολλές τέτοιες προμήθειες όπλων. Ο οδηγός του φορτηγού, ένας Ιρακινός ονόματι Χουσεϊν Καρίμ Τζαμπάρ ισχυρίστηκε στη συριακή τηλεόραση ότι για κάθε ταξίδι πληρωνόταν 20.000 δολάρια.

Επίσης, την ίδια ημέρα, η Ουάσιγκτον Ποστ αναφέρεται σε μια έκθεση των ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε από το Γουίκιλικς, σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυαν συριακές ομάδες της αντιπολίτευσης και άλλα σχέδια που στρέφονται κατά της συριακής κυβέρνησης, με τουλάχιστον έξι εκατομμύρια δολάρια. Οι πληρωμές ξεκίνησαν το 2005 από την κυβέρνηση Μπους και συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2010. Από αυτές θα πρέπει να έχει ιδιαίτερα επωφεληθεί ο τηλεοπτικός σταθμός ΜπαράνταTV, που εδρεύει στο Λονδίνο και εκπέμπει στη Συρία αντικαθεστωτικά προγράμματα. Οι σταθμοί αυτοί έχουν στενούς δεσμούς με ένα δίκτυο εξόριστων Σύρων που ζουν στο Λονδίνο, το «Κίνημα για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη», το οποίο αγωνίζεται για αλλαγή καθεστώτος στη Συρία. Στις εκθέσεις των ΗΠΑ οι ηγέτες τους περιγράφονται ως «μετριοπαθείς, φιλελεύθεροι ισλαμιστές». Πρόκειται για πρώην μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και τοποθετούνται ανοιχτά υπέρ της ανατροπής του Προέδρου της Συρίας. Η χρηματοδότηση του «Κινήματος για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη» από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ γίνεται μέσω μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που εδρεύει στο Λος Άντζελες, η οποία φέρει το βαρύγδουπο όνομα «Democracy Council». Όπως φαίνεται από τις εκθέσεις των ΗΠΑ, από το 2009 διπλωμάτες των ΗΠΑ δείχνουν όλο και μεγαλύτερη ανησυχία για το ότι η συριακή μυστική υπηρεσία είχε ανακαλύψει την όλη πανουργία. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται πιο κατανοητό γιατί ο Μπασάρ Αλ Άσαντ δεν βιάστηκε και πάρα πολύ να καταργήσει το αστυνομικό σύστημα του πατέρα του. Οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Δαμασκού είναι τεταμένες από παλιότερα, με το ναδίρ να εκδηλώνεται το 2005, ενώ η σχέση με το Ισραήλ είναι ακόμα χειρότερη.
Στις 19 Απριλίου, το υπουργικό συμβούλιο ψηφίζει σχέδιο νόμου για την κατάργηση του νόμου έκτακτης ανάγκης, καθώς και των Δικαστηρίων Κρατικής Ασφάλειας. Οι διαδηλώσεις θα επιτρέπονται. Παραδόξως, οι δυνάμεις ασφαλείας, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, καταστέλλουν τους διαδηλωτές με αμείωτη βία. Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται, παρ’ όλο που ο πρόεδρος έχει αποδεχτεί όλες τις αξιώσεις και εργάζεται για μια συνταγματική αλλαγή που έχει στόχο να εισαγάγει ένα πολυκομματικό σύστημα. Στις 21 Απριλίου, ο πρόεδρος υπογράφει το σχέδιο νόμου. Τώρα πλέον οι μεταρρυθμίσεις είναι επίσημες. Μια ημέρα αργότερα σκοτώνονται στη Συρία εβδομήντα άνθρωποι, όπως αναφέρουν ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην Ασράα, ελεύθεροι σκοπευτές από τις στέγες σπιτιών ανοίγουν πυρ κατά αμάχων· δεκαοκτώ άνθρωποι πεθαίνουν.

Περνούν άλλες τέσσερις ημέρες – είμαστε στην 25η Απριλίου – και, όπως αναφέρουν ακτιβιστές σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, ήδη ο στρατός προωθείται με άρματα μάχης και 3.000 άνδρες εναντίον της πόλης Νταράα. Μετά την άφιξη των δυνάμεων ασφαλείας, ακούστηκε αμέσως σφοδρή ανταλλαγή πυρών. Δεδομένου ότι πάντα για την ανταλλαγή πυρών είναι απαραίτητα δύο μέρη, μπορούμε να αποτολμήσουμε το συμπέρασμα ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους άοπλους διαδηλωτές ήταν οπλισμένοι. Στην Νάουα οι κάτοικοι για τον φόβο του στρατού –ο οποίος σημειωτέον είναι λαϊκός στρατός και όχι μισθοφόροι– στήνουν οδοφράγματα. Μερικοί από αυτούς ήταν οπλισμένοι, λένε οι ακτιβιστές. Δυστυχώς, οι πληροφοριοδότες δεν εξηγούν από πού έχουν τα όπλα. Ίσως τα όπλα να προέρχονται πράγματι από λιποτάκτες του στρατού, οι οποίοι δεν είχαν πλέον τη δύναμη να πυροβολήσουν δικούς τους ανθρώπους. Ίσως όμως να ήρθαν στη χώρα μέσω των ιορδανικών συνόρων –η επαρχία Νταράα συνορεύει με την Ιορδανία– έτσι, θα υπήρχε μια λογική εξήγηση για το γεγονός ότι τα εν λόγω σύνορα είχαν αποκλειστεί, στο πλαίσιο της ανάπτυξης του συριακού στρατού. Επίσης, υπό αυτό το πρίσμα, το μέτρο της κυβέρνησης να τοποθετήσει άρματα μάχης και έναν εντυπωσιακό αριθμό στρατιωτών, δεν φαίνεται και τόσο παράξενο. Από την ημερομηνία αυτή δεν μπορεί πλέον κανείς να αρνηθεί ότι (στη Συρία) υπάρχει μια εμφύλια ένοπλη σύγκρουση.

Μετάφραση από τα γερμανικά:
Βασίλης Στοϊλόπουλος

πηγή: diewirklichewirklichkeit.com (3-8-2015)

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ