Αρχική » Θεόδωρος Μετοχίτης & τα υπέροχα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες της Μονής της Χώρας

Θεόδωρος Μετοχίτης & τα υπέροχα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες της Μονής της Χώρας

Του Δημήτριου Κουγιουμτζόγλου*

Η Τουρκία, συνεχίζοντας τις επιθέσεις της κατά της μνήμης του βυζαντινού ελληνισμού και μέσα στο πλαίσιο του νεο-οθωμανισμού, αποφάσισε πρόσφατα να μετατρέψει σε τζαμί άλλη μια ελληνορθόδοξη –βυζαντινή -εκκλησία, μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco, την περίφημη Μονή της Χώρας, που κτίστηκε τον 11ο αιώνα (πιθανόν στη θέση παλαιότερου ναού), αλλά ανακαινίστηκε πλήρως και εικονογραφήθηκε εκ νέου με ένα μοναδικό εικονογραφικό σύνολο γύρω στο 1320 από τον Θεόδωρο Μετοχίτη, Μέγα Λογοθέτη στην κυβέρνηση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Ποιος, ήταν, όμως ο άνθρωπος που υπήρξε χορηγός του μνημείου αλλά και – απ’  ό,τι μπορούμε να συμπεράνουμε – εμπνευστής, ίσως, σε μεγάλο βαθμό των ιδιαιτεροτήτων του εικονογραφικού κύκλου της Μονής της Χώρας, στο νότιο παρεκκλήσι της οποίας και ετάφη στις 13.3.1332;

Ο Θεόδωρος Μετοχίτης γεννήθηκε το 1269 / 1270 στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους βυζαντινούς συγγραφείς και  πρόδρομος της ανθρωπιστικής αναγέννησης του 15ου αιώνα. Έλαβε στέρεη κλασική παιδεία και διακρινόταν για την εκπληκτική του πολυμάθεια. Είχε πλούσια και πετυχημένη πολιτική σταδιοδρομία, λαμβάνοντας διάφορα αξιώματα και συμμετέχοντας σε πετυχημένες διπλωματικές αποστολές στην Κύπρο, τη Σερβία και αλλού.  Ωστόσο, η σύνδεσή του με τον Ανδρόνικο Β΄ επέφερε και την πτώση του μετά την ήττα του Ανδρονίκου Β΄ από τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ στον εμφύλιο πόλεμο, με αποτέλεσμα την εξορία του αρχικά στο Διδυμότειχο το 1328. Αργότερα βέβαια του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου και αποσύρθηκε στη Μονή της Χώρας.

Το βασικό του έργο με τίτλο «Ὑπομνηματισμοί και σημειώσεις γνωμικαί» περιλαμβάνει εκατόν είκοσι πραγματείες πάνω σε θέματα φιλοσοφικά, ιστορικά ή ακόμη και λογοτεχνικής κριτικής και χαρακτηρίζεται από την τόλμη του να αντιμετωπίζει κάθε θέμα με πρωτοτυπία. Στο έργο αυτό έχουμε την καταγραφή της πείρας και των ιδεών ενός βίου πλούσιου σε ηθικούς προβληματισμούς, φιλοσοφικές ανησυχίες και εμπνεύσεις από την ανάγνωση κλασικών κειμένων, καθώς και την αναζήτηση γνώσεων και μετάδοσής τους. Ο Μετοχίτης αναφέρεται σε εβδομήντα συνολικά αρχαίους συγγραφείς και η συνείδηση της ελληνικότητας μαζί με τη συναίσθηση των περιπετειών της αυτοκρατορίας είναι έντονη, όπως επίσης και ο ανθρωπιστικός και προσωπικός χαρακτήρας του έργου. Σε αυτό διαβλέπει κανείς ακόμα την αγάπη του για τον Πλάτωνα, ενώ στέκεται ιδιαίτερα κριτικά απέναντι στον Αριστοτέλη και σε αρκετά σημεία επανέρχεται στο θέμα του ευμετάβλητου της ανθρώπινης τύχης. Οι Σημειώσεις έχουν χαρακτηριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά και κριτικά επιτεύγματα της βυζαντινής παιδείας, συγκρίσιμη ίσως με τη Μυριόβιβλο του Φωτίου.

Σημαντικότατος είναι και ο Ηθικός ή περί παιδείας λόγος του (κριτική έκδοση σε νεοελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Κανάκη), με έντονο πάλι τον χριστιανικό ανθρωπισμό των παλαιολόγειων χρόνων, αλλά και την ανάδειξη επιμέρους ζητημάτων, όπως η αξία της ιστορίας, το εφικτό ή όχι της αλήθειας, ο ορισμός του κλασικού, η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι το πιο ανυπεράσπιστο ον και άλλα. Στον Βυζάντιο λόγο του πάλι (κριτική έκδοση από τις εκδόσεις Ζήτρος) ο Μετοχίτης προχωρά σε μια «έκφραση» της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή μια περιγραφή της πόλης και της ιστορίας της, στην οποία αναφέρει ότι οικιστές της πόλης υπήρξαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, «δύο άριστα έθνη», ενώ αλλού τονίζει, αναφερόμενος στη σύγχρονή του πραγματικότητα, πως από την Κωνσταντινούπολη και προς τα δυτικά «χωρεῖ τῶν Ἑλλήνων τά πράγματα».

Ο Μετοχίτης διακρίθηκε στο τέλος της ζωής του και για τις μαθηματικές και αστρονομικές του γνώσεις, κάνοντας μάλιστα ακριβείς υπολογισμούς για τις εκλείψεις του Ήλιου και της Σελήνης της εποχής του. Τα αστρονομικά του έργα, Στοιχείωσις ἐπί τῇ ἀστρονομικῆ ἐπιστήμῃ και Προεισαγωγή εἰς τήν τοῦ Πτολεμαίου Σύνταξιν απηχούν τη συστηματική μελέτη των αρχαίων αστρονόμων και μαθηματικών, του Θέωνος, Νικόμαχου, Πτολεμαίου, Ευκλείδη, Απολλωνίου Περγαίου και άλλων.

Στη Μονή της Χώρας ο Μετοχίτης ίδρυσε και μια σπουδαία βιβλιοθήκη που λειτουργούσε ως κυψέλη για τους νέους λογίους της εποχής. Από το εικονογραφικό πρόγραμμα της Μονής, γνωστή είναι και η ψηφιδωτή σύνθεση με τον Μετοχίτη ως δωρητή της Μονής μπροστά στον ένθρονο Χριστό, πάνω από την είσοδο στον κυρίως ναό. Τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας απηχούν τους τρόπους και τα μοτίβα της κλασικής αρχαιότητας και εκφράζουν το αισθητικό ιδεώδες του Μετοχίτη. Ο Delvoye σημειώνει ακόμη χαρακτηριστικά: «Το ρεύμα της περιέργειας για τη φύση, στο οποίο συμμετείχε τόσο δραστήρια στον επιστημονικό τομέα ο Θεόδωρος Μετοχίτης, συνδυάζεται εδώ με μια πολύ βαθιά θρησκευτικότητα. Οι χρωματισμοί συντελούν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του θαυμαστού με τη χρήση των πιο λεπτών αποχρώσεων ρόδινου, γαλάζιου, πράσινου και χρυσού. Θεωρήθηκε ότι οι ψηφοθέτες θα είχαν υπόψη τους ένα ή περισσότερα χειρόγραφα…». Αναφορικά πάλι με τις τοιχογραφίες, στις οποίες ξεχωρίζει η σύνθεση της Εις Άδου Καθόδου, ο Delvoye παρατηρεί το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: «Στον τρούλο, η προτομή της Θεοτόκου με το βρέφος περιβάλλεται από τους δώδεκα αγγέλους του Κυρίου. Στα σφαιρικά τρίγωνα, οι τέσσερις ευαγγελιστές, που συναντάμε στη βάση των τρούλων με τον Παντοκράτορα, έχουν αντικατασταθεί από τέσσερις ποιητές –υμνογράφους της Παναγίας: τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Κοσμά,… τον Ιωσήφ…και τον Θεοφάνη [….]. Οι λόγοι που προσδιόρισαν την εκλογή των θεμάτων και τη σαφή αναφορά στους υμνογράφους φανερώνουν ότι ο δημιουργός του προγράμματος είχε μια εκτεταμένη γνώση της εκκλησιαστικής λογοτεχνίας».

Ο μαθητής του Μετοχίτη, κορυφαίος και αυτός βυζαντινός λόγιος, Νικηφόρος Γρηγοράς, έπλεξε το εγκώμιο του δασκάλου του στο Επιτάφιο λόγο του που του αφιέρωσε. Το έργο του Μετοχίτη υπήρξε πραγματικά πολυσχιδές και παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό ανέκδοτο και άγνωστο για το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας. Τέλος, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι ο Μετοχίτης εκφράζει αναμφίβολα το πρότυπο του καθολικού ανθρώπου πολύ πριν αυτό το βρούμε στην αναγεννησιακή Ιταλία, ένα πρότυπο με συνέχεια από την αρχαιότητα, που ισχύει και για άλλους βυζαντινούς Έλληνες, όπως ο φιλόσοφος –βασιλιάς της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1354 -1358). Χαρακτηριστική για αυτήν τη θεώρηση είναι και  η διαρκής ανησυχία που εξέφραζε στο έργο του ο Μετοχίτης, ότι δηλαδή η δημόσια δράση του τον απομακρύνει από τις θεωρητικές του αναζητήσεις.

*φιλόλογος –αρχαιολόγος, πρώτη δημοσίευση 20-8-20.

Βιβλιογραφία.

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, εκδοτική Αθηνών, 1979, άρθρα των Λίνου Μπενάκη, Μανόλη Χατζιδάκη.
  • Charles Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, μετάφραση Μαντώ Παπαδάκη, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1991.
  • Steven Ranciman, Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, μετάφραση Λάμπρος Καμπερίδης, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2005.
  • Ι.Δ. Πολέμης (εισαγωγή –κείμενο –μετάφραση), Βασίλης Κατσαρός (πρόλογος), Θεόδωρος Μετοχίτης –Βυζάντιος, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2013.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Δημήτρης Κουγιουμτζόγλου 27 Αυγούστου 2020 - 09:15

Στο μικρό αυτό άρθρο μου για τον Θεόδωρο Μετοχίτη και τη Μονή της Χώρας εκ παραδρομής σημείωσα μέσα σε παρένθεση πως ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αυτοκράτορας της Νίκαιας, βασίλεψε ανάμεσα στο 1354 – 1358 αντί για το σωστό 1254 – 1258. Είναι γνωστό άλλωστε πως η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ως ένα από τα ελληνικά κράτη που προέκυψε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους, διήρκεσε ως το 1261, οπότε και οι βυζαντινοί Έλληνες ανακατέλαβαν την Πόλη. Με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να προσθέσω δύο σημειώσεις ακόμα για τον Θεόδωρο Λάσκαρη, τον φιλόσοφο βασιλιά, που νομίζω ότι έχουν ενδιαφέρον: ο Θεόδωρος ήταν γιος του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222 – 1254), του κορυφαίου, ίσως υπερασπιστή του ύστερου βυζαντινού ελληνισμού. Ως εκ τούτου, ο Θεόδωρος ήταν λογικό να αναπτύξει μια έντονα πατριωτική ιδεολογία, η οποία διαφαίνεται στις επιστολές του, όπως αυτές εκδόθηκαν από τον Festa (Theodori Ducae Laskaris Epistulae, Φλωρεντία 1898). Εκεί μπορεί κανείς να δει τις αναφορές του στους συγχρόνους του συμπατριώτες του και στην επικράτειά του ως «Έλληνες», «ελληνικόν», «Ελλάδα», ενώ αναφερόμενος στις νίκες του κατά των Βουλγάρων κάνει λόγο για «ελληνικά στρατεύματα» και «κατορθώματα ελληνικής ανδρείας» . Επιπλέον, αναφέρεται συνεχώς στον Μέγα Αλέξανδρο, στον οποίο ξεκάθαρα προσδίδει ελληνική ταυτότητα – κάτι που κάνουν όλοι οι βυζαντινοί συγγραφείς που αναφέρονται στο θέμα – και τον θαυμάζει ως πρότυπον βασιλέως. Τέλος, όπως σωστά επισήμανε πρώτος ο Απόστολος Βακαλόπουλος, είναι ίσως ο πρώτος Έλληνας του μεσαίωνα και ένας από τους πρώτους ανθρώπους παγκοσμίως για τον οποίο μαρτυρείται μια αγάπη και ένας σεβασμός για τα αρχαία μνημεία, που όχι μόνο μπορεί να αντιπαραβληθεί με την αγάπη της αρχαιολογίας με τη σημερινή της έννοια, αλλά τα νοηματοδοτεί και ως γέφυρα με το ένδοξο παρελθόν και την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Συγκεκριμένα, σε επιστολή του προς τον Γεώργιο Ακροπολίτη θαυμάζει τα μνημεία της αρχαίας Περγάμου τα οποία θεωρεί «ελληνικής μεγαλονοίας και σοφίας μεστά ινδάλματα» και θεωρεί ότι προβάλλονται στον χώρο «καταντροπιάζοντας εμάς, σαν απογόνους, με της πατρικής δόξας το μεγαλείο» («..δεικνύει δέ ταῦτα πρός ἡμᾶς ἡ πόλις κατονειδίζουσα, ὥσπερ ἀπογόνους τινάς, τοῦ πατρώου κλέους τῷ μεγαλείῳ»). Μακρινός απόηχος της αναφοράς του Θεόδωρου είναι το «δι’ αυτά πολεμήσαμεν» του Μακρυγιάννη. Στο σημείο αυτό, για άλλη μια φορά επισημαίνω την έλλειψη απόδοσης στη νεοελληνική γλώσσα κορυφαίων βυζαντινών έργων, χρήσιμων για την εθνική μας αυτογνωσία, όπως η Χρονική Διήγησις του Νικήτα Χωνιάτη, που περιέχει και το ιστορικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. 190 χρόνια από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους δε βρέθηκε ένας Έλληνας βυζαντινολόγος να καταπιαστεί με το έργο της μετάφρασης του Χωνιάτη.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ