του Χρ. Γιαλουρίδη, από το Άρδην τ. 13, Απρίλιος-Μάιος 1998
Το τουρκικό πρόβλημα, ό πως εκδηλώνεται σήμερα σε μια ιδιαίτερη οξυμένη μορφή,δεν είναι ούτε σημερινό, ούτε αφορά ή αναφέρεται σε μια απλή κυβερνητική κρίση. Γι’ αυτό κι εμείς οι Έλληνες, κυρίως’ όμως η πολιτική μας ηγεσία, οφείλουμε να γνωρίζουμε σε όλες του τις πτυχές και διαστάσεις το τουρκικό πρόβλημα, δηλαδή την κρίση της Τουρκίας, να αντιμετωπίσουμε με μεγάλη προσοχή τα σενάρια που αναφέρονται στην επιβίωση του τουρκικού κράτους και κατόπιν να αποφασίζουμε για τις πολιτικές προσέγγισης ή μη των δύο χωρών, ή την ανάπτυξη διαλόγου ή διαπραγμάτευσης για την επίλυση των διαφορών, τουρκικής έμπνευσης, εκκρεμοτήτων που υποτίθεται ότι υφίστανται ανάμεσα στις δύο χώρες. Και αυτό, γιατί η έσχατη πλάνη μπορεί να αποδειχθεί «χείρων της πρώτης».
Η σημερινή τουρκική κρίση είναι κρίση του ατατουρκισμού, δηλαδή δομική κρίση του πολιτικού συστήματος και αυτό που ονομάσαμε ως «κρίση μετάβασης του σήμερα, έχει την αφετηρία του στην κρίση μετάβασης του χτες»1, δηλαδή τη μετάβαση από το οθωμανικό πολυεθνικό κράτος στο τουρκικό εθνικό, ενώ στο ίδιο πλαίσιο διαπιστώνεται πως αυτή η πορεία είναι μια τραγικά αδιέξοδη καμπή τόσο προς την Ευρώπη και τη Δύση, όσο και προς την Ανατολή και το Ισλάμ. Οι όποιες εκσυγχρονιστικές πολιτικές κατά καιρούς προτείνονται ή και επιχειρούνται, ακυρώνονται, αλλοιώνονται, αναστέλλονται ή ανακόπτονται από τις ίδιες τις ατατουρκικές αυταρχικές, καταπιεστικές δομές κι επομένως οι αλλαγές ή μεταβολές, που πρέπει να επέλθουν για τον πολιτικό-ευρωπάίκό εκσυγχρονισμό της χώρας, αντίκεινται στις δομές του συστήματος και η εφαρμογή τους μπορεί να το οδηγήσει σε διάλυση. Η υλοποίηση της δημοκρατικής αρχής και του κρατικού δικαίου, δηλαδή η κατοχύρωση των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες ως άτομα αλλά και ως ομάδες, δηλαδή ως κοινότητες, θα έχει ως αποτέλεσμα την αυτονομία, πολιτική και τοπική, για εθνότητες και μειονότητες, όπως οι Κούρδοι, αντίληψη που συγκρούεται με τη δομή του ατατουρκικού κράτους, αλλά και τους φόβους ή τις τραυματικές εμπειρίες των Τούρκων, σχετικά με το ενδεχόμενο διάλυσης της Τουρκίας, όπως συνέβη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο πρόεδρος Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, σε κρίση μάλλον ειλικρίνειας, είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους τον Ιούνιο του ’95, ότι «Εάν εφαρμόσουμε τη δημοκρατία όπως μας ζητούν οι Ευρωπαίοι, τότε θα διαλυθούμε και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ».2
Το Ισλάμ και το Κουρδικό πρόβλημα αποτυπώνουν ουσιαστικά την κρίση του συστήματος και το αδιέξοδο του ατατουρκισμού, αφού το Ισλάμ αμφισβητεί όχι μόνο τον κοσμικό χαρακτήρα, αλλά και την ίδια τη δομή εξουσίας του τουρκικού κράτους, ενώ το Κουρδικό διεκδικεί δυναμικά την υλοποίηση της δημοκρατικής αρχής του κράτους δικαίου, δηλαδή την προστασία και την πολιτική αυτονομία των εθνοτήτων στο συγκεντρωτικό, αυταρχικό τουρκικό πολιτικό σύστημα. Η περιβόητη υπόθεση Σουσουρλούκ, που εκδηλώθηκε συμπτωματικά
και έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις στην τουρκική δημοσιότητα, δεν είναι μια συνηθισμένη υπόθεση διαφθοράς των πολιτικών ή διάβρωσης της πολιτικής εξουσίας και του πολιτικού προσωπικού, αλλά προφανώς αναφέρεται στην απόφαση της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας ή μέρους αυτής για ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον των Κούρδων.
0 ατατουρκισμός και τα δομικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ενότητας της επικράτειας του τουρκικού έθνους, καθώς και η δομή εξουσίας που ανεπτύχθη και εμπεδώθηκε στο πλαίσιο του ατατουρκικού κράτους -ιδιαίτερα όμως τις τελευταίες δεκαετίες μετά το πραξικόπημα του 1960- δεν επιτρέπουν ουσιαστικές και αξιόπιστες αλλαγές στη λειτουργία της Δημοκρατίας και του πολιτεύματος, που να διασφαλίζουν την πολιτική δημοκρατία, όπως την αντιλαμβάνεται και τη γνωρίζει η Ευρώπη και η Δύση ενώ οσάκις επεχειρήθη ένα πείραμα διεύρυνσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στο επίπεδο των κομμάτων και της πλουραλιστικής συμμετοχής τους στην εξουσία, το εγχείρημα αυτό οδήγησε σε επέμβαση του στρατεύματος τον Σεπτέμβριο του 1980, εν ονόματι του ατατουρκισμού και σε μια γενικότερη διαπίστωση για «αποτυχία του κοινοβουλευτισμού στην Τουρκία».
Είναι προφανές ότι, οσάκις επιχειρείται μια τέτοια διεύρυνση, εκδηλώνονται και τα όρια -πολι- τικά και ιδεολογικά- του ατατουρκισμού, ως πολιτικού και φιλοσοφικού πλαισίου οργάνωσης του τουρκικού κράτους, επιβίω- σής του ως εθνικού κράτους και αποφυγής του ενδεχομένου διάσπασης ή διάλυσής του. Τα όρια του ατατουρκισμού εκδηλώνονται, επίσης και στην κλασική, διαχρονική πορεία πλέον της Τουρκίας προς την Ευρώπη και τη Δύση, πορεία που συνδέεται αφεύκτως και με την ικανότητά της να προχωρήσει, στο εσωτερικό της, σ’ ένα πολιτικό δημοκρατικό εκσυγχρονισμό.
Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να απαντήσει στο δίλημμα μιας ριζικής αναπροσαρμογής της πολιτικής της στο εξωτερικό και αναδόμησης των ατατουρ- κικών δομών εξουσίας στο εσωτερικό, εάν θέλει να γίνει αποδεκτή στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Πρέπει, δηλαδή, να αποκτήσει αυτό που συνηθίζουμε να λέμε ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. Αυτό ήταν, υποτίθεται, και το όραμα των διανοούμενων Νε- οτούρκων-Νεοοθωμανών του 19ου αιώνα, που το θυσίασαν στην πραγματικότητα ενός γενοκτόνου τουρκικού εθνικισμού, που συνεχίζεται από το 1915 (γενοκτονία των Αρμενίων), έως τις μέρες μας.
Ο Ατατούρκ δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα ταυτότητας και προσανατολισμού των Τούρκων και της τουρκικής κοινωνίας, του τουρκικού κράτους. O τουρκισμός, εδώ και χίλια χρόνια, επιχειρεί την είσοδο του στην Ευρώπη με όλα τα μέσα. για να λύσει το πρόβλημα ταυτότητας και πολιτικής παρουσίας του στην περιοχή. Μια κρίση ταυτότητας, που αναδύεται σε ποικίλες εκδηλώσεις και εκφάνσεις του σύγχρονου τουρκικού κράτους, η οποία αποτυπώνεται ακόμα και στις σκέψεις και διακηρύξεις της κεμαλικής πολιτικής ηγεσίας. Ο Τουργκούτ Οζάλ, για παράδειγμα, θεωρούσε ότι η θέση της Τουρκίας βρίσκεται στην Ευρώπη, γιατί στην πορεία του, όπως κατά τρόπο εξωφρενικό ισχυρίζεται, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στον πολιτισμό που μετέφεραν οι Τούρκοι εδώ και χίλια χρόνια από την Ανατολική Ασία στην Ευρώπη, έχοντας ως γέφυρα το «Οθωμανικό Βυζάντιο», από το οποίο και πήρε τα επιτεύγματα και τις κατακτήσεις του ρωμαϊκού imperium, για να τα μεταδώσει, στη συνέχεια, στη σημερινή Ευρώπη και το σύγχρονο δυτικό – υλικό πολιτισμό.
Η σύγκρουση της ισλαμικής κυβέρνησης με το στράτευμα και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, η αποπομπή Ερμπακάν και η «επιλογή» με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα του δοτού πρωθυπουργού Γιλμάζ, δεν λύνει το Τουρκικό πρόβλημα.
Αντίθετα, το μέλλον της Τουρκίας, σε επίπεδο μεσοπρόθεσμων ρυθμίσεων, θα προσδιοριστεί από τη δομική σύγκρουση Ισλάμ-Κοσμικής εξουσίας. Μακροπρόθεσμα όμως, η Τουρκία, όπως και η Ευρώπη και η Δύση ευρύτερα, θα πρέπει να αναζητήσουν λύση στο Ανατολικό Ζήτημα, που συνεχίζει να εμφιλοχωρεί στις δομές του τουρκικού κράτους και που, όπως εμείς πιστεύουμε, δεν το έλυσε η ίδρυση του τουρκικού εθνικού κράτους το 1923. Ίσως τα σενάρια του μέλλοντος οδηγήσουν σε μια μετεξέλιξη της σημερινής «ανωμαλίας», όπως θα έλεγε και ο Γ. Ουίλσον, για την Τουρκία και τους Τούρκους στη σχέση τους με την Ευρώπη, σε μια ευρωπαϊκή, δυτική Τουρκία, σ’ ένα νοτιοανατολικό κουρδικό εθνικό κράτος και σε μία ανατολική Ασιατική Τουρκία.
Ο ρόλος του στρατεύματος κατοχυρώθηκε και θεσμικά στα Συντάγματα του 1961 και 1982, μέσα από την κυρίαρχη συμμετοχή του στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που είναι 12με- λές συμμετέχουν, πέραν των κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων και του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, οι Αρχηγοί των Τριών Όπλων, ο Αρχηγός της Στρατοχωροφυλακής, ο αρχηγός των Τουρκικών μυστικών υπηρεσιών (MIT). Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας αποφασίζει για θέματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας, χαράζει στρατηγική και διαμορφώνει την αντίληψη του εθνικού συμφέροντος κατά τρόπο κυρίαρχο και αποφασιστικό. Στο Συμβούλιο αυτό δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις που αφορούν σε δομικές και θεσμικές μεταβολές, ικανές να επηρεάσουν τον Ατατουρκισμό δηλαδή την εσωτερική συγκρότηση του κράτους, χωρίς τη συναίνεση της ηγεσίας του Στρατεύματος και των Ενόπλων Δυνάμεων.
Είναι γνωστό στη διεθνή και ιδιαίτερα τη δυτική δημοσιότητα το περιορισμένο ειδικό πολιτικό βάρος του εκάστοτε Τούρκου πρωθυπουργού, ιδιαίτερα του σημερινού, ο οποίος δεν έχει ούτε την λαϊκή ετυμηγορία με το μέρος του, αντίθετα είναι δοτός και η εξουσία του προϊόν διαφθοράς, ενώ η θεσμική του ισχύς δεν ανταποκρίνεται σε μια αντίστοιχη πολιτική, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος θεσμικά και πολιτικά είναι πανίσχυρος. Η πολιτική δύναμη στην Τουρκία συγκεντρώνεται και σήμερα στον στρατηγό Καρανταγί και τους άλλους ηγέτες του στρατεύματος που έχουν το πάνω χέρι στην χάραξη της τουρκικής υψηλής στρατηγικής και στις επιλογές σε θέματα εξωτερικής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας. Για αυτό και η συνάντηση της Κρήτης θα έπρεπε να διατηρηθεί σε καθαρά εθιμοτυπικά πλαίσια, αφού ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν είχε ένα αντίστοιχο συνομιλητή που είναι σε θέση να πάρει αποφάσεις. Αυτή τη διαπίστωση που απηχεί και τα πραγματικά δεδομένα του τουρκικού πολιτικού συστήματος οφείλουμε να την λαμβάνουμε υπόψη στις κινήσεις μας για το μέλλον ώστε να μην δημιουργούνται αφελείς αναμονές ή εξωπραγματικές προσδοκίες.
Οι πολλές φορές καλόπιστοι και καλοπροαίρετοι δυτικοί παράγοντες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, οικονομικοί κύκλοι και άλλοι συμβουλεύουν τους Τούρκους, τους υποδεικνύουν να προχωρήσουν σε μεταβολές τέτοιες, που θα τους επέτρεπαν να υποστηρίξουν χωρίς εμπόδια μια τουρκική ευρωπαϊκή πορεία και ένα ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς σε τελευταία ανάλυση οι κύκλοι αυτοί να γνωρίζουν σε βάθος την Τουρκία, την πολιτική της κουλτούρα, τη φιλοσοφική και θεσμική της συγκρότηση. Αρέσκονται, όπως συνέβη και στο παρελθόν πολλές φορές, σε μια ψεύτικη, πλαστή εικόνα δημοκρατικής λειτουργίας που να «νομιμοποιεί» την τουρκική συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Σε ό,τι αφορά την δική μας στάση στη διάρκεια της Βαλκανικής Διάσκεψης και την κατ’ ιδίαν συνάντηση των δύο πρωθυπουργών Ελλάδος-Τουρκίας, οι λόγοι στους οποίους εκτενώς αναφερθήκαμε πιο πάνω, αλλά και η εθνική μας αξιοπρέπεια και το ελληνικό φιλότιμο, επέβαλλαν τουλάχιστον μετά τις μαζικές προκλήσεις της τουρκικής αεροπορίας, που φρόντισε ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση να επιδείξει την ηγεμονική και επεκτατική της αντίληψη έναντι της Ελλάδος, για να μην μιλήσουμε για τις πρωτοφανείς για διπλωματικά θέσμια “χοντράδες” και προσβολές έναντι της χώρας και του λαού μας του ζεύγους Γιλμάζ, θα έπρεπε ο Έλληνας πρωθυπουργός να υποβαθμίσει σε εθιμοτυπικό επίπεδο την συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογο του.
Σημειώσεις
- Βλ. Χρ. Γιαλουρίδης, Η Τουρκία σε Μετάβαση, Αθήνα, I. Σιδερής, 1997.
- Βλ. Cumhuriyet, 3 Ιουνίου 1995.
*Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Υπεύθυνος Τομέα Ανάπτυξης στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων Παντείου Πανεπιστημίου.