Του Κώστα Χατζηαντωνίου από το Άρδην τ. 117, συνέχεια από το α΄ μέρος.
Η εκστρατεία
Οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1919, την προκαθορισμένη περιοχή του βιλαετίου Σμύρνης, προς βορρά μέχρι το Αϊβαλί και προς νότο μέχρι την Έφεσο. Αλλά, για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι τον Ιούνιο του 1920, οι Σύμμαχοι δεν επέτρεψαν προέλαση του ελληνικού στρατού, με συνέπεια να δοθεί ο χρόνος για την ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος, με σταδιακή οργάνωση των ατάκτων σε τακτικό εθνικιστικό στρατό, ο οποίος, στη συνέχεια, θα επιβληθεί, μετά από σκληρό εμφύλιο πόλεμο με τις πιστές στον σουλτάνο μουσουλμανικές δυνάμεις. Η μεγάλη ευκαιρία για τη συντριβή εν τη γενέσει της τουρκικής αντίδρασης είχε χαθεί. Οι διπλωματικές πιέσεις του Βενιζέλου απέδωσαν μόνο όταν (καλοκαίρι του 1920) οι κεμαλικές δυνάμεις απειλούσαν πια την Πόλη και τα Στενά. Δόθηκε, τότε, άδεια, και ο ελληνικός στρατός, μετά από θυελλώδη εξόρμηση, κατέλαβε μέσα σε δυο βδομάδες ευρύτατη περιοχή της Δυτικής Μικρασίας, την Προύσα και, κατόπιν, την Ανατολική Θράκη, φτάνοντας λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πόλη. Το ηθικό του τουρκικού λαού, του σουλτάνου και της κυβέρνησής του κατέρρεε και, στις 28 Ιουλίου 1920, υπογραφόταν η Συνθήκη των Σεβρών, που σηματοδοτούσε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Δυστυχώς, μέσα στο κλίμα θριάμβου, δεν κατανοήθηκε ότι δεν είχε ακόμη τελειώσει ο πόλεμος. Πως, αντίθετα, τώρα απαιτούνταν η ένταση των εθνικών δυνάμεων, η ομοψυχία του λαού. Αντ’ αυτού, βλέπουμε να οξύνονται τα πάθη, να βαθαίνει ο διχασμός. Η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, δυο μέρες μόλις μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, και η εκτέλεση του Ίωνος Δραγούμη μαρτυρούν πού είχαν φτάσει τα εμφύλια πάθη. Τα πάθη αυτά, η λαϊκή εξάντληση από μια οκταετία πολεμικών αγώνων, ο οικονομικός αποκλεισμός που είχε προηγηθεί, η δημαγωγία για «επιστροφή των παιδιών μας» από το μέτωπο, ο χωρίς αναστολές ρεβανσισμός των δυνάμεων που, από το 1909, είχαν τεθεί στο περιθώριο και δεν είχαν καμιά ελπίδα εξουσίας στην εθνικά ολοκληρωμένη χώρα, έφθειραν αποφασιστικά την εικόνα του εθνικού μεγαλείου. Οι αναπόφευκτες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 έδωσαν την πλειοψηφία στην αντιβενιζελική αντιπολίτευση. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις της συμμαχικής διάσκεψης, οργανώθηκε η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, που έδινε το πρόσχημα στις δυνάμεις της Αντάντ να θεωρούν ότι δεν δεσμεύονται στο εξής από τις συμμαχικές αποφάσεις που είχαν ληφθεί έναντι του Βενιζέλου. Χωρίς στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη, η διχασμένη Ελλάδα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους κεμαλικούς μόνη.
Η μεταπολίτευση του Νοεμβρίου του 1920 επέφερε την κατάρρευση της διεθνούς ισχύος της χώρας. Η Ελλάδα ανέλαβε τον μικρασιατικό αγώνα τυπικά ως εντολοδόχος της Αντάντ, στο πλαίσιο των αποφάσεων ενός συνεδρίου ειρήνης, μετά τον πόλεμο εναντίον του γερμανικού στρατοπέδου, στο οποίο είχε ενταχθεί και η Τουρκία. Η ανάδειξη στην Αθήνα κυβέρνησης από τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες στην είσοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και η άμεση επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου (που στη Γαλλία ήταν μισητός όσο και ο Κάιζερ, ειδικά μετά τα Νοεμβριανά του 1916) έδινε το πρόσχημα στις χώρες της Αντάντ να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις τους προς μια σύμμαχο και, γενικότερα, από τη συνέχιση της αντιτουρκικής πολιτικής στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ελληνοτουρκική σύγκρουση, από κεφάλαιο αυτού του πολέμου, γινόταν διμερές ζήτημα. Έτσι, οι Δυνάμεις θα υιοθετήσουν μια στάση ουδετερότητας εχθρικής προς την Ελλάδα, που, στην περίπτωση της Γαλλίας και της Ιταλίας, θα γίνει και ανοιχτή συνεργασία με πολεμική βοήθεια προς τον Κεμάλ. Μόνο η Αγγλία, για να είμαστε δίκαιοι, με τον Λόυδ Τζωρτζ, δε θα στηρίξει τον Κεμάλ αλλά, και αυτή, θα διακόψει τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που παρείχε ως τότε στην Ελλάδα. Βοήθεια που είχε πάρει επί Βενιζέλου ακόμη και άμεσο πολεμικό χαρακτήρα: θυμίζω την υποστήριξη με πυρά από το αγγλικό πολεμικό ναυτικό της επιχείρησης του Ιουλίου του 1920 στην Ανατολική Θράκη (απόβαση στη Ραιδεστό).
Θα παρατηρήσει κανείς πως η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα ήταν ένα πρόσχημα. Σύμφωνοι. Αλλά όλα στη διεθνή πολιτική έχουν σχέση με προσχήματα και συμφέροντα. Η Ελλάδα υπό τον Βενιζέλο ήταν υπολογίσιμη, σταθερή σύμμαχος για τη Δύση. Μια αντιβενιζελική Ελλάδα ήταν απρόβλεπτη και, ίσως, εχθρική στο μέλλον. Δεν μπορούσαν να την εμπιστευθούν. Η κεμαλική Τουρκία θα εκμεταλλευθεί αυτό το νέο δεδομένο και, παράλληλα, θα εκβιάζει, με τις σχέσεις που ανέπτυσσε με τη Σοβιετική Ένωση, από την οποία λάμβανε αφειδώλευτα πολεμική και οικονομική συνδρομή. Η στρατηγική Βενιζέλου, που έφτασε ως τη συμμετοχή σε εκστρατεία στην Ουκρανία κατά των μπολσεβίκων για να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα, δεν μπορούσε πια να αποδώσει, αφού είχε χαθεί το θεμέλιό της: ο ρόλος της Ελλάδας ως στρατηγικού αναχώματος της (Ανταντικής) Δύσης.
Αν αυτές οι συνέπειες στο διπλωματικό πεδίο έδειχναν πόσο είχαν δυσκολέψει τα πράγματα, θα περίμενε κανείς να εντατικοποιηθεί, τουλάχιστον, η εθνική ενότητα κι όλοι μαζί οι Έλληνες να αγωνιστούν για την εθνική σωτηρία. Έγινε το αντίθετο. Η έλλειψη εμπνευσμένης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας θα είναι καθοριστική. Το κακό δεν σταμάτησε στην απομάκρυνση Βενιζέλου, που στέρησε την πατρίδα από μια προσωπικότητα παγκόσμιου κύρους, ικανής να αποσπάσει από τη Δύση τις βέλτιστες διπλωματικές παραχωρήσεις. Οι εκκαθαρίσεις στον διοικητικό και στον πολεμικό τομέα ήταν τόσο ευρείες, που διέλυσαν τον ιστό και το αξιόμαχο του στρατεύματος, με συνέπειες διαβρωτικές για το ηθικό. Αντικαταστάθηκαν σχεδόν όλοι οι πολέμαρχοι της Εθνικής Αμύνης (σωματάρχες, επιτελείς και οι διοικητές μεραρχιών και συνταγμάτων) από ηγήτορες χωρίς καμιά πείρα μετά τους βαλκανικούς πολέμους και με άγνοια των συνθηκών του μικρασιατικού μετώπου. Τον επόμενο χρόνο, το 1921, με την άφρονα επιχείρηση προς την Άγκυρα, χάθηκε ο ανθός του μαχόμενου στρατεύματος. Στη συνέχεια, η ειρηνιστική προπαγάνδα για το μάταιο των θυσιών και πληροφορίες για προσεχή αποχώρηση από τη Μικρασία, διέλυσαν κάθε υπόλοιπο ηθικού του επί δεκαετία δοκιμαζόμενου στρατιώτη.
Η Καταστροφή
Τον Αύγουστο του 1922, δώδεκα ελληνικές μεραρχίες, με τις εννέα στην προκάλυψη, κάλυπταν μια ζώνη 80.000 τ. χλμ. Χιλιάδες ήταν, ήδη, οι φυγόστρατοι και οι λιποτάκτες. Τα κενά μεταξύ των μονάδων στην πρώτη γραμμή του μετώπου ήταν ολόκληρα χιλιόμετρα. Οι σιδηροδρομικές γραμμές ήταν πολύ κοντά στις δυνάμεις του εχθρού, ο εφοδιασμός και οι επικοινωνίες σε άμεσο κίνδυνο διακοπής. Η διοίκηση της στρατιάς βρισκόταν στη… Σμύρνη, 400 χλμ. μακριά από το μέτωπο, ενώ οι ασύρματες επικοινωνίες ήταν υποτυπώδεις. Την ίδια ώρα, ο Κεμάλ θα βρισκόταν, όταν άρχιζε η επίθεσή του, στην πρώτη γραμμή. Η κυβέρνηση της Αθήνας διαμήνυε στις Δυνάμεις ότι ήταν έτοιμη να αποσύρει τον ελληνικό στρατό από τη Μικρασία, αν αυτές αναλάμβαναν την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών, και η στρατιά ετοιμαζόταν για σύμπτυξη, χωρίς να έχει καν φροντίσει να διαθέτει μια οχυρωμένη γραμμή στη ζώνη περί τη Σμύρνη. Μια νέα διάσκεψη θα συνερχόταν το φθινόπωρο του 1922 στη Βενετία. Ο Κεμάλ, θέλοντας κάποιαν εντυπωσιακή επιτυχία πριν από αυτή τη διάσκεψη, αποφάσισε να επιτεθεί. Και, στις 13 Αυγούστου, εκδηλώθηκε στην «εξέχουσα» γωνία του μετώπου του Αφιόν Καραχισάρ η τουρκική επίθεση. Μια επίθεση που ήταν αναμενόμενη, από τις συνεχείς πληροφορίες που έφταναν τις προηγούμενες ημέρες, και δεν επέτρεπαν σε καμία περίπτωση τον αιφνιδιασμό.
Κι όμως. Μέσα σε δύο εβδομάδες, η κάμψη του ηθικού και της αντοχής του ελληνικού στρατού και τα αλλεπάλληλα σφάλματα της διοίκησης της Στρατιάς, θα προκαλέσουν πλήρη κατάρρευση. Το αποτέλεσμα υπερέβαλλε και τις πιο αισιόδοξες τουρκικές προσδοκίες. Η γραμμή του μετώπου διαρρήχθηκε και διασπάστηκε και οι ελληνικές μονάδες ασύντακτες, ακολουθούμενες από πανικόβλητα πλήθη αμάχων, δεινά δοκιμαζόμενες από έλλειψη τροφών και πολεμοφοδίων, χωρίς καμιά συνοχή, χωρίς ηθικά αποθέματα, μαχόμενες διαρκώς μέρα και νύχτα, χωρίς σχέδιο σύμπτυξης, παίρνουν τον δρόμο προς τη δύση. Πολλές μονάδες, με άξιους ηγήτορες, θα δείξουν απαράμιλλο ηρωισμό σε αυτή τη μαρτυρική πορεία, αλλά η Στρατιά από τη Σμύρνη αδυνατούσε να αντιληφθεί την κατάσταση. Οι διαταγές της, όταν έρχονταν με καθυστέρηση, ήταν πλέον εκτός τόπου και χρόνου. Μόνο μια ομάδα μεραρχιών υπό τον στρατηγό Φράγκου, κυρίως χάρη στην ευψυχία του συνταγματάρχη Πλαστήρα, αμύνθηκε αποτελεσματικά και επέτρεψε την υποχώρηση με κάποια τάξη προς τις ακτές. Τα ράκη του ελληνικού στρατού επέστρεφαν Οίκαδε, όπως ζητούσαν, την πιο κρίσιμη ώρα, οι αρθρογράφοι του μικροελλαδισμού.
Στις 14 Αυγούστου, την ώρα που έσπαγε το μέτωπο στο Αφιόν Καραχισάρ, δημοσιευόταν στην εφημερίδα Καθημερινή κύριο άρθρο του Γεωργίου Βλάχου, με τίτλο Οίκαδε. Στόχος του αρθρογράφου ήταν να προλειάνει το κλίμα εγκατάλειψης της Μικρασίας, την οποία φανταζόταν πως η κεμαλική επίθεση έκανε τώρα δυνατή χωρίς κομματικό κόστος. «Η περίοδος των προσπαθειών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν –τονίζεται στο άρθρο – των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξαν, λήγει… Αύριον έρχεται το φθινόπωρον και μεθαύριον ο χειμών. Και η Ελλάς διά λόγους σπουδαίους, διά λόγους αποβλέποντας εις την ιδίαν αυτής γαλήνην, έχει την υποχρέωσιν να διαχειμάση οίκαδε».
Αυτό ήταν το πνεύμα του Οίκαδε, που από καιρό διοχετευόταν απ’ την πρωτεύουσα στο μέτωπο. Προεξάρχοντες, δημοσιογράφοι ή στρατιωτικοί που αναπαύονταν σε καφενεία των Αθηνών, όταν άλλοι έχυναν το αίμα τους στη Μικρασία. Το άρθρο αυτό, που γράφεται από επίσημη γραφίδα του καθεστώτος, την ώρα που έχει εξαπολυθεί ήδη η επίθεση στο Αφιόν Καραχισάρ και δεν το κόβει η πανίσχυρη λογοκρισία, έχει τεράστια σημασία. Γιατί αποκαλύπτει μια νοοτροπία: Η «ιδία γαλήνη της Ελλάδος» από τη μια, η Μικρασία από την άλλη. Το άρθρο γίνεται βόλι και χτυπά στην καρδιά τον στρατιώτη, που δεν ξεχνά, ασφαλώς, το σπίτι του. Έτσι διασπείρεται η απόγνωση, έτσι τονώνεται το αίσθημα της φυγής. Και σαν να μη φτάνει αυτό, ο Βλάχος επανέρχεται στις 17 Αυγούστου, με νέο άρθρο, τους Πομερανούς, γράφοντας πως «επ’ ουδενί λόγω πρέπει να θυσιασθή έστω και εις πλέον Έλλην στρατιώτης αν πρόκειται να ποτίσωμεν πάλι με αίμα αξένους τουρκικάς εκτάσεις… Ας μείνωμεν εκεί όπου ευρισκόμεθα ή, αν η εκεί παραμονή μας είναι αιματηρά ή επίπονος, ας έλθωμεν όπου ούτε επίπονος είναι ούτε προπαντός αιματηρά. Στρατός επιτυχών όσα επέτυχεν επί δεκαετίαν ο στρατός της Ελλάδος δεν έχει ανάγκην επιλόγου νίκης διά να εμφανίση ένδοξον την βίβλον της Ιστορίας του… Το αίμα της Ελλάδος δεν ρέει διά να χύνεται εις την απωτάτην Μικρασίαν… Ο σιδηρούς Γερμανός καγκελάριος είπε κάποτε: Ούτε έναν Πομερανόν διά την Ανατολήν. Και η Ελλάς δεν πρέπει να δίδη πλέον τους Πομερανούς της διά την πέραν των βλέψεών της Ανατολήν. Ούτε έναν εύζωνον διά νέας περιπετείας».
Το άρθρο αυτό, βαρύτερο του προηγουμένου, μοιάζει σαν να γράφεται επειδή… ο συντάκτης του φοβάται καμιά επιτυχή αντεπίθεση του ελληνικού στρατού που, εκείνη ακριβώς τη μέρα, αποδεκατίζεται στην κοιλάδα του Αλή Βεράν, με τον νέο αρχιστράτηγο Τρικούπη να αιχμαλωτίζεται [πρόκειται για τη μάχη της 17ης/30ης Αυγούστου, που οι Τούρκοι γιορτάζουν ως «ημέρα της νίκης»]. Όμως, η τρομερή απόφαση για εκκένωση της Μικρασίας είχε ληφθεί. Και το χειρότερο: η κυβέρνηση των Αθηνών, αλλά και η Αρμοστεία, απέκρυπταν την αποφασισθείσα εγκατάλειψη και αυτής της πόλης της Σμύρνης, παραδίδοντας, ουσιαστικά και εκ προθέσεως, τον μικρασιατικό ελληνισμό στη διάθεση των ατάκτων και του τακτικού τουρκικού στρατού. Πρόθεση που αποδεικνύεται, δυστυχώς, από το διάταγμα αποστράτευσης όλων των προ του 1918 κλάσεων (γεγονός που επιτείνει τη φυγή, τις λιποταξίες και τη διάλυση του στρατεύματος), αλλά και με την απαγόρευση, βάσει του ν. 2870 της 16-7-1922, της άφιξης στην Ελλάδα ξένων υπηκόων. Κι οι Μικρασιάτες, τυπικά, ήταν ξένοι υπήκοοι.
Καθώς δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων έφταναν από την ενδοχώρα στις ακτές της Ιωνίας, αναζητώντας με αγωνία τα καράβια της σωτηρίας, δεν μπορούσαν να πιστέψουν την εγκατάλειψη από τη μητέρα πατρίδα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι και οι χριστιανικές δυνάμεις της Δύσεως θα επέτρεπαν τη σφαγή, αναζητώντας τη συνδιαλλαγή με το νέο τουρκικό καθεστώς. Τις γεμάτες τρόμο τελευταίες μέρες της Ελληνίδας Σμύρνης, μια μορφή υψώνεται και εξαϋλώνεται, ο επίσκοπός της, ο Χρυσόστομος, που με συνεχείς παραστάσεις και τηλεγραφήματα προς το εξωτερικό για βοήθεια, μάχεται να περισώσει ό,τι είναι δυνατόν. Στις εκκλήσεις να φύγει για να σώσει τη ζωή του, η απάντησή του είναι σιωπηλή, μα κοφτή. Με βήμα σταθερό, βαδίζει προς το μαρτύριο που διαβλέπει και περιμένει. Κι έρχεται αυτή η ώρα, με την πτώση της Σμύρνης, το γεγονός που θα ήταν η συμβολική κορύφωση της τραγωδίας. Στις 10:30 το πρωί της 27ης Αυγούστου, οι τσέτες του Κιορ Πεχλιβάν μπήκαν στη Σμύρνη και χιλιάδες μαρτύρια κάνουν την πρωτεύουσα της Ιωνίας κόλαση. Η σφαγή και ο εμπρησμός (που άρχισε τη νύχτα της 30ης Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού) για να σβήσει κάθε ίχνος της ελληνικής ιστορίας της, οι μαζικές εκτελέσεις, αλλά και ο αργός θάνατος στις μαρτυρικές πορείες των εργατικών ταγμάτων στην Ανατολία, θα ολοκληρώσουν το έγκλημα.
Η Μνήμη
Και μετά; Μετά απλώθηκε ο θάνατος. Οι παράγκες της Κοκκινιάς και της Αγιά Σωτήρας και η καραντίνα του Άη Γιώργη στο Κερατσίνι και οι βαλτότοποι της Καρβάλης, όπου ρίχνανε το πιο εκλεκτό τμήμα Ελλήνων, αυτό που άντεξε χίλια χρόνια σκλαβωμένο, μα κράτησε ψυχή βαθιά κι αδούλωτη. Κι ύστερα… Ύστερα ήρθαν και οι ύαινες για να τους πουν πως δεν έπρεπε να πιστέψουν στη λευτεριά, πως έπρεπε να ζήσουν για πάντα σκλάβοι και ραγιάδες, σκυμμένοι διά βίου στη διάθεση κάθε Οσμάν. Κι όμως. Αυτοί οι Έλληνες άντεξαν. Ακόμη κι όταν δεν είχαν να φάνε. Δεν παραδόθηκαν στην εθνική κατάθλιψη. Πόνεσαν, αλλά πάλεψαν. Και όχι μόνο ξανάφτιαξαν τη ζωή τους, μα έδωσαν ζωή και στο καθυστερημένο, ως τότε, ελλαδικό κρατίδιο. Όχι πως ξέχασαν. Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας, μα η πληγή είναι ακόμη ανοιχτή και κάθε τόσο τρέχει. Κι είναι αρκετοί αυτοί που αρνούνται τη λήθη, μα και τη διαστροφή της αλήθειας που επιχειρεί σήμερα μια σχολή στις ιστορικές σπουδές. Την αρνούνται όχι μόνο γιατί ψεύδεται, αλλά κυρίως επειδή δηλώνει αναξιοπρέπεια. Αρνούνται ακόμη την παραποίηση ή τις φτηνές παρηγοριές, πως εκείνη η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη. Πως οι Έλληνες της Μικρασίας δεν δικαιούνταν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους. Πως 2.500.000 Έλληνες, 2.177 σχολεία, 177.505 μαθητές, 4.596 δάσκαλοι και 2.232 εκκλησιές, ήταν ένα απλό επεισόδιο της Ιστορίας.
Έναν αιώνα μετά, η ηρωική προσπάθεια διάσωσης ενός αρχαίου λαού στις πατρογονικές του εστίες δεν μπορεί να γεννά ενοχές. Συνιστά ύβρη να ονομάζεται «αποικιακή» αυτή η προσπάθεια ή να συμψηφίζονται οι πράξεις βίας Ελλήνων στρατιωτών με μιαν επίσημη, κρατικά σχεδιασμένη, συστηματική γενοκτονία. Αν κάποιοι πρέπει να έχουν ενοχές, είναι οι πολιτικοί και ιδεολογικοί απόγονοι όσων κατέστρεψαν το οικοδόμημα της εθνικής ολοκλήρωσης και έριξαν τον νέο ελληνισμό σε ένα υπαρκτικό κενό, από το οποίο δεν μπόρεσε να βγει μέχρι σήμερα. Μια Πατρίδα όμως, ακόμη κι αν χαθεί, ζει πάντα στα απαραβίαστα πνευματικά σύνορα της συνείδησης. Και μέσα σ’ αυτά ξαναγεννιέται.
3 ΣΧΟΛΙΑ
Με όλο το σεβασμό στον κύριο Χατζηαντωνίου θα ήθελα να επισημάνω μια ανακρίβεια: Ο Έλληνας στρατιώτης δεν πολεμούσε επί 10 χρόνια και επομένως αυτό μπορεί να εκληφθεί σαν δικαιολογία ότι κουράστηκε και ήθελε να επιστρέψει οίκαδε. Πολέμησε πολύ λιγότερο:
Και οι 2 βαλκανικοί πόλεμοι μαζί κράτησαν 10 μήνες. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάδα συμμετείχε μόνο ουσιαστικά τον τελευταίο χρόνο του πολέμου το 1918. Είχαμε επίσης τη συμμετοχή των δυνάμεων της Εθνικής Άμυνας από το 1917, αλλά αυτές αντιπροσώπευαν μικρό μέρος των δυνάμεων του έθνους. Επίσης, είχαμε τη συμμετοχή κάποιων μονάδων μόνο στην ουκρανική εκστρατεία. Αντίθετα οι Τούρκοι πολεμούσαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1911 μέχρι το 1922.
Άρα ούτε αυτή η δικαιολογία ισχύει.
Τέλειο
Βενιζελικοί βασιλικοί ευθύνονται για το θάψιμο της Μιδέας