του Ντ. Τζονστόουν, από το Άρδην τ. 21, Ιούλιος-Αύγουστος 1999
Χρόνια εμπειρίας στα μέσα ενημέρωσης, τόσο τα συμβατικά όσο και τα εναλλακτικά, με έκαναν επιφυλακτική απέναντι στη δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας να επιβάλλει συγκεκριμένες ερμηνείες των διεθνών ειδήσεων. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι περισσότερες παγκόσμιες ειδήσεις που προορίζονταν για αμερικανική κατανάλωση έπρεπε να σχεδιαστούν σαν μέρος της αμερικανο-σοβιετικής αντιπαλότητας. Από τότε και μετά, μια νέα ιδεολογική προκατάληψη πλαισιώνει τις ειδήσεις. 0 τρόπος με τον οποίον αποδόθηκε ο κατακερματισμός της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πρέπει να παραδεχτώ πως μου πήρε κάποιο χρόνο να το καταλάβω παρόλο που για τη Γιουγκοσλαβία και ενδιαφερόμουν εδώ και πολλά χρόνια και γνώριζα αρκετά. Σπούδασα εκεί το 1953, ζώντας σε ένα φοιτητικό κοιτώνα του Βελιγραδίου και μαθαίνοντας τη γλώσσα. Το 1984, σε ένα άρθρο για το περιοδικό In These Times προειδοποιούσα ότι η υπερβολική αποκέντρωση, τα συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα ανάμεσα στις πλουσιότερες και τις φτωχότερες περιοχές, η πολιτική λιτότητας που είχε επιβάλει το ΔΝΤ και η παρακμή των οικουμενικών ιδεών απειλούσαν τη Γιουγκοσλαβία με «επανα-Βαλκανοποίηση» σαν επακόλουθο του θανάτου του Τίτο και της αποίεροποίησης. «Τα τοπικά εθνοτικά συμφέροντα επιβάλλονται και πάλι», έγραφα. «Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι αυτά τα αντιτιθέμενα τοπικά συμφέροντα μπορεί να ενταχθούν στους ανταγωνισμούς εξωτερικών δυνάμεων. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, τα Βαλκάνια έγιναν στο Παρελθόν η πυριτιδαποθήκη του Κόσμου που εξερράγη στον παγκόσμιο πόλεμο». Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη διαύγεια πνεύματος για να γράφει κανείς κάτι τέτοιο. Ο κίνδυνος από τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβιας ήταν ολοφάνερος σε όλους τους σοβαρούς παρατηρητές, πολύ πριν φτάσει στο προσκήνιο ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.
Καθώς η χώρα σχιζόταν σε κομμάτια, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. δεν ήμουν σε θέση να παρακολουθήσω όλα όσα συνέβαιναν. Εκείνα τα χρόνια, η απασχόληση μου ως εκπροσώπου τύπου των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μου άφηνε χρόνο να διερευνήσω την κατάσταση μόνη μου. Γνωρίζοντας ότι υπήρχαν σοβαρά λάθη στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούσαν τόσο τα μέσα ενημέρωσης όσο και οι πολιτικοί, έγραψα ένα άρθρο με το οποίο προειδοποιούσα για τον κίνδυνο να πολεμήσει κανείς τον «εθνικισμό» υποστηρίζοντας τον έναν εθνικισμό απέναντι στον άλλο, καθώς και για τον κίνδυνο να κρίνει κανείς μια πολύπλοκη κατάσταση χρησιμοποιώντας αναλογίες με καταστάσεις εντελώς διαφορετικές ως προς τον τόπο και τον χρόνο2. «Κάθε εθνικισμός δημιουργεί άλλους», σημείωνα. «Οι ιστορικές αναλογίες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και να μην επιτρέπουν ποτέ τη συσκότιση των γεγονότων.» Ωστόσο, δεν ανακόπηκε ποτέ η τάση να κρίνονται τα Βαλκάνια, για τα οποία ο περισσότερος κόσμος πρακτικά δεν γνώριζε τίποτε, κάνοντας συγκρίσεις με τη χιτλερική Γερμανία, για την οποία ο κόσμος πίστευε, τουλάχιστον, ότι γνώριζε πολλά, πράγμα το οποίο βοήθησε στο να εγκαταλειφθεί γρήγορα η ανάλυση προς όφελος ηθικών βεβαιοτήτων και ιερής αγανάκτησης.
Ωστόσο, μόνο αργότερο, όταν ήμουν σε θέση να αφιερώσω αρκετό χρόνο σε δική μου έρευνα, συνειδητοποίησα την έκταση της απογοήτευσης – που ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτο-απογοήτευση.
Όλα αυτά τα αναφέρω για να τονίσω ότι κατανοώ την τεράστια δυσκολία στο να αποκτήσει κανείς μια καθαρή άποψη της περίπλοκης κατάστασης που κυριαρχεί στα Βαλκάνια. Η ιστορία της περιοχής και η αλληλεπίδραση των συγκρούσεων εσωτερικής πολιτικής και εξωτερικών επιρροών είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές ακόμα και χωρίς τις διαστρεβλώσεις της προπαγάνδας. Κανείς δεν μπορεί να επικριθεί για το ότι τελεί σε σύγχυση. Ακόμα περισσότερο τώρα που τόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν επενδύσει τόσο πολύ συναίσθημα σε μια μονομερή εκδοχή της κατάστασης πράγμα που τους καθιστά ανίκανους να σκεφτούν εναλλακτικές ερμηνείες.
Και το ότι συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης και συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι είναι «εναλλακτικοί» δεν σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένοι από την κυρίαρχη ερμηνεία και την κυρίαρχη κοσμοαντίληψη. Πράγματι, στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβικής τραγωδίας, η ειρωνεία έγκειται στο ότι «εναλλακτικοί» ή «αριστεροί» ακτιβιστές και συγγραφείς συχνά υπήρξαν οι πρώτοι που παρομοίαζαν τους Σέρβους, τον λαό που περισσότερο απο οποιονδήποτε άλλον ήθελε να συνεχίσει να ζει σε μια πολυ-πολιτισμικη Γιουγκοσλαβία, με τους ρατσιστές Ναζί και που καλούσαν σε στρατιωτική επέμβαση στο όνομα εθνικά προσδιορισμένων αποσχιστικών κινημάτων -και όλα αυτά υποτίθεται στο όνομα της «πολυ-εθνικής Βοσνίας», μιας χώρας η οποία, σε αντίθεση με τη Γιουγκοσλαβία, έπρεπε να χτιστεί απο το μηδέν από ξένους.
Οι Σέρβοι και η Γιουγκοσλαβία
Όπως και άλλοι χριστιανικοί λαοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Σέρβοι υφίσταντο βαριά φορολογία και στερούνταν του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της πολιτικής εξουσίας που διέθεταν μονο οι Μουσουλμάνοι. Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Σέρβοι αγρότες ηγήθηκαν μιας εξέγερσης η οποία επεκτάθηκε και στην Ελλαδα Οι αγώνες που διήρκεσαν έναν αιώνα έθεσαν τέλος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η μοναρχία των Αψβούργων θεώρησε φυσικό ότι με την υποχώρηση μιας αυτοκρατορίας θα πρέπει να προωθηθεί μία άλλη, και προσπάθησε να αποκτήσει τον έλεγχο των περιοχών που έχαναν οι Οθωμανέ. Τούρκοι. Παρότι οι Σέρβοι, στα προηγούμενα χρόνια, είχαν συμμάχησε, με τους Αψβούργους εναντίον των Τούρκων, γρήγορα η Σερβία θεωρη-θηκε από τη Βιέννη ως το κύριο εμπόδιο για τη δική της εξάπλωση στα Βαλκάνια. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Βιέννη προσπαθούσε να τεμαχίσει τις περιοχές που κατοικούνταν από Σέρβους ώστε να εμπόδισε, τον σχηματισμό αυτού που ονόμαζε «Μεγάλη Σερβία». Η Αυστρο-C- ·-γρική Αυτοκρατορία απέκτησε τον έλεγχο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ·; υπέθαλψε τη γέννηση του αλβανικού εθνικισμού (ως προσηλυτισθέντες στον ισλαμισμό, οι Αλβανοί φεουδάρχες οπλαρχηγοί απολάμβαναν ποο-νομίων υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία και πολεμούσαν τα χριστιαν · α απελευθερωτικά κινήματα).
Πιθανώς επειδή είχαν στερηθεί τα πλήρη πολιτικά τους δικαιώματα υπό την κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων και επειδή η αγροτικ-και εμπορική κοινωνία τους ήταν σχετικά εξισωτική, οι Σέρβοι πολιτικοί ηγέτες, στη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, υπήρξαν ιδιαίτερα δεκτικοί στις προοδευτικές ιδέες της Γαλλικής Επαναστασης Τη στιγμή που όλα τα άλλα απελευθερωμενα Βαλκανικά έθνη εισήγαγαν Γερμανούς πρίγκιπες ως νέους βασιλείς τους, οι Σέρβοι αναγόρευσαν τους δικούς τους χοιροτρόφους σε δυναστεία, ένα μέλος της οποίας μετέφρασε στα σερβικά το έργο του Τζων Στιούαρτ Μιλλ Περί Ελευθερίας. στη διάρκεια των σπουδών του. Πουθενά αλλού στα Βαλκάνια οι προοδευτικές ιδέες της Δύσης δεν άσκησαν τόσο μεγάλη επιρροή όσο στη Σερβία, πράγμα που οφείλεται, χωρίς αμφιβολία, στις ιστορικές συγκυρίες εξόδου της χώρας από τετρακόσια χρόνια υποδούλωσης.
Στο μεταξύ, κάποιοι διανοούμενοι στην Κροατία, μια επαρχία της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, που δυσανασχετούσε όλο και περισσότερο από την υποταγή της στην Ουγγρική αριστοκρατία, ξεκίνησε το γιουγκοσλάβικο κίνημα για πολιτιστική, και ενδεχομένως πολιτική, ενοποίηση των λαών της Νότιας Σλαβίας, και συγκεκριμένα των Σέρβων και τους Κροατών, χωρισμένων από την ιστορία και τη θρησκεία (οι Σέρβοι είχαν δεχτεί τον Χριστιανισμό από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Κροάτες από τη Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία) αλλά ενωμένων από πι γλώσσα. Η ιδέα μιας «Νοτιοσλαβίας» εμπνεόταν σε μεγάλο βαθμό από την εθνική ενοποίηση της γειτονικής Ιταλίας που πραγματοποιούνταν την ίδια χρονική στιγμή.
Το 1914, η Αυστρο-ουγγρική Αυτοκρατορία εκμεταλλεύτηκε το πρόσχημα της δολοφονίας του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου για να κηρύξει τον πόλεμο και να συντρίψει τη Σερβία μια για πάντα. Όταν η Αυστρο-ουγγαρία έχασε τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει, οι ηγέτες της Σλοβενίας και της Κροατίας επέλεξαν να ενωθούν με τη Σερβία σε ένα βασίλειο. Η απόφαση αυτή έκανε τη Σλοβενία και την Κροατία να μετακινηθούν από το στρατόπεδο των ηττημένων σε εκείνο των νικητών
του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποφεύγοντας έτσι τις πολεμικές επανορθώσεις και διευρύνοντας την επικράτεια τους, συγκεκριμένα προς τα παράλια της Αδριατικής, σε βάρος της Ιταλίας. Το ενωμένο βασίλειο ονομάστηκε εκ νέου «Γιουγκοσλαβία» το 1929. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Κροάτες και τους Σέρβους που μάστιζαν τη λεγόμενη «πρώτη Γιουγκοσλαβία» περιγράφονται από την Ρεμπέκκα Γουέοτ στο περίφημο βιβλίο της Black Lamb and Grey Falcon (Μαύρο πρόβατο και γκρίζο γεράκι), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1941.
Τον Απρίλιο του 1941, Σέρβοι πατριώτες στο Βελιγράδι εξεγέρθηκαν εναντίον μιας συμφωνίας που είχε συναφθεί ανάμεσα στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και τη Ναζιστική Γερμανία. Αυτό οδήγησε στους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου από τους Ναζί, στη γερμανική εισβολή, τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φασιστικού κράτους της Κροατίας (που περιελάμβανε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη) και την προσάρτηση μεγάλου μέρους της σερβικής επαρχίας του Κοσσυφοπεδίου στην Αλβανία, που τότε αποτελούσε μια μαριονέτα της μουσσολινικής Ιταλίας. Οι Κροάτες Ουστάσι διεξήγαν μια πολιτική γενοκτονίας εναντίον των Σέρβων, των Εβραίων και των Τσιγγάνων στο εσωτερικό της περιοχής τους, της «Μεγάλης Κροατίας», ενώ οι Γερμανοί δημιουργούσαν τμήματα των Ες-Ες με τους Μουσουλμάνους της Βοσνίας και της Αλβανίας.
Στην ίδια τη Σερβία, οι Γερμανοί κατακτητές ανακοίνωσαν ότι εκατό Σέρβοι όμηροι θα εκτελούνταν για κάθε Γερμανό που θα σκότωνε η σερβική αντί- στάση. Η απειλή πραγματοποιήθηκε. Σαν αποτέλεσμα, η βασιλική σερβική αντίσταση (το πρώτο αντάρτικο στη ναζιστική κατοχή στην Ευρώπη), με ηγέτη τον Ντράζα Μιχαϊλοβιτς, υιοθέτησε μια πολιτική περιορισμού των επιθέσεων κατά των Γερμανών, αναμένοντας την εισβολή των Συμμάχων. Οι Παρτιζάνοι, με ηγέτη τον Κροάτη κομμουνιστή Ιωσήφ Μπροζ Τίτο, ακολούθησαν μια πιο ενεργή στρατηγική ένοπλης αντίστασης, που απεφερε σημαντικά κέρδη στις κατά πλειοψηφία σερβικές περιοχές των συνόρων της Κροατίας και της Βοσνίας κερδίζοντας την υποστήριξη του Τσώρτσιλ για την αποτελεσματικότη-τά τους. Ένας εμφύλιος πόλεμος διεξήχθη μεταξύ των «Τσέτνικ» του Μιχαίλοβιτς και των Παρτιζάνων του Τίτο – ο οποίος ήταν επίσης ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Σέρβων, μια και οι Σέρβοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των Παρτιζάνων. Αυτές οι διχόνοιες μεταξύ των Σέρβων -που διχάζονταν ανάμεσα στη σερβική και τη γιουγκοσλαβική ταυτότητα- δεν επουλώθηκαν ποτέ, και μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε τη βαθιά συγχυση που κυριάρχησε στους Σέρβους στη διάρκεια του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νέα Κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία προσπάθησε να οικοδομήσει «την αδελφότητα και την ενότητα» πάνω στον μύθο ότι όλοι οι λαοί είχαν συμβάλει εξίσου στην απελευθέρωση από τον φασισμό. Ο Μιχαίλοβιτς εκτελέστηκε, και οι μαθητές στην μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία μάθαιναν περισσότερα για τη «φασιστική» φύση των Σέρβων εθνικιστών «Τσέτνικ» παρά για τους Αλβανούς και Βόσνιους μουσουλμάνους που στρατεύτηκαν εθελοντικά στα Ες-Ες, ή ακόμα για τις δολοφονίες των Σέρβων στο στρατόπεδο θανάτου του Γιασένοβατς από τους Ουστάσι στη Δυτική Βοσνία.
Μετά τη ρήξη του 1948 με τη Μόσχα, η γιουγκοσλαβική κομμουνιστική ηγεσία τόνιζε τη διαφορά της με το σοβιετικό μπλοκ υιοθετώντας μια πολιτική «αυτο-διαχείρισης» η οποία υποτίθεται ότι θα οδηγούσε με γρήγορα βήματα στον «μαρασμό του κράτους». Ο Τίτο αναθεώρησε επανειλημμένα το Σύνταγμα ώστε να ενισχύει τις τοπικές εξουσίες, ενώ παράλληλα διατηρούσε την τελική εξουσία λήψης αποφάσεων για τον εαυτό του. Έτσι, πεθαίνοντας το 1980, άφησε πίσω του ένα απελπιστικά περίπλοκο σύστημα που δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τη δική του διαιτησία”. Ιδιαίτερα η Σερβία ήταν ανίκανη να θεσπίσει ζωτικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις γιατί η επικράτεια της είχε διαμοιραστεί, με δύο «αυτόνομες επαρχίες», τη Βοϊβοντίνα και το Κοσσυφοπέδιο, οι οποίες ηταν σε θέση να εμποδίζουν με βέτο μέτρα που έπαιρνε η Σερβία, ενώ η ίδια δεν μπορούσε να επέμβει στις δικές τους υποθέσεις.
Στη δεκαετία του 1980, η άνοδος των επιτοκίων και οι δυσμενείς συνθήκες του παγκόσμιου εμπορίου αύξησαν δραματικά το εξωτερικό χρέος που η Γιουγκοσλαβία (όπως και πολλές χώρες του «Τρίτου Κόσμου») είχε ενθαρρυνθεί να συνάψει καθώς η Δύση την θεωρούσε μια σοσιαλιστική χώρα που δεν ανήκει στο σοβιετικό μπλοκ. Το ΔΝΤ έφτασε με τα γνωστά του μέτρα λιτότητας, τα οποία δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν παρά από μία κεντρική κυβέρνηση. Οι ηγέτες των πλουσιότερων Δημοκρατιών -Σλοβενίας και Κροατίας- δεν ήθελαν να πληρώσουν για τις πιο φτωχές. Επιπλέον, καθώς, σε όλες τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, το μεγάλο πολιτικό ζήτημα είναι η ιδιωτικοποίηση του κράτους και της κοινωνικής ιδιοκτησίας, οι τοπικοί κομμουνιστές ηγέτες στη Σλοβενίας και της Κροατίας μπορούσαν να ελπίζουν στο να αποκτήσουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο μέσα στο πλαίσιο του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας σε χωριστά κρατίδια5.
Σε εκείνη τη φάση, ένας σταδιακός, κατόπιν διαπραγματεύσεων, διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας σε μικρότερα κράτη δεν ήταν αδύνατος, θα μπορούσε να έρθει σαν συνέπεια μιας συμφωνίας για την μεταξύ τους κατανομή εσόδων και εξόδων και μετά από πολλές διορθωτικές επεμβάσεις που θα έπαιρναν υπόψη τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Ωστόσο, αν αυτή η διαδικασία διεξαγόταν ανοιχτά, πιθανώς να συναντούσε τη λαϊκή αντίθεση – άλλωστε, πολλοί άνθρωποι, ίσως η πλειοψηφία, προτιμούσαν να είναι πολίτες μιας μεγάλης χώρας με ζηλευτή διεθνή φήμη. Ποιο θα ήταν άραγε το αποτέλεσμα ενός εθνικού δημοψηφίσματος πάνω στο ζήτημα της διατήρησης της Γιουγκοσλαβίας;
Τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία διεξήχθησαν το 1990, όχι σε πανεθνικό επίπεδο, αλλά χωριστά σε κάθε Δημοκρατία – μια μέθοδος που από μόνη της ενίσχυε τις αποαχιστικές ελίτ της εξουσίας. Σίγουροι για την ενεργή συμπάθεια της Γερμανίας, της Αυστρίας και του Βατικανού, οι ηγέτες της Σλοβενίας και της Κροατίας προετοίμασαν το τετελεσμένο γεγονός της μονομερούς, αδιαπραγμάτευτης απόσχισης, που ανήγγειλαν το 1991. Μια τέτοια απόσχιση ήταν παράνομη, τόσο για το γιουγκοσλαβικό όσο και για το διεθνές δίκαιο και ήταν βέβαιο ότι επιτάχυνε τον εμφύλιο πόλεμο. Ο ρόλος-κλειδίτης υποστήριξης από τη Γερμανία (και το Βατικανό) συνίστατο στο να προσφέρει γρήγορα διεθνή αναγνώριση στις νέες ανεξάρτητες Δημοκρατίες, με σκοπό να μεταβάλει τη Γιουγκοσλαβία σε «επιτιθέμενο» μέσα στην ίδια την επικράτειά της6.
Πολιτικά κίνητρα
Τα πολιτικά κίνητρα που προκάλεσαν την εκστρατεία της αντισερβικής προπαγάνδας είναι αρκετά προφανή. Υποστηρίζοντας ότι τους ήταν αδύνατο να παραμείνουν στη Γιουγκοσλαβία επειδή οι Σέρβοι ήταν τόσο καταπιεστικοί, οι εθνικιστές ηγέτες της Σλοβενίας και της Κροατίας βρήκαν το πρόσχημα για να ιδρύσουν τα δικά τους μικρά κρατίδια τα οποία, χάρη στην έγκαιρη και ισχυρή υποστήριξη της Γερμανίας, θα μπορούσαν να «κλέψουν στην ουρά» και να βρεθούν στη λέσχη των πλούσιων Ευρωπαίων, μπροστά από την υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία.
Το τρομακτικά παράδοξο είναι πως πάρα πολλοί άνθρωποι, με την ειλικρινή επιθυμία να αντιπαρατεθούν στον ρατσισμό και την επίθεση, στην πραγματικότητα συνέβαλαν στη δαιμονοποίηση ενός ολόκληρου λαού, των Σέρβων, νομιμοποιώντας έτσι τόσο τον εθνικό αυτονομισμό όσο και τον καινούργιο ρόλο του NATO που αποκτά εξουσία στα Βαλκάνια στο όνομα μιας θεωρητικής «διεθνούς κοινότητας».
Ήδη στη δεκαετία του 1980, τα αποσχιστικά λόμπυ Κροατών και μελών της αλβανικής μειονότητας ενέτειναν τις προσπάθειές τους να κερδίσουν υποστήριξη από το εξωτερικό, και ιδιαίτερα από τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες7, ισχυριζόμενοι ότι καταπιέζονται από τους Σέρβους, παραθέτοντας «αποδείξεις», -στον βαθμό που είχαν κάποια βάση αλήθειας- που αναφέρονταν στην περίοδο του γιουγκοσλαβικού βασιλείου, 1920-1941, και όχι στην πολύ διαφορετική μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία.
Η σύγχρονη εκστρατεία δαιμονοποίησης των Σέρβων ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1991 με έναν δηλητηριώδη καταιγισμό άρθρων στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, υπο την καθοδήγηση της συντηρητικής εφημερίδας με μεγάλη επιρροή, Φρανκφουρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ (FAZ). Σε σχεδόν καθημερινές στήλες, ο εκδότης της FAZ, Γιόχαν Γκέοργκ Ραϊσμύλλερ, δικαιολογούσε την πρόσφατη, και παράνομη, διακήρυξη της «ανεξαρτησίας» της Σλοβενίας και της Κροατίας περιγράφοντας τους «Γιουγκοσέρβους» σαν ουσιαστικά Ανατολίτες «μπολσεβίκους στρατο-κράτες» που «δεν έχουν θεση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Δεκαεννέα μήνες μετά την επανένωση της Γερμανίας, και για πρώτη φορά μετά την ήττα του Χίτλερ το 1945, στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης ήχησαν και πάλι καταδίκες εναντίον μιας ολόκληρης εθνικής ομάδας, θυμίζοντας την προπολεμική προπαγάνδα κατά των Εβραίων8.
Η γερμανική προπαγάνδα υπήρξε το σημάδι ότι οι καιροί είχαν αλλάξει σημαντικά. Μόνο λίγα χρόνια πριν, ένα φαινομενικά ευρύ ειρηνιστικό γερμανικό κίνημα υπογράμμιζε την ανάγκη να μπει ένα τέλος στο «στερεότυπο του εχθρού» (Φαϊνμπίλντερ). Και όμως η αιφνίδια τρομακτική ανάδυση του «στερεοτύπου του εχθρού» των «Σέρβων» δεν κλόνισε τους φιλελεύθερους ή αριστερούς Γερμανούς, που σύντομα άρχισαν να το επαναλαμβάνουν οι ίδιοι. Φαίνεται πως το γερμανικό ειρηνιστικό κίνημα ολοκλήρωσε την ιστορική του αποστολή από τη στιγμή που η συμβολή του στην αλλαγή της εικόνας της Γερμανίας οδήγησε τον Γκορμπατσώφ στο να εγκρίνει την επανένωση. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι πως οι προηγούμενες προσπάθειες για τη συμφιλίωση με τους λαούς που είχαν υποφέρει από τη ναζιστική κατοχή σταμάτησαν απότομα μόλις αυτό άρχισε να αφορά τους Σέρβους.
Στη γερμανική Βουλή, ο Γερμανός ηγέτης των Πρασίνων, Γιόσκα Φίσερ, πίεσε προς την αποδοκιμασία του «ειρηνισμού» ώστε να «καταπολεμηθεί το Άουσβιτς», εξισώνοντας έτσι στο εξής τους Σέρβους με τους Ναζί. Με μια έκρηξη φαρισαϊκής αγανάκτησης, οι Γερμανοί πολιτικοί κάθε πλευράς ενώθηκαν χρησιμοποιώντας τις ενοχές του παρελθόντος της Γερμανίας ως αιτία, όχι για να συγκρατηθούν, όπως θα ήταν λογικό πριν την ενοποίηση, αλλά αντίθετα για να «αναλάβουν το μερίδιο της στρατιωτικής τους ευθύνης». Στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατήργησε το καθεστώς απαγόρευσης σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός της αμυντικής περιοχής του NATO. Η Γερμανία γινόταν και πάλι μια «φυσιολογική» στρατιωτική δύναμη – χάρη στη «σερβική απειλή».
Η σχεδόν απόλυτη ομοφωνία προξενούσε ακόμα περισσότερη έκπληξη στον βαθμό που αυτό το «στερεότυπο του εχθρού» έναντι των Σέρβων ανασύρθηκε από τον πιο πολεμοκάπηλο γερμανικό εθνικισμό του παρελθόντος. Το σύνθημα «Serbien muss sterbien» (λογοπαίγνιο με τη λέξη sterben, πεθαίνω), που σημαίνει «η Σερβία πρέπει να πεθάνει», αποτελούσε μια λαοφιλή πολεμική κραυγή του Πρώτου παγκοσμίου Πολέμου9. Οι Σέρβοι είχαν επιλεγεί σαν αντικείμενο σφαγής στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Γιουγκοσλαβίας. 0α φανταζόταν κανείς πως η νεότερη γενιά των Γερμανών, που φαίνονταν τόσο ευαίσθητοι απέναντι στα θύματα του γερμανικού επιθετικού παρελθόντος, θα πίεζαν τουλάχιστον για περισσότερη σύνεση. Ελάχιστοι το έκαναν.
Αντίθετα, αυτό που συνέβη στη Γερμανία ήταν μια παράξενη μαζική προβολή της ναζιστικής ταυτότητας, και ενοχής, στους Σέρβους. Στην περίπτωση των Γερμανών, αυτό μπορεί κανείς να το αντιληφθεί σαν μια ψυχολογική προβολή ανακούφισης, η οποία χρησίμευσε στο να δώσει στους Γερμανούς μια φρέσκια και καλοδεχούμενη αίσθηση αθωότητας απέναντι στον καινούργιο «εγκληματικό» λαό, τους Σέρβους. Αλλά η τελευταία εκστρατεία κατά των Σέρβων, που εγκαινιάστηκε στη Γερμανία, δεν σταμάτησε εκεί. Αλλού, η επιθυμία να απομονωθούν οι Σέρβοι από τους υπόλοιπους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, ως ο «κακός», απαιτεί διαφορετικές ερμηνείες.
Η ώρα των Media
Ευθύς εξ αρχής, οι δημοσιογράφοι είχαν πολύ καλύτερη μεταχείριση toro Ζάγκρεμπ και τη Λιουμπλιάνα απ’ ό,τι στο Βελιγράδι, καθώς οι ηγέτες των εκεί αποσχιστικών κινημάτων είχαν καταλάβει την τεράστια σημασία που είχαν οι εικόνες των μέσων επικοινωνίας στο να κερδίσουν διεθνή υποστήριξη. Το αλβανικό αποσχιστικό κίνημα, οι «Κσσοβάροι»10, οι Κροάτες αυτονομιστές και οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας ανέθεσαν σε μια αμερικανική εταιρεία διεθνών σχέσεων, την Ρούντερ Φινν, να προωθήσει την υπόθεσή τους δαιμονοποιώντας τους Σέρβους11. Η Ρούντερ Φινν απευθύνθηκε συνειδητά σε συγκεκριμένο κοινό, την αμερικανο-εβραϊκή κοινότητα, με μια καμπάνια που παρομοίαζε τους Σέρβους με τους Ναζί. Η κροατική εθνικιστική καμπάνια του Ζάγκρεμπ απευθύνθηκε επίσης στις φεμινίστριες παρουσιάζοντας τους Σέρβους ως βιαστές12. Η γιουγκοσλαβική ιστορία ήταν περίπλοκη’ οι αντι-σερβικές ιστορίες είχαν το πλεονέκτημα ότι ήταν απλοϊκές, εύκολα διαθέσιμες, και πρόσφεραν μια εύκολη στη χρήση ηθική πυξίδα υποδεικνύοντας τους «κακούς».
Καθώς ξεκινούσε ο πόλεμος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στα μέσα του 1992, Αμερικανοί δημοσιογράφοι που επαναλάμβαναν ανεπιβεβαίωτες ιστορίες για θηριωδίες των Σέρβων ήταν σίγουροι ότι θα έβλεπαν τα κείμενά τους να δημοσιεύονται, ελπίζοντας και σε βραβείο Πούλιτζερ. Πράγματι, το 1993. το βραβείο Πούλιτζερ για διεθνές ρεπορτάζ το μοιράστηκαν οι δύο συγγραφείς των πιο πολύκροτων «Ιστοριών σερβικών θηριωδιών» της χρονιάς: ο Ρόυ Γκούτμαν της εφημερίδας Νιουσντέι και ο Τζων Μπερνς των Νιου Γιορκ Τάιμς. Και στις δύο περιπτώσεις, τα βραβευμένα άρθρα είχαν βασιστεί σε διαδόσεις αμφίβολης αξιοπιστίας. Τα άρθρα του Γκούτμαν, βασισμένα κυρίως σε αφηγήσεις μουσουλμάνων προσφύγων στην κροατική πρωτεύουσα, το Ζάγκρεμπ, εκδόθηκαν όλα μαζί σε ένα βιβλίο με τον μάλλον παραπλανητικό τίτλο Μια μαρτυρία γενοκτονίας, παρόλο που, στην πραγματικότητα, δεν ήταν «μάρτυρας» κανενός τέτοιου γεγονότος. Οι ισχυρισμοί του ότι οι Σέρβοι διατηρούσαν «στρατόπεδα θανάτου» ανασύρθηκαν από την Ρούντερ Φίνν και διαδόθηκαν ευρέως, κυρίως σε εβραϊκές οργανώσεις. Η ιστορία του Μπερνς δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια συνέντευξη με έναν ψυχικά διαταραγμένο κρατούμενο σε μια φυλακή του Σεράγεβο, ο οποίος ομολόγησε εγκλήματα από τα οποία πολλά, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, δεν είχε διαπράξει ποτέ13.
Από την άλλη πλευρά, δεν υπήρχε αγορά για ιστορίες δημοσιογράφων που είχαν ανακαλύψει ότι τα αναφερθέντα σερβικά «στρατόπεδα βιασμών» δεν υπήρξαν ποτέ (ο Γερμανός ρεπόρτερ της τηλεόρασης Μάρτιν Λετμέγιερ14), ή για όποιον συμπεριλάμβανε πληροφορίες σχετ -κά με τα εγκλήματα των Μουσουλμάνων και των Κροατών εναντίον των Σέρβων (Βέλγος δημοσιογράφος Ζωρζ Μπεργκεζάν15). Γινόταν όλο και περισσότερο αδύνατο να αμφισβητήσει κανείς την κυρίαρχη ερμηνεία στα μεγάλης κυκλοφορίας μέσα. Οι εκδότες, φυσικά, προτιμούν να συντηρούν μια απλοϊκή ιστορία: ένας είναι ο κακός, και όσο γίνεται περισσότερο αίμα. Ακόμα περισσότερο, όταν η γερμανική κυβέρνηση εξε-βίασε την αρχική αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας και της Κροατίας, άλλες δυτικές δυνάμεις ευθυγραμμίστηκαν οππορτουνιστικα με την αντισερβική τοποθέτηση. Σύντομα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν επιθετικά στο παιχνίδι επιλέγοντας, ανάμεσα στα ερείπια, το δικο τους κράτος-πελάτη, τη μουσουλμανική Βοσνία.
Οι ξένες ειδήσεις ήταν πάντα πιο εύκολο να διαστρεβλωθούν από τις εσωτερικές ειδήσεις. Η τηλεοπτική κάλυψη απλώς καθιστά πειστικότερ-τη διαστρέβλωση.
Τηλεοπτικά συνεργεία στέλνονται σε παράξενα μέρη για τα οποία δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτε, στέλνουν πίσω εικόνες βίας που δινοι. την εντύ-πωση σε εκατομμύρια τηλεθεατές ότι «ο καθένας γνωρίζει τι συμβαίνει». Μια τέτοια εντύπωση είναι χειρότερη κι από την πιο πλήρη άγνοια.
Σήμερα, τα παγκόσμιου εύρους μέσα ενημέρωσης, όπως το CNN. πιέζουν ανοιχτά τις κυβερνήσεις να ανταποκριθούν σε μια «κοινή γνώμη» που δημιουργούν τα ίδια τα μέσα. Η Κριστιόν Αμανπούρ λέει στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση τι θα πρέπει να κάνουν στη Βοσνία: Σε ποιο βαθμό αυτή η κατάσταση συντονίζεται με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, είναι δύσκολο να το ξέρουμε. Πράγματι, το ποιος ελέγχει ποιον, είναι ένα ζήτημα που παραμένει ανοιχτό. Άραγε, τα μέσα χειραγωγούν την κυβέρνηση, η κυβέρνηση χειραγωγεί τα μέσα, ή μήπως υπάρχουν δίκτυα με μεγάλη επιρροή που χειραγωγούν και τους δυο:
Πολλοί αξιωματούχοι των δυτικών κυβερνήσεων παραπονούνται ανοιχτά ή κατ’ ιδίαν ότι πιέζονται να πάρουν άφρονες πολιτικές αποφάσεις υπό την «πίεση της κοινής γνώμης», εννοώντας τα μέσα ενημέρωσης. Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μαρτυρία σε σχέση με αυτό είναι εκείνη του Όττο φον Χάψμπουργκ, του εξαιρετικά δραστήριου και με μεγάλη επιρροή ογδοντάχρονου κληρονόμου της εκλειπούσης Αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας, που σήμερα είναι μέλος του Ευρωπάίκου Κοινοβουλίου από την Βαυαρία, και ο οποίος έδειξε ένα μεγάλο, και πατρικό θα μπορούσε να πει κανείς, ενδιαφέρον για την υπόθεση της ανεξαρτησίας της Κροατίας. «Αν η Γερμανία αναγνώρισε τη Σλοβενία και την Κροατία τόσο γρήγορα», είπε ο Χάψμπουργκ στον ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Φιγκαρό από τη Βόννη16, «ακόμα και παρά τη θέληση του (Γερμανού υπουργού Εξωτερικών) Χανς Ντίτριχ Γκένσερ. ο οποίος δεν ήθελε να κάνει αυτό το βήμα. είναι γιατί η κυβέρνηση της Βόννης υπέστη τη σχεδόν ακατανίκητη πίεση της κοινής γνώμης. Από αυτή την άποψη, ο γερμανικός τύπος πρόσφερε μια πολύ μεγάλη υπηρεσία, και ιδιαίτερα η Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ και ο Καρλ Γκούσταβ Στρεμ, αυτός ο μεγάλος Γερμανός δημοσιογράφος που εργάζεται στην Ντι Βελτ».
Ακόμα, η σχεδόν οικουμενική αποδοχή μιας μονόπλευρης άποψης για την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε πολιτικά σχέδια ή σε χειραγώγηση μέσω του εντυπωσιασμού από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Οφείλεται επίσης σε μεγάλο βαθμό στην ιδεολογική ομοιομορφία που έχει επιβληθεί ανάμεσα στους μορφωμένους φιλελεύθερους οι οποίοι έχουν μεταβληθεί στην συναινετική ηθική συνείδηση της Βορειο-δυτικής Ευρω-αμερικανικής κοινωνίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Κάτω το Κράτος
Αυτή η ιδεολογία εκφράζει με ηθικολογικούς όρους το κυρίαρχο σχέδιο αναδιάταξης του κόσμου από τη στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδύθηκαν ως η μοναδική υπερδύναμη μετά την ήπα του κομμουνισμού και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Για πάνω από έναν αιώνα, η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών υπαγορεύθηκε από ένα συμφέρον που προείχε κάθε άλλου: να ανοιχτούν οι παγκόσμιες αγορές στο αμερικανικό κεφάλαιο και τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Σήμερα αυτό το σχέδιο θριαμβεύει ως «οικονομική παγκοσμιοποίηση». Σε όλον τον κόσμο, οι πολιτικές των κυβερνήσεων κρίνονται, επιδοκιμάζονται ή απορρίπτονται αποφασιστικά όχι από τους πληθυσμούς τους αλλά από «τις αγορές», δηλαδή της χρηματιστικές αγορές. Η πολιτική δεν αποφασίζεται από τους ψηφοφόρους της κάθε χώρας αλλά από τους ξένους επενδυτές. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλοι τέτοιοι οργανισμοί είναι εκεί για να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να προσαρμόσουν την πολιτική τους και τις κοινωνίες τους στις επιταγές των αγορών.
Η μετακίνηση της δυνατότητας λήψης αποφάσεων μακριά από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις, που αποτελεί μια ουσιαστική όψη αυτής της ιδιαίτερης «οικονομικής παγκοσμιοποίησης», συνοδεύτηκε από μια ιδεολογική επίθεση κατά του έθνους-κράτους ως μιας πολιτικής κοινότητας που ασκεί την κυριαρχία της σε μια καθορισμένη επικράτεια. Παρά τις αδυναμίες του, το έθνος-κράτος αποτελεί ακόμα το προσφορότερο πολιτικό επίπεδο για την προστασία της ευημερίας των πολιτών και του περιβάλλοντος από την καταστροφική επέκταση των παγκόσμιων αγορών. Η απόρριψη του έθνους-κράτους ως αναχρονισμού, ή η καταδίκη του σαν έκφραση αποκλειστικά της «εθνικιστικής» απολυτότητας, παραβλέπει και υπονομεύει τη μακρόχρονη νομιμοποίηση του ως του εστιακού σημείου δημοκρατικής ανάπτυξης, στο πλαίσιο του οποίου οι πολίτες μπορούν να οργανωθούν ώστε να ορίζουν και να προασπίζουν τα συμφέροντά τους.
Η ειρωνεία είναι πως πολλοί καλοπροαίρετοι ιδεολόγοι, άθελά τους, βοηθούν στην πρόοδο αυτού του σχεδίου προωθώντας με ζήλο την ηθικιστική του κάλυψη: μια θεωρητικά παγκόσμια δημοκρατία η οποία θα πρέπει να αντικαταστήσει τις προσπάθειες ενίσχυσης της δημοκρατίας στο επίπεδο του έθνους-κράτους που θεωρείται ξεπερασμένο.
Στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, η σχέση μεταξύ της αντίθετης προς το έθνος-κράτος ιδεολογίας και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης συσκοτίζεται από τα δύο μέτρα που χρησιμοποιούν οι ηγέτες των ΗΠΑ, οι οποίοι δεν διστάζουν να επικαλούνται την υπεροχή του «εθνικού συμφέροντος» των ΗΠΑ απέναντι στους ίδιους τους διεθνείς θεσμούς που προωθούν με στόχο την επιβολή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Αυτό κάνει να φαίνεται ότι αυτοί οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούν μάλλον ένα σοβαρό εμπόδιο στην παγκόσμια εξουσία των ΗΠΑ παρά την έκφραση αυτής της εξουσίας. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν όλη τη στρατιωτική και πολιτική ισχύ να υποδεικνύουν και να ελέγχουν τους δεσπόζοντες διεθνείς οργανισμούς (π. χ. Το ΔΝΤ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία), καθώς και να υπονομεύουν αυτούς που δεν τους είναι αρεστοί (όπως την ΟΥΝΕΣΚΟ όταν αυτή προσπαθούσε να απελευθερώσει τα μέσα ενημέρωσης από τον αμερικανικό έλεγχο) ή να καταπατά ατιμωρητί τη διεθνή νομιμότητα (και συγκεκριμένα στην Κεντρο-αμερικανική «πίσω αυλή» της). Με δεδομένους τους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων, η εξασθένηση των πιο αδύναμων εθνών-κρατών δεν μπορεί να ενισχύσει τη διεθνή δημοκρατία, αλλά μονάχα να κάνει ακόμα πιο σφιχτή τη λαβή του διεθνούς κεφαλαίου και των εγκληματικών δικτύων που ανθούν σε ένα περιβάλλον ανομίας.
Δεν υπάρχει πραγματική αντίφαση ανάμεσα στην επιβεβαίωση της υπεροχής των συμφερόντων των ΗΠΑ και την ανατίναξη των συνόρων των εθνών-κρατών, τα οποία θα μπορούσαν να επιτρέψουν την οργανωμένη υπεράσπιση των συμφερόντων άλλων λαών. Αλλά, εντυπωσιασμένοι από τη φαινομενική αντίφαση, κάποιοι Αμερικανοί φιλελεύθεροι επαναπαύονται στην πίστη τους ότι ο εθνικισμός είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της ανθρωπότητας, ενώ ο,τιδήποτε τον αντιστρατεύεται είναι προοδευτικό.
Πράγματι, ένα σημαντικό στοιχείο της ιδεολογίας που στρέφεται κατά του έθνους-κράτους είναι η έντονη γοητεία που ασκεί σε πολλούς φιλελεύθερους και προοδευτικούς, ο διεθνισμός των οποίων έχει αποπροσανατολιστεί από την εξαφάνιση κάθε ορατής σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης απέναντι στον καπιταλισμό και από τη σύγχυση των απελευθερωτικών αγώνων στον Νότο του πλανήτη.
Με την έλλειψη οποιασδήποτε καθαρής ανάλυσης του σύγχρονου κόσμου, το έθνος-κράτος εύκολα αναγνωρίζεται ως η αιτία πολέμων, καταπίεσης και παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Με λίγα λόγια, το μοναδικό υπαρκτό πλαίσιο θεσμοποιημένης δημοκρατίας δαιμονοποιείται ως η αποκλειστική έκφραση μιας ιδεολογίας άρνησης και αποκλεισμού, του «εθνικισμού». Αυτή η σύγχρονη ελευθεριακή άποψη παραβλέπει τόσο τη διαιώνιση του πολέμου με την απουσία ισχυρών κρατών όσο και την ιστορική λειτουργία του έθνους-κράτους ως πλαισίου του κοινωνικού συμβολαίου που ενσαρκώνεται σε δημοκρατικές μορφές νομοθετικής εξουσίας.
Η καταδίκη του έθνους-κράτους μέσα από μια μάλλον στρουκτουραλιστική παρά ιστορική προοπτική γεννά μηχανιστικές τοποθετήσεις. Οτιδήποτε είναι μικρότερο από το έθνος-κράτος, ή οτιδήποτε υπερβαίνει το έθνος-κράτος, πρέπει να είναι καλύτερο. Σε μικρότερη κλίμακα, «ταυτότητες» κάθε είδους, ή γενικά απροσδιόριστες «περιοχές» θεωρούνται αυτομάτως πιο ελπιδοφόρες από πολλούς ανθρώπους της σύγχρονης γενιάς. Στη μεγάλη κλίμακα, η ελπίδα για δημοκρατία έχει μεταφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση η στις διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), ή σε θεωρητικούς θεσμούς όπως το προτεινόμενο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ). Μέσα στον ενθουσιασμό μπροστά στο όραμα μιας παγκόσμιας ουτοπίας, παραμελούνται κάποια κρίσιμα ζητήματα, όπως: Ποιος θα πληρώσει για όλα αυτά: Πως; Ποιος θα επιβάλει ποιες αποφάσεις: Μέχρις ότου απαντηθούν αυτά τα πρακτικά ερωτήματα, αυτοί οι λαμπροί νέοι θεσμοί όπως το ΔΠΔ κινδυνεύουν να αποτελέσουν, απλά και μόνο, επιπλέον εργαλεία επιλεκτικής επέμβασης εναντίον των πιο αδύναμων χωρών. Αλλά η αυταπάτη επιμένει ότι δομές διεθνούς δημοκρατίας μπορούν να οικοδομηθούν πάνω στις ηγεσίες κρατών που δεν είναι τα ίδια αυθεντικοί υποστηρικτές τέτοιας δημοκρατίας.
Η απλοϊκή ερμηνεία της γιουγκοσλαβικής κρίσης ως σερβικής «επίθεσης» εναντίον της ειρηνικής πολυπολιτισμικής Ευρώπης είναι δυνητικά ακαταμάχητη γιατί όχι μόνο είναι αξιόπιστη σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία αλλά φαίνεται να την επιβεβαιώνει.
Και ήταν αυτή η ιδεολογία που επέτρεψε στα αποσχιστικά κινήματα της Κροατίας, Σλοβενίας και των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και στους υποστηρικτές τους, στη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ιδιαίτερα, να περιγράψουν τη γιουγκοσλαβική σύγκρουση ως τον αγώνα των «καταπιεσμένων μικρών εθνών» για την απελευθέρωση τους από τον επιθετικό σερβικό εθνικισμό. Στην πραγματικότητα, αυτά τα «μικρά έθνη» σε καμία περίπτωση δεν καταπιέζονταν στη Γιουγκοσλαβία. Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρξαν ούτε υπάρχουν πολιτιστικά δικαιώματα για τις εθνικές μειονότητες τόσο αναπτυγμένα όσο στη Γιουγκοσλαβία (ακόμα και στη μικρή Γιουγκοσλαβία που αποτελείται από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο). Από πολιτική άποψη, όχι μόνο ο ίδιος ο Τίτο ήταν Κροάτης και ο υπαρχηγός του, ο Έντβαρντ Καρντέλι, Σλοβένος, αλλά εφαρμοζόταν ένα «πανεθνικό» σύστημα ποσοστώσεων για όλες τις ηγετικές θέσεις στην Ομοσπονδιακή Διοίκηση και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο περίφημος «σοσιαλισμός της αυτοδιαχείρισης» προσέφερε πραγματικό έλεγχο των οικονομικών επιχειρήσεων στους Σλοβένους στη Σλοβενία, στους Κροάτες στην Κροατία, και στους Αλβανούς στο Κοσσυφοπέδιο. Το οικονομικό χάσμα ανάμεσα στα τμήματα της Γιουγκοσλαβίας που, στο παρελθόν, ανήκαν στην αυ-στρο-ουγγρική αυτοκρατορία, δηλαδή, η Σλοβενία η Κροατία και η βόρεια επαρχία της Σερβίας, η Βοϊβοντίνα. από τη μία πλευρά, και τα τμήματα των οποίων η ανάπτυξη είχε καθυστερήσει εξαιτίας της Οθωμανικής κυριαρχίας (η κεντρική Σερβία, η σερβική επαρχία του Κοσσυφοπεδίου, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η «Μακεδονία») από την άλλη, εξακολουθούσε να διευρύνεται τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη Γιουγκοσλαβία. Το αποσχιστικό κίνημα της Σλοβενίας ήταν μια τυπική «απόσχιση των πλουσίων από τους φτωχούς» (παρόμοιο με το εγχείρημα του Ουμπέρτο Μπόσσι να αποσπάσει την πλούσια Βόρεια Ιταλία από την υπόλοιπη χώρα. ώστε να σταματήσει να πληρώνει φόρους για τον φτωχό Νότο). Στην Κροατία, το ίδιο κίνητρο συνδυάστηκε με την επιστροφή των Ουστάσι
που είχαν σταλεί εξορία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το εθνικιστικό πρόσχημα της «καταπίεσης» ευνοήθηκε από τις οικονομικές αναταραχές της δεκαετίας του 80, οι οποίες οδήγησαν τους ηγέτες της κάθε Δημοκρατίας τα κατηγορούν τους άλλους και να παραβλέπουν τα οφέλη που θα είχαν όλες οι Δημοκρατίες από μια μεγαλύτερη Ομοσπονδιακή αγορά. Τα πρώτα και πιο εχθρικά εθνικιστικά κινήματα αναδύθηκαν στην Κροατία και το Κοσσυφοπέδιο, όπου οι χωριστικές κινήσεις είχαν ευνοηθεί από την κατοχή του Άξονα στα Βαλκάνια στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και μονάχα στη δεκαετία του ’80, μια πολύ ηπιότερη σερβική εθνικιστική αντίδραση στις οικονομικές δυσκολίες πρόσφερε την ευκαιρία σε όλους τους άλλους να υποδείξουν το εξιλαστήριο θύμα: τον σερβικό εθνικισμό. Η δυτική κοινή γνώμη, γνωρίζοντας ελάχιστα για τη Γιουγκοσλαβία και κάνοντας ταυτίσεις με άλλες πιο οικείες καταστάσεις, εύκολα συμμερίστηκε το αίτημα ανεξαρτησίας της Σλοβενίας και της Κροατίας. Στην πραγματικότητα, η διεθνής νομιμότητα ερμηνεύει την «αυτοδιάθεση» ως το δικαίωμα στην απόσχιση και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους μόνο σε ορισμένες (κυρίως αποικιακές) περιστάσεις, καμία από τις οποίες δεν ίσχυε στην περίπτωση της Σλοβενίας και της Κροατίας17.
Όλα αυτά τα γεγονότα αγνοήθηκαν από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Οι εκκλήσεις στην κυρίαρχη αντικρατική ιδεολογία οδήγησαν σε επιπόλαιη υιοθέτηση από τη Δύση της σοβαρότατης πράξης αποδοχής τής χωρίς διαπραγματεύσεις διάλυσης ενός υπαρκτού έθνους, της Γιουγκοσλαβίας, ερμηνεύοντας το εθνικό αποσχιστικό κίνημα ως μια δίκαιη μορφή «αυτοδιάθεσης», πράγμα που δεν ισχύει. Στα πρόσφατα διπλωματικά χρονικά δεν υπάρχει παρόμοια ανεύθυνη ενέργεια και σαν προηγούμενο δεν υπόσχεται παρά ατελείωτες αιματηρές συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο.
Η Νέα Παγκόσμια Τάξη
Στην πράξη, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας χρησίμευσε στο να δυσφημήσει και να εξασθενήσει ακόμα περισσότερο τα Ηνωμένα Έθνη, ενώ εξασφαλίζει ένα νέο ρόλο σε ένα επεκτεινόμενο NATO. Αντί να ενδυναμώσει τη διεθνή τάξη, βοήθησε στο να ανατραπεί η ισορροπία δυνάμεων, μέσα στους κόλπους της διεθνούς τάξης, προς όφελος των κυρίαρχων εθνών-κρατών, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας. Εάν κάποιος έλεγε το 1989, «ωραία, το Τείχος του Βερολίνου έπεσε, τώρα η Γερμανία μπορεί να ενωθεί και να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις πίσω στη Γιουγκοσλαβία» -και μάλιστα με σκοπό να υποστηρίξει τον χωρισμό της χώρας με διαχωριστικές γραμμές παρόμοιες με εκείνες που είχε επιβάλει όταν κατέλαβε τη χώρα, το 1941- χωρίς αμφιβολία, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα είχε εκφράσει αντιρρήσεις. Ωστόσο, αυτό ακριβώς συνέβη και πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, από τους οποίους θα έπρεπε να περιμένουμε να αντιπαρατεθούν εντονότερα σε αυτό που ισοδυναμεί με τη σημαντικότερη πράξη ιστορικού αναθεωρητι-σμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρόσφεραν ιδεολογική κάλυψη και δικαιολόγηση.
Ίσως, αποπροσανατολισμένοι από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, πολλοί από τα υπολείμματα της αριστεράς, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, εγκατέλειψαν την κριτική εξέταση της γεωστρατηγικής Ρεαλπολιτίκ, που βρισκόταν πίσω από την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων γενικώς και των ΗΠΑ ειδικότερα, και φάνηκαν να πιστεύουν πως, στο εξής, ο κόσμος κινείται από καθαρά ηθικές θεωρήσεις.
Και αυτό έχει άμεση σχέση με την ιδιωτικοποίηση της «αριστεράς» στα τελευταία είκοσι χρόνια περίπου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άνοιξαν τον δρόμο σ’ αυτή την κατεύθυνση. Τα μαζικά κινήματα που στόχευαν σε συνολική πολιτική δράση παρήκμασαν, ενώ κατάφεραν να συνεχίσουν τα μονο-θεματικά κινήματα. Τα μονο-θεματικά κινήματα γέννησαν με τη σειρά τους τις μη-κυβερνητικές οργανώσεις (NGOs) οι οποίες, εξαιτίας της ανάγκης εξεύρεσης πόρων, αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν την υπόθεσή τους στις διαθέσεις των καιρών, με άλλα λόγια, στην κυρίαρχη ιδεολογία, στα μέσα ενημέρωσης. Μαζικοί έρανοι είναι ευκολότεροι για τα θύματα, με εκκλήσεις που στρέφονται περισσότερο στο συναίσθημα παρά στη λογική. Η Greenpeace βρήκε ευκολότερο να μαζέψει χρήματα για τα μωρά φώκιες παρά να αγωνιστεί κατά της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων. Αυτή η πραγματικότητα ωθεί τη δραστηριότητα των ΜΚΟ σε ορισμένες κατευθύνσεις, μακριά από πολιτική ανάλυση και με γνώμονα το συναίσθημα.
Σε ένα άλλο επίπεδο, οι ΜΚΟ προσφέρουν σε διεθνιστές ιδεολόγους τη σπάνια ευκαιρία να επεμβαίνουν σε όλο τον κόσμο με βάση ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανθρώπινης ευημερίας.
Και εδώ ακριβώς ελλοχεύει ένας νέος κίνδυνος. Όπως ακριβώς και η «εκπολιτιστική αποστολή» του εκχριστιανισμού των ειδωλολατρών πρόσφερε ένα πρόσχημα που δικαιολόγησε την ιμπεριαλιστική κατάκτηση της Ασίας και της Αφρικής στο παρελθόν, σήμερα, η προστασία των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» μπορεί να αποτελέσει τον μανδύα μιας νέου τύπου ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επέμβασης σε όλο τον κόσμο.
Βεβαίως, τα ανθρώπινα δικαιώματα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την αριστερά. Ακόμα περισσότερο, πολλοί άνθρωποι, αφοσιωμένοι σε υποθέσεις που αξίζουν, στράφηκαν προς τις ΜΚΟ ως τη μόνη δυνατή διέξοδο απέναντι στην παρακμή των μαζικών κινημάτων -μια παρακμή πάνω στην οποία δεν έχουν κανέναν έλεγχο. Ακόμα και μια μικρΓ ΜΚΟ που ασχολείται με ένα πρόβλημα είναι προτιμότερη από το τίποτα. Το ζήτημα είναι ότι χρειάζεται μεγάλη επαγρύπνηση, σε αυτήν όπως και σε άλλες προσπάθειες, ώστε να μη χειραγωγούνται οι καλές προθεσεκ και να καταλήγουν να εξυπηρετούν εντελώς αντίθετους σκοπούς.
Σήμερα, σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από βίαιη οικονομική αντι-παλότητα, όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί παρα να διευρύνονται. Μέσα σε αυτό το εκτεταμένο πεδίο απάνθρωπης μεταχε -ρισης του ανθρώπου από τον άνθρωπο, τα δυτικά Μέσα και οι δυτικές κυβερνήσεις, χωρίς αμφιβολία, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εμποδίζουν τη διείσδυσα του υπερεθνικού καπιταλισμού, με τον οποίο είναι οργανικά συνδεδεμε-νοι, παρά για τα δικαιώματα, ας πούμε, των Ρώσων ανθρακωρύχων που παραμένουν απλήρωτοι εδώ και ένα χρόνο. Η επιλεκτικότητα των Μέσων και των κυβερνήσεων όχι μόνο ενθαρρύνει τις ανθρωπιστικές ΜΚΟ να ακολουθούν το παράδειγμά τους εστιάζοντας σε συγκεκριμένες χώρες και συγκεκριμένες μορφές παραβιάσεων, αλλά η προσέγγιση κατά περ -πτωση αποπροσανατολίζει από την ενεργό κριτική των παγκόσμιων οικονομικών δομών οι οποίες ευνοούν τις παραβιάσεις βασικών ανθρωπ;. _. δικαιωμάτων μέσα σε έναν κόσμο χωρισμένο ανάμεσα στον επιδεικτικό πλούτο και την απόλυτη φτώχεια.
Η Κούβα δεν είναι η μοναδική χώρα της οποίας τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος από κυβερνήσεις που προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους τοπικούς ηγέτες με πιο υποταγμένους υπερασπιστές των υπερεθνικών συμφερόντων. Παρόμοια κίνητρα δεν μπορούν καθόλου να αποκλειστούν στην περίπτωση της αντισερβικής εκστρατείας18. Σε τέτοιες κατασταθείς, οι ανθρωπιστικές ΜΚΟ κινδυνεύουν να παίξουν τον ρόλο των ιεραποστόλων του παρελθόντος – ειλικρινείς, αφοσιωμένοι άνθρωποι που χρειάζονται «προστασία», σήμερα από τις στρατιωτικές δυνάμεις του NATO. Η εκστρατεία στη Σομαλία προσέφερε μια βίαιη δοκιμή (πραγματικά σκανδαλώδη αν την εξετάσουμε από κοντά) γι’ αυτό το σενάριο. Σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, πρώτα η Βοσνία και κατόπιν το Κοσσυφοπέδιο, προσφέρουν ένα ευρύτατο πειραματικό πεδίο συνεργασίας ανάμεσα στις ΜΚΟ και το NATO.
Είναι επείγουσα η ανάγκη να φροντίσουμε ώστε να προφυλαχθούν οι αυθεντικές και νομιμοποιημένες προσπάθειες υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη χειραγώγηση στην υπηρεσία αλλότριων πολιτικών στόχων. Πρόκειται πράγματι για έναν ευαίσθητο αγώνα.
ΜΚΟ και NATO, χέρι-χέρι
Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και ειδικά στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, οι δυτικές ΜΚΟ βρήκαν ένα ρόλο που δικαιολογούσε τη δουλειά τους παράλληλα με το NATO. Από την κατάσταση αυτή κέρδισαν χρήματα και κύρος. Τοπικοί υπάλληλοι των δυτικών ΜΚΟ κέρδισαν πολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα σε βάρος άλλων ανθρώπων που ζούσαν εκεί, και η «δημοκρατία» δεν είναι επιλογή των ανθρώπων αλλά οτιδήποτε συμμορφώνεται με την επιδοκιμασία εξωτερικών χορηγών. Αυτό προκαλεί την αλαζονεία των εξωτερικών ευεργετών και τον κυνισμό του τοπικού πληθυσμου, ο οποίος δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιπαρατεθεί στους έξω ή να προσπαθήσει να τους χειραγωγήσει. Πρόκειται για μια νοσηρή κατάσταση και κάποιοι από τους πιο αυτοκριτικούς έχουν επίγνωση των κινδύνων19.
Ίσως η πιο χαρακτηριστικά αλαζονική ΜΚΟ απέναντι στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι το γραφείο της Βιέννης του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αυτή η οργάνωση, στις 18 Σεπτεμβρίου 1997, προέβη σε μια μακροσκελή ανακοίνωση όπου ανήγγελλε προκαταβολικά ότι οι σερβικές εκλογές που επρόκειτο να διεξαχθούν σε τρεις ημέρες «δεν θα είναι ούτε ελεύθερες ούτε δίκαιες». Αυτή την εκπληκτική επέμβαση ακολούθησε ένας μακρύς κατάλογος μέτρων που θα έπρεπε να λάβει η Σερβία και η Γιουγκοσλαβία «ειδάλλως» και πως η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να πειθαρχήσει τη Σερβία και τη Γιουγκοσλαβία. Αυτές οι απαιτήσεις υποδηλώνουν μια εξαιρετικά ευρεία ερμηνεία των υποχρεωτικών κριτηρίων των «ανθρώπινων δικαιωμάτων», που πρέπει να ισχύουν για τη Σερβία, και προφανώς όχι για όλους τους άλλους, στον βαθμό που περιλαμβάνουν τόσο νέους νομούς για τα μέσα ενημέρωσης, οι οποίοι έχουν σχεδιασθεί «σε πλήρη συνεργασία με τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης στη Γιουγκοσλαβία», όσο και την παραχώρηση άδειας σε όλους τους «ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς που λειτουργούν μεν αλλά δεν έχουν άδεια να εκπέμπουν χωρίς παρεμβάσεις»20.
Το Παρατηρητήριο του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα κατέληξε στο να καλέσει τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) να «αρνηθεί την επανεισδοχή της Γιουγκοσλαβίας στον ΟΑΣΕ μέχρις ότου υπάρξουν συγκεκριμένες βελτιώσεις στις επιδόσεις της χώρας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του τύπου, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των μειονοτικών δικαιωμάτων, καθώς και της συνεργασίας της με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία».
Σε ό,τι αφορά το αίτημα για τον «σεβασμό της ελευθερίας του τύπου», αναρωτιέται κανείς ποια μέτρα θα ικανοποιούσαν το Παρατηρητήριο, γνωρίζοντας ότι ελευθερία του τύπου υπάρχει ήδη στη Σερβία, σε έκταση πολύ μεγαλύτερη από άλλες χώρες που δεν έχουν λάβει τέτοιο τελεσίγραφο. Στη Σερβία υπάρχει μεγάλος αριθμός Μέσων που επιτίθενται στην κυβέρνηση, όχι μόνο σερβο-κροατικά άλλά και αλβανικά. Μέχρι τον Ιούνιο του 1998, στη Γιουγκοσλαβία υπήρχαν 2.319 έντυπα μέσα και 101 ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί, υπερδιπλάσια σε σύγκριση με αυτά που υπήρχαν το 1992. Μόνο στο Βελιγράδι κυκλοφορούν 14 ημερήσιες εφημερίδες. Η κυκλοφορία των καθημερινών εντύπων που υποστηρίζονται από το κράτος φθάνει τις 180.000, ενώ επτά σημαντικές εφημερίδες της αντιπολίτευσης φθάνουν τις 350.0002′.
Ακόμα, η δικαιοσύνη στη Σερβία όχι μόνο δεν είναι λιγότερο ανεξάρτητη από εκείνη της Κροατίας ή της μουσουλμανικής Βοσνίας, αλλά είναι σίγουρα πολύ πιο ανεξάρτητη. Όσο για τα «μειονοτικά δικαιώματα», θα δυσκολευτούμε πολύ να βρούμε μια χώρα οπουδήποτε αλλού στον κόσμο όπου αυτά να προστατεύονται καλύτερα, τοσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, από τη Γιουγκοσλαβία22.
Για όσους θυμούνται ιστορία, το τελεσίγραφο του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα φέρνει αυτομάτως στο νου το τελεσίγραφο που ανακοίνωσε το 1914 η Βιέννη στο Βελιγράδι, μετά τη δολοφονία στο Σεράγεβο, ως πρόσχημα για την αυστριακή εισβολή με την οποία ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η σερβική κυβέρνηση υποχώρησε σε όλες τις απαιτήσεις των Αψβούργων εκτός από μία, αλλά παρόλα αυτά η εισβολή έγινε23.
Η εχθρότητα αυτής της νέας βιεννέζικης εξουσίας, της Διεθνούς Ομοσπονδίας του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, απέναντι στη Σερβία είναι εμφανής σε όλες τις δηλώσεις της, καθώς και σε εκείνες του εκτελεστικού διευθυντού της, Άαρον Ροντ. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του για την Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τριμπιούν, έγραφε πως οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου «ζούσαν για πολλά χρόνια σε συνθήκες παρόμοιες με εκείνες που έζησαν οι Εβραίοι στις χώρες που ελέγχονταν από τους Ναζί λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ζουν γκετοποιημένοι. Δεν είναι ελεύθεροι, στερούνται των πολιτικών δικαιωμάτων τους, καθώς και βασικών πολιτικών ελευθεριών». Η σύγκριση δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμπρηστική, αλλά τα συγκεκριμένα γεγονότα που θα μπορούσαν να την υποστηρίξουν απουσιάζουν. Και απουσιάζουν αναγκαστικά, μια και η κατηγορία είναι ολότελα ψευδής. Οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου ποτέ δεν «στερήθηκαν των πολιτικών τους δικαιωμάτων», ακόμα και δυτικοί διπλωμάτες τους πίεζαν κατά καιρούς να χρησιμοποιήσουν το δικαίωμα στην ψήφο, ώστε να στερήσουν από τον Μιλόσεβιτς την εκλογική του πλειοψηφία. Αλλά οι εθνικιστές ηγέτες καλούσαν τους Αλβανούς
να μποϋκοτάρουν τις σερβικές εκλογές ήδη από το 1981 -πολύ πριν εμφανιστεί στη σκηνή ο Μιλόσεβιτς- ενώ οι Αλβανοί που τολμούσαν να πάρουν μέρος στη νόμιμη πολιτική ζωή έπεφταν θύματα εκφοβισμών, ακόμα και δολοφονιών, από τους ένοπλους εθνικιστές24.
Με στόχο τη διεθνή υποστήριξη, εμπρηστικές εκφράσεις όπως «γκέτο» και «απαρτχάιντ» χρησιμοποιούνται από τους Αλβανούς εθνικιστές ηγέτες, τους ίδιους που δημιούργησαν έναν διαχωρισμό ανάμεσα στους πληθυσμούς, ωθώντας την κοινότητα τους να μποϋκοτάρε. όλους τους θεσμούς του σερβικού κράτους, με στόχο τη δημιουργία ντε φάκτο απόσχισης. Δεν μποϋκοταρίστηκαν μόνο οι εκλογές και τα σχολεία, αλλά και οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας, σε βάρος της υγείας των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, ιδιαίτερα των παιδιών25.
Η γενική καταδίκη του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για μια κυβέρνηση η οποία, είτε μας αρέσει είτε όχι, ήταν εκλεγμένη, σε μια χώρα η ύπαρξη της οποίας απειλείται από χωριστικά κινήματα με ξένη υποστήριξη, έρχεται σε σαφή αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση της αρχαιότερης διεθνούς οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, της Διεθνούς Αμνηστίας.
Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η παραδοσιακή προσέγγιση της Διεθνούς Αμνηστίας συνίσταται στο να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να θεσπίζουν και να τηρούν τα νόμιμα ανθρωπιστικά μέτρα. Και αυτό το κάνει επικεντρώνοντας την προσοχή σε συγκεκριμένες υποθέσεις παραβίασης δικαιωματων. θέτει ακριβείς ερωτήσεις που μποροι. να απαντηθούν επίσης με ακρίβεια. Προσπαθεί να είναι δίκαιη. Είναι αναμφίβολα σημαντικό το γεγονός ότι η Διεθνής Αμνηστία είναι μια λαϊκή οργάνωση, η οποία ενεργεί βάσει των εντολών που της δίνουν τα συνεισφέροντα μέλη της και της οποίας οι κανόνες λειτουργίας αποκλείουν την κυριαρχία οποιουδήποτε σημαντικού χορηγού.
Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, η προσέγγιση του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα διαφέρει θεμελιακά από εκείνη της Διεθνούς Αμνηστίας γιατί ο στόχος του δεν είναι να επικεντρώσει την προσοχή σε συγκεκριμένες παραβιάσεις που πρέπει να διορθωθούν, αλλά να καταδικάσει συνολικά το κράτος-στόχο. Με την ακραία μορφπ των κατηγοριών του, δεν συμμαχεί με μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας-στόχου αλλά, αντιθέτως, τις υπονομεύει. Η έλλειψη ισορροπίας, η απόρριψη κάθε προσπάθειας να παραμείνει ουδέτερο ανάμεσα σε αντιμαχόμενες πλευρές, ενθαρρύνει περισσότερο την αποσυνθετικπ πόλωση παρά τη συμφιλίωση και την αμοιβαία κατανόηση. Για παράδειγμα, στις αναφορές της για το Κοσσυφοπέδιο, η Διεθνής Αμνηστία αντιμετωπίζει καταγγελίες για παραβιάσεις από όλες τις πλευρές και προσπαθεί να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους, πράγμα δύσκολο αλλα απαραίτητο, στον βαθμό που οι υπερβολές όσον αφορά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον τους, χρησιμοποιούνται συχνά από τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου ως ένα μέσο να κερδίσουν τη διεθνή υποστήριξη για τους αποσχιστικούς σκοπούς τους26. Αντιθέτως, το Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, υιοθετώντας άκριτα τις πιο ακραίες αντι-σερβικές αναφορές και αγνοώντας τις σερβικές πηγές, βοηθάει τους Αλβανούς να επιβεβαιώνουν τις χειρότερες φαντασιώσεις τους, ενώ παράλληλα τους ενθαρρύνει να ζητούν πι διεθνή επέμβαση σε όφελος τους παρά να αναζητούν τον συμβιβασμό και τη συμφιλίωση με τους Σέρβους γειτόνους τους. Έτσι, το ΠΑΔ συμβάλλει, συνειδητά ή από αμέλεια, στο να βαθαίνει ο κύκλος της βίας ο οποίος ενδεχομένως θα δικαιολογήσει, ή θα απαιτήσει, την ξένη επέμβαση.
Αυτή είναι μια προσέγγιση η οποία, όπως και η παράλληλη με αυτή. οικονομική παγκοσμιοποίηση, κλονίζει τις άμυνες και την κυριαρχία των πιο αδύναμων κρατών. Δεν βοηθάει την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών σε εθνικό επίπεδο. Η μόνη δημοκρατία την οποία αναγνωρίζει είναι εκείνη της «διεθνούς κοινότητας», η οποία καλείται να ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του Παρατηρητηρίου. Αυτή η «διεθνής κοινότητα», η ΔΚ (International Community – IC), δεν είναι στην πραγματικότητα δημοκρατία. Οι αποφάσεις της λαμβάνονται πανηγυρικώς στις συνεδριάσεις του NATO. Η ΔΚ δεν είναι καν μια κοινότητα, θα ήταν ακριβέστερο να την ονομάσουμε «ιμπεριαλιστική συγκυριαρχία», μια συλλογική άσκηση κυριαρχίας από τις πρώην ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι οποίες αφού διασπάστηκαν και εξασθένησαν από δύο παγκοσμίους πολέμους, τώρα ενώνονται κάτω από την ηγεσία των ΗΠΑ, με το NATO ως στρατιωτικό τους βραχίονα. Φυσικά υπάρχουν τριβές μεταξύ των μελών αυτής της συγκυριαρχίας, αλλά όσο οι αντιπαλότητες τους εξαντλούνται στο εσωτερικό της ΔΚ, το τίμημα θα το πληρώνουν οι μικρότερες
ασθενέστερες χώρες.
Το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης για τις συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία είναι περιστασιακό και υπαγορεύεται από τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, τις ομάδες πίεσης και τις θεσμικές φιλοδοξίες των «μη κυβερνητικών οργανώσεων» -συχνά συνδεδεμένων με ισχυρές κυβερνήσεις- οι οποίες ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους για οικονομική στήριξη έχουν μεγάλα κίνητρα στο να τονίζουν υπερβολικά τις παραβιάσεις που έχουν ειδικευτεί να καταγγέλλουν.
Η Γιουγκοσλαβία, μια χώρα που κάποτε ήταν γνωστή για την ανεξάρτητη πορεία της τόσο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού όσο και στις διεθνείς της σχέσεις, η πιο φιλελεύθερη χώρα, οικονομικά και πολιτικά, της Ανατολικής Κεντρικής Ευρώπης, σήμερα βρίσκεται κατακερματισμένη εξαιτίας της υποστήριξης της Δύσης στα χωριστικά κινήματα. Ό,τι έχει απομείνει τείνει να περιοριστεί ακόμα πάρα πέρα σε ένα ακυβέρνητο χάος από την εξακολούθηση της ίδιας διαδικασίας. Το αποτέλεσμα που προκύπτει δεν είναι ένα αξιοθαύμαστο σύνολο ανεξάρτητων μικρών εθνικών δημοκρατιών, αλλά πολύ περισσότερο ένας νέος τύπος συλλογικής αποικιακής διακυβέρνησης από τη διεθνή κοινότητα και επιβεβλημένης από το NATO.
Μετάφραση, Χριστίνα Σταματοπούλου
10 Αυγούστου 1998 από το περιοδικό Covert Action Quarterly, τεύχος 65, Φθινόπωρο 1998
1 «The creeping Trend to Re-Balkanization» («Η έρπουσα πορεία προς την Επανα-Βαλκανοποίηση»), στο In These Times, 2-9 Οκτωβρίου 1984, σελ. 9.
2 «We Are All Serbo-Croats» («Είμαστε όλοι Σερβο-κροάτες»), In These Times, 3 Μαίου 1993, σελ. 14.
3 «Εθνικά προσδιορισμένων» γιατί, παρά το αποδεκτό από τη διεθνή κοινότητα επιχείρημα ότι μόνο οι Δημοκρατίες μπορούν να επικαλεστούν το δικαίωμα στην απόσχιση, όλα τα πολιτικά επιχειρήματα γύρω από την αναγνώριση της ανεξάρτητης Σλοβενίας και Κροατίας επέμεναν στο δικαίωμα των Σλοβένων και των Κροατών στην αυτο-διάθεση.
4 Βλέπε, Svetozar Stojanovic, «The destruction of Yugoslavia» (Η καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας), Fordham International Law Journal, τόμος 19, τεύχος 2, Δεκέμβριος 1995, σελ. 341-3.
5 Για μια εξαιρετική και λεπτομερή περιγραφή των οικονομικών και ιδιοσυστατικών παραγόντων που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, βλέπε Susan Woodward, Balkan Tragedy (Η Βαλκανική Τραγωδία), Brookings Institution, 1995.
6 Η αναγνώριση των εσωτερικών διοικητικών συνόρων ανάμεσα στις Δημοκρατίες ως «απαραβίαστων» διεθνών συνόρων υπήρξε στην πραγματικότητα ένα νομικό τέχνασμα, αντίθετο προς τη διεθνή νομιμότητα, το οποίο μετέβαλε τον γιουγκοσλαβικό στρατό σε «επιτιθέμενο» μέσα στα σύνορα που οι στρατιώτες του είχαν ορκιστεί να υπερασπίζουν, μετατρέποντας σε αποσχιστές τους ίδιους τους Σέρβους που ζούσαν στην Κροατία και τη Βοσνία, και οι οποίοι αντιτίθονταν στην απόσχιση από τη χώρα τους, τη Γιουγκοσλαβία. Αυτή η αναγνώριση παραβίασε κατάφωρα τις αρχές της Τελικής Πράξης 1975 (γνωστές σαν συμφωνίες του Ελσίνκι), της Διάσκεψης, και τώρα Οργανισμού για την Αοφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), και συγκεκριμένα την εδαφική ακεραιότητα των Κρατών και τη μη επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της κάθε χώρας. Έτσι, η κουτσουρεμένη Γιουγκοσλαβία εκδιώχθηκε από τον ΟΑΣΕ το 1992, απαλλάσσοντας τα υπόλοιπα μελη του οργανισμού από την υποχρέωση να ακούν την άποψη του Βελιγραδίου. Πράγματι, οι κυρώσεις κατά της Γιουγκοσλαβίας περιλάμβαναν τον πολιτιστικό και αθλητικό τομέα, στερώντας έτσι για πολλά χρόνια την ευκαιρία από τους Σέρβους Γιουγκοσλάβους να συμμετάσχουν σε διεθνείς διοργανώσεις και γεγονότα όπου θα μπορούσε ίσως να ανασκευαστεί η μονόπλευρη άποψη για τους «Σέρβους» που παρουσίαζαν οι αντίπαλοι τους.
7 Στην Ουάσινγκτον, αιχμή του δόρατος της εκστρατείας υπέρ του αλβανικού αποοχιστικού κινήματος του Κοσσυφοπεδίου, ήταν ο βουλευτής της Νέας Υόρκης, Τζόε Ντιογκουάρντι, ο οποίος, αφού έχασε την έδρα του στο Κογκρέσσο, εξακολούθησε να ενεργεί παρασκηνιακά γι’ αυτή την υπόθεση. Ένας σημαίνων νεοφώτιστος στην υπόθεση αυτή ήταν ο Γερουσιαστής Ρόμπερτ Ντολ. Στη Γερμανία, το σχέδιο για την πολιτική ενοποίηση όλων
των εθνικιστών Κροατών, κομμουνιστών και Ουστάσι, με στόχο την απόσχιση και πι δημιουργία της «Μεγάλης Κροατίας», παρακολουθούνταν από κοντά και με συμπάθεια από την Bundesnachrichtendienst (BND), τη CIA της Δυτικής Γερμανίας, η οποία ήλπιζε να κερδίσει τη δική της σφαίρα επιρροής στην Αδριατική, επωφελούμενη από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η εθνικιστική συμμαχία, η οποία οδήγησε στην εξουσία στο Ζάγκρεμπ τον πρώ^ ην κομμουνιστή στρατηγό Φράνιο Τούτζμαν, με την υποστήριξη των Ουστάσι της διασποράς, ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Τίτο. το 1980 στα χρόνια που ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Βόννης, ο Κλάους Κίνκελ. ήταν επικεφαλής της BND. Βλέπε, Erich Schmidt-Eenboom, Der Schattenkrieger: Klaus Kinkel und der BND, ECON Verlag, Ντύσελντορφ, 1995. 8 Αυτό το σημείο αναπτύσσεται από τον Wolfgang Pohrt. «Entscheidung -Jugoslawien», στο Bei Andruck Mord: Die deutsche Propaganda und cer Balkankrieg, που εκδίδεται από τον Wolfgang Schneider, Konkret. Αμβους ·ο. 1997. Ένα είδος κορύφωσης επετεύχθη με το εξώφυλλο της 8ης Ιουλίου 1991 του σημαντικού εβδομαδιαίου περιοδικού, Der Spiegel, που απεικο. ;ε τη Γιουγκοσλαβία σαν μια «φυλακή των λαών», με τον τίτλο «Σερβικτ τρομοκρατία».
9Το σύνθημα απαθανατίστηκε το 1919, με το έργο του Αυστριακού θεατρικού συγγραφέα Καρλ Κράους, «Die letzten Tage der Menschheit» (Η τελευταία ημέρα της ανθρωπότητας).
10 Οι Αλβανοί της Αλβανίας και της Γιουγκοσλαβίας αυτοαποκαλούνται «Σκιπετάρε», αλλά τελευταία αρνούνται να τους ονομάζουν οι άλλοι έτσ. «Αλβανοί» είναι ένας παλιός και αποδεκτός όρος. Ιδιαίτερα όταν απευθυνο .ται σε διεθνή ακροατήρια, στο πλαίσιο του χωριστικού κινήματος, οι Αλβανοί :ου Κοσσυφοπεδίου προτιμούν να αυτοαποκαλούνται «Κοσοβάροι». πραγμα που έχει πολιτικές επιπτώσεις. Λογικά, ο όρος θα έπρεπε να χρησιμοποιείτο ■ : όλους τους κατοίκους του Κοσσυφοπεδίου, ασχέτως εθνικής ταυτότητα; αλλά με το να τον ιδιοποιούνται για τους εαυτούς τους και μόνο. οι Αλβανοί «Κοσοβάροι» υπονοούν ότι οι Σέρβοι και άλλοι μη Αλβανοί είναι παρείσακτο. Αυτό είναι ανάλογο με την οικειοποίηση από τη μουσουλμανική πλευρά :ου όρου «Βόσνιος», πράγμα που υπονοεί ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είναι περισσότερο γηγενής απ’ ό,τι οι Σέρβοι και a Κροάτες, πράγμα που δεν έχει κανένα νόημα, στον βαθμό που οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι είναι Σέρβοι και Κροάτες που προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ ε~ Οθωμανικής κατοχής.
11 Ο ρόλος της εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων της Ουάσινγκτον, Ρούντερ Φινν, είναι τώρα πια πολύ γνωστός, αλλά φαίνεται ότι προκάλεσε ελάχιστες αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της αντισερβικής προπαγάνδας που διέσπειρε με επιτυχία. Βλέπε ιδιαίτερα: Jacques Merlino, Les vuitisyougosfaves nesont pas toutes bonnes ΰ dire (Οι αλήθειες της Γιουγκοσλαβίας δεν πρέπει να λέγονται πάντα), Albin Michel, Παρίσι, 1993′ και Peter Brock, «Dateline Youso-slavia: Tine Partisan Press», Foreign Policy #93, Χειμώνας 1993-94.
12 Κανείς δεν αρνείται ότι πολλοί βιασμοί συνέβησαν στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων στην Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και φυσικά ο βιασμός είναι μια σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωματων Ετσι είναι ο πόλεμος άλλωστε. Ωστόσο, ευθύς εξ αρχής, οι έρευνες για βιασμούς στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη εστιάστηκαν αποκλειστικά στο ότι οι Σέρβοι βίαζαν τις μουσουλμάνες ως μέρος ενός στρατηγικού σχεδίου. Οι πιο διογκωμένοι αριθμοί, με αναγωγές λόγω πολλαπλασιασμού του αριθμού των γνωστά;, περιστατικών με μεγάλους συντελεστές, έγιναν πρόθυμα αποδεκτοί απο τα μέσα ενημέρωσης και τις διεθνείς οργανώσεις. Κανένα ενδιαφέρον δεν εκδηλώθηκε για τις λεπτομερείς και τεκμηριωμένες αναφορές βιασμών Σέρβων γυναικών από μουσουλμάνους ή Κροάτες.
Η μακαρίτισσα Νάρα Μπέλοφ, πρώην διευθύντρια πολιτικών ανταποκρίσεων της λονδρέζικης εφημερίδας Ομπσέρβερ, σε μια επιστολή της στην Νταίηλυ Τέλεγκραφ, είχε περιγράψει τις έρευνες που έκανε η ίδια προκείμενου να επαληθεύσει τις κατηγορίες για βιασμούς (19 Ιανουαρίου 1993). Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών παραδέχτηκε πως οι αριθμοί των βιασμών που κυκλοφορούσαν δεν ήταν σε καμία περίπτωση διασταυρωμένοι και την παρέπεμψαν στην κυβέρνηση της Δανίας που εκείνη την περίοδο ασκούσε την προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κοπεγχάγη συμφώνησε πως οι αναφορές ήταν αβάσιμες, ωστόσο συνέχισε να τις επαναλαμβάνει. Αμφότεροι είπαν πως η EE είχε ασχοληθεί με τις «ωμότητες των βιασμών» στη Διάσκεψη κορυφής του Εδιμβούργου, τον Δεκέμβριο του 1992, αποκλειστικά στη βάση μιας γερμανικής πρωτοβουλίας. Με τη σειρά του, ο Φραν Γουιλντ, υπεύθυνος του Γραφείου για τη Βοσνία στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, είπε στην
κ. Μπέλοφ ότι το υλικό πάνω στους βιασμούς των Σέρβων προερχόταν εν μέρει από την κυβέρνηση του Ιζετμπέκοβιτς και εν μέρει από την καθολική οργάνωση CARITAS στην Κροατία. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να γίνει διασταύρωση με πιο αμερόληπτες πηγές.
Παρά την έλλειψη -βάσιμης και περιεκτικής πληροφόρησης, μια μικρή βιομηχανία αναπτύχθηκε από .τότε γύρω από αυτό το θέμα. Βλέπε: Norma von Ragenfeld-Feldman, «The Victimization of Women: Rape and the Reporting of Rape in Bosnia-Herzegovina, 1992-1993» (Ο διωγμός των γυναικών: Ο βιασμός και οι αναφορές για βιασμούς στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, 1992-93), Dialogue, τ. 21, Παρίσι, Μάρτιος 1997′ και Ντάιανα Τζονστόουν, «Selective Justice in the Hague» (Επιλεκτική δικαιοσύνη στη Χάγη), The Nation, 22 Σεπτεμβρίου 1997, σελ. 16-21.
13 Βλέπε, Peter Brock,, ό.π.· επίσης Diana Johnstone, ό.π. Το έργο του Roy Gutman, A witness to Genocide (Μια μαρτυρία γενοκτονίας), εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Macmillan, το 1993.
“Martin Lettmayer, «Da wurde einfach geglaupt, ohne nachzugragen», in Serbien muss sterbien: Wahrheit und Loge im jugoslawischen Borgerkrieg, έκδοση του Klaus Bittermann, Tiamat, Βερολίνο, 1994.
15 Συνέντευξη με τον Georges Berghezan, 22 Οκτωβρίου 1997.
16 Jean-Paul Picaper, Otto de Habsbourg: Mimoires d’ Europe, Criterion, Παρίσι, 1994, σελ. 209-210.
17 Βλέπε: Barbara Delcourt και Olivier Corten, Ex-Yougoslavie: Droit International, Politique et Idiologies (Πρώην Γιουγκοσλαβία: Διεθνές δίκαιο, Πολιτική και Ιδεολογίες), εκδ. Bruylant, Εκδόσεις του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, 1997. Οι συγγραφείς, ειδικοί στο διεθνές δίκαιο στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, υπογραμμίζουν πως δεν υπήρχε βάση στο διεθνές δίκαιο που να δικαιολογεί την απόσχιση των Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών. Η αρχή της «αυτοδιάθεσης» δεν είχε καμία εφαρμογή σε αυτή την περίπτωση.
18 Η υπόθεση είναι περίπλοκη, και κάθε άλλο παρά διαφανής, αλλά υπάρχουν λόγοι να πιστέψουμε ότι τοσο η δυτική εχθρότητα προς τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς όσο και η υποστήριξη των Σέρβων ψηφοφόρων προς αυτόν και την ηγετική του θέση στο Σερβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα οφείλονται στο ότι η κυβέρνηση του ακολούθησε αργούς ρυθμούς στην ιδιωτικοποίηση της «κοινωνικής ιδιοκτησίας» και δεν χρησιμοποίησε τις ίδιες δραστικές μεθόδους «θεραπείας σοκ» που είχαν εφαρμόσει και άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
19 Από την εμπειρία του στο Ζάγκρεμπ, ο Βρετανός κοινωνιολόγος Πωλ Σταμπς έγραφε με κριτικό βλέμμα για τις «Ανθρωπιστικές Οργανώσεις και τον μύθο της κοινωνίας των πολιτών» (ArkZin, τ. 55, Ζάγκρεμπ, Ιανουάριος 1996): «Ιδιαί –
τερα προβληματικός είναι ο ισχυρισμός ότι οι ΜΚΟ είναι ‘μη πολιτικές’ ή ‘ουδέτερες’ και, ως εκ τούτου, πιο προοδευτικές από κυβερνήσεις που έχουν ίδια συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις. […] Αυτός ο ‘μύθος της ουδετερότητας’ μπορεί, στην πραγματικότητα, να κρύβει συμφέροντα μιας ‘παγκοσμιοποιημένης νέας επαγγελματικής μεσαίας τάξης’, που ανυπομονεί να επιβεβαιώσει την ηγεμονία της στην αγορά της αρωγής και της κοινωνικής πρόνοιας. [… ] Η δημιουργία μιας ‘παγκοσμιοποιημένης νέας επαγγελματικής μεσαίας τάξης’ τα μέλη της οποίας, ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσης, τείνουν να μιλούν μια κοινή γλώσσα και να μοιράζονται κοινές υποθέσεις, φαίνεται να αποτελεί ένα προϊόν-κλειδί της ‘βιομηχανίας αρωγής’. Στην πράξη, η επαγγελματική εξουσία αναπαράγεται μέσα από διεκδικήσεις για προοδευτική συμμαχία με κοινωνικά κινήματα και με την κοινωνία των πολιτών, ενώ, στην πραγματικότητα, η στροφή προς τις ΜΚΟ αποτελεί μέρος μιας νέας επιλεκτικότητας στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας ο οποίος, υπό την αιγίδα οικονομικών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αμφισβητεί την ιδέα ότι τα κράτη μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες κοινωνικής πρόνοιας όλου του πληθυσμού. […] Ένας μικρός αριθμός κροατικών ΜΚΟ με ψυχο-κοινωνικό προσανατολισμό επέτυχαν ένα επίπεδο χρηματοδότησης, και ένα βαθμό επιρροής, που υπερβαίνει κατά πολύ το επίπεδο παροχής υπηρεσιών, τον αριθμό των ευεργετούμενων ατόμων, την ποιότητα του προσωπικού, κ.λπ., και προκαλεί έντονη αντίθεση με εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες στον κυβερνητικό τομέα. Για παράδειγμα, μία κροατική ΜΚΟ, συνδεδεμένη με μια αδελφή-οργάνωση των ΗΠΑ, έλαβε μια δωρεά από την USAID (Κυβερνητική Υπηρεσία της Αμερικάνικης Βοήθειας) ύψους πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια για να αναπτύξει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα υποστήριξης τραυματιών. Η οργάνωση, της οποίας ο μεγαλύτερος όγκος εργασίας […] διεκπεραιώνεται
από φοιτητές ψυχολογίας και κοινωνικούς λειτουργούς, διαθέτει τώρα θαυμάσιους χώρους γραφείων στο Ζάγκρεμπ, μεγάλο αριθμό ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλον τεχνικό εξοπλισμό και είναι σε θέση να αμείβει το προσωπικό της με μισθούς διπλάσιους από εκείνους που θα μπορούσαν να κερδίσουν στον δημόσιο τομέα.
20 Εκείνη την εποχή, στη Γιουγκοσλαβία, λειτουργούσαν περίπου 400 ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί, με προσωρινές άδειες, ή χωρίς καθόλου άδεια. Η μεγάλη πλειοψηφία τους βρίσκεται στη Σερβία, μια χώρα με λιγότερο από 10 εκατομμύρια κατοίκους, σε μια μικρή επικράτεια 88.361 τετρ. χιλιομέτρων.
21 Τα στοιχεία προέρχονται από το άρθρο «Κυκλοφορία κρατικών εντύπων», στη σελίδα 3 του τεύχους της 3ης Ιουνίου 1998 των Belgrade Times, μιας εβδομαδιαίας αγγλόφωνης εφημερίδας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποικιλία του τύπου στη Σερβία επωφελήθηκε από την εξαιρετικά οξεία αντιπαράθεση ανάμεσα στα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης (τα οποία δεν είναι τόσο κακά ή τόσο ομοιόμορφα όσο ισχυρίζονται πολλοί) και τα αντιπολιτευόμενα τα οποία αναζητούσαν ξένη υποστήριξη. Χωρίς αυτή τη συνεχιζόμενη μάχη, η κυβέρνηση θα είχε καταφέρει σίγουρα να περιορίσει σημαντικά τον πλουραλισμό του τύπου, αλλά είναι εξ ίσου δίκαιο να υπογραμμίσουμε ότι οι πρωταθλητές των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης έχουν ανάγκη να υπερβάλουν για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν ώστε να προσελκύουν συνεχώς οικονομική υποστήριξη από τη Δύση και κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ίδρυμα Σόρος. Το ιδιωτικό ξένο κεφάλαιο είναι επίσης παρόν: η σχετικά μαζικής κυκλοφορίας λαϊκή εφημερίδα Μπλικ ανήκει σε Γερμανούς.
22 Η Σερβία ορίζεται συνταγματικά ως το έθνος όλων των πολιτών της και όχι «των Σέρβων» (σε αντίθεση με τις συνταγματικές διατάξεις της Κροατίας και της «Μακεδονίας», για παράδειγμα). Επιπροσθέτως, το Σύνταγμα του 1992 της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία και Μαυροβούνιο), καθώς και το σερβικό Σύνταγμα, εγγυώνται εκτεταμένα δικαιώματα στις εθνικές μειονότητες, και συγκεκριμένα το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στη μητρική τους γλώσσα, το δικαίωμα να διαθέτουν μέσα ενημέρωσης στη δική τους γλώσσα και το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους στα δικαστήρια ή σε οποιαδήποτε άλλη αρχή. Αυτά τα δικαιώματα δεν είναι απλώς τυπικά, αλλά γίνονται στην πράξη σεβαστά, όπως φάνηκε, για παράδειγμα, από την ικανοποίηση των 400.000 μελών της ουγγρικής μειονότητας και τον μεγάλο αριθμό εντύπων που εκδίδονται από εθνικές μειονότητες στα Αλβανικά, στα ουγγρικά και σε άλλες γλώσσες. Οι Ρόμα (Τσιγγάνοι) έχουν, από κάθε άποψη, την καλύτερη μεταχείριση στη Γιουγκοσλαβία από οπουδήποτε αλλού στα Βαλκάνια. Στη Σερβία ζει ένας πολυπληθής μουσουλμανικός πληθυσμός διαφόρων εθνικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων προσφύγων από τη Βοσνία, καθώς και ενός γηγενούς σερβικού πληθυσμού που ασπάστηκε το Ισλάμ στο Νοτιο-ανατολικό Κοσσυφοπέδιο, γνωστών ως Γκοράντσι, των οποίων τα θρησκευτικά δικαιώματα γίνονται απολύτως σεβαστά και οι οποίοι δεν έχουν καμία επιθυμία να εγκαταλείψουν τη Σερβία.
23 Αφού εξασφάλισε την υποστήριξη του Βερολίνου και του Βατικανού για να διεξάγει πόλεμο κατά της Σερβίας, η Βιέννη, στις 23 Ιουλίου 1914, επέδωσε στο Βελιγράδι ένα 48ωρο τελεσίγραφο που περιείχε έναν κατάλογο δέκα απαιτήσεων, τις οποίες η σερβική κυβέρνηση αποδέχτηκε εκτός από μία: τη συμμετοχή αυστριακών αξιωματικών στην καταστολή των αντι-αυστριακών κινήσεων σε όλη τη σερβική επικράτεια. Αυτή η άρνηση υπήρξε η επίσημη αιτία για την κήρυξη του πολέμου από την Αυστρία στις 28 Ιουλίου 1914, με την οποία ξεκίνησε και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Βλέπε, Ralph Hartmann. Die ehrlichen Makler, Dietz, Βερολίνο, 1998, σελ. 31-33. Ο Χάρτμαν, που διετέλεσε πρεσβευτής της Ανατολικής Γερμανίας στη Γιουγκοσλαβία από το 1982 έως το 1988. θεωρεί τη γερμανική πολιτική απέναντι στη Γιουγκοσλαβία ως μια αμείλικτη εκδίκηση εναντίον των Σέρβων για τα γεγονότα του 1914, που οδήγησαν στην καταστροφή της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας.
24 Η αναφορά της Ομάδας Διεθνούς Κρίσης (International Crisis Group) της 24ης Μαρτίου 1998, που έφερε τον τίτλο «Ανοιξη του Κοσσυφοπεδίου» σημειώνει τα εξής: «Σε πολλούς τομείς της ζωής, συμπεριλαμβανομένης π]ς πολιτικής, της εκπαίδευσης και της υγείας, το μποϋκοτάζ των Κοσοβάρων απέναντι στο γιουγκοσλαβικό κράτος είναι σχεδόν ολοκληρωτικό». Ιδιαίτερα «οι Κοσοβάροι αρνούνται να συμμετάσχουν στη σερβική και γιουγκοσλαβική πολιτική ζωή. Όλα τα βασικά γιουγκοσλαβικά πολιτικά κόμματα έχουν γραφεία στο Κοσσυφοπέδιο και επιζητούν να αποκτήσουν κάποια μέλη ανάμεσα στους Κοσοβάρους, αλλά ουσιαστικά είναι θεσμοί μόνο των Σέρβων.
Το 1997, πολλοί Κοσοβάροι, κατηγορούμενοι ότι συνεργάζονται με τον εχθρό (δηλ. το σερβικό κράτος), δέχτηκαν επιθέσεις, ακόμα και ο Χαμίλ Γκάζι, ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Σερβίας στο Γκλάγκοβατς, καθώς και ένας βουλευτής στη Γιουγκοσλαβική Συνέλευση των Πολιτών, ο οποίος πυροβολήθηκε και τραυματίστηκε τον Νοέμβριο. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά των σερβικών πολιτικών κομμάτων να προσελκύσουν Κοσοβάρους είναι κατανοητή. Οι Κοσοβάροι μποϋκόταραν συστηματικά τις γιουγκοσλαβικές και σερβικές εκλογές ήδη από το 1981, θεωρώντας τις γεγονότα που διεξάγονται σε ξένη χώρα».
Η ΟΔΚ, καθόλου φιλο-σερβική στα συμπεράσματά της, προσφέρει ωστόσο πληροφορίες που αγνοούνται από τα κυριότερα μέσα ενημέρωσης. Αυτό γίνεται ίσως επειδή η ΟΔΚ απευθύνει τα στοιχεία της όχι στο ευρύ κοινό αλλά σε υψηλότατα επίπεδα λήψης αποφάσεων που πρέπει να γνωρίζουν κάποια γεγονότα.
Ο Γκάζι δεν υπήρξε ο μοναδικός στόχος των αλβανικών επιθέσεων εναντίον Αλβανών στην περιφέρεια του Γκλόγκοβατς, η οποία βρίσκεται στην περιοχή της Ντρένιτσα που ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου (ΑΣΚ) προσπάθησε να ελέγξει στις αρχές του 1998. Άλλες επιθέσεις αφορούσαν τον δασοφύλακα Μούγιο Σέιντι, 52 ετών, ο οποίος σκοτώθηκε από ριπές πολυβόλου, κοντά στο σπίτι του, στις 12 Ιανουαρίου 1998, τον ταχυδρόμο Μουσταφά Κουρτάι, 26 ετών, που δολοφονήθηκε στον δρόμο για τη δουλειά του από ριπές αυτόματης καραμπίνας, τον φύλακα εργοστασίου Ρουσντί Λαντρόβτσι, τον οποίο παγίδευσαν και σκότωσαν με αυτόματα όπλα, με πρόσχημα ότι αρνήθηκε να παραδώσει το επίσημο όπλο του στον ΑΣΚ, και πολλούς άλλους. Στις 10 Απριλίου 1998, άνδρες με στολές παραλλαγής, φέροντας το σήμα του Αλβανικού Στρατού, πυροβόλησαν με αυτόματα όπλα ένα επιβατικό αυτοκίνητο που μετέφερε Αλβανούς αξιωματούχους του Κοσσυφοπεδίου, μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Σερβίας (ΣΚΣ), μεταξύ των οποίων ήταν ο Γκούνια Άντεμ, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου της Σούβα Ρέκα και ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά και ο Ίμπρο Βάιτ, μέλος της Εθνοσυνέλευσης της Δημοκρατίας της Σερβίας και πρόεδρος του περιφερειακού συμβουλίου του ΣΚΣ στο Πρ,ίζρεν. Πολλές παρόμοιες επιθέσεις έχουν αναφερθεί από το γιουγκοσλαβικό πρακτορείο ειδήσεων Τανγιοΰγκ, αλλά τα δυτικά μέσα ενημέρωσης έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για τη μοίρα των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου που επιθυμούν να ζήσουν μαζί με τους Σέρβους σε μια πολυ-εθνική Σερβία. 25 Τον Μάρτιο του 1990, στη διάρκεια ενός επίσημου προγράμματος εμβολιασμού, διαδόθηκε η φήμη ότι οι Σέρβοι υγειονομικοί είχαν δηλητηριάσει πάνω από 7.000 παιδιά Αλβανών κάνοντάς τους ένεση με νευρο-τοξικό φάρμακο. Ποτέ δεν αποδείχτηκε κάτι τέτοιο, κανένα παιδί δεν παρουσίασε ποτέ κάτι πιο σοβαρό από μαζική υστερία. Αυτό αποτέλεσε και το σύνθημα για το μποϋκοτάρισμα του σερβικού συστήματος δημόσιας υγείας. Αλβανοί γιατροί και άλλοι υγειονομικοί εγκατέλειψαν τα επίσημα ιδρύματα και δημιούργησαν ένα παράλληλο σύστημα υγείας, τόσο κατώτερης ποιότητας ώστε παιδικές ασθένειες που μπορούσαν να προληφθούν έλαβαν διαστάσεις επιδημίας. Τον Σεπτέμβριο του 1996, η ΠΟΥ και η Γιούνιοεφ ανέλαβαν να υποστηρίξουν το παράλληλο σύστημα υγείας (που ονομάστηκε «Μητέρα Τερέζα» από το όνομα της παγκόσμια γνωστής Αλβανίδας μοναχής που καταγόταν από τη «Μακεδονία») και εμβολίασαν 300.000 παιδιά κατά της πολιομυελίτιδας. Η εκστρατεία γύρω από αυτό το πρόγραμμα ευρείας κλίμακας εμβολιασμού διαφημίστηκε παγκοσμίως, λησμονήθηκε όμως να τονιστεί ότι οι ίδιες αυτές υπηρεσίες παρέχονταν εδώ και καιρό σ’ αυτά τα παιδιά από το επίσημο σύστημα υγείας της Σερβίας που συστηματικά μποϋκόταραν οι Αλβανοί γονείς.
Σήμερα, το παράλληλο σύστημα των Κοσοβάρων απασχολεί 239 γενικούς γιατρούς και 140 ειδικούς, σε σύγκριση με τους 2.000 περίπου γιατρούς που εργάζονται στο σερβικό σύστημα δημόσιας υγείας της περιοχής. Οι Σέρβοι υποστηρίζουν ότι πολλοί Αλβανοί είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να στρέφονται προς το κυβερνητικό σύστημα υγείας όταν είναι σοβαρά άρρωστοι. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 64% των εργαζόμενων στο επίσημο σερβικό σύστημα υγείας και 80% των ασθενών του στο Κοσσυφοπέδιο είναι Αλβανοί. Χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής όπου κυριαρχεί η ιδιωτικοποίηση είναι πως η «διεθνής κοινότητα» είναι πρόθυμη να αγνοήσει μια λειτουργική κυβερνητική υπηρεσία και μάλιστα να συμβάλει σε μια πολιτικής έμπνευσης προσπάθεια να την παρακάμψει και τελικά να την καταστρέψει. Μάλιστα, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου που υποστηρίζουν την απόσχιση, γνωρίζοντας τα γούστα των καιρών, αρέσκονται στο να αναφέρουν το ίδιο το Κοσσυφοπέδιο ως μία «μη κυβερνητική οργάνωση». Τα γεγονότα αυτά αναφέρονται στην έκθεση «Ανοιξη του Κοσσυφοπεδίου» της Ομάδας Διεθνούς Κρίσης.
26 Η έκθεση «Άνοιξη του Κοσσυφοπεδίου» της ΟΔΚ σημείωνε πως οι δύο κυριότερες ομάδες των Κοσοβάρων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ομάδα Κέσελι και η Επιτροπή του Ελσίνκι, στενά συνδεδεμένες με τους εθνικιστές ηγέτες των αποσχιστικών κινημάτων, «δίνουν στατιστικά στοιχεία πάνω σε ‘συνολικά στοιχεία’ παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά το σύστημα υπολογισμού τους είναι παραπλανητικό. Για παράδειγμα, από τις 2.263 συνολικές περιπτώσεις ‘παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περίοδο ανάμεσα στον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1997, αναφέρουν τρεις δολοφονίες, τρεις ‘διακρίσεις βασισμένες στη γλώσσα’, και 149 ‘ελέγχους ρουτίνας’. Με το να τοποθετούν μαζί μείζονες και ελάσσονες παραβιάσεις κάτω από τον ίδιο τίτλο, οι στατιστικές δεν προσφέρουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα της κατάστασης. Οι Κοσοβάροι χάνουν ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία τους με το να υπερβάλλουν σχετικά με ττ. καταστολή όταν μιλούν σε ξένους επισκέπτες».