του Δ. Πουλάκου, από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Πρώτη προσέγγιση
Κατά την νεοελληνική γραμματολογία, γενιά του 1930 ειναι μία δεδομένη δημογραφική τάξη, με “ανανεωτικό, ριζοσπαστικό και αναθεωρητικό”, για την εποχή της λογοτεχνικο μήνυμα. Είναι οι γνωστοί ποιητές και πεζογράφοι που γεννήθηκαν σας αρχές του προηγουμένου αιώνα. Κατα το τέλος του μεσοπολέμου, όμως, η ονομασία αυτή άρχισε καταχρηστικά να ταυτίζεται με μια αυτοεπιλεγμένη και αυτοαναγνωριζόμενη δωδεκάδα από αυτούς, που μεταπελευθερωτικά λειτούργησε σαν ανεξάρτητη φιλολογική ακαδημία, απονέμοντας με κριτήρια της ομάδας ένα ετήσιο βραβείο μυθιστορήματος, (το λεγόμενο “Βραβείο των δώδεκα”) αθλοθετημένο από τον πλουσιότερο από αυτούς.
Η δωδεκάδα ήταν μετεξέλιξη μιας ομάδας της “Γενιάς”, που με βάση διαταξική, λόγω της ξένης Κατοχής, συγκεντρωνόταν τα μεσημέρια σε ένα, διακοσμημένο με άδεια κρυστάλλινα βάζα, αριστοκρατικό ανθοπωλείο του κέντρου της Πρωτεύουσας. Κοινά σημεία διάκρισης της ομάδος αυτής ήταν:
α. Η ιδιαίτερη κοινή σχέση των μελών της με τον “συντονιστή” και βιβλιογράφο I. Κατσίμπαλη και τον μετριοπαθή “φαναριώτη” Γ. Θεοτοκά που αποτελούσαν σημεία ισορροπίας ανάμεσα στους “Ελλαδικούς”, Καραγάτση, Πετσάλη, Τερζάκη, I. Μ. Παναγιωτόπουλο και τους Ιωνες Βενέζη, Αθανασιάδη, Πολίτη, Ξεφλούδα.
β. Η ανάγκη διακίνησης ειδήσεων, ιδεών και πληροφοριών μετά την, λόγω του πολέμου, διακοπή της παραδοσιακής επικοινωνιακής πνευματικής ανανέωσης από την Δύση.
γ. Η τάση “μίμησης και διαφοροποίησης”, κυρίως σε σχέση με ορισμένα μεσοπολεμικά ιδεολογικά και κοινωνικά πρότυπα “ελληνικότητας” και σε αντιδιαστολή με μέλη του “εθνικοαντιστασιακού” μετώπου στο οποίο περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά στρατευόντουσαν λογοτέχνες που είχαν στενότερους δεσμούς με τις “ιωνικές” συνοικίες και κυρίως τις “πέριξ” συνοικίες.
δ. Στο ανθοπωλείο μετείχε, κατά συνέπεια, κυρίως ο “ελλαδικά νομιμοποιημένος” σκληρός πυρήνας της Γενιάς, που ήταν ανατολικής, ιωνικής ή φαναριώτικης καταγωγής (Θεοτοκάς Ελύτης, Βενέζης, Τ. Αθανασιάδης. Σ. Ξεφλούδας Κ. Πολίτης) και ακολουθούσε μόνο συμβατικά, επιφανειακα και μεταβατικά τα ελλαδικά ιδεολογικά και κοινωνικά πρότυπα. κυρίως μετα την αναχώρηση στην Μέση Ανατολη μιας κυβέρνησης που τα εκπροσωπούσε πολιτικά καί πολιτιστικά, αφήνοντας έτσι ένα κενό, κενό που οι μαρξιστές και οι μεταμαρξιστές Ίωνες, τελικά, συμπλήρωσαν.
ε. Στα τέλη της κατοχικής περιόδου εμφανίστηκε μια διάσταση ανάμεσα στην κυρίως λογοτεχνική ομάδα και στην υποκατηγορία των πολιτευόμενων νεοκαντιανών φιλόσοφων-κοινωνιολόγων ποιητών της γενιάς του 1930, που μαζί με τους φοιτητές αυτοπροβαλλόταν σαν Σχολή της Χαϊδελβέργης. Η “σχολή” έβγαζε το Αρχείο Φιλοσοφίας και Κοινωνικών Επιστήμων, ενώ η λογοτεχνική ομάδα εξέδιδε τα Ελληνικά Γράμματα. (Άλλες, λιγότερο κοινωνικά καθιερωμένες, επιθεωρήσεις, αντιπροσώπευαν μαρξιστικές τοποθετήσεις, ενώ στο Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής διαγραφόταν, από τότε, ο κύκλος της γενιάς του 1940, που “αποκλείστηκε” βαθμιαία με ένα είδος “συνωμοσίας σιωπής” όλων των παραπάνω ομάδων, κύκλων και σχολών της γενιάς του1930).
η. Στην ανατροπή της σχέσης μεταξύ Ελλαδικών και Ιώνων συνέβαλε και η μετατόπιση προς τους τελευταίους αυτούς της “πλειάδας Ελύτη”, η επιστροφή του Σεφέρη, η αναβίωση της μνήμης Μυριβήλη και η εξασθένηση των δεσμών των ελλαδικών τόσο με την “απαισιόδοξη” παράδοση του πρωτοπόρου της Καρυωτάκη, όσο και με την ενίσχυση των ελλαδικών αριστερών ποιητικών στοιχείων, με την ανάδειξη, στο μεταξύ, του Ρίτσου και του Βρεττάκου. Στη γενιά του 1930 συνήθως δεν περιλαμβάνονται ορισμένοι συνομηλικοι τους της λεγόμενης σχολής της “Χαϊδελβέργης” που χαρισματικά κοινωνιολογικά προηγούμενα τους έκαναν να φιλοδοξούν να γίνουν αναμορφωτές της χώρας και που επίσης έγραφαν ποιήματα ιδεαλιστικης και ευσεβιστικής τεχνοτροπίας. Γιατί, όμως, άραγε τα κοινωνιολογικά δοκίμια να είναι περισσότερο πρωτότυπα από την Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Β. Τατάκη που εκδόθηκε στην “Πλειάδα”, ο οποίος άλλωστε είχε επίσης περάσει τα καθοριστικά χρόνια στον κήπο του Λουξεμβούργου με τον Ξεφλούδα, τον Γ. Θεοτοκά και τον Θράσο Καστανάκη. Τέλος, γιατί γενιά του 1930 να είναι μόνο στην Αθήνα και όχι στην Θεσσαλονίκη, αφού ο μυστικισμός του Παπατζώνη και του Κόντογλου δεν υπολειπόταν σε υπερβατικότητα εκείνη των νεοβυζαντινών εσωτεριστών του Αγίου Όρους, των Παλαμιστών, των χριστιανομαρξιστών και του στηλίτη Ε. Κονιόρδου, από την Αρτάκη, εκδότη του Κοχλία, που δεν έγραψε ποτέ διότι είχε κάνει “τάμα θρησκευτικής σιωπής”. Και μια που ο λόγος έρχεται μοιραία στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, αναρωτιέται κανείς, γιατί ο Σκαρίμπας του Μαριάμπα δεν είναι γενιά του 1930, αφού σ’ αυτήν ανήκει ο δίδυμος αδελφός του Ανδρέας Δημακούδης, του Σταυράκιου Κοσμά, που σαν γνήσιος θεσσαλονικιός κυνήγησε με το λουρί της ζώνης του τον Καραγάτση γύρω από τα τραπέζια του Αστόρια Β, προς κρυφή τέρψη των λοιπών αμφιτρυώνων της “Σχολής”, διότι ήταν “ερωτομανής” (και επιπλέον Αθηναίος), ο “φροϋδικός αυτός παραμυθάς”, ενώ ο νεοβυζαντινός Σταυράκιος πλύθηκε τρεις φορές, με νερό, κολόνια και οινόπνευμα, όταν φοιτητής της φαρμακευτικής στο Στρασβούργο, κοιμήθηκε με την κυρία Σάιγκερ, όταν βγήκε με τα γλυκίσματα από το καλάθι με τα λουλούδια, οπού είχε μόνος του κλειστεί. (Αναφορά στον Πεντζίκη και το βιβλίο του “Ανδρέας Δημακούδης”, σημ. του Άρδην). Και πώς μπορεί κανείς να μιλήσει για “Μεσόγειο” χωρίς να την συναρτήσει με την “Μεσόγειο” της Καραϊβικής και μ’ εκείνη της Νότιας Κίνας, της “θάλασσας του Νότου”, όπως την έλεγε ο Σεβάχ της γενιάς, ασυρματιστής των Ουλαλούμ που ενέπνευσε στον Θεοτοκά το “Σιμόνη την έλεγαν”. Έτσι, δεν μπορεί να γράψει κανείς για την ποίηση του Αιγαίου χωρίς ν’ αναφερθεί στον Λόρκα και στο μαϊστράλι, στο μιστράλ της Ιωνικής Αμφίπολης του Νικολάι Καζάν…
Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένα κλειδί του μηνύματος της γενιάς που να μην είναι στενά γραμματολογικό αλλά ούτε και αρκετά φαρδύ, ώστε να περιορισθεί στον Σαρωνικό, μεταξύ Αίγινας και Σπετσών, που ήταν τα όρια του Αρχιπελάγους του Ελύτη. Και πάλι καλά γιατί ο Χέλντερλιν, ποιητής και αυτός του Αρχιπελάγους, ο “τρελός” της Χαϊδελβέργης, δεν το επισκέφτηκε ποτέ…
Δεύτερη, συμβατικότερη προσέγγιση
Με βάση αναμνήσεις από την γνωριμία μου με την Γενιά, σαν συνδετικός κρίκος με την απόβλητη επομένη και, επιπλέον, ψυχικά μετέωρος ανάμεσα στην μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη και στην κατοχική Αθήνα αλλά και ξένος και προς τις δυο, μπορώ, επίσης, να ξεχωρίσω τελικά την Γενιά του 1930 σε τέσσερις κατηγορίες:
Πρώτο, έχουμε εκείνους της Γενιάς του 1930 που αναφέρθηκαν, με το έργο τους, στο τραγικό βίωμα της εθνικής καταστροφής και της δύσκολης αναπροσαρμογής τους στην Ελλάδα (Σ. Δούκας, Η. Βενέζης καθώς και οι ελάχιστοι συναιχμάλωτοί τους που γύρισαν ή δεν γύρισαν ποτέ).
Έπειτα, διακρίνουμε εκείνους, που μετουσίωσαν το ψυχικό τραύμα σε ποιητική που εξιδανίκευσε το ενδιάμεσο Αρχιπέλαγος, προσδίδοντας του άπειρη, μυθική, ονειρική και σχεδόν θρησκευτική διάσταση. Οι Ο. Ελύτης, Γ. Σεφέρης, Κ. Πολίτης, Σ. Μυριβήλης και ο Τ. Αθανασιάδης της πρώτης περιόδου των “Θαλασσινών Προσκυνητών” πραγματοποίησαν την εξωλογική αυτή αμεσότητα.
Κατά τρίτο λόγο, στους Ελλαδικούς και Ίωνες εκείνους λογοτέχνες (εκτός από τους μαρξιστές) που η υπέρβαση της εφιαλτικής εμπειρίας του 1922 προστέθηκε στα προμηνύματα της κρίσης του 1929 και του επερχόμενου νέου πολέμου, οδηγώντας σε διαφορές ‘φυγές” από την πραγματικότητα (Καρυωτάκης, Θεοτοκάς της Αργούς, των δοκιμίων. Μ. Καραγάτσης, Α.Τερζάκης και Πετσαλης του ιστορικού εθνικού αλυτρωτισμού, Σ. Ξεφλούδας, Πεντζίκης, Δέλιος, Οέμελης, Τατιάνα Σταύρου). Αυτοί δραπετεύουν σε τεχνητούς κόσμους και τους ταιριάζει εκείνο που αποδείχθηκε με τον θάνατο του “προδρόμου” της γενιάς, Καρυωτάκη, ότι η ρίζα του κακού δεν βρίσκεται ούτε στην Συμφορά του 1922 ούτε στην Άλωση της Πόλης (που είναι ενδιάμεσοι σταθμοί αυτοκαταστροφής), αλλά, απώτερα και βαθύτερα, σε προαιώνιες διαδικασίες ιδεολογικής απομόνωσης, απόκρυψης, μίμησης και παραλογής. Στην Γενιά του 1930, το αδιέξοδο από την σύγκρουση της Μικράς Ασίας με την πραγματικότητα της Μικρής Βαλκανικής Ευρώπης, από την μία μεριά, και της Ελλάδας με την Δύση, από την άλλη, προήλθε από την αμοιβαία παραδοσιακή δυσπιστία των Ελλήνων της Ανατολικής ακτής του Αιγαίου και της Δυτικής και ανάγεται σε μια αρχέγονη αντιπαράθεση, με ενδιάμεσους σταθμούς τον εξοστρακισμό του Φρυνίχου, την εικονομαχική περιπέτεια, την περιοδική μέχρι το 1960 απαγόρευση της μιξολυδικής και ρεμπέτικης παιδείας στην Ελλάδα και την απρόθυμη συστράτευση κατά την μικρασιατική εκστρατεία, που την είχε επισημάνει ο ίδιος ο Ε. Βενιζέλος. Οι δυσκολίες του επαναπατρισμού, κάτω από ενιαίο αστερισμό, μετά το 1922, συμβάλλουν, έπειτα από την απομυθοποίηση του συνενωτικού πολέμου του 1940, στην επαναδιχαστική υποτροπή της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Κύπρου, στην κινητοποίηση (όσων από την γενιά δεν κατάφυγαν σε συμβολικές δραπετεύσεις), ανάλογα με τον βαθμό της διαμαρτυρίας τους, σε ριζοσπαστικά κοινωνικά επαναστατικά κινήματα, που πλαισιώθηκαν από λογοτέχνες της τετάρτης κατηγορίας της γενιάς του 1930.
Η επιστροφή των Ιώνων το 1922 ήταν η αντίδραση στην μυθική, αλλά για όλους μας ιστορική, κάθοδο των Δωριέων, η οποία τους απώθησε στην Μικρά Ασία, ενώ ο Πελοποννησιακός πόλεμος είναι κατά κάποιο τρόπο η νεμεσιακή αναστροφή του “εμφυλίου” Τρωικού και ο σύγχρονος Εμφύλιος επανάληψη του Πελοποννησιακού. Βέβαια οι διαχρονικοί και δομικοί αυτοί συσχετισμοί φαίνονται βεβιασμένοι, ανεδαφικοί και ετεροχρονικοί, αλλά αυτά συνεπάγονται οι “αναχρονισμοί” στην μακροϊστορική συνέχεια, στις παραδόσεις των αρχαίων λαών. Όσοι δεν βλέπουν την συνέχεια αυτή, στερούνται της ικανότητας της διαχρονικής σύγκρισης και πάσχουν από την παιδική εκείνη νεοτενία, την οποία οι ιερείς της Αιγύπτου καταλόγιζαν, κατά τον Ηρόδοτο, στους Έλληνες. Οι ευπορότεροι, ευπατρίδες της Γενιάς του 1930, που γεννήθηκαν στις απέναντι ακτές του Αιγαίου (Θεοτοκάς, Ξεφλούδας, Ελύτης, Σεφέρης), ήλθαν στην Ελλάδα αφού σπούδασαν στην Ευρώπη και το άλμα αυτό διπλασίασε την απόσταση που έπρεπε να διανύσουν μέχρι την κατεστραμμένη Ελλάδα. Η προσαρμογή τους στην ελεύθερη αλλά υποανάπτυκτη μητέρα -πατρίδα (όρος που ίσως υποκρύπτει, όπως σαφεστέρα προκύπτει μεταξύ Κύπρου και Ελλάδος, νοητικά οιδιπόδεια συμπλέγματα”), συναντούσε έτσι ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Και ενώ στον Θεοτοκά οι αντιδράσεις και η απογοήτευση εναλλάσσονται με αισιόδοξες μεταρρυθμιστικές προτάσεις (Αργώ, Ευριπίδης, Πεντοζάλης, Δαιμόνιο, Ελεύθερο Πνεύμα κλπ.) ή και με νοσταλγία για το ανεπίστρεπτο (Λεωνής), στον Ξεφλούδα επέτεινε τα αδιέξοδα του εναγώνιου κοσμοπολιτισμού, που εκφράσθηκαν με την τεχνοτροπία του βουστροφικά επαναλαμβανόμενου, δίκην ομφαλοσκοπικής άσκησης εσωτερικού μονολόγου, αντίθετα με τον Σεφέρη και τον Ελύτη όπου η Αιγαιατική λατρεία πήρε τις άνετες τελετουργικές φυσιολατρικές ή συμβολικές διαστάσεις θυσιών που πρόσφεραν στον αθηναϊκό τους προσηλυτισμό. Όσοι πάλι από την γενεά του 1930 χωρίς παρακαμπτήριο κατέφυγαν μετά το 1922 στην χώρα, υιοθέτησαν μια κρουστική ή αναβλητική διφορούμενη στάση, ανάλογη με εκείνη που είχαν στην Τουρκία. Έτσι, αποφεύγοντας σ’ αυτή τη φάση να έλθουν σε ανοικτή αντιπαράθεση με την ελλαδική, προβυζαντινή ιδεολογία, μεταμφίεσαν την ιωνική πολιτιστική τους ιδιοτυπία σε δημοκρατικοσοσιαλιστική, πολιτικοκοινωνική ταυτότητα.
Όσο για την γνωστή σαν “σχολή της Θεσσαλονίκης”, αυτή αποτελεί, σ’ ένα σημείο, υποπερίπτωση της γενιάς του 1930. Εκείνοι που ήλθαν μετά το 1922, οι περισσότεροι απο την Ανατολία και τις βόρειες, παρα από τις νότιες ακτές της Μικρός Ασίας, επίσης ανανέωσαν την ελληνική λογοτεχνία, όπως ακριβώς συνέβη και στην Αθήνα, με διαφορετικό όμως περιεχόμενο και σε κατεύθυνση πλησιέστερη στην Παλαμική, Βυζαντινή και Αγιορείτικη μυστική χριστιανική παράδοση της Βόρειας Ελλάδας. Ο κοινός βυζαντινός παρονομαστής της πόλης αυτής με την Πόλη, της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης με την Βυζαντινή Μικρά Ασία, περιόρισε την ετερογένεια και πολλαπλασίασε την αποτελεσματικότητά της, χωρίς ενδιάμεσο στάδιο σύγκρουσης, μέχρι την τελική επικράτηση των Ανατολικών. Αυτό άλλωστε εξηγεί και τον σημερινό δυναμισμό της συμπρωτεύουσας. Η ιδιοτυπία της λογοτεχνικής θεσσαλονίκης, όμως, αναλύεται και σε άλλα στοιχεία, πού αναφέρονται στην ακτινοβολία της Ορθοδοξίας στον όμορο σλαβικό χώρο, που με ορμητήριο την Θεσσαλονίκη έφτανε μέχρι την Κεντρική Ευρώπη…
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Π. Πρεβελάκης είναι ο μόνος της γενεάς του 1930 που διατηρεί τα εκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά της, χωρίς να εμπλέκεται στα υποστασιακά-μηδενιστικά, μαρξιστικά και ενδοστρεφή της αδιέξοδα, μπορούμε ίσως να τον ξεχωρίσουμε σε μοναδική περίπτωση.
Το έργο του Πρεβελάκη, που αγγίζει επικές κορυφές χωρίς να φέρνει τα ίχνη της πρόσφατης εθνικής καταστροφής του 1922, στρέφεται προς το μέλλον και, απορρίπτοντας την ηττοπάθεια της Γενιάς, διατηρεί μια αισιόδοξη εθνική αγωνιστικότητα να προσφέρεται σαν πόλος αναγωγής.
Οι διαχρονικοί συμβολισμοί της γενιάς ήταν συνειδητοί, και μόνο κριτικοί χωρίς δημιουργικότητα, χωρίς “θεσμοποιητική φαντασία”, θα έλεγε ο τελευταίος της γενιάς Καστοριάδης, τους βρίσκουν μυθοποιητικούς.
Ενιαίος παρανομαστής, ενότητα στο μορφολογικά τόσο διαφοροποιημένο έργο της Γενιάς του 1930, παραμένει η λυρική πρόφαση, το άλλοθι μιας παραμορφωμένης, υπερτροφικής λυρικής διάθεσης, απελπισμένη φυγή μπροστά στον ηρωισμό του έπους, σχίσμα ιδεοληψίας και πραγματικότητας, που δεν είναι δεδομένη αλλά θα μπορούσε να δημιουργείται με τον ηθικό και πολιτιστικό εξοπλισμό. Αυτά είναι τα σπασμένα φτερά μιας ταυτότητας που μόνο ένας τυφλός βάρδος θα μπορέσει κάποτε να ανασυνθέσει. Το κάθε έργο της Γενιάς του 1930 αξιολογείται, από άποψη κάθαρσης, έξαρσης και πάθους, ανάλογα με τον βαθμό συναίσθησης της εθνικής ήττας του 1922 που αποκόμισε ο συγγραφέας του. Ο Πρεβελάκης όμως αγνοούσε την ήττα αυτή διότι η Κρητική επανάσταση δεν γνώρισε παρά νίκες. Πολύ πιο κάτω από την πυραμίδα των αξιών του Πρεβελάκη και του Θεοτοκά, συναγωνίζονται σε απελπισία και αυτοτιμωρουμενο ασκητισμό οι μυστικιστές της Θεσσαλονίκης και οι νεοκαντιανοί ή οι υποστασιακοί των Αθηνών, που δεν μπορούν να άρουν την αντίθεσή τους στην πραγματικότητα, με κανένα ζωντανό, εξωλογικό μέσο, χωρίς αυτό να γίνει λογικό και κατά συνεπεία ατελέσφορο. Ακριβώς όπως οι Ξεφλούδας, Πε-ντζίκης, Δέλιος, θέμελης και Βαφόπουλος, οι ιδεαλιστές και οι μαρξιστές του Νότου πέφτουν στις παγίδες της ψεύτικης ιδεολογίας και οδήγησαν σε έναν μεταμαρξισμό όπου είτε τον Μανχάιμ είτε τον Λούκατς ακολουθήσεις, είσαι πάντα ό,τι δηλώσεις.
Εκεί οδήγησαν την χώρα οι νεοκαντιανές και μεταμαρξιστικές κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις της χώρας. Η νεοκαντιανή “σχολή της Χαϊδελβέργης” έζησε τους παρεμφερείς πολιτιστικούς διχασμούς της Γερμανίας και της Ελλάδας χωρίς να τους κατανοήσει. Οι νεομαρξιστές κυβέρνησαν την χώρα με τις ιδεολογικές αρχές των παλαιών εφεδρειών του κομμουνισμού, που, αφού εγκατέλειψαν την χώρα μετά την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο, συνεργάσθηκαν σαν μεταμαρξιστές με τον Αμερικανικό Ατλαντισμό, με βάση τον γνωστικό σχετικισμό της σχολής της Φραγκφούρτης που είχε επίσης καταφύγει στις Η ΠΑ, μετατρέποντας τον ψυχρό σε θερμό πόλεμο εναντίον των πρώην κομμουνιστικών και των ανεξαρτήτων χωρών.
Αν ο Έρωτας αλλά και ο κάθε τρόπος συνένωσης του “εγώ” με τον “άλλο” μπορούν να γεφυρώσουν υποστασιακά την αντίθεση αυτή, με τρόπο λογικό χωρίς να καταστρέφεται η εξωλογικότητά του (αφού λογικά δεν μπορεί να γεφυρωθεί η διάκριση μεταξύ τους και η λογική λειτουργεί με την διαφοροποίηση τους) η απόσταση υποκείμενου και αντικείμενου και η μοναξιά του “εγώ” δημιουργεί ακριβώς το ιδεολογικό και ψυχολογικό περιεχόμενο της Γενιάς του 1930. Αυτός είναι ο μόνος τίτλος της ιστορικής νομιμοποίησής της.
Η γενιά του 1930, που, όπως είπε και ο Καραντώνης, μέτρησε την ιστορία της ανθρωπότητας με τα μέτρα της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήταν αποταμιευτής, όπως ο Σεφέρης, όλων των απογοητεύσεων και της απελπιστικής ραθυμίας που είχε κυριεύσει τον ελληνικό λαό, μετά το 1922. Η Γενιά, όμως, δεν τελειώνει αλλά συνεχίζεται με την ακόμη πιο τραγική, αποδεκατισμένη με συνέργεια της δεξιάς και της αριστεράς, γενιά του 1940…
*Εκδότης του περιοδικού Eurobalkans.