Αρχική » Σαράντος Καργάκος: Εξελληνισμός του Χριστιανισμού ή εκχριστιανισμός του Ελληνισμού

Σαράντος Καργάκος: Εξελληνισμός του Χριστιανισμού ή εκχριστιανισμός του Ελληνισμού

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001

Συχνά έχω χρησιμοποιήσει τήν ομηρική λέξη “μισγάγκεια” γιά νά έκ-φράσω παραστατικά τή συνάντηση-σύγκρουση δύο ισχυρών πνευματικών ρευμάτων, τοϋ δύοντος Ελληνισμού και τοϋ άνατέλλοντος Χριστιανισμού. Ή λέξη μισγάγκεια (άπό τό “μίσγω” + αγκος” =φαράγγι) σημαίνει κοιλάδα ή φαράγγι στό όποίο σμίγουν δύο ή περισσότεροι, άπό τά βουνά κατερχόμενοι, χείμαρροι. Όταν συναντιώνται τα νερά, συγκρούονται ισχυρά, σχηματίζουν δίνες, ως ένα σημείο φαίνεται η διαφορά τους καί ή ύπεροχή τοϋ ίσχυροτέρου, άλλ’ άκολούθως συνενώνονται, συγχωνεύονται καί άξεχώριστα προ -χωρούν σέ μιά κοινή κοίτη. “Μισγαγκεια” είχαμε καί κατά τή συνάντηση τοϋ Ελληνισμού μέ τόν Χριστιανισμό. ‘Επρόκειτο γιά δύο ισχυρά ρεύματα, πού συγκρούστηκαν άρχικά με σφοδρότητα, άλλ’ άκολούθως συμπορεύτηκαν και συγχωνεύτηκαν.

Ή ταύτιση, μετά τήν ένταση τών πρωτων αιώνων, ύπήρξε τοσο έντονη, ώστε ό Γ. Χατζιδάκις, ό πατέρας της Ελληνικής Γλωσσολογίας, να διερωτάται σέ ένα μελετημά του, “πότερον ό χριστιανισμός έξελληνίσθη ή ό Ελληνισμός έξεχριστιανίσθη;1 Διότι, όταν ό Χριστιανισμός έξαπλώθηκε στήν Ανατολή, μπορεί, όπως παρατηρεί ο Χατζιδάκις, νά ήλθε, ώς θρήσκευμα πρός θρήσκευμα, σέ ισχυρή άντίθεση πρός τόν Ελληνισμό, άλλά “παρέλαβε μέν παρ’ αύτοϋ πολλά, πάμπολλα. Στή μεγάλη δίτομη ιστορία μου γράφω τά έξής γιά τήν άλληλοπεριχωρηση αυτή: Ό Χριστιανισμός, γιά νά πάρει οικουμενικό χαρακτήρα, άναγκάστηκενά χρησιμοποιήσει τήν ελληνική γλώσσα, νά στηριχθεί στό έκλεπτυσμένο ελληνικό στοιχείο καί να πάρει τό φιλοσοφικό ένδυμα τοϋ Ελληνισμού, για νά θεμελιώσει τίς δογματικές του άρχές.2 Στόν κοινωνικό τομέα βοηθηθηκε ιδιαίτερα άπό τη φιλοσοφική σκέψη τών στωικών, πού κηρυσσανε τήν ταπεινοφροσύνη, τή φιλανθρωπία καί τήν ισότητα άνάμεσα στούς άνθρωπους, άνεξάρτητα άπό φύλο, τάξη, εθνότητα”3. Ή χριστιανική οικουμενικότητα είναι άπότοκος τοϋ στωικού κοσμοπολιτισμού, πού ήταν ή κυρίαρχη θεωρία στούς χρόνους τοΰ ρωμαϊκού επεκτατισμού.

Αλλά σέ ό,τι άφορά στόν έλληνικό κόσμο και χώρο, ό Χριστιανισμός δέν θά είχε καμμία ή περιορισμένη επιτυχία -καί αυτό τό εννοώ ώς θρησκεία- άν, πέρα άπό τή γλώσσα καί τή φιλοσοφία, δέν έπαιρνε τή μορφή -σέ παραλλαγή βέβαια- τής άρχαίας θρησκείας. Ούσιαστικά, στό λατρευτικό του μέρος, ο Χριστιανισμός είναι παράλλαγμα τής άρχαίας θρησκείας. Ό ελληνικός κόσμος συνέχισε μέσα άπό τή νέα θρησκεία, τήν οποία άποδέχτηκε, είτε οικειοθελώς είτε μέ τη βία, νά θρησκεύεται κατα τον τρόπο τής άρχαίας θρησκείας Μόνο που άλλαξαν κάποια Ονόματα και κάποια συμβολοποιητικα στοιχεία. Θά ήταν άσυγγνωστη άφέλεια, άν μέσα στή λατρεία τής Παναγίας δέν άναγνωρίζαμε στοιχεία λατρείας όχι μόνο τής Αθηνάς (“Πρόμαχος” ή Αθηνά. “Υπέρμαχος Στρατηγός” η Παναγία!) άλλά καί τής πανάρχαιας Μητέρας θεάς, τής υπέρτατης θεότητας των Μινωιτών.

Ό ελληνικός κόσμος είχε μια “δημοκρατική” άντίληψη περί θρησκείας. Ναί μέν άναγνώριζε το πρωτείο στό Δία, άλλά παράλληλα, καί σχεδόν ισότιμα έλάτρευε ένα πλήθος θεών, που κατά περιοχές μπορεί νά ήσαν περισσότερο λατρευόμενοι άπο τον Δία. Αύτή τή “λατρευτική δημοκρατία” έπέβαλε ό Έλληνισμός καί στό Χριστιανισμό, γιά να τόν δεχτεί καί νά τόν άποδεχτεϊ “Ενας Θεός, άπόλυτος άρχων γής καί ουρανού και κατευθυντής τών πάντων, ορατών καί αόρατων, δέν ήταν εύκολα προσπελάσιμος στη λαϊκή τουλάχιστον ψυχή τών Ελλήνων. Μόνο οί Εβραίοι μπορούσαν καί μπορούν νά αισθάνονται έτσι τό Θεό, μο – νοπρό -σωπο, μονοσήμαντο, μονοκόμματο, καί γι’ αύτό ή θρησκεία τους είχε καί έχει περιορισμένο εύρος. Ό χριστιανικός Θεός, όταν έγινε ελληνικός, συμμορφώθηκε πρός τήν έλληνική νοοτροπία καί έγινε τρισυπόστατος. Τό τριαδικό στοιχείο τής χριστιανικής θεότητας είναι μία προχώρηση άπό τήν έ βραϊκή μονοφυσικότητα πρός τήν έλ -ληνική πολυφυσι-κότητα, πού έκφρά-στηκε μέ τήν γνωστή τριφασικοτητα. Όσο κι άν αυτό δεν φαίνεται από θεολογική άποψη σωστό, ωστοσο αύτή είναι ή ιστορική πραγματικότητα. Όπως κατά τήν άρχαιότητα δεν ίσχυσε κατ’ άπολυτότητα ή Διολατρεΐα”, όμοια καί κατά τή χριστιανική περίοδο στόν ελληνορωμαϊκό κοσμο δέν ίσχυσε ή θεολατρεία. Ο ελληνικός κόσμος περισσότερο άπό θεολάτρης, είναι Χριστολάτρης καί άκόμη πιό πολυ Μαριολάτρης. Η Μαριολατρεια ή Παναγιολατρεια είναι ουσιαστικα η ισχύουσα στον λαϊκό κόσμο των Ελλήνων θρησκεία.

Ό ελληνικός κόσμος μπορεί να δεχθηκε τό Χριστιανισμό άλλα αύτο δέν σημαίνει ότι παραιτήθηκε άπό τήν προηγουμένη θρησκευτική του παραδοση. Απλώς τήν ένέταξε στη νέα θρησκεία. Όταν, συμφωνά μέ τον Πορφυρογέννητο, οι κάτοικοι της Μάνης γίνονται χριστιανοί μόλις τόν έννατο αιώνα, αυτό άραγε σημαίνει ότι άπό τή μιά μέρα ώς την άλλη λησμόνησαν οί Μανιάτες τό θρησκευτικό τους παρελθόν; Και μαλιστα όλοι; Εκείνο το όποιο πιστεύω ότι ίσχυσε στην περίπτωση τών κατά καταγωγή καί αγωγή Ελλήνων, είναι μια αλληλοϋποχωρηση: ή άρχαία θρησκεία ύπεχώρησε κατά τά δόγματα έναντι τής νέας καί ή νέ α υπεχώρησε έναντι τής παλαιάς κατα το τυπικό τής λατρείας. Κι ήταν εύκολο νά γίνει αύτό, γιατί ή άρχαία θρησκεία δέν κρυσταλλώθηκε ποτέ σέ δόγμα. Γι’ αύτό δέν είχαμε στήν αρχαιότητα αιρέσεις ούτε καί θρησκευτικούς πολέμους. Οί λεγομενοι Ιεροί Πόλεμοι” άφορούσαν σέ κτηματικές καί πολιτικές διαφορές. Ούτε είχαμε ιδρυτές θρησκειών, όσο κι άν προβάλλεται έσχάτως σάν τέτοιος ό Ορφέας όσο κι άν παλαιότερα ο Μαρινάτος έδίδασκε πώς ό ορφισμός είναι ό πρό Χριστού Χριστιανισμός”.4

Αύτό που περισσότερο μάς δένει μέ τη θρησκεία είναι ό θάνατος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άρχαία έλληνική καί ή χριστιανική θρησκεία δέχονται τήν άθανασία τής ψυχής καί τήν άνταπόδοση (μετα θάνατον ό καθείς θά αμειφθεί κατά τά έργα του), ωστόσο ο χριστιανισμός δέν έφερε τίποτε καινό σέ ό,τι αφορά στή σχέση ζώντων καί νεκρών. Ούσιαστικά όλο τό νεκρικό τελετουργικό, πού επίσημα ή άνεπίσημα υιοθετήθηκε άπό τό Χριστιανισμό, είναι συνέχεια τοΰ άρχαιου τελετουργικού, άπο τό λευκό σαβανο, ιδίως γιά τους ιερείς, μέχρι το ραντισμα τοΰ νεκρού ή τών μετεχόντων στην νεκρώσιμη ακολουθία μέ ραντι-στηριο ύδωρ. Οί καθαρμοί άπό τήν άρχαια θρησκεία πέρασαν στή χριστιανική. Κι όπως παλιά στη Ορακη ύπηρχε έθιμο οί έπιστρεφοντες άπό μία κηδεία να ραινονται μέ νερό, μέσα στό όποιο είχαν σβήσει άναμμένο κάρβουνο, γιά νά σβήσει όμοια καί ή λύπη, έτσι καί κατά την άρχαιότητα χρησιμοποιούσαν γιά τους καθαρμούς άγιασμένο νερο μέσα στό όποιο είχε σβησθεί δαυλός άναμμένος άπό τήν ιερή φωτιά κάποιου βωμού.

Τό μοιρολόι ήταν ευρύτατα διαδεδομενο στόν ελληνικό κόσμο, τόσο στον ειδωλολατρικό όσο καί στο χριστιανικό. Είχαμε μαλιστα περιπτώσεις μοιρολογιοϋ έπί πληρωμή. Ή Κα-ρία άνέδειξε ξακουστές μοιρο-λογήτρες πού έκλαιγαν έπί πληρωμή το νεκρό. Αυτό ώς τη νεώτερη έποχή γινόταν-άλλά σέ πολύ ειδικές περιπτώσεις μέ ξακουστές Μανιάτισσες μοιρολογήτρες. Φαίνεται ότι τό ίδιο γινόταν καί στή Σαμοθρακη καί στην εγγύς τής Σαμοθράκης θρακική άκτή. “Ελεγαν παλια στήν Αίνο το παροιμιακο γιά ανθρώπους μεγαλομανείς: “Σαμοθρακιτισσες θέλεις νά σέ κλάψουν;” Κι όμως ο Χρυσόστομος έλεεινολολογεί καί άπειλεΐ νά άποκλείσει άπό τόν έκκλησιασμό έκείνους πού πλήρωναν μοιρολογήτρες γιά να κλάψουν τό νεκρό. Ή άρχαία συνήθεια τοϋ νεκρικού θρήνου έπικράτησε τών χριστιανικών άρχών καί ίσχυσε μέχρι τών σημερινών ήμερών.

Εκτός τοϋ ότι ό νεκρός δέν πρέπει νά πηγαίνει άκλαυτος στήν “κάτου γη”, δέν πρέπει νά πηγαίνει άσυνόδευτος κι άπό άγαπημενα προσωπικά του άντικείμενα. Κι αύτό ίσχυσε τόσο στήν προχριστιανική όσο καί στή χριστιανική περίοδο. Στήν άρχαιότητα έβαζαν στόν τάφο, πλάι στό νεκρό, διαφορα έφόδια, χρήσιμα γιά τό μακρύ καί άγύριστο ταξίδι. Στήν Θράκη, σέ νεώτερη έποχή, έβαζαν ένα σταμνί γεμάτο νερό, γιά νά μην πιεί ό νεκρός τό νερό τής λήθης, τό νερο τής λησμονιάς καί μάς άλησμονήσει. Κι άκόμη τή συνήθεια πού είχαν οί άρχαίοι νά θέ τουν στό στόμα τοϋ νεκρού τό νόμισμα, πού ήταν τό άντίτιμο γιά νά τόν περάσει ό Χάρων άπό τήν Αχερουσία λίμνη καί νά τον φέρει στόν “Αδη, τό συναντούσαμε, σχεδόν άναλλοίωτο, ώς τίς άρχές τοΰ αιώνα μας νά έπι-βιώνει στόν Πόντο, μόνο πού άντί νομίσματος έθεταν στό στόμα τοΰ νεκρού μιά μικρή ζύμη άπό κερί, που είχε πανω της χαραγμέ νο τό σχήμα τοΰ σταυρού, ή ένα μικρό σταυρό φτιαγμένο άπό δυο κεριά. Το άρχαίο νεκρικό έθιμο έπέζησε άλλά ύπό χριστιανική μορφή και νόημα.

Αλλ’ ούτε καί ή άρχαία νεκρική συνήθεια τών “χοών” (χοή, άπο τό χέω=χύνω) άπολείπει άπό τον έλληνικο χριστιανικό κοσμο. Στην άρχαιότητα είχαμε τρισπονδεν χοές πάνω στον ταφο τοϋ νεκρο_ μέ νερο πηγής, λαδι και μελί Σ~ χριστιανική περίοδο είχα-ε πλύσιμο τοΰ νεκρού με κρασ_ κα. μετά τήν τοποθέτηση του στο. τάφο, άκολουθοΰσε σε πολ · ; μέρη τοΰ Ελλαδικού κοσμου το χυσιμο τοϋ λαδιού τής καντήλας άπο τόν ίερεα πάνω στο νεκρό γ τό χύσιμο κρασιοϋ ή το άδειασμα τοΰ θυμιατηριου. Το έθιμο αυτο πήρε έπίσημο χαρακτήρα στη χριστιανική λατρευτική. Ύπαρχο έκκλησιαστική διαταξη που ορίζει τριπλή έπίχυση τοϋ νεκρού με λαδι καντηλιοϋ, αλλά με άλλη νοηματοδότηση: όπως με το λαδι το. βαπτίσματος, κατα Χριστον έζησε ό νεκρός, τωρα, μέ το λαδι τ’ άγιασμοΰ, κατά Χριστόν πορεύεται στόν “Αδη. Αλλά μήπως κα τα χριστιανικά μνημόσυνα δε’, είναι συνέχισμα τών άρχαιω\ μνημοσύνων; Τά λεγόμενα σαράντα” είναι άντιγραφή τής τριαντακαδας”5 τών άρχαιων. Ή μεταβολή δέν είναι μόνο άριθμητικη άλλα καί συμβολική. Ό Χριστιανισμός έδωσε στα μνημόσυνα ένα βαθύτερο συμβολικό νόημα, ώστε νά δένεται πιό στενά με τη διαμορφούμενη δική του παραδοση. “Ετσι τά λεγόμενα “τρίτα (τριήμερο μνημόσυνο) γίνονται σε ανάμνηση τής τριήμερης άναστάσεως τοΰ Χρίστου, τα εννιάμερα” σέ άνάμνηση τών κεκοιμημένων καί τά “σαραντα γιά νά άνέλθει ή ψυχή τοϋ νεκρού στούς ούρανούς μετά τήν τελεση τοϋ μνημοσυνου, όπως έγινε με τήν Ανάληψη τοϋ Χριστού. Σε όλες αύτές τίς ταφικές συνήθειες διακρίνουμε τήν αρχαία δοξασία ότι η ψυχή τοΰ νεκρού δέν πήγαινε στόν “Αδη, εφόσον τό σώμα του έμενε άταφο.

Περισσότερη διάδοση μεσα στή χριστιανική λατρευτική έχει τό άγιασμένο νερό6, που είναι προέκταση τοϋ ραντηριου ύδατος τών άρχαίων. Ό άγιασμος, ως καθαρτήρια τελετή, είσερχεται στή λειτουργική πρακτική τών Χριστιανών άπο τόν 5ο αίωνα Με τό άγιασμένο νερο γινόταν κατάλυση τών είδωλων, ή φυγάδευση τών δαιμόνων και η έξόντωση καταστρεπτικών έντόμων. Μέ τό άγιασμένο νερο ραντιζόταν 6 τόπος (γιά νά φυγουν τά δαιμόνια), όπου επρόκειτο νά κτισθεί ναός. Κι άκόμη μέ άγιασμένο νερό επιτυγχάνεται ή Ίασις ψυχών καί σωμάτων”, άφοϋ τό άγιασμα έχει τή δύναμη νά φυγαδεύει ψυχικές, πνευ -ματικές καί σωματικές άσθένειες.

Περισσότερο βέβαια άγιασμένο θεωρείται τό νερό μέσα στό οποίο βαφτίζεται ό Χριστός, υπό τύπον σταυρού, κατά τήν ήμέρα των Θεοφανείων. Γι’ αυτό, κι αύτό άπό τήν έποχή τοϋ Ιωάννου τοϋ Χρυσοστόμου (4ος αιώνας), άπό τόν Οποίον Ιωάννη πληροφορούμαστε ότι οί Χριστιανοί εφύλατταν τό άγιασμένο νερό μέχρι της έπομένης εορτής τών Φωτων, ώς μέσο καθαρμού, χωρίς στο χρονικό διάστημα τοϋ ένός έτους τό νερό νά ύποστεΐ κάποια άλλοίωση. Το νερό αύτό, περα άπό περιπτώσεις καθαρμών χρήσιμοποιείται γιά τήν εκδίωξη δαιμόνων, ασθενειών κ.λπ., άλλά καί γιά τήν έκδίωξη ερπετών καί βλαπτικών έντόμων, ένισχυόμενο μέ λάδι άπό καντήλα. Όλα αύτα δέν είχαν καμμία σχέση μέ τή χριστιανική διδασκαλία καί πρακτική. Είναι έγκαταλλείμματα τής αρχαίας λατρευτικής παραδόσεως.

Τήν άρχαία λατρεία συνεχίζουμε άκόμη καί μέσω τής λατρείας τών άγίων. Οί ‘Ορθόδοξοι Έλληνες περισσότερο άπό θεολάτρες καί Χριστολάτρες, όπως είπαμε στήν άρχή, είναι αγιολάτρες. Καί ώς πρώτη άγία μορφή, ώς Παναγία δηλαδή, λατρεύουν τήν Μαρία, μόνο πού σι γα-σιγά τό ουσιαστικό (Μαρία) υποχώρησε έναντι τοϋ έπιθέτου (Παναγία), όπως άκριβώς καί στήν αρχαία Λυκόσουρα τής Αρκαδίας το έπίθετο Δέσποινα είχε ύπερισχύσει τοϋ ούσιαστικοϋ ονόματος τής τοπικής θεότητας. Υποθέτω ότι ούτε ο χριστιανικός Θεος θά γινόταν άποδεκτός από τον έλληνικό κόσμο, όπως δέν έγινε καί ό ιουδαϊκός (Γιαχβέ), χωρίς την προβολή τής Παναγίας, που μετριάζει τόν άνδροκρατικό χαρακτήρα τής λατρείας του, καί χωρίς τήν παρεμβολή τών άγίων που ή παρουσία τους δίνει στό λατρευτικό σύστημα ένα πιό δημοκρατικό, πιό λαϊκό σχήμα (ό άγιος είναι πιο προσιτός άπό τό θεο). έτσι πού νά μετριάζεται ή άκαμψία τής θεϊκής άπολυταρχίας. “Ακόμη καί ή προσευχή, καλώς έξεταζόμενη, είναι μία δημοκρατική λειτουργία πού φέρνει τόν πιστό σέ άμεση έπαφή μέ τήν υπερκόσμια έξουσία. Τέλος, τήν άρχαία έλληνική δημοκρατική παράδοση βλέπουμε νά διασώζεται στήν ονομασία Εκκλησία, πού σημαίνει σύναξη λαού, ονομασία πού άπό δήλωση πλήθους μεταφέρθηκε καί στό κτίσμα, στό ναό.

Ή βαθύτερη όμως μεταφορά σημειώθηκε άλλοϋ: μέσα στή Χριστιανική “μορφολογία” διασώζεται σχεδόν άτόφια ή άρχαία “μορφολογία” μέ διαφορετικό όμως νόημα καί συμβολιστικές προεκτάσεις. Μέσα άπό τήν λατρεία τοϋ Χριστοϋ συνεχίζεται ή λατρεία τοϋ Αδώνιδος, ένώ στή λατρεία τοϋ Αγίου Νικολάου συνεχίζεται ή λατρεία τοϋ Ποσειδώνα καί στή λατρεία τοϋ Προφήτου Ήλιοΰ ή λατρεία τοϋ Απόλλωνα. Ακόμη καί ή παρήχηση φέ ρνει κοντά άρχαΐες παγανιστικές θεότητες μέ μορφές τοϋ χριστιανικού έορτολογίου. Ή Ειλύθυια, θεά τοϋ τοκετοϋ, συνεχίζεται στόν Άγιο Ελευθέριο, πού ελευθερώνει” τίς έγκυες γυναίκες. Ό “Αγιος Στυλιανός είναι προστάτης των βρεφών, διότι τά “στυλώνει”. Ό Αγιος Φανούριος συνεχίζει τήν παράδοση τής Πυθίας, γιατί “φανερώνει”, καί ό “Αγιος Βλάσιος, ώς προστάτης τών ποιμνίων, συνεχίζει τήν παράδοση τοϋ Πάνα. Σχεδόν σέ κάθε άγροτικό άγιο, άκόμη καί στόν “Αγιο Γεώργιο, διακρίνουμε στοιχεία άρχαίων λατρευτικών άγροτικών συνηθειών. Στόν “Αγιο Γεώργιο όμως, ώς κατ’ κατεξοχήν πολεμικό άγιο, διακρίνουμε μιά έπιβίωση του Βελλερεφόντη, πού ιππεύοντας τόν θρυλικό Πήγασο, σκότωσε τη Χίμαιρα καί άπελευθέρωσε τήν Ανδρομέδα. Οί εικόνες τοϋ άγίου είναι έξέλιξη άρχαίων παραστάσεων, όπως επίσης και τοϋ Αγίου Δημητρίου πού είναι εξέλιξη τού θράκα ίππέα.

Ή ταύτιση τών λατρευτικών στοιχείων τοϋ νέου χριστιανικού κόσμου μέ τά λατρευτικά στοιχεία τοϋ παλαιού ειδωλολατρικού κόσμου είχε ήδη έπισημανθεΤ άπό τούς Έλληνες εθνικούς” τών πρώτων χριστιανικών χρόνων.

Ένώ δηλαδή οί Χριστιανοί κατηγορούσαν τούς “Εθνικούς” γιά ειδωλολατρία, οί ίδιοι συνέχιζαν στίς λατρευτικές τους συνήθειες τίς άρχαΤες ειδωλολατρικές έκδηλώσεις. Κι αυτό άναγκάζει τόν επίσκοπο Θεο-δώρητο νά γράψει άπολογητικά, πώς ένώ οί Εθνικοί τελούν πανηγύρεις μέ σκοπό τή μέθη, τόν γέλωτα καί τήν αισχρολογία, οί Χριστιανοί άντίθετα στίς πανηγύρεις τους άναπέμπουν ύμνους στό Θεό, άκοϋνε λόγους ιερούς, προσεύχονται καί θρηνούν. Όντως ύπήρχε καινούργιο νόημα, “καινός οίνος” στή νέα λατρεία άλλ’ ό άσκός ήταν παλαιός. Καί άσκός έν προκειμένω ήταν ή λαϊκή ψυχή, πού παρά τήν χριστιανική άνακαίνιση παραμέ νει στό βάθος της… άρχαιοελληνική!

Δέν θέλω νά άναφερθώ στήν Θεία Λειτουργία πού ύπό ποικίλες έκφράσεις συνεχίζει τήν άρχαία τραγωδία, ούτε στήν ψαλτική που προεκτείνει τήν άρχαία ύμνωδία, ούτε στό φιλοσοφικό έπένδυμα τής χριστιανικής δογματικής, πού χωρίς αύτό ό χριστιανισμός θά είχε διαλυθεί στήν πολυαρχία τών αιρέσεων, ούτε ακόμη στά στοιχεία τής τέχνης, γιά νά δείξω τήν έλληνοποίηση τοϋ Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός ό,τι είχε νά πει, άπό άποψη τυπικού, τό είπε μέ τό άσυλλήπτου τελειότητος “Πάτερ ημών”. Τά πάρα πέρα ήσαν προσθήκες τοϋ εκχριστιανισμένου έλληνικοϋ -μάλλον έλληνο-ρωμαϊκοΰ καί έλληνοανατολικοϋ πνεύματος. Ή συνομιλία τοϋ Χρι -στοϋ μέ τη Σαμαρείτιδα δείχνει ότι, κατά τό πνεύμα τοϋ Χριστοϋ, ή εκδήλωση τής λατρείας έπρεπε νά είναι πνευματική. “Ο,τι προστέθηκε πάνω σ’ αύτή τήν πνευματικότητα, κατά μεγάλο ποσοστό, ήταν “τόκος έν καλώ” τής άρχαίας ελληνικότητας.

“Ας τό δούμε κι άπό μία άλλη σκοπιά. Πάντοτε είμαι έταστικος στήν άνάγνωση τοϋ κατά Ίωαννη κεφαλαίου, πού άναφέρεται στη συνάντηση τοϋ Χριστού μέ κάποιους Έλληνες “έκ τών άναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσι έν τή εορτή”. Ζήτησαν τήν παρέμβαση τοϋ Φιλίππου γιά νά δοϋν τον Χριστό. Ό Φίλιππος μεταφέρει τό αίτημα στόν Ανδρέα (οί δύο Απόστολοι έχουν έλληνικό ονόματα) καί αύτός μεταφερει τό αίτημα στό Χρίστο. Καί ό Χριστός, ώσάν νά κατεληφθη άπο ένθουσιασμο, άνακραζει: “Έλήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ό Υιός τοϋ άνθρώπου. Δηλαδη ή συνάντησή Του μέ το έλληνικό στοιχείο καί η αποδοχή Του άπό τόν έλληνικόν κόσμο συνιστά τή μεγάλη Του δόξα. Όμως έκεϊ το Ευαγγέλιο (κεφ. ιβ, 21-24) κόβεται απότομα. Ό Χριστός ξεχνά τους Έλληνες και τή δόξα Του καί σάν νά μιλάει διδακτικά συνεχίζει: ” Αμήν άμήν λέγω ύμίν, έάν μή κοκκος τού σίτου πεσών είς τήν γήν άποθάνη, αύτός μόνος μένει. Έάν δέ άποθάνη, πολυ καρπόν φέρει”. Τί σημαίνουν όλα αυτά; Είναι άποσυσχετισμένα άπό τήν παραπάνω φράση που άναφερεται στη συνάντηση τοϋ Χριστού μέ τους Έλληνες; Δεν τό νομίζω. Ποιός είναι ό κόκκος σίτου, που αφοϋ άποθανει, θα φέρει πολυ καρπό; Στή δική μου αντίληψη ό κοκκος αύτός είναι ό Ελληνισμός που πεθαίνει μέσα στό χριστιανικό άγρό άλλα έμποτισμένος απο χριστιανικό χυμο δίνει και ξαναδίνει πλούσιο κι εύχυμο καρπό.

1.            Ήμερολόγιον τής Μεγάλης Ελλάδος (1925), α 109.

2.            Οί θεολογικοί όροι καί οί θεολογικές έννοιες τοϋ χριστια -νισμοϋ είναι σχεδόν δημιούργημα τοϋ Πλατωνισμοΰ και Νεοπλατω -νισμοϋ.

3.            Σ. Καργάκος, Ιστορία τοϋ Έλληνικοϋ κοσμου καί τοϋ μείζονος χώρου, Γουτεμβέργιος, 1999, 2000, Α , σ. 480.

4.            Σπ. Μαρινάτος: Κρητομυκη -ναϊκη θρησκεία, Αθήνα 1948, ο. 157.

5.            Μνημόσυνο που γινόταν την τριακοστή ήμέρα μετα τόν θάνατο.

6.            Τό άγιασμα γινόταν μέ τό “σταύρωμα και με την αναγνωση ή απαγγελία τής κατάλληλης

ευχής-

* 0 Σαράντος Καργάκος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ