Αρχική » Η εθνικοποίηση του κόσμου – Μ. Καέν

Η εθνικοποίηση του κόσμου – Μ. Καέν

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 37, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002

La nationalisation du Monde, Europe, Afrique, L’identite dans la democratie, tou Michel Cahen Editions L’ Harmattan, Παρίσι 1999. 0 Μισέλ Καέν (Michel Cahen) είναι ιστορικός, ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (CNRS,) στο Κέντρο μελέτης της μαύρης Αφρικής του Ινστιτούτου πολιτικών μελετών του Μπορντώ. Οι εργασίες του πάνω στις πρώην πορτογαλικές αποικίες της Αφρικής, και ιδιαίτερα πάνω στους ριζοσπαστικούς εθνικισμούς που αρνούνται τις εθνοτικές ταυτότητες, τον οδήγησαν στο να στοχαστεί γενικότερα τους δεσμούς ανάμεσα στην πολιτική δημοκρατία και την εθνοτική ταυτότητα. Προσπαθεί να αναπτύξει μια ανανεωμένη μαρξιστική προσέγγιση της πολιτικής εθνικότητας. Για το βιβλίο του «Η Εθνικοποίηση του κόσμου, Ευρώπη, Αφρική: Ταυτότητα και δημοκρατία», δίνουμε μια σύντομη παρουσίαση που διαμόρφωσε ο ίδιος ο συγγραφέας και μεταφράσαμε και ένα μέρος της εισαγωγής του:

Η παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση το τέλος των εθνών και των εθνοτήτων αλλά, αντιστρόφως, μέσα από τον μετασχηματισμό τους, τα αναγορεύει δυνητικά σε φορέα ανατροπής. Ωστόσο, τα ρεύματα της αριστεράς, και ιδιαιτέρως τα μαρξιστικά, υποφέρουν από τη μαρξική συσχέτιση του εθνικισμού με το στάδιο των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων, γεγονός που τα οδηγεί αφ’ ενός να θεωρούν το εθνικό ζήτημα ξεπερασμένο, εκτός από τις «καθυστερημένες» χώρες, και αφ’ ετέρου να αντιλαμβάνονται το έθνος ως απλό συνώνυμο της Δημοκρατίας και της κοινότητας των πολιτικών δικαιωμάτων (την οποία γέννησαν οι λεγόμενες αστικές επαναστάσεις), έννοια κενή από κάθε εθνοτική ταυτότητα. Η αντίληψη ετούτη τοποθετεί τις περισσότερες φορές αυτά τα αριστερά ρεύματα εκτός των κοινωνικών κινημάτων με εθνοτικό-εθνικό υπόστρωμα και ταυτόχρονα επιβάλλει σε αυτά τα κινήματα την ηγεμονία ρευμάτων συντηρητικών ή και ακροδεξιών.

Θα πρέπει να τελειώνουμε με αυτή τη γραμμική μαρξική, αλλά ελάχιστα μαρξιστική, αντίληψη της κοινωνικής εξέλιξης (από «το πιο μικρό και παλιό» στο «πιο μεγάλο και σύγχρονο») και να αποκαταστήσουμε το έ-θνος/εθνότητα όχι σαν ένα στάδιο υποχρεωτικά συνδεδεμένο με την αστική επανάσταση αλλά σαν μία μόνιμη τάση στους κόλπους των κοινωνικών κινημάτων.

Αυτό θα μας επέτρεπε να πάψουμε να συγχέουμε τον διεθνισμό με τον αντι-εθνισμό.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ελεγεία στον διεθνισμό

Επειδή, στα δυτικά Έθνη-κράτη, ηλικίας ενίοτε πολλών αιώνων, ορισμένοι τομείς της ελίτ, χορτασμένοι από ιστορική κουλτούρα και από τη σταθερότητα της πολιτειακής τους υπόστασης, πιστεύουν πως είναι καιρός να περάσουν σε κάτι άλλο, γι’ αυτό και ο,τιδήποτε, σε άλλες περιοχές του κόσμου ή και στις ίδιες τις δικές τους περιοχές, δεν βαδίζει προς την κατεύθυνση αρχικά της εθνικής ομοιο-μορφοποίησης, στη συνέχεια της ευρωπαϊκής, και τελικά στην κατεύθυνση του παγκόσμιου μη-έθνους, εκλαμβάνεται ως επιστροφή προς τα πίσω, και είναι άρα αντιδραστικό.(…)

Στους χώρους τους πιο ευνοϊκά διακείμενους απέναντι στο κοινωνικό και δημοκρατικό κίνημα, υπάρχει μια μόνιμη σύγχυση ανάμεσα στο κράτος και το έθνος-κράτος, ανάμεσα στο έθνος-κράτος και το έθνος, την πολιτειακή υπόσταση και την εθνικότητα, τον αντιρατσισμό και τον αντι-εθνισμό, ανάμεσα στις πραγματικότητες της συνείδησης και την «ψευδή συνείδηση», ανάμεσα στο «στάδιο της αστικής επανάστασης» και την «εθνική-δημοκρατική επανάσταση». (…)

Μια κάποια έκπληξη προκαλεί εξάλλου το γεγονός ότι αυτή η ιδεολογία, που είναι ιστορικά οριοθετη-μένη και έχει οικοδομηθεί πάνω σε ένα αστικό υπόδειγμα, παραμένει ιδεολογία των σοσιαλιστικών ρευμάτων και, ιδιαιτέρως, των ριζοσπαστών μαρξιστών. Για πολλούς από τους τελευταίους, που θα χαρακτηρίσω «απολύτως ταξικοκεντρικούς» ή «οικονομιστές της αριστεράς», το έθνο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σύνολο πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία δημιούργησε η αστική επανάσταση, και στη συνέχεια διεύρυναν οι γενεές των κοινωνικών αγώνων, και δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάποια άλλη εθνική ταυτότητα έξω από τις εκρήξεις «ψευδούς συνείδησης». Συσχετίζουν ρητώς το έθνος με την αστική τάξη, πράγμα που εξηγεί γι’ αυτούς το ότι το έθνος ανήκει σε περασμένο στάδιο, εκτός από τις «καθυστερημένες χώρες». Με πρόσχημα το ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα» -πράγμα που αληθεύει- ξεχνούν ότι ούτε οι καπιταλιστές έχουν πατρίδα και, επομένως, δεν πρόκειται για κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικά: οι τάξεις δεν έχουν πατρίδα, κι αυτό είναι όλο. Αλλά πρόκειται ακριβώς για τάξεις μέσα στις οποίες ζουν άτομα, η ταυτότητα των οποίων δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτές αλλά και σε πολλές άλλες κατηγορίες: θρησκεία, εθνότητα, επάγγελμα, γλώσσα, φύλλο, κάστα, κλπ. Θεωρώντας ουσιαστική αποκλειστικά την ταξική ταυτότητα, διογκώνουν μονάχα μία κατηγορία συνείδησης και φέρονται με έναν τρομακτικό σεκταρισμό απέναντι σε ένα κοινωνικό κίνημα που αναμειγνύει πάντα πολλές ταυτότητες.

Στη διάρκεια όλου αυτού του αιώνα, σε ορισμένα ρεύματα της αριστεράς, υπήρξε μια άμεση σχέση ανάμεσα στην περιφρόνηση για το έθνος ή την άρνηση του εθνοτισμού και έναν σεκταρισμό που δεν είναι παρά μεταμφιεσμένος πατερναλισμός της πρωτοπορίας: δεν στηριζόμαστε στη διαλεκτική των ταυτοτήτων του κοινωνικού κινήματος -στα πλαίσια της οποίας μπορεί άλλωστε να σκεφτεί κανείς πως η ταξική ταυτότητα είναι καθοριστική-, αλλά αποκλειστικά στην ταξική ταυτότητα στο εσωτερικό του κοινωνικού κινήματος – για την οποία «αποφασίζουμε» ότι αποτελεί τη μοναδική ουσιαστική ταυτότητα. Τα ρεύματα της αριστεράς υποτιμούν έτσι πεδία πιθανής κινητοποίησης, και μάλιστα στρέφουν εναντίον τους ολόκληρους τομείς του κοινωνικού κινήματος ή, τουλάχιστον, αποδεικνύονται ανίκανα να διεκδικήσουν την ηγεμονία από ρεύματα της δεξιάς, ενώ τα τελευταία δεν αρνούνται, αντιθέτως την εκμεταλλεύονται με τον τρόπο τους, την κοινωνική ανάγκη ταυτότητας και τα δημοκρατικά δικαιώματα που προκύπτουν από αυτή. Κατά κάποιον τρόπο ξεχνούν το δεύτερο μέρος από την περίφημη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «Προλετάριοι όλων των χωρών, καταπιεζόμενα έθνη και λαοί, ενωθείτε!».

Ορισμένοι συγγραφείς υπέδειξαν -και ορθώς κατά τη γνώμη μου- το έθνος ως τον δημοκρατικό χώρο έκφρασης των πολιτών που τους επιτρέπει να αντισταθούν στις χρηματιστικές υπερεθνικές εταιρείες και σε δίκτυα αποεδαφικοποιημένα, ιδιωτικά, μη ελεγχόμενα και με τρομακτική ισχύ. Η πάλη των πολιτών εναντίον αυτού του πλανητικού καπιταλισμού θα μπορούσε να τους οδηγήσει ακριβώς στην υπεράσπιση του έθνους. (…)

Η αντίσταση στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό εκλαμβάνεται επίσης σαν, και άρα θα είναι, μια πάλη ταυτότητας. Όταν υπερασπιζόμαστε το «Ασφαλιστικό» απέναντι στο μααστριχικό στάδιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, δεν υπερασπιζόμαστε απλά και μόνο ένα κοινωνικό δικαίωμα αλλά επίσης και την ιδέα που έχουμε για τη Γιλλία, υπερασπιζόμαστε τη γαλλική ταυτότητα. Και ακριβώς γι’ αυτό, αν η παγκοσμιοποίηση θέτει στην ημερησία διάταξη περισσότερο από ποτέ άλλοτε τα ζητήματα του δημοκρατικού            πολιτεύματος, το ίδιο κάνει και με τα ζητήματα ταυτότητας, αφού προϋποθέτει κινήματα κατοίκων που υπερασπίζονται την κοινωνική τους υπόσταση ενάντια στην υπερφιλελεύθερη ομογενοποίηση που μοιάζει τόσο «πρακτική» στον χρηματιστικό καπιταλισμό. Γιατί θα πρέπει να υποστηρίζουμε τους μεν (δημοκράτες-πολίτες) και όχι τους δε (εθνοτικά-εθνικά υποκείμενα); Η καπιταλιστική επίθεση προκαλεί την υπεράσπιση του έθνους σαν ένα σύνολο που εμπεριέχει την πολιτική και την ταυτότητα σε μια αξεδιάλυτη σχέση και το αναγορεύει σε πολιτικό αντικείμενο, ισχυρό φορέα ανατροπής. Η «νέα κρίση του 1929», την οποία προανήγγειλαν τα σύγχρονα ρωσο-ασιατικά κραχ, και η οποία καθόλου δεν έχει ξεπεραστεί αλλά εξαπλώνεται στη Λατινική Αμερική και είναι πολύ πιθανό να μετεξελιχθεί σε ένα ισχυρό «τέλος του αιώνα», δεν μπορεί παρά να οξύνει αυτό το φαινόμενο: θα ωθήσει σε αμυντικούς κοινωνικούς αγώνες αλλά και σε αντιδράσεις αναζήτησης ταυτότητας απέναντι στις καταστροφές που προκαλούν τα μετακινούμενα κεφάλαια τα οποία εκλαμβάνονται ως ξένα. Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς να αντιπαλέψει τον εθνικισμό, νοούμενο αποκλειστικά ως εμπόδιο στους ταξικούς αγώνες, μπορεί να ανοίξει άπλετο τον δρόμο στους συντηρητικούς, ακόμα και ακραίους, εθνικισμούς.

Το μόνο που πετυχαίνουμε έτσι είναι να επιταχύνουμε το ρήγμα ανάμεσα σε δύο αναλυτικές κατηγορίες οι οποίες, στην πραγματικότητα, βιώνονται στην διαπλοκή τους από τα κοινωνικά υποκείμενα. Και κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές

Τα φαινόμενα της συνείδησης είναι ιδέες κοινωνικά οργανωμένες κα. εκφράζουν την ανάγκη παραγωγής ενός κοινωνικού δεσμού. Αυτός ο τελευταίος σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται σε ένα ή σε κάποια ιστορικά «στάδια», αλλά τα διαπερνά με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, ανάλογα με τις συγκυρίες.

Πρέπει να νοήσουμε την εθνοτικο-εθνική παραγωγή ως μία μόνιμη τάση στο εσωτερικό των κοινωνικών κινημάτων. Η λέξη τάση υποδηλώνει σαφώς πως η εθνογενετική συνιστώσα δεν είναι το μοναδικό διακύβευμα στο εσωτερικό των κοινωνικών δυνάμεων, και δεν είναι υποχρεωτικά η ισχυρότερη, ή η καθοριστική, και πως. όταν είναι όντως, δεν καταλήγει αναγκαστικά με θετικό τρόπο. Τέλος, είναι προφανές πως η μορφή έκφρασης της ταυτότητας αλλάζει σε κάθε εποχή και σε κάθε συγκυρία και, συγκεκριμένα, αλλάζει ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και με τη φύση των κοινωνικών σχέσεων που συνδέονται με αυτές…

Αλλά το να νοήσουμε το εθνικό ζήτημα, όχι πια ως ένα «στάδιο» της ιστορικής εξέλιξης-που αντιστοιχεί grosso modo, άλλοτε πρόωρα άλλοτε με καθυστέρηση αναλόγως με τον χώρο, στο πέρασμα από τη νεωτερική στη σύγχρονη εποχή-, αλλά ως μία τάση εξαιρετικά μακράς διάρκειας θα επέτρεπε -αν έλειπαν οι ιδεολογικές αναστολές- στα ρεύματα χειραφέτησης να στηριχτούν σε αυτό. Γι αυτό και στην πραγματικότητα όλα αντιπαραθέτουν τον διεθνισμό, αυτή την αλληλεγγύη των εθνισμών (διεθνισμός), στην τρέχουσα σύγχυση που τον καθιστά συνώνυμο του αντιεθνισμού.

Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ