του Μ. Μερακλή, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
(Με αφορμή το βιβλίο του Michael Herzfeld, Πάλι δικά μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και η διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας. Μετάφραση: Μαρίνος Σαρηγιάννης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002).
ΜΕΡΟΣ Ι
Το βιβλίο αυτό του καθηγητή ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ κ. Η. εκδόθηκε, στα αγγλικά, το 1982. Ύστερα από είκοσι χρόνια γνωρίζει και την ελληνική έκδοση του.
Στα αντικείμενα του κ. Η. είναι -κατά κύριο ίσως λόγο- και ο νεότερος και σύγχρονος ελληνικός (λαϊκός) πολιτισμός. Έχει ταξιδέψει και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Κρήτη.
Το βιβλίο, όπως ήδη διαδηλώνεται στον τίτλο του, αφορά άμεσα την ελληνική λαογραφία. Και, όπως έγραφε η Κυριακίδου-Νέστορος προλογίζοντας το, οι συνδυασμοί των συλλογισμών του συγγραφέα του είναι «πολλές φορές αναπάντεχοι, γι’ αυτό και ερεθιστικοί». Αυτό καθιστά, ευνόητα, σκόπιμη μια κριτική αντιμετώπιση του από τη μεριά της ελληνικής λαογραφίας. Μια πρώτη αρχή κάνω εγώ. Μακάρι ν’ ακολουθήσουν και άλλοι. Ακόμα (γιατί όχι;) και από την άλλη μεριά.
Η πρώτη κιόλας φράση, περιέχει μιαν ανακρίβεια: «Το 1821, οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν ενάντια στην τουρκική κυριαρχία και αυτοανακηρύχθηκαν ανεξάρτητο έθνος. Ο στόχος τους ήταν πολύ περισσότερο φιλόδοξος από την απλή ανεξαρτησία, καθώς διακήρυσσαν την αναγέννηση ενός αρχαίου οράματος, στο οποίο η ελευθερία δεν ήταν παρά ένα μόνο συστατικό. Το όραμα αυτό ήταν η Ελλάς – τα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων στη σοφία, στην ηθική και την τέχνη, συνοψισμένα σε μια υποβλητική λέξη» (σ. 19). Η ανακρίβεια συνίσταται στο γεγονός, ότι δεν ήταν όλοι οι Έλληνες που ήθελαν την αναγέννηση του αρχαιοελληνικού οράματος, αλλά ένα μέρος των διανοουμένων τους. Ο Κοραής π.χ. και, φυσικά, ολόκληρος ο ευρύς κύκλος του, που κυριάρχησε άλλωστε στο στερέωμα του νεοελληνικού Διαφωτισμού, αντιτάχθηκε με πείσμα σ’ αυτή την ουτοπική στάση. Όχι, λοιπόν, όλοι οι Έλληνες. Όμως ο κ. Η. καθολικεύει. Και επιμένει: «το βιβλίο αυτό είναι μια προσπάθεια να δειχθεί πως οι Έλληνες επιστήμονες κατασκεύασαν την πολιτισμική συνέχεια, θέλοντας να υπερασπίσουν την εθνική τους ταυτότητα (…). Στην πορεία δημιούργησαν επίσης μια εθνική επιστήμη των λαογραφικών σπουδών, ενισχύοντας ιδεολογικά και την πολιτική διαδικασία της εθνοκατασκευής, η οποία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη» (20-1).
Στην προσπάθεια αυτή εντάσσει και ορισμένους ξένους διανοουμένους. Αλλά ας τους αφήσουμε αυτούς και ας μείνουμε στους δικούς μας. Αρχίζοντας κιόλας από τους «πρώτους Έλληνες λαογράφους» (όπως κάνει και ο κ. Η.), οι οποίοι βάσισαν τη δραστηριότητά τους πάνω στην «έννοια (…) της πολιτισμικής συνέχειας».
Την τάση αυτή συνάπτει ο συγγραφέας προς την «εξάρτηση των Ελλήνων από την ευρωπαϊκή προστασία», εξαιτίας της οποίας «ο ρόλος της λαογραφίας στη διαμόρφωση μιας αποδεκτής εξωτερικής εικόνας για τη χώρα είχε από την αρχή πολιτική σημασία. Αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι οι αγρότες, το μεγαλύτερο δημογραφικό στοιχείο, διατηρούσαν σαφή ίχνη της αρχαίας κληρονομιάς τους, η θεμελιώδης απαίτηση της φιλελληνικής ιδεολογίας θα ικανοποιούνταν και η ευρωπαϊκή υποστήριξη στο αναδυόμενο εθνικό κράτος θα μπορούσε να τεκμηριωθεί επάνω σε ένα ασφαλές ιστορικό υπόβαθρο» (25-6).
Πέρα από το ότι ο όρος «λαογραφία» χρησιμοποιείται, για πρώτη φορά, μόλις το 1884, και η λαογραφία, ως επιστήμη, ιδρύεται από το Νικόλαο Πολίτη το 1908 (ώστε να τίθεται το εύλογο ερώτημα, από πού ξετρυπώνουν τόσοι λαογράφοι και λαογραφικές σπουδές ήδη «στα πρώτα χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας»), είναι δεδομένο, ότι, και μετά την ίδρυση της, μόλις και μετά βίας πέρασε, ύστερα από δεκαετίες, στον ακαδημαϊκό χώρο (1926: ως ουρά στο αντικείμενο: θρησκεία, ιδιωτικός βίος των αρχαίων και λαογραφίας, στη Θεσσαλονίκη-1947: ως αυτοτελές μεν αντικείμενο, αλλά σε «έκτακτον» έδρα, στην Αθήνα): το γεγονός αυτό και μόνο αρκεί να τεκμηριώσει το αστήρικτο του ισχυρισμού, ότι «η γέννηση αυτή της ακαδημαϊκής λαογραφίας (εννοεί των πρώτων χρόνων της ανεξαρτησίας…) δρομολογήθηκε στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης τοπικών και ξένων συμφερόντων για τη νομιμοποίηση του νεοσύστατου κράτους»! (26).
Καλό είναι να κάνουμε πολιτική ιστορία, αρκεί βέβαια να χρησιμοποιούμε πραγματικά δεδομένα: πού ακούστηκε να υπηρετεί μια επιστήμη τα κρατικά «συμφέροντα» ερήμην του κράτους, το οποίο μένει εντελώς αδιάφορο απέναντι της;
Κάπου εδώ παρουσιάζεται ο «εθνικιστής» και «ιδεολόγος» Κοραής, στον οποίο αναγνωρίζεται ωστόσο κατά παραχώρηση η αντίθεση του προς τους «νεοαττικιστές, οι οποίοι ήθελαν να ξαναφέρουν στην καθημερινή χρήση τα κλασικά ελληνικά του Πλάτωνα και της αΤΤικής τραγωδίας» (δεν ήταν λοιπόν οι Έλληνες, συλλήβδην, που το ήθελαν αυτό, καθώς ισχυρίζεται λίγο πιο πάνω ο κ. Η.;)’ του αναγνωρίζεται ακόμα πως «ήταν πρόθυμος να διατηρήσει κάποιους (sic) τύπους της καθομιλουμένης, αλλά και να χρησιμοποιήσει τις ευρωπαϊκές παραδόσεις γραμματικής κωδικοποίησης» (27). Όμως ο Κοραής (ο κ. Η. αρέσκεται στην τακτική του «μια στο καρΦί και μια στο πέταλο»), στο βάθος, το μόνο που ήθελε, ήταν «να εντοπίσει στους Νεοέλληνες μια αρχαιοελληνική ουσία, η οποία θα μπορούσε να αναπλαστεί (sic) μέσα στη φιλελληνική σύνθεση» (27).
Όμως και αυτό είναι ανακριβές. 0 Κοραής ήθελε να ενισχύσει την αίσθηση μιας εθνικής συνέχειας, αλλά ιστορικά και ρεαλιστικά εννοούμενης, με ό,τι σημαίνει η συνέχεια στη διαδρομή των αιώνων. Ο Κοραής δεν ήταν ανιστόρητος και αφιλοσόφητος. Ήταν ο πιο προσγειωμένος (καθό θρεμμένος και με το πνεύμα του ρασιοναλιστικού γαλλικού Διαφωτισμού) Έλληνας διανοούμενος της εποχής του. Έγραφε π.χ.: «Όμηρος και Δημοσθένης να κατασταθή εις την ελληνικήν γλώσσαν δεν είναι δυνατόν δύναται όμως, εάν με νουν και κρίσιν καλλιεργή (τις) την μητρικήν αυτού γλώσσαν, να προειδοποιήση και να ταχύνη την περίοδον εκείνην του χρόνου, εις την οποίαν η πατρίς του θέλει εξάπαντος γεννήσειν νέους Ομήρους και νέους Δημοσθέ-νεις, αλλ’Ομήρους και Δημοσθένεις Γραικούς» (υπογραμμίζω εγώ) (Βλ. τον πρώτο τόμο της επανέκδοσης των «Προλεγομένων στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς», ΜΙΕΤ. Αθήνα 1986,σ. 201, σημ. 1).
Κάνει κι άλλη παραχώρηση ο κ. Η. Αν και δεν μπορούμε, λέει, να παραβλέψουμε πολιτικές εξαρτήσεις από το εξωτερικό, «αυτό δεν μειώνει τα επιτεύγματα των Ελλήνων λαογράφων. Αντίθετα η προθυμία ακριβώς των Ελλήνων να ριχτούν στη μάχη (αναφέρεται στην περίπτωση Φαλμεράιερ) είναι εκείνη που τους επέτρεψε να ανακτήσουν και να διατηρήσουν ένα τόσο μεγάλο σύνολο υλικού1 δίχως τις προσπάθειές τους, το μεγαλύτερο μέρος του θα είχε εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Δεν ωφελεί ούτε να χλευάζουμε τις μεθόδους και τις θεωρίες τους όσο παράξενες και να φαίνονται σήμερα».
Εντάξει. Αλλά ας διευκρινίσουμε: τι πολιτικό ενδιαφέρον (και συμφέρον) είχαν οι ξένες δυνάμεις να πεισθούν για την αρχαία καταγωγή των Νεοελλήνων; Το μόνο ενδιαφέρον και (συμφέρον) τους συνίστατο στο πώς θα έθεταν το νεοσύστατο κρατίδιο στη σφαίρα της επιρροής τους, στον ανταγωνισμό που υπήρχε και λόγω της κληρονομιάς του «μεγάλου ασθενούς», της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι συζητήσεις σχετικά με το πόσο οι νέοι Έλληνες ήσαν γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων ανάγονταν στη σφαίρα του ρομαντισμού. Και οι μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν την πρόθεση να κάνουν πολιτική με βάση τον ρομαντισμό: αυτός μάλλον τις ενοχλούσε, στο βαθμό όπου εξήπτε την επαναστατική τάση των υπόδουλων λαών (ο ίδιος ο κ. Η. σε άλλο σημείο, σ. 99, παραδέχεται ότι ο ρομαντικός «εθνοκεντρισμός», με τάση «οικουμενικότητας», του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και Σταμάτιου Βάλβη. ερχόταν σε μιαν εποχή, «κατά την οποία η Ευρώπη δεν ήταν διατεθειμένη να ακούσει» σωστά. (Βλ. και σ. 39: «Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα ήταν λοιπόν σε μεγάλο βαθμό ευκαιριοθηρικη αν και πάντοτε διατείνονταν πως έπρατταν το καλύτερο για τα συμφέροντα των Ελλήνων»),
Το εγκώμιο που πλέκει ο κ. Η. στους Έλληνες λαογράφους (προλαογράφους, έστω…) και την (ανάλογη) λαογραφία το προσλαμβάνει μάλλον μελαγχολικά ο σύγχρονος λαογράφος, αφού, ό,τι επέτυχαν εκείνοι (αλλά και οι επόμενοι), το επέτυχαν κατά λάθος και μέσα από ένα πλέγμα, κατά την άποψη του συγγραφέα. εξαρτήσεων. Ασφαλώς η Ελλάδα ήταν και την εποχή εκείνη δέσμια ενός ολόκληρου, πράγματι, πλέγματος εξαρτήσεων (βλ. και στις σελίδες 38-9 του βιβλίου, όπου Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία δραστηριοποιούνται για την «ελληνική υπόθεση»). Αλλά μου είναι αδύνατο να αντιληφθώ, ότι η λαογραφία -με την αρχαιολατρία της και, μετέπειτα, με τον μεγαλοΐδεατισμό της όπως ο συγγραφέας τα θέλει- υπήρξε αποτέλεσμα τους, ακόμα περισσότερο, υπηρετούσε ανάλογους πολιτικούς σκοπούς. Η μόνη αλήθεια είναι ότι οι λαογράφοι, και οι πριν και οι μετά, και οι κανονικοί και οι χρισμένοι από τον κ. Η., ήσαν μόνοι, κάνοντας ένα έργο που η πολιτεία, το κράτος, το αγνοούσαν. Το πο-λύ-πολύ, στη δεκαετία του 1880, πρόσεξαν το έργο τους οι λογοτέχνες, με πρωτοστάτη τον Κωστή Παλαμά – εκτός αν δεχθούμε, ότι ο ποιητής του «Δωδεκάλογου του γύφτου» ενεργούσε ως μεσάζων ανάμεσα στη Λαογραφία και την Πολιτεία, κάτι ως κρατικός κομισάριος.
Ωστόσο ο κ. Η. επιμένει: οι λαογράφοι άρχισαν αμέσως να καλλιεργούν ένα είδος σφόδρα ιδεολογικο-ποιημένης «εθνικής ανθρωπολογίας». Γι’ αυτό και στράφηκαν στον αγροτικό πληθυσμό, νομίζοντας πως αυτό τους διευκόλυνε να δουν «τον πολιτισμό του έθνους τους ως μια ενότητα, στην οποία συμμετείχαν πλήρως και οι ίδιοι». Αλλά, λέει, υπήρχαν στοιχεία, «νοητικές συνήθειες», που ξεχώριζαν τους μεν από τους δε, ώστε η ενότητα να καθίσταται ανέφικτη. «Οι εθνογραφικές μελέτες σε επίπεδο χωριού ή η μελέτη συγκεκριμένων καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών κινημάτων είναι χρήσιμες κι ενδιαφέρουσες, αφορούν όμως σχετικά μικρά και απομονωμένα τμήματα του εθνικού πολιτισμού» (27). Από το σημείο αυτό και εξής αρχίζει να υποβάλλεται η ιδέα για την ύπαρξη, στο σύνολο του ελληνικού (γι’ αυτόν είναι ο λόγος) λαού ή έθνους, δύο μερών, που πολλά τα αντιδιαστέλλουν θα δούμε πιο πέρα, σε τι θα χρησιμεύσει στον κ. Η. αυτή η διάκριση. Εδώ πάντως θέλω να παρατηρήσω, ότι οι αγρότες των χρόνων εκείνων δεν αποτελούσαν διόλου «σχετικά μικρό και απομονωμένο τμήμα του εθνικού πολιτισμού», αφού ακόμα το 1951 ο αστικός πληθυσμός μόλις έφτανε το 38,6% (βλ. Μ. Γ. Μερακλή, Ελληνική Λαογραφία, τ. Α: Κοινωνική συγκρότηση. Αθήνα 1984. σ. 25). Συναφώς προς αυτό, οι λαογράφοι (και κατεξοχήν οι πρώτοι, στους οποίους προπάντων αναφέρεται εδώ) ήσαν μέλη της αγροτικής κοινότητας, με «νοητικές συνήθειες» που δεν ήταν και τόσο εύκολο να αλλάξουν με μεταγενέστερη (περιορισμένη, ενίοτε) έξοδο από τον αγροτικό χώρο και ανώτερες σπουδές. Κατά συνέπεια, η «ανθρωπολογία» τους δεν ήταν, όπως λέει, «ανθρωπολογία των ανθρωπολόγων», αλλά των λαϊκών (αγροτικών) στρωμάτων, τις συνήθειες των οποίων κατέγραφαν. Γι’ αυτό άλλωστε και η ποιότητα (ακρίβεια) των καταγραφών είναι τέτοια, ώστε συχνά να κερδίζει τον έπαινο και του κ. Η.
Ωστόσο αυτός, διαφοροποιώντας, τελικά, λογίους και λαϊκά στρώματα (τα δύο «τμήματα» ενός διχαζόμενου μ’ αυτό τον τρόπο έθνους), φρονεί πως οι πρώτοι συνήργησαν σε βαθμό που, πια, «η λαογραφία ήταν έτσι στρατευμένη πολιτικά από τη γέννησή της- η μελέτη της δεν μπορεί να είναι παρά μια σπουδή στην ιδεολογία» (37): «πιθανότατα ελάχιστοι αγρότες είχαν τότε λεπτομερείς γνώσεις για τον αρχαίο πολιτισμό (…). Με όρους κλασικού πολιτισμού σκεφτόταν η μορφωμένη μειοψηφία, ενθαρρυμένη κυρίως από τη Δύση» (40).
Είναι παράξενο, που ένας ανθρωπολόγος φαίνεται να αγνοεί το απολύτως βέβαιο φαινόμενο, να ακολουθεί μια ομάδα, και μάλιστα με εντυπωσιακή συνέπεια, μια συμπεριφορά όχι κατά συνείδηση, αλλά μάλλον καθ’ υποβολή ενός συλλογικού υποσυνειδήτου, μάλιστα σε μια διαχρονική συνέπεια. Αρκεί να θυμίσω μια πολύ γνωστή σελίδα του Claude Levi-Strauss: «Γνωρίζουμε πως, για το μεγαλύτερο μέρος των πρωτόγονων λαών, είναι πολύ δύσκολο να βρούμε μιαν ηθική δικαιολογία ή λογική εξήγηση ενός εθίμου ή ενός θεσμού: ο ιθαγενής, όταν τον ρωτούν, αρκείται να δώσει την απάντηση, πως έτσι ήταν τα πράγματα πάντα (…). Ακόμα και όταν συναντούμε ερμηνείες, έχουν πάντα το χαρακτήρα δευτερογενών εκλογικεύσεων (…). Ακόμα και στη δική μας κοινωνία οι συνήθειες στο τραπέζι, τα κοινωνικά ήθη, οι κανόνες (που ρυθμίζουν το ντύσιμο μας και πολλές από τις ηθικές, πολιτικές και θρησκευτικές στάσεις μας) τηρούνται με ακρίβεια, χωρίς να εξετάζουμε προσεχτικά την πραγματική προέλευση και λειτουργία τους…». Αυτές οι «conditions incoscientes de la vie sociale», όπως τις λέει ο Levi-Strauss, δεν είναι, απλά και μόνο, «άγνοια του παρελθόντος», όπως λέει στην περίπτωσή μας ο κ. Η. (σπεύδοντας να συμφωνήσει με τον Richard Clogg), η οποία «συνιστούσε ένα θεμελιώδες πρόβλημα για την υπόθεση της ελληνικής αναγέννησης» (43): είναι μια μορφή υπαρκτής ζωής, άσχετα αν ετεροπροσδιορίζεται από άλλους, από τους λογίους, με «κλασικούς όρους»’ στις περιπτώσεις αυτές δεν έχουν σημασία οι ονομασίες των πραγμάτων και των φαινομένων, αλλά τα πράγματα και τα φαινόμενα τα ίδια. Στην ίδια σελίδα ο Levi-Strauss χρησιμοποιεί και την περίφημη φράση του Marx, πως «οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους αλλά δεν ξέρουν ότι τη δημιουργούν», φράση η οποία, κατά τον Levi Strauss δικαιώνει στο πρώτο μέρος της την ιστορία και στο δεύτερο μέρος την εθνολογία, την ανθρωπολογία (βλ. πρόχειρα Μ. Γ. Μερακλή, Λαογραφικά Ζητήματα, Αθήνα 1989. σ. 22-3).
Αυτός ο τρόπος ζωής των αγροτών, υπαρκτής αλλά εν πολλοίς μη αυτοσυνειδητοποιούμενης από τους φορείς της, είχε πολλά σημεία αναφοράς προς το αρχαιοελληνικό παρελθόν, κι αυτό όχι γιατί λάμβανε χώρα βέβαια κάποιο θαύμα, αλλά γιατί αυτό επέβαλλε, ως ιστορική αναγκαιότητα, η καθήλωση επί αιώνες της ζωής του ελληνικού χωριού και της ελληνικής υπαίθρου στα ίδια σχήματα μέσα στους ίδιους κλειστούς ορίζοντες. Και αυτός ο τρόπος ζωής υπερακοντίζει και τις θεωρητικές συζητήσεις των λογίων, όπως αυτή περί του αν έπρεπε οι κάτοικοι του νεοσύστατου κράτους να ονομάζονται Έλληνες ή Ρωμιοί, δύο ονομασίες που δήθεν ορίζουν και δύο «μοντέλα» εθνικής εικόνας, ένα «εξωτερικό» (για τους ξένους) και ένα «εσωτερικό», συζήτηση στην οποία ο κ. Η. αποδίδει υπερβολική σημασία (47-53).
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης μου φαίνεται αδιανόητο, ότι «η επινόηση και η καλλιέργεια της καθαρεύουσας» είναι συνεπής «με την “εξωτερικά προσανατολισμένη” ελληνική πολιτική» και αποτελεί «μια λογική έκφραση της “ελληνίζουσας” πολιτικής θέσης (…) όντας ένας τρόπος να παρουσιάζεται το έθνος κάτω από ένα αποδεκτό στη Δύση φως» (49). Όσο και αν προσπαθώ, δεν μπορώ να βρω ένα σοβαρό λόγο, για τον οποίον οι ξένες Δυνάμεις θα αποδέχονταν ευκολότερα τους Έλληνες, αν αυτοί προέβαλλαν τον καθαρευου-σιανισμό τους. Η μόνη πιθανή απήχηση, που θα μπορούσαν να έχουν μ’ αυτό τον τρόπο, θα ήταν προς τους ξένους φιλέλληνες, που και αυτοί ολοένα λιγόστευαν κι ούτε έπαιζαν άλλωστε κάποιον ουσιαστικό ρόλο στην πολιτική.
Όπως είπα, ο κ. Η. μιλάει συνεχώς για λαογραφία και λαογράφους, ήδη μέσα στην Επανάσταση, αλλά και πριν. Από τους πρώτους είναι κατ’ αυτόν ο Φώσκολος, ο Ζαμπέλιος, ο Ανδρέας Παπαδόπουλος-Βρετός, ο οποίος ανήκε σ’ έναν κύκλο που οι δραστηριότητές του έχουν «στενή σχέση ανάμεσα στα πολιτικά συμφέροντα και την εμφάνιση μιας σοβαρής λαογραφικής προσέγγισης» (πάντα, κατά την έμμονη ιδέα του!) (59). Είναι απίθανη η ευκολία με την οποία χειροτονούνται λαογράφοι άνθρωποι όπως ο βυζαντινολόγος αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος (74), ο νεοελληνιστής φιλόλογος Αποστολάκης (82) και άλλοι!. Δίπλα σ’ αυτούς και οι ξένοι, ο Φωριέλ και ο Τομμασέο. Καταλογίζει ο’ αυτούς, όπως και στους «Έλληνες συνεχιστές» τους, τάση για λογοκρισία στο καταγραφόμενο υλικό, για τον αποκλεισμό «χυδαίων ή βωμολόχων» κειμένων, αν και αναγνωρίζει πως αυτό αποτελούσε «ένα χαρακτηριστικό της δυτικοευρωπαϊκής επιστήμης» (63-4). Οπωσδήποτε στο βιβλίο του κ. Η. η αναφορά αυτή δίνει το έναυσμα για την παρακολούθηση μιας γενικευμένης πια, όπως πιστεύει, λογοκρισίας και αλλοίωσης του υλικού, εκ μέρους των λογίων.
Συναφώς δημιουργεί εντύπωση η κατά κανόνα εκζητημένη προσπάθεια, όπως είπα και προηγουμένως, να επινοούνται διχαστικές γενικεύσεις στο νεοελληνικό σώμα: «το νεότερο κράτος, το παλαιότερο έθνος», «ένας λαός, δύο ιστορίες», «ο σχολαστικός και ο λαός», οι «ελληνίζοντες» και οι «της ρωμιοσύνης», οι δημοτικιστές. Η προσπάθεια είναι πράγματι εκζητημένη. Π.χ., μολονότι ο Αντώνιος Μανούσος, ο γνωστός εκδότης δημοτικών τραγουδιών (1850), εγκαινιάζει την ομάδα των δημοτικιστών, ο κ. Η. υποχρεώνεται να σημειώσει, ότι τα σχόλιά του «δεν ξεφεύγουν σχεδόν καθόλου από τις θέσεις των “ελληνιζόντων”» (740 ).0 αντίπαλος του, Σπυρίδων Ζαμπέλιος, εκδότης συν τοις άλλοις επίσης δημοτικών τραγουδιών (1852), πρωτοστάτης των «ελληνιζόντων», «δεν περιφρονούσε τους χωρικούς» και ο σεβασμός του για την προφορική παράδοση, κάτι που αντιβαίνει προς τη χρήση από τον ίδιο μιας αυστηρής καθαρεύουσας, «τεκμηριώνεται από τη σημαντικότατη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών» (81). Ένα ακόμα παράδειγμα: στον «λαογράφο» της «ρωμιοσύνης» Αποστολάκη, στην επιχειρηματολογία του, «συνανταμε, περιστασιακά, έναν πιο «ελληνίζοντα» τύπο συλλογιστικής, κάτι που μας δείχνει για άλλη μια φορά πόσο δύσκολο ήταν να ξεφύγουν οι λόγιοι της «ρωμιοσύνης» από το θεωρητικό πλαίσιο αξιωμάτων που είχαν οικοδομήσει οι «ελληνίζοντες» (82).
Με άλλα λόγια, τα στοιχεία που τεκμηριώνουν μια σύγκλιση των δύο «τμημάτων» είναι περισσότερα από τα στοιχεία απόκλισης, κατεξοχήν στην ίδια την πραγματικότητα. Όμως η σταθερή προσπάθεια του κ. Η. είναι να αδυνατίζει τις περιπτώσεις σύγκλισης, να υπερτονίζει με εγκεφαλικές επινοήσεις τις αποκλίσεις, να διασπά και να διαιρεί μια δεδομένη ενότητα. Όμως έχει τεράστια σημασία το να είναι ο πολιτισμός ενός λαού εσωτερικά ομογενοποιημένος ή διαφοροποιημένος, σχεδόν διχασμένος. Ο κ. Η. δέχεται το δεύτερο, με την επιπλέον παρατήρηση, πως το τμήμα των «ελληνιζόντων» επιχείρησε να επιβάλει τη δική του ιδεολογία σ’ αυτό που συνιστούσε το κύριο σώμα του λαϊκού πολιτισμού, διαμορφώνοντας τον, επηρεάζοντας τον ανάλογα.
Ως προς το μέγεθος της επέμβασης των «ελληνιζόντων», ο κ. Η. εμφανίζεται στην αρχή προσεκτικός: «λόγω της προφορικής προέλευσης των κειμένων είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποφανθούμε πόσο ακριβώς έχουν αλλοιωθεί» (82). Σιγά σιγά προβάλλεται όμως η βεβαιότητα, ότι η επέμβαση όχι μόνο είναι δεδομένη, αλλά και σταθερά προσανατολισμένη προς τον στόχο της αλλοίωσης. Με το δικαιολογητικό ότι εδώ είχαμε δύο, να πούμε, διαφορετικούς κόσμους: έτσι η επέμβαση δεν ήταν μια συμπλήρωση ή συνεργασία, αλλά μόνο γινόταν με σκοπό την αλλοίωση.
(Το Β’ Μέρος της μελέτης θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού).