Αρχική » Οδός Έσλιν, πρώην Καψές

Οδός Έσλιν, πρώην Καψές

από Άρδην - Ρήξη

του Κ. Παπαγιώργη, από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003

Χωρίς παλαβωμάρες δέ βάζει κανείς μυαλό, γιά τόν ίδιο λόγο πού ένας νεος μονίμως σοβαρός δεν εμπνέει σε κανέναν εμπιστοσύνη. Κάθε ψυχική διαμόρφωση, καθώς δείχνει ή πείρα, έχει ανάγκη άπό δόσεις αλόγιστου πρωτογονισμού οί όποιες, καιροϋ θέλοντας καί παρέας έπιτρεποΰσης, μπορεί κάποτε νά ά-ποτελέσουν αποθέματα ηθικότητας. “Αλλωστε ό Κένταυρος Χείρωνας, θηρίο καί σοφός εν ταυτω, αποτελεί μυθικό παιδαγωγικό πρότυπο. Αυτό βέβαια δέν ισοδυναμεί μέ παρότρυνση γιά νά πηγαίνει κανείς στά σκυλάδικα -ποϋ νά τά βρει κιόλας; – αλλά στήν περίπτωση πού τύχει νά δουλέψει (πελάτης) έπί χρόνια σέ παρόμοια μαγαζιά, δέν αποκλείεται νά φτάσει σέ ανάλογα συμπεράσματα.

Ή άποψη ότι τά καλύτερα πράγματα συμβαίνουν έξω, στό δρόμο, στά κέντρα, στά γήπεδα, στίς αλλοπρόσαλλες μαζοίξεις έχει βάση. Ή ζωή κατ’ οίκον ταιριάζει σέ μωρά, σέ γέρους, σέ άρρωστους η σέ ηλικίες πού ξεκαθάρισαν τούς λογαριασμούς τους μέ την αυθόρμητη κοινωνικότητα. Ειδικά στή ζωή της πρωτεύουσας, ή πολυκέφαλη καί παράταιρη συντροφιά πού παίρνει σβάρνα ταβερνεϊα, μπάρ, ξενυχτάδικα, κολάδικα καί τραβάει τό διάβολο άπό τήν ουρά εχει άναδειχτεϊ σέ μεγάλο παιδαγωγό. Ή διασκέδαση κρατάει τό νόημά της άπό τό σκόρπισμα (σκεδάννυμι) κι άν δέν σκορπίσεις τό εγώ σου καί τό χρόνο σου μέσα στήν νυχτερινή πόλη ποϋ άλλου θά βρεις νά τό σπείρεις;

Μιλάμε γιά τήν πιωμένη συντροφιά καί όχι γιά παρέες περιπατητών πού κάνουν τόν κύκλο της πλατείας άναψύχον-τας τα σώψυχά τους. Βασικό γνοορισμα της παρέας είναι ό εθισμός στό ποτήρι. “Οταν σοΰ λένε (πιές γιά να ρθεϊς στά ϊσια σου!) δέν τούς καίγεται καρφί άν θά πιεις, άλλά αν θά ξεκλειδωθείς καί άν θά παραμείνεις διάπλατος, μέ άναπεπταμένας θύρας όλη τή νύχτα. ‘Αμίλητοι καί συγκρατημένοι συνδαιτημόνες δέ στηρίζουν τίς παρέες’ χρειάζεται πολυλογία καί λογοτριβή γιά νά ζεσταθεί ή άτμόσφαιρα, άκατάσχετη φλυαρία γιά νά διεγερθοϋν όλες οί περιέργειες. Οί πάντες πρέπει νά ξο-μολογιοϋνται. Κατά συνέπεια την συντροφιά πού πάει κατευθείαν στό σκυλάδικο χωρίς νά περάσει πρώτα άπό τήν ταβέρνα -αν υποθέσουμε πώς ύπάρχει-δύσκολα μπορείς νά τήν καταλάβεις.

Δέν άποκλείεται ό (φίλος) κάποιας τραγουδίστριας πού κάνει ένα βιαστικό πέρασμα γιά νά πιει ένα καί νά άκούσει μερικά τραγούδια’ οΰτε ό (γνωστός) κάποιου μουσικού πού θέλει νά τόν τιμήσει γιά λίγο μέ τήν παρουσία του. Άλλά όποιος δέν άνοίγει μπουκάλι δέν υπολογίζεται. Ή συντροφιά πού μετράει γιά τόν καταστηματάρχη είναι αυτή πού φτάνει τούς δέκα, πού πιάνει δυό τραπέζια, ανοίγει δυό καί τρία μπουκάλια καί είναι προδιατεθειμένη νά κάνει (καλή) ζημιά στό μαγαζί (νά σπάσει πιάτα, νά ρίξει λουλούδια, νά γυρίσει κανένα τραπέζι καί τά παρόμοια). Ό καλός πελάτης είναι λίγο (χάλια) -εδώ βρίσκεται τό μυστικό. Καί κατά κανόνα είναι χάλια άπό (καλοπέραση).

Άλλά πρίν άπό τούς πελάτες καί τά άθλα τους, καλό είναι νά έχει κανείς μιά εποπτεία τοϋ χώρου. Τό σκυλάδικο, στή διαρρύθμισή του, υπακούει κομμάτι στήν άρχιτεκτονική τοϋ θεάτρου. Υπάρχει σκηνή (δηλαδή πίστα), πλατεία (όπου κάθονται οί ακροατές καί οί κατά βούληση χορευτές), ορχήστρα πού αποσύρεται μόνο τά ξημερώματα, παρασκήνια, ταξιθέτες (οί γνωστοί “φουσκωτοί” πού φέρονται όπως οί Σκύθες στά άρχαΐα θέατρα), κορίτσια πού πάνε άπό τραπέζι σέ τραπέζι γιά τή μαλάγρα, καί βέβαια οί εκτελεστές τών άσμάτων πού άναγράφονται όνομαστί πάνω άπό τήν είσοδο τοϋ μαγαζιού. Συνήθως ό χώρος δέν άξίζει δυάρα χωρίς τόν κόσμο (γυφτιά καί προχειρότητα σέ όλα)’ άντίθετα, όταν λειτουργεί χωρίς νά φαίνεται, άποκτα άνυ-πολόγιστη σημασία.

“Οπου συρρέει κόσμος είναι βέβαιο ότι κάποιο ήθος υποβαστάζει τό πλήθος-τό ί’διο ήθος πού διαφθείρεται κιόλας. Στά σκυλάδικα είναι ολοφάνερο’ είναι τό παλιό πανηγύρι πού ξεθύμανε στήν έπαρχία καί μετακόμισε στίς πόλεις μασκαρεμένο, ή παλιά φυλετική σύναξη πού εξέπεσε, ή παρωχημένη ευωχία της γιορτής πού στράφηκε ύποκοσμικά καί ενίοτε ληθαργικά πρός τά καμώματα τών θαμώνων. Παρόμοια κέντρα όπου ό κόσμος προσέρχεται αυθόρμητα δέν μπορείς νά τά επινοήσεις. Τό πατρόν υπάρχει -κι όσο πιό ποδοπατημένο τόσο πιό ισχυρό. Ποτό, ξενύχτι, χορός, τραγούδι, ζοριλίκια, γυναικοδουλειές συνιστούν περίπου μιά σύνοψη της άνθρωπότητας. Καί οί πιστοί είναι πολλοί.

*

Δέν είναι εύκολο νά περιγράψει κανείς πώς περνάει μιά νύχτα στό σκυλάδικο’ τά στερεότυπα ισχύουν: τραγούδια, χοροί, έξωστρέφειες, τσάμπα κέφι καί τσάμπα παρεξηγήσεις, ζαλάδες καί ξεσπάσματα. Άλλά σέ ένα κέντρο όπου δέν πας μέ τήν οικογένεια σου γιά νά διασκεδάσεις είναι βέβαιο ότι υπάρχουν ειδικοί κανόνες συμπεριφοράς καί προπάντων ειδικό φύραμα άνθρώπων πού τό συντηρούν.

Ή βασική άρχή είναι ότι άποκλείεται τό φαγητό. Ένώ στά παλιά έργα τοϋ έ λληνικοϋ κινηματογράφου βλέπουμε τόν Χατζηχρήστο νά κάνει καραγκιοζιλίκια άνάμεσα σέ τραπέζια μέ ριγέ τραπεζομάντηλο καί γκαρσόνια πού μεταφέρουν πιάτα, προϊόντος τοϋ χρόνου, τό φαγητό δραπέτευσε. Ή ταβέρνα ξεκόλλησε άπό τό μπουζουκάδικο. “Οσοι πρόλαβαν νά πανε στά παλαιά θρυλικά μαγαζιά, όπως τοϋ Τζίμη τοϋ Χοντρού, θά θυμοϋνται ότι ό πελάτης άκουγε, χόρευε άλλά έτρωγε κιόλας μέσα σέ άτμόσφαιρα φιλική καί ενίοτε οικογενειακή. Άντίθετα, άφότου τό μαγαζί περιορίστηκε σέ ουίσκι, παγάκια καί ξηροκάρπια, αυτόματα μει-(όθηκε καί ή κλίμακα τών πελατών.

Ό κλασικός θαμώνας επελέγη άπό μόνος του’συνήθως μαγκούφης ή οικογενειάρχης πού έχει τό βράδυ έλεύθερο. Μικροήρωες τοϋ ύπόκο- σμου, (σκληροί) κατά τεκμήριο, άρέσκον-ται νά έχουν ειδική ώρα εισόδου καί μάλιστα μέ ειδικά προνόμια. Πριν άπ’ όλα (τραπέζι πίστα). Ό παλιός δεν ανέχεται νά θαφτεί στά ενδότερα τοϋ μαγαζιού, σάμπως νά είναι τυχαίος’ αν δεν είναι σέ απόσταση αναπνοής από την τραγουδίστρια νιώθει υποτιμημένος. Συνάμα θέλει πρόθυμο γκαρσόνι καί τά πιάτα του (ή τίς σαμπάνιες) στό λεπτό πάνω στό τραπέζι. Σέ αυτές τίς περιπτώσεις ή ταχύτητα ισοδυναμεί μέ τήν εκτίμηση πρός τό πρόσωπο του. Ειπα καί έγένετο.

Μολονότι οί τακτικοί θαμώνες έχουν ύφος άνθρωπου πού εχει χεσμένους τους άλλους, είναι προφανές δτι ή άτμόσφαι-ρα δέ γίνεται άν δέν υπάρχει κόσμος στό μαγαζί. ‘Απλώς πρέπει νά τηρούνται οί διαχωριστικές γραμμές καί νά άναγνωρίζεται ή προϋπηρεσία -χρόνια ολόκληρα- καί τό άπουσιολόγιο.

Μετά τή γνωστή ιστορία τοϋ Κοεμτζή άλλαξε δυστυχώς ριζικά ή καθιερωμένη (παραγγελιά). Πρίν από τους φόνους, ό υποψήφιος χορευτής ανέβαινε μόνος -κατάμονος- στήν πίστα καί εκτελούσε τό τραγούδι του χωρίς κανέναν στά πόδια του. Τώρα ή πίστα εχει καταντήσει άλώνι γιά όλους. Εντούτοις στά σκληρά μαγαζιά ή παραγγελιά ισχύει άκόμα άτύπως. Δηλαδή μεταφέρεται ή (επιθυμία) στόν τραγουδιστή, εκείνος γνέφει καταφατικά, καί κατόπιν τά γκαρσόνια πιάνουν δήθεν ά-διάφορα τίς διόδους πού όδηγοϋν στήν πίστα. Ή κεντρική φιγούρα ανέρχεται, κάνει τίς πρώτες γυροβολιές καί δλο του τό κύρος συναρτάται μέ τήν επιμονή τών γκαρσονιών νά άποθαρρύνουν τούς υπόλοιπους χορευτές. “Αν κάποιος καταφέρει νά ξεφύγει, ό προσβληθείς συνήθως κατεβαίνει άμέσως σεκλετισμένος’ δεδομένου δέ δτι κάθε παραγγελιά συνοδεύεται καί μέ σωρούς σπασμένων πιάτων, είναι χαζό νά άνέβεις γιά νά χορέψεις πάνω στά πιάτα τοϋ άλλου.

Συμβαίνει συχνά μιά παρέα νά εχει μπει στό μαγαζί άπό νωρίς -σχεδόν μέ τίς καθαρίστριες- καί νά εχει κεφάρει προτοϋ καν οί άλλοι νά πιοϋν τό πρώτο ουίσκι. Αυτή ή παρέα είναι καλή γιά τό μαγαζί, διότι ό πιωμένος χαλάει λεφτά, αλλά πολύ άρνητική γιά τούς άλλους.

Μπαίνοντας σέ ένα μαγαζί πού τό θεωρείς δικό σου, άποξενώνεσαι δταν βλέπεις άγνωστους νά χορεύουν καί νά χαριεντίζονται σάν παλιοί γνωστοί μέ τούς τραγουδιστές επαληθεύοντας τό βαρύ

(παραγνωριστήκαμε).

*

Ή καλή γνωριμία μέ τό μαγαζί θέλει συστάσεις. “Αν καί σπάνιος, ό πλούσιος πελάτης πάντα εχει ξεχωριστή μεταχείριση. ‘Αλλά άφοϋ κατά κανόνα τά βαλάντια τών περισσότερων είναι φτωχά, οί διακρίσεις υπακούουν στήν επετηρίδα. Μιά φορά δέ λεει τίποτα. Δεύτερη καί τρίτη ϊσως νά είναι καί σύμπτωση. Άλλα όταν μιά συντροφιά έχει ρίξει κάβο καί περνάει εκεί μήνες καί χρόνια, τά πράγματα άλλάζουν. Γνωρίζεσαι μέ τόν καταστηματάρχη (Δικός σου τό μαγαζί!), σέ μαθαίνουν τά γκαρσόνια (πού δέν άργοϋν νά αρχίσουν τά χοντρά άστεΐα), άλλά κυρίως βάζουν πιά πλώρη γιά τό τραπέζι σου οί φίρμες τοϋ μαγαζιοϋ. Γυναίκες καί άντρες.

Τότε τά πράγματα άρχίζουν νά σοβαρεύουν. Μαθαίνεις τά οικογενειακά τους, τίς άμοιβές τους, τίς επαγγελματικές φαγωμάρες καί συνάμα -άφοϋ κάθε μυστικό ενοχοποιεί τόν έξομολογητή-άρχίζεις νά είσαι συνένοχος. Ξέρεις πλέον τήν ιεραρχία τοϋ μαγαζιοϋ. Ποιός είναι ό επιχειρηματίας, ποιός κλαίει γιά τά άδεια τραπέζια, γιατί ό τάδε βγαίνει πρίν άπό τά μεσάνυχτα ενώ ό άλλος δικαιούται τίς καλύτερες ώρες -άπό τίς δυό μέχρι τίς τρεις. Κι εδώ οί άντιζηλίες είναι στό φόρτε τους- έτσι γιά νά μή χάνει η ζωή τή νοστιμιά της. Άλλωστε κανείς άπό τούς τραγουδιστές δέν είναι συμφιλιωμένος μέ τήν κατάσταση τοϋ μέτριου καί παραπεταμένου. Οί χαμηλές βαθμίδες έχουν αυξημένο αίσθημα τοϋ προσωρινού. “Ολοι λίγο πολύ έχουν νά διηγηθούν μιά ιστορία μέ έταιρεΐες, σαθρές υποσχέσεις, άτυχίες καί τά παρόμοια. Αύτό δέ σημαίνει ότι λείπουν οί καλές φωνές καί κείνο τό ιδιαίτερο χρώμα πού κάνει τόν καλό (σκύλο) νά διαπρέπει στήν πίστα (όπως ό Παναγιώτης Μιχαηλίδης. καλή του ώρα).

Οί τραγουδίστριες -καί τά κορίτσια τοϋ μπαλέτου-είναι γλέντι. Χαίρονται όταν υπάρχουν επιφανείς στήν παρέα (κανένας γιατρός, δικηγόρος, διαφημιστής, ηθοποιός, δημοσιογράφος) καί δέν έκτιμονν καθόλου τούς άνθροίπους τών γραμμάτων (Βγαίνει μεροκάματο;) Κάποτε πού είχα κατεβάσει στό υπόγειο τόν Νίκο Ξυδάκη καί τραγουδούσαν ένα τραγούδι του, όταν ειπα στήν τραγουδίστρια πού καθόταν στό τραπέζι μας ότι ό τύπος μέ τό μαλλί είναι ό Ξυδάκης, μοϋ άπάντησε ξερά: «Άντε ρέ σουρωμένε!>). Ένα χαριτωμένο κορίτσι άπό τό μπαλέτο μέ προσκαλούσε επίμονα νά πάνω νά τή δω στό τάδε θέατρο σέ ένα ρόλο τοϋ Μπέκετ…

“Ενα άλλο βασικό γνώρισμα τοϋ μαγαζιοϋ είναι ότι ή μουσική είναι στό τέρμα καί γιά νά μιλάς στά τραπέζια πρέπει νά βάζεις τά χείλια σου πολύ κοντά στό αυτί τού διπλανού. “Οπως περίπου στά κατάμεστα γήπεδα. Μέ τόν άπέναντί σου είναι άδύνατο νά συνεννοηθείς Άλλωστε τά περάσματα πού κάνουν οί τραγουδιστές καί τά κορίτσια άπό τά τραπέζια δέν διαρκούν πολύ’ πρέπει νά εναλλάσσονται καί νά μή μένει κανείς παραπονεμένος. Ούτε καί δλες οί ώρες έπιτρέπουν τίς ίδιες άνέσεις. Ειδικά μετά τίς μία ή ώρα, δταν τά τραπέζια έ’χουν γεμίσει καί τό ποτό έ’χει βάλει τό χεράκι του, οί ταχύτητες άλλάζουν.

*

Οί παλιές καραβάνες, τούς πανηγυρτζή-δες μουσικούς – κλαριντζήδες καί τά λοιπά, τούς λένε (άκτινολόγους) γιατί ή ματιά τους φτάνει βαθιά στό πορτοφόλι σου. Αύτό σημαίνει δτι ό οργανοπαίχτης σέ κόβει άπό φάτσα (άν έχεις λεφτά) καί σοϋ παίζει ό,τι ζητάει τό ντέρτι σου γιά νά σέ μαδήσει. Φυσικά στό κέντρο σπανίως κολλάνε χαρτονομίσματα στο κούτελο τοϋ τραγουδιστή, αλλά υπάρχουν άλλα μεσα γιά νά βάζεις τό χέρι στην τσέπη. Τά (καλά) τραγούδια δεν τά χαραμίζου-νε στην αρχή. Πρέπει πρώτα νά κάνεις κεφάλι, νά ξεμυαλιστείς πίνοντας, και κατόπιν νά σε φέρουν στο τσακίρ κέφι.

Είναι λυπηρό πού απαγόρευσαν τά σπασίματα των πιάτων. Εκτός από παγκόσμια πατέντα, ήταν καί ένας πολύ αθώος τρόπος νά εξωτερικεύεις τή χαρά σου καί νά επιδεικνύεσαι. Δέκα στοίβες πιάτα μπροστά στην τραγουδίστρια, πανέρια μέ λουλούδια καί σαμπάνιες πού ανοίγονται μέ τά δόντια, είναι κανονική τελετή. “Αμα συνηθίσεις σέ αυτό τό κλίμα. κατόπιν αδυνατείς νά ακούσεις τραγούδια άπό δίσκο ή κασέτα’ ποϋ είναι τά πιάτα; Ποϋ είναι τά γκαρσόνια πού τρέχουν νά προλάβουν προτοϋ τελειώσει τό τραγούδι;

Ή καλή ώρα τοϋ κέντρου είναι μετά τις δυό’ τά μπουκάλια έχουν άδειάσει, τά τασάκια έχουν γεμίσει δεκάκις, οί πελάτες έχουν μπει στό παραμύθι καί όλο τό σκυλάδικο αρμενίζει σάν ακυβέρνητη γαλέρα στά βάθη όλων τών κρανίων. Εκείνη τήν ώρα ή πίστα έχει τσιτωθεί κομμάτι. γιατί οί (επιθυμίες) δίνουν καί παίρνουν καί οί υποψήφιοι χορευτές πληθαίνουν απρόβλεπτα. “Οσοι βλέπουν μόνο τό τουρλουμπούκι καλά κάνουν. Αλλά δέν τά βλέπουν όλα. Θυμάμαι πού κατεβάσαμε κάποτε εναν ψυχαναλυτή στήν ύπόγα καί μόλις είδε τά πιάτα -καθώς φαίνεται δέν τά είχε ξαναδεί- άφησε στό τραπέζι μιά χιλιαροπούλα καίέφυγε προ-τροπάδην.

Αύτή ή λαϊκή εξωστρέφεια -καθώς τό ουίσκι εχει αλώσει εσωτερικά τόν δι-ψομανή- ισοδυναμεί μέ άνασύνδεση μέ τόν βαθύτερο χρόνο. Κάθε Γερμανός, έλεγε ό Μπίσμαρκ, μέ δυό κανάτες μπύρα στέκεται στό ΰψος του. Πραγματικά, δέ χρειάζεται πάνω άπό μιά μπουκάλα ουίσκι γιά νά έπιτευχθει ή έσοίτερική ανάταξη. Ό φτιαγμένος εχει διπλά σπλάχνα καί τρύπιο κεφάλι. ‘Ακούει άκόμα καί τά νύχια του νά μακραίνουν.

Εκείνη τή στιγμή της μεγάλης εύφορίας δέν άργεΐ νά κάνει καί τήν επίσημη εμφάνιση του ό καβγάς. Στά κέντρα ισχύουν άπολύτως οί νόμοι της ζούγκλας. Γιατί άραγε τό λιοντάρι κάθεται πάντα βαρύθυμο καί κανείς δέν τό πειράζει; Επειδή όλοι τό φοβούνται. ‘Αντίθετα, όσο μικραίνει ή κλίμακα, τά ζώα είναι άνήσυχα. ταραγμένα καί συχνά δηλητηριώδη. Τό δηλητήριο είναι σήμα άδυναμίας. Γι’ αυτό καί μαχαιροβγάλτες δέν είναι οί κρεμαντάλαδες ούτε οί ρωμαλέοι, άλλά

κάτι ανθρωπάρια πού δέν τά πιάνει τό μάτι σου. Μιά άπό τις χειρότερες επιθέσεις πού είδα -μέ σπασμένο ποτήρι στά μάτια ενός φίλου- είχε πρωταγωνιστή εναν σπιθαμιαίο κομμωτή.

Οί πιό επικίνδυνοι άνθρωποι είναι οί άδύναμοι –φίδια μοναχά.

*

Σάν σπαραξικάρδια στρούγκα, τό μαγαζί εχει τις αυστηρές διακρίσεις του. Άλλου ό τσοπάνος, άλλοϋ τά πρόβατα. Τά λίγα τραπέζια γύρω άπό τήν πίστα -τό βασιλικό θεωρείο ας ποϋμε-άνήκουν συνήθους στούς παλιούς καί στούς αύγομένους. “Ερχονται πάντα άργά, μέ ΰφος άνθρώπου πού έχει κάνει σοβαρές δουλειές (κομπίνες, χαρτοπαιξία, μισοαπάτες) καί πηγαίνει (σπίτι) του γιά νά πιει κανένα ποτήρι. Αύτοί, όπως μαθαίναμε, είχαν πάντα καί κάποιο (κούφιο) στήν τσέπη τους. Τότε άκουγόταν καί ή φοβερή φράση: (τό περίστροφο ζυγίζει μισό κιλό, ή σκανδάλη έναν τόνο).

Τά γκαρσόνια σκοτώνονταν νά τους περιποιηθούν καί κυρίως προειδοποιούσαν έμας τούς άθώους νά μήν κάνουμε άστεια κοντά στά τραπέζια τους. Στίς στιγμές της μεγάλης έξαρσης, ώς γνωστόν, ό πελάτης δέν σπάζει μόνο πιάτα. Μέ ένα κράμα οργής καί εγωκεντρισμού, γυρίζει τό τραπέζι άνάποδα μέ όλα τά συμ-πράγκαλα. Ή κίνηση έκτιμαται τά μάλα άπό τό μαγαζί γιατί έχει καθορισμένο κοστολόγιο. Στή στιγμή τά γκαρσόνια πρέπει νά άποκαταστήσουν τήν τάξη (νέο τραπεζομάντηλο, νέα μπουκάλι, νέα ξη-ροκάρπια, κόκες κόλες καί κάτι μακρόστενα άγγουράκια γιά τούς έκλεκτούς). Κάποιος πελάτης είχε ενδώσει σέ δεκαπέντε άνατροπές μέσα σέ μιά νύχτα.

Άλλά στά τραπέζια της πίστας ή άνατροπή έθετε προβλήματα. Μοιραία τό τραπέζι έ’πρεπε νά σκάσει πάνω στήν πίστα, όπότε κινδύνευε ή άκεραιότητα τών τραγουδιστών καί ιδιαίτερα τών κοριτσιών. Οί ιθύνοντες τοϋ μαγαζιοΰ συνήθως φροντίζουν νά καρφοίνουν στό πάτωμα αυτά τά λίγα τραπέζια. Ό πελάτης βάζει τά δυνατά του, γουρλώνει τά μάτια, άλλά παραιτείται. ‘Εντούτοις, οί σκληροί άποκλειόταν νά παραιτηθούν. Περίπου επί ενα τέταρτο πάλευε κάποια νύχτα ένας κοντόχοντρος -πάντα μέ τό τσαντάκι στή μασχάλη- νά ξεριζώσει ένα καρφωμένο τραπέζι. Τά γκαρσόνια όχι μόνο δέν πάσχισαν νά τόν άποθαρρύνουν -άλλά είχαν συγκεντρωθεί γύρο) του χειροκροτώντας.

Στό αλλο άκρο τά ξεσπάσματα τών φουκαράδων είχαν κι αύτά τή νοστιμιά τους. Λίγα λουλούδια στίς τραγουδίστριες άλλά πολλές φωνές, ελάχιστα πιάτα άλλά μέ πολύ θέατρο, κι όλα αύτά μέ τή γνωστή δριμύτητα τοϋ φτωχοδιάβολου πού θυμίζει τήν παροιμία (θύμωσε ό μπάκακας κι ή λίμνη δέν τό ξέρει).

*

Μιά άλλη βασική διάκριση μέσα στούς κόλπους της μικρής σκυλάδικης αδελφότητας είναι άνάμεσα στούς πιωμένους καί στούς άπέχοντες. Τό μαγαζί δέν πίνει -αυτό είναι νόμος. Καταστηματάρχης, γκαρσόνια, Σκύθες και φουσκαηοί, τραγουδίστριες άπέχουν. ‘Εξαιρούνται μόνο κάποιοι τραγουδιστές. Ή όλη μηχανή τοϋ ενθουσιασμού στήνεται άπό νηφάλιους πού εισπράττουν τά νοίκια τής ξένης ευωχίας. “Αν κατά λάθος καί παρ’ ελπίδα συμβεί νά άθετηθεί ό κανόνας, τό κέντρο γίνεται παρανάλωμα.

Μιλάμε γιά (μηχανή) ενώ στήν πραγματικότητα ή μέθοδος είναι πανάρχαια. ‘Άνθρωπος πού πίνει καί βομβαρδίζεται επί ώρες με τραγούδια, αποκλείεται νά μή φτάσει σιγά σιγά στό σημείο δπου παθαίνει μιά εσωτερική έκρηξη, σάμπως νά πήρε φωτιά τό με’σα του καί θέλει νά κάνει ζημιές καί καταστροφές. Τά άποθέματα δυστυχίας που διαθέτει ό καθένας καταχωνιασμένα, εκείνες τίς στιγμές, θέλουν νά κάνουν παρέλαση. Ποΰ αλλού μπορεί ό περιθωριακός νά θεατριστεί ατιμωρητί καί ενίοτε άναιμωτί;

“Οποιος πίνει, αργά ή γρήγορα, γίνεται βλαχοδήμαρχος. Κερδίζει πλασματικό μπόι καί έχει τή βεβαιότητα ότι ή νύχτα είναι δική του καί ό χώρος τοϋ ανήκει. Ύπ αυτή τήν έννοια, τό σκυλάδικο κρατάει τόν θεραπευτικό ρόλο ένός ψυχιατρικού παραρτήματος. Ή κατάσταση είναι σοβαρή καί συχνά επικίνδυνη γιατί-βασικό αυτό-ό πιεσμένος άνθρωπος πού παίρνει διαβατήριο από τό ουίσκι, πρίν απ’ όλα πρέπει νά παροξυνθεί, νά βουτήξει μέσα του γιά νά βγει μετά άπαιτητικός καίθρασύστομος. Οί περισσότεροι καβγάδες ξεσπούν σέ κείνες ακριβώς τίς στιγμές. “Οταν ή φυγόκεντρη διάθεση πάει μέ χίλια καί ό μεθυσμένος βλέπει παντού εχθρούς πού θέλουν νά τοΰ πατήσουν τήν πορφύρα.

‘Ανάλογα πράγματα μπορεί νά ισχύουν στά ρεμπετάδικα, στά μπουζουκάδικα μέ τίς κομπανίες ή ακόμα καί στά σημερινά όρθάδικα ή τά χαώδη μαγαζιά όπου χάνει ή μάνα τό παιδί. ‘Αλλά τό καίριο γνώρισμα τοϋ σκυλάδικου είναι ό περιορισμένος χώρος. Πάνω από έκατό νοματαΐοι δέ μαζεύονται. Ή ολιγανθρωπία, άντίνά αμβλύνει τίς άντιδράσεις(μεταξύ μας τώρα…), τίς διογκώνει γιατί -ό-πως στίς μικρές κοινότητες- οί λίγοι (βλέπουν) ένώ οί πολλοί είναι άόμματοι. Τό θέμα δεν είναι τί θά πάθεις, αλλά τί θά φτάσει στά μάτια τών αλλιον. “Αλλωστε γιά τά μάτια τοϋ κόσμου γίνεται όλο τό νταραβέρι.

Ή πανίδα τών ξεπεσμένων πού άκρο-βολίζονται στήν πίστα εχει ενδιαφέρον. Μικρομεροκαματιάρηδες, μπατίρηδες, κρυφοπρεζόνια, άνεργοι καί άεργοι, στερημένοι καί φουκαράδες άπό κούνια καταφθάνουν μέισα δικαιώματα. Αυτοί ειδικά είναι ιδιαίτερα εύθιχτοι’ εδώ είναι σπίτι μας καί θά γλεντήσουμε όπως μας γουστάρει. “Οντως έχουν δίκιο καί συχνά τό βρίσκουν.

*

Τό θλιβερό στά σκυλάδικα είναι οί μπόμπες καί τό ξυλόπνευμα. Ειχα δεί αρκετές φορές νέα παιδιά, πού έβαζαν κόκα κόλα στό ουίσκι καί τό έπιναν γλού γλού γλού. νά πέφτουν λιπόθυμα καί νά τά παίρνουν στά χέρια γιά τό νοσοκομείο. Τό σκέτο οινόπνευμα δέ χαρίζεται σέ κανένανε. Κάποτε πού έ’φυγε νωρίς μιά εύπορη παρέα καί άφησε ένα Ντίμπλ πάνω στό τραπέζι, ζήτησα άπό τόν Όδυσσέα -τόν έπι-κεφαλής τοΰ σκυθικού τμήματος-νά μας τό δώσει, Τί ήταν αυτό; Κατέβαινε σάν γάλα. Τότε κατάλαβα ότι εκεί είχαμε καταδικαστεί σέ χρόνιο (άπογαλακτισμό ι Μιά φορά πού είχα πάρει μαζί μου τόν συχωρεμένο Σταμάτη Μιχαηλίδη μέ τή\ παρέα του -κάτι επαγγελματίες πότες-τήν άλλη μέρα μοϋ τηλεφοόνησε μέ κεφάλι καζάνι: (Πρόσεξε μαλάκα, εκεί σας πάνε γιά φούντο).

Τέλος πάντων, πέρασα έξη περίπου χρόνια -κάθε βράδυ, άνελιπώς- σέ ένα σκυλάδικο στό κέντρο της ‘Αθήνας. Ήταν καί τό μόνο πανεπιστήμιο άπό τό όποιο άποφοίτησα καί μάλιστα μέ λίαν καλώς.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ