Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 121
Δύο γυναίκες, μια Γερμανίδα η Τέσα και μια Ελληνίδα η Έλενα. Δύο χώρες, η Ελλάδα της κρίσης και η Γερμανία του πλούτου. Δυο μανάδες, η Τέσα με τη μικρή Λότε, μωρό της αγκαλιάς, η Έλενα που εγκυμονεί. Η Τέσα έχει μια καλή δουλειά με πολύ στρες και ισχυρό ανταγωνισμό. Η Έλενα δεν μπορεί να βρει κανονική δουλειά λόγω της εγκυμοσύνης. Τι θα γίνει όταν η Έλενα, που έχει φύγει μόνη της από την Ελλάδα για τη Γερμανία αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, θα βρει δουλειά ως γκουβερνάντα στο σπίτι της Γερμανίδας;
Ενα καλά ζυγισμένο ψυχόδραμα είναι η ταινία Μία ανάσα του Κρίστιαν Τσούμπερτ, γυρισμένη στην Αθήνα και τη Φρανκφούρτη. Η Έλενα, δε μπορεί να βρει μια δουλειά της προκοπής στην Αθήνα –ο φίλος της κι αυτός άνεργος– και όταν τη χάνει και αυτή που έχει, αποφασίζει να πάει σε μια φίλη της στη Φραγκφούρτη. Η Έλενα γνωρίζει πολύ καλά γερμανικά και έχει εγγυήσεις ότι θα βρει δουλειά σε νάιτ κλαμπ με καλό μεροκάματο και φιλοδώρημα. Ο φίλος της ο Κώστας γίνεται θηρίο. Όταν όμως είναι να πάει κάτι στραβά… Θυμάστε το νόμο του Μέρφι; Κάτι σαν την Ελλάδα τελευταία. Η Έλενα φεύγει από την Αθήνα εγκυμονούσα χωρίς να το γνωρίζει. Αυτό θα την εμποδίσει, σύμφωνα με τα κρατούντα στη Γερμανία, να βρει πλήρη απασχόληση. Για να το κάνει θα πρέπει να απαλλαγεί από την εγκυμοσύνη. Και γι’ αυτό όμως, χρειάζονται χρήματα. Έτσι βρίσκεται στο σπίτι των Μπεργκ, ένα ζευγάρι καλοβαλμένων και πολυάσχολων μεσοαστών, για να φυλάει το μωρό τους, τη Λότε. Πώς όμως να ρίξεις ένα παιδί όταν προσέχεις ένα άλλο και το μητρικό σου φίλτρο ξυπνάει απροειδοποίητα; Ο αγώνας της Έλενας τώρα είναι να κρατήσει το παιδί και να το γεννήσει στη Γερμανία. Ο Κώστας θα την ακολουθήσει θέλοντας και μη στην ξενιτειά – έτσι δε λέγεται ελληνικά η υπερόριος εργασία;
Αυτή είναι η ιστορία της Έλενας. Κοντά σ’ αυτή, ο Τσούμπερτ ξετυλίγει την ιστορία της Τέσα. Αν η Έλενα έχει φύγει από το πατρογονικό της νησί, για να βρει άδοξα τη ζωή της στην Αθήνα, η Τέσα έχει αποδράσει από μια σκιερή μάνα στο Βερολίνο, για να κάνει τη ζωή της στην οικονομική πρωτεύουσα της χώρας της, τη Φρανκφούρτη. Η δουλειά της γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική, ενώ χάνει και τη σειρά της όταν αποφασίζει να μείνει σπίτι λεχώνα με την νεογέννητη κόρη της. Η (Ελληνίδα) γκουβερνάντα είναι μια λύση για να επιστρέψει στον σκληρό ανταγωνισμό της δουλειάς της. Τα πράγματα θα πάρουν δραματική τροπή, όταν η μικρή Λότε θα χαθεί από τα χέρια της Έλενας και η Τέσα -με όλη τη γερμανική της προκατάληψη- είναι βέβαιη πως η Έλενα έκλεψε την κόρη της! Η Έλενα ζει το δικό της δράμα. Το σκάει πανικόβλητη, εγκαταλείποντας για πάντα το γερμανικό της όνειρο, θέλοντας να προστατέψει το δικό της παιδί. Μάνα εναντίον μάνας· ένα δράμα κόντρα στις ελληνικές ταινίες των τάχαμου μετανθρώπων, έρχεται από τη γερμανική πρωτεύουσα να μας θυμίσει, ότι ο μετάνθρωπος απλά δεν υπάρχει, όπως δεν υπήρξε και ο υπεράνθρωπος. Όλα κινούνται στη γνώριμή κοιτίδα του αδυσώπητου μητρικού φίλτρου που έρχεται ορμητικό να σταθεί δίπλα στις εξίσου βαθειές ανθρώπινες αξίες, την αγάπη και τη συγχώρεση. Στο βάθος είναι ο καπιταλισμός που τους αλέθει όλους, αφού εκείνος κατ’ εξοχήν και δια ίδιον όφελος, μας ψέλνει τον μετάνθρωπο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σεναριογράφος Τσούμπερτ (σε συνεργασία με την Ίπεκ Τσούμπερτ) έχει πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του την κρίση και την ελληνογερμανική οικονομική διελκυνστίνδα. Η πλούσια Γερμανία και η φτωχή Ελλάδα προσωποποιούνται στις δυο μανάδες. Το παιδί της Γερμανίδας μεγαλώνει στα πούπουλα. Το παιδί της Ελληνίδας; Άραγε θα φτάσει καν να γεννηθεί; Μπανάλ θα μου πείτε. Σαν το τραγούδι του αείμνηστου Μανώλη Αγγελόπουλου, «η μάνα η Γκρέκα, η μάνα η Τούρκα». Ανθρώπινα δηλαδή, μεγαλειώδη. Ξέρετε εσείς καμιά μεγάλη δραματική ιστορία στην τέχνη που να μην υπακούει σ’ αυτή τη μεγαλειώδη ανθρώπινη μπαναλιτέ;
Είπαμε, μετάνθρωπος δεν υπάρχει παρά μόνο στην ιδιοτελή προπαγάνδα του χρήματος. Και κάποιοι κάνουν το λάθος να την πιστέψουν. Όπως ο πατέρας της καινούργιας ταινίας του Ζία Ζάνγκε, Πέρα από τα βουνά, που έβγαλε το γιο του Ντόλαρ, φυλακίζοντάς τον σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Η όγδοη ταινία του βραβευμένου Ζάνγκε, για να δούμε και την άλλη όψη του ονείρου, εκεί που για να φτάσεις στο χρήμα δεν περνάς Ατλαντικό, αλλά Ειρηνικό, έχει στο κέντρο της επίσης μια γυναίκα, την Τάο, που το όνομά της στα κινέζικα θα πει κύμα. Ζει σε μια ορεινή κοιλάδα του Κίτρινου ποταμού. Ανάμεσα σε δύο φίλους που τη φλερτάρουν διαλέγει… τον πλουσιότερο. Ο άλλος, χαμένος, θα αφήσει τον τόπο του, για να δουλέψει ως ανθρακωρύχος. Ο άντρας της Τάο, που μαζί κάνουν ένα παιδί, θα γίνει γρήγορα πλούσιος και εξίσου γρήγορα θα φύγει από τη στενάχωρη για τα μεγαλομανή σχέδιά του πόλη τους. Η Τάο θα μείνει πίσω, σα μελαγχολική βουδιστική θεότητα, οικτίροντας ίσως την επιλογή της. Ο χαμένος θα γυρίσει, άρρωστος στον τόπο του, ενώ ο (πρώην) άντρας της και ο γιος της θα χαθούν κάπου στην Αυστραλία. Ο γιος θα ξεχάσει τη μάνα του και τα κινέζικα. Ο πατέρας, που ξέρει μόνο τα βασικά εγγλέζικα, επικοινωνεί μαζί του με την βοήθεια του μεταφραστή της Γκουγκλ. Καμία επικοινωνία. Η μάνα όμως θα προλάβει να δώσει στο γιο της, όταν αυτός οκταετής την επισκέπτεται, για τη κηδεία του παππού του, το κλειδί του σπιτιού, για να το έχει, όποτε θελήσει να γυρίσει.
Ο Ζάνγκε, δίνει την ιστορία του σε τρεις στιγμές: Στην πρωτοχρονιά της χιλιετίας, στο τώρα (2014) και σ’ ένα όχι μακρινό αύριο. Ο Ντόλαρ, που δε θυμάται πια τη μάνα του και ζει το 2025 στην Αυστραλία μ’ έναν αλκοολικό πλούσιο πατέρα, ο οποίος έχει εμμονή με τα όπλα, μαθαίνει κινέζικα. Στο πρόσωπο της δασκάλας του θα δει τη μάνα του και εκείνος που ξεχνάει πάντα τα κλειδιά του (αυστραλέζικου) σπιτιού του, έχει συνέχεια κρεμασμένα στο λαιμό του τα κλειδιά, που του έδωσε η μάνα του τη μέρα του αποχωρισμού τους. Μια μάνα που το όνομά της σημαίνει στη γλώσσα του κύμα, και το ξεστομίζει μπροστά στα αφρισμένα κύματα του ωκεανού που τους χωρίζει. Είδατε τι δυνατή είναι η μπαναλιτέ, η ανθρώπινη κοινοτυπία, η ανθρώπινη κοινή μας μοίρα; Ο Ζάνγκε πήρε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, δίνοντας ίσως τον πιο ποιητικό ορισμό της εντοπιότητας σε έναν κόσμο, που καμώνεται ότι οι πατρίδες δεν τον αφορούν. Και εδώ, στο φόντο ο κινέζικος καπιταλισμός ο οποίος αλέθει να πάντα, παραδίδοντας μια πανάρχαια χώρα στις Συμπληγάδες Πέτρες της ανάπτυξης.
Μεγαλειώδης η παραβολή του Ζάγκε, που έχει γράψει και το σενάριο χτίζοντάς το με τα στοιχειώδη των ανθρωπίνων αισθημάτων. Εδώ, η γυναίκα κλαίει και σπαράζει όταν χάνει τον πατέρα της, όταν καταλαβαίνει πως έχει χάσει το παιδί της και όλους τους αγαπημένους της. Δε μοιάζει καθόλου με πλαστικό πρόσωπο εικονικής πραγματικότητας, που μερικοί την ονειρεύονται σαν αληθινή – πολύ θα τους ταίριαζε αλήθεια.
Στην ελληνογερμανική παραγωγή του Τσούμπερτ, που έρχεται μέσα στην κρίση να πάρει τη φωνή που άφησαν κάποιοι δικοί μας, κάνοντας τον Εγγλέζο —για να μην αφήσουμε χρεωστούμενα— πρωταγωνιστούν δυναμικά η Γιόρντις Τρίμπελ ως Τέσα, η Χαρά Μάτα Γιαννάτου λάμπει ως Έλενα, ο Μπέντζαμιν Σάντλερ είναι ο Γιαν, ο Αποστόλης Τότσικας ο Κώστας και ο Ακύλας Καραζήσης ο Τιβέριος Λάσκαρης, ένας διερμηνέας μεροκαματιάρης, στην Αθήνα του χαμού. Και οι δύο ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες στις 17 Μαρτίου. Μη διστάσετε.