του Γ. Σταματόπουλου, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004
ΟΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΣΤΕΙ της παγκοσμιοποίησης της επικοινωνίας δεν είναι τωρινό φρούτο. Ήδη, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ο Καναδός Μακ Λιούαν υποστήριζε ότι αποτέλεσμα της τηλεόρασης (το να βλέπουν δηλαδή ταυτοχρόνως την ίδια είδηση εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη) ήταν να συντριβούν όλες οι συνήθειες ζωής, πολιτιστικές, κοινωνικές, ηθικές, αισθητικές, πολιτικές αντιλήψεις που συνδέονται με τον “Γαλαξία του Γουτεμβέργιου”. Και ότι οι συλλογικοί πλέον τρόποι ύπαρξης θα εξαφανιστούν για να δώσουν τη θέση τους σ’ ένα είδος κοινωνίας, που θα αποτελέσει μια μορφή φυλής σε παγκόσμια κλίμακα, όπου το κάθε άτομο θα παίρνει θέση, έντονα, με όλο του το είναι, στο γίγνεσθαι της ανθρωπότητας.
Δικαιώθηκε ως προς το πρώτο σκέλος, τη συντριβή δηλαδή αξιών και πεποιθήσεων, διαψεύστηκε όμως φριχτά, ως προς τη συμμετοχή του πολίτη στο γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. 0 άνθρωπος, αντί να παίρνει θέση, απομονώνεται όλο και περισσότερο, οδηγείται στη μοναξιά και την περιθωριοποίηση και άλλοι πλέον αποφασίζουν για την τύχη του.
Και ας είχε προειδοποιήσει δύο αιώνες νωρίτερα ο Τοκβίλ ότι ο Τύπος (ο Τύπος και όχι η τηλεόραση) είχε επιφέρει την ομοιογενοποίηση στο γαλλικό έθνος, ότι οι Γάλλοι ήσαν πλέον το ίδιο είδος ανθρώπων από τον Βορρά ως τον Νότο, ότι η πολυπλοκότητα είχε επικαλυφθεί από την συνέχεια της γραμμικής επικοινωνίας.
Ως εκ της φύσεώς της, δηλαδή, η επικοινωνία είναι παγκοσμιοποιητική, διαχέοντας τις ίδιες πληροφορίες και κατασκευάζοντας τα ίδια πρόσωπα για όλους σχεδόν τους ανθρώπους του πλανήτη.
Εκατομμύρια άνθρωποι μετατρέπονται σε απλούς καταναλωτές κουλτούρας που παράγεται από άλλους. Επιπροσθέτως, τα Μέσα Επικοινωνίας είναι αντιδημοκρατικά. Ο Τζων Γουώκερ, καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πολυτεχνείο του Μίντλσεξ, σημειώνει: “Παρά τις σελίδες αλληλογραφίας στις εφημερίδες, τις ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές, την παρουσία ακροατηρίου στα στούντιο της τηλεόρασης, η επανάδρωση είναι εξαιρετικά δύσκολη για το κοινό των μήντια. Η ικανότητα (του κοινού) να επηρεάζει και να αρθρώνει έναν δημοκρατικό λόγο είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Τα ΜΜΕ λειτουργούν κάθετα, δηλαδή τα μηνύματα δίνονται προς μία μόνο κατεύθυνση, από πάνω προς τα κάτω, από τα αστικά κέντρα προς τις αγροτικές περιφέρειες, από τις αναπτυγμένες χώρες προς τις υπανάπτυκτες. Η εξουσία των ΜΜΕ είναι συγκεντρωμένη και συγκεντροποιημένη”.
Βεβαίως, από τα προηγούμενα προκύπτει ότι τα ΜΜΕ είναι καταστροφικά για την ίδια τη Δημοκρατία. Και είναι όταν τα διαχειρίζονται στυγνοί έμποροι της πληροφόρησης και τα υπηρετούν άνθρωποι που έχουμε ξεχάσει τον ρόλο του δημοσιογράφου: να ελέγχουμε δηλαδή την εξουσία πληροφορώντας ταυτόχρονα τον λαό, τους πολίτες. Στα μήντια επικρατούν οι απαίδευτοι μορφωμένοι, αυτοί που μόνο τους μέλημα είναι να γνωρισθούν με τους ανθρώπους της εξουσίας για ίδιον όφελος αντί να σταθούν κριτικά απέναντι τους. 0 δημοσιογράφος στο αρχικό του στάδιο ήταν υπέρμαχος του πνεύματος και του πολιτισμού και άρα κοινωνός τους- αντ’ αυτού κατέληξε να είναι πολέμιος τους. Από διαμεσολαβητής μεταξύ λαού και εξουσίας έγινε λακές της εξουσίας. Μεταδίδουμε ό,τι μας σερβίρουν οι θεσμοί της εξουσίας: αστυνομία, υπουργεία, τράπεζες, ακόμη και συνδικαλιστικές οργανώσεις, πολιτικά κόμματα. Ο,τιδήποτε ενοχλεί αυτούς τους θεσμούς ουδέποτε έρχεται στο φως της δημοσιότητας, αλλά ούτε κι εμείς προσπαθούμε να αποκαλύψουμε τα οχληρά γι’ αυτούς φαινόμενα. Άλλοι γιατί φοβούμεθα την απόλυση (διότι γνωρίζουμε ότι ο εκδότης μας είναι ταυτισμένος με την εξουσία) άλλοι διότι παζαρεύουμε τον πλουτισμό μας και τη δική μας ανέλιξη και οι πλείστοι γιατί απλώς είμαστε απολίτιστοι και απαίδευτοι.
Αλλά δεν φταίνε μόνο οι δημοσιογράφοι.
Γράφει κάπου ο Καστοριάδης ότι «η επικοινωνία και η πληροφόρηση -κατ’ εμέ το θεμέλιο της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού – είναι πεδία στα οποία υπάρχουν δυνατότητες τεράστιες να υπεισέλθουν δραστηριότητες του λαού. Η κινητοποίηση όμως αυτών των δραστηριοτήτων είναι αδύνατη χωρίς μια πρωτόγνωρη εκδίπλωση της δραστηριότητας του λαού στο σύνολο του. Μόνο ο ίδιος ο πληθυσμός μπορεί να αποφασίσει και κανένας άλλος στη θέση του».
Δυστυχώς, ο λαός δεν κινητοποιείται. Αντ’ αυτού αρκείται στην πραγματικότητα (την πλασματική βεβαίως) που του προσφέρουν τα Μέσα ξεχνώντας τη δική του ζοφερή πραγματικότητα. Οι δημοσιογράφοι δε, έχουμε παραδοθεί στη λογική της παγκοσμιοποιημένης επικοινωνίας. Και της ιεραρχίας της. Μεταδίδουμε όπως προανέφερα ό,τι μας λένε οι πολιτικοί. Αυτοί με τη σειρά τους μεταδίδουν ό,τι τους λέει το κεφάλαιο ή οι Ευρωπαίοι πολιτικοί. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί μεταδίδουν ό,τι τους διατάξουν οι Αμερικανοί πολιτικοί, θυμηθείτε τον εξευτελισμό της ελληνικής δημοσιογραφίας όταν συνελήφθησαν μέλη της 17Ι\Ι και άλλοι που φέρονται ως μέλη. Οποιοσδήποτε είχε πάει στο ίδιο νηπιαγωγείο με τον Σάββα Ξηρό κινδύνευε να βρεθεί στον Κορυδαλλό από τους Τράγκες, Κακαουνάκηδες, Λοβέρδους και λοιπούς τηλεοπτικούς αστέρες. Οι μισοί Έλληνες ήσαν τρομοκράτες. Μερικοί μας θεωρούν ακόμη συνοδοιπόρους της τρομοκρατίας, επειδή, από ελάχιστο σεβασμό στην αξιοπρέπεια και την όποια δημοκρατία, προσπαθήσαμε να ανακόψουμε τον διασυρμό της ελληνικής δημοσιογραφίας και να καταγγείλουμε τον χαφιεδισμό και τη σπίλωση συνειδήσεων που ανέδειξε ως αξίες η Αντιτρομοκρατική και τα ψιττακάκιατης.
Πως μπορούν να εξαλειφθούν αυτές οι δυσάρεστες και οχληρές -ελπίζω για τους πλείστους- καταστάσεις; Ν’ αποβάλουμε, κατ’ αρχάς, οι δημοσιογράφοι την παγκοσμιοποίηση που έχει τρώσει ακόμη και τη γλώσσα μας, τα κλισέ και τη στερεοτυπία, που είναι κοινά παγκοσμίως. Να φέρουμε στο φως την αναρχική ευρυχωρία της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή τη φαντασία, το απρόβλεπτο, τη λογιότητα. Να αναδείξουμε τα διαιώνια σήματα του Πολιτισμού, την αρχαιοελληνική γραμματεία, το ελληνικό πένθος και την ελληνική μουσική. Να ανακαλύψουμε την αντιεξουσιαστική γραμματεία, να διαβάσουμε τον Αλκιδάμαντα, τον Αντιφώντα, τον Γοργία, τους Σοφιστές, τους Κυνικούς, όλους εκείνους που αρνήθηκαν την ομοιοστασία των ανθρώπων ως απότοκης της αυθαιρεσίας των εξουσιών. Στον πολιτισμό του ματιού και του καναπέ να αντιτάξουμε τον πολιτισμό της αμφισβήτησης και της ζώσας πραγματικότητας. Φυσικά κατανοώ ότι είναι δύσκολα όλα αυτά για τον Έλληνα δημοσιογράφο, αλλά και για τον όποιο δημοσιογράφο (διότι σημασία έχει το ρεπορτάζ, η είδηση), σημασία έχει να μας προβάλει το CNN (διότι καταξιωνόμεθα παγκοσμίως). Η ενασχόληση με τον πολιτισμό είναι στόχος που δεν επιφέρει χρήμα και απολαβές και, όπως έλεγε ο Νίτσε, κάθε τέτοια Παιδεία, που απαιτεί χρόνο, προκαλεί την απέχθεια.
Όταν περιγελάμε το παρελθόν και χλευάζουμε την παράδοση, χάνουμε την ταυτότητα μας, τη μνήμη, την ψυχή, το πνεύμα της χώρας, τα μόνα δηλαδή αμυντικά όπλα απέναντι στην επέλαση της παγκοσμιοποίησης. Παραλλήλως δε, συνεχώς διογκούται το κοινωνικό αλλά και κρατικό περιθώριο. Η πείνα, οι ασθένειες, οι πόλεμοι, οι εισβολείς δεν μας πτοούν, αρκεί να πάει καλά το ραντεβού μας με τον πολιτικό ή τον επιχειρηματία. Η δημοκρατική συνείδηση των δημοσιογράφων (εννοώ η αμεσοδημοκρατική) θα μπορούσε να είναι γερό στήριγμα της ίδιας της Δημοκρατίας· η πολιτισμική μας επάρκεια, η γνώση δηλαδή και η ανάδειξη της ταυτότητας του λαού, θα μπορούσε να αναχαιτίσει τον εθισμό μας με άνευρα, άχυμα, δυτικόφερτα κυρίως υποπροϊόντα μιας κουλτούρας χωρίς ταυτότητα.
Η Δημοκρατία συρρικνώνεται, ο Πολιτισμός πάσχει και τα ΜΜΕ περί άλλα τυρβάζουν. Ως μόνη λύση τόσο για τον πολιτισμό όσο και για τα κινήματα των πολιτών φαίνεται η διασφάλιση αποκεντρωμένων μορφών Μέσων, να επιχειρήσουμε δηλαδή το αντίθετο απ’ ό,τι συμβαίνει τώρα. Να αντλήσουμε την πληροφορία, την είδηση, από την επαρχία, από κάτω δηλαδή προς τα πάνω, εκεί όπου όντως ιερουργεί η πάσχουσα ζωή, με λειτουργία, πόνο και χαρά μαζί. Να συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους, ότι ο Τύπος, ο Πολιτισμός και η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι οι θεμέλιοι λίθοι και τα κύτταρα μιας κοινωνίας όπου επικρατεί ο σεβασμός στην ετερότητα, αλλά και στον διπλανό. Είναι ο μόνος τρόπος να επαναποκτήσουμε την αξιοπρέπειά μας τόσο οι δημοσιογράφοι όσο και οι πολίτες. Η παγκοσμιοποίηση εξαπλώθηκε και εξαπλώνεται διότι ουδέποτε συνάντησε ενεργούς πολίτες. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο λέει πως διαχωριστικές γραμμές εξακολουθούν να υπάρχουν. Δεν λέω όχι, όχι όμως μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς όσο μεταξύ ενεργών και απαθών πολιτών.
Δεν επιρρίπτω ευθύνες ούτε στους δημοσιογράφους ούτε στους άβουλους πολιτικούς, ούτε και στους αδιάφορους πολίτες, εξ άλλου, όπως έλεγε ο Επίκτητος, δύο χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, «απαιδεύτου έργον το άλλοις εγκαλείν». Δεν μπορώ όμως να μη μνημονεύσω τον Ηράκλειτο που έλεγε για τους ανθρώπους: «Απομακρύνονται απ’ ό,τι συναναστρέφονται, από τον λόγο δηλαδή, που κυβερνά τα πάντα, και, αυτά που καθημερινά συναντούν, τους φαίνονται ξένα».
Αυτόν τον λόγο ας ψάξουμε, δηλαδή τον πολιτισμό της κάθε μέρας, του βήματος, της ανάσας.
Γιώργος Σταματόπουλος
*Εισήγηση του συγγραφέα στη συνάντηση του Άρδην, με θέμα: “Εναλλακτικές προτάσεις στην Παγκοσμιοποίηση”, που πραγματοποιήθηκε στον Βόλο, στις 25-27 Οκτωβρίου 2003.