Κ. Μοράρος – Γ. Σουλτάνης, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
Μια -στα όρια του ανορθόδοξου- απόπειρα ερμηνείας των «ιδεολογικών» καταβολών της παγκοσμιοποίησης
Εισαγωγή
Ειναι γεγονος ότι η διεθνής πραγματικότητα, στη δεδομένη ιστορική φάση που βρισκόμαστε, διαμορφώνεται σε μια κατεύθυνση για την οποία δεν έχουμε σαφή εικόνα αναφορικά με την έκβασή της στο μέλλον. Η παγκοσμιοποίηση είναι προ των πυλών και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γίνεται αισθητή στην καθημερινότητα μας, όπου κι αν ζούμε, σε όποια εθνική ομάδα ανήκουμε και με όποια επιμέρους ομάδα συντασσόμαστε. Εντούτοις είναι φανερό ότι δεν διαθέτουμε ακόμα μια πλήρη θεώρηση του φαινομένου.
Αφενός η αβεβαιότητα για το μέλλον και αφετέρου η αδυναμία ερμηνείας των ιδεολογιών που τείνουν να διαμορφώσουν την πραγματικότητα, μας δίνουν την αίσθηση πως βρισκόμαστε σε μια καμπή της ιστορίας και σε ένα είδος κρίσης της ίδιας της ιστορικής συνείδησης.
Πράγματι, κοινή διαπίστωση είναι πως συντελούνται ραγδαίες αλλαγές σε πολιτισμικά πεδία υψίστης σημασίας για την ανθρωπότητα, τα οποία έχουν διαμορφωθεί και παγιωθεί, κατά την ιστορική διαδρομή των ανθρώπινων κοινοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο και ανήκουν στον ιδιαίτερο πολιτισμό της κάθε μιας. Ως εκ τούτου, διακυβεύεται, τουλάχιστον, η κοινωνική αυθυπαρξία και η ιστορική συνέχειάτους, αν όχι η βιολογική ύπαρξή τους.
Επί παραδείγματι, θίγονται οι αρχές του ανθρωπιστικά προσανατολισμένου ποινικού δικαίου, μέρος του νομικού πολιτισμού, που τουλάχιστον για την Ευρώπη είναι συνυφασμένος με την ίδια την ίστορική της συνείδηση, και πολύ περισσότερο βέβαια το διεθνές δίκαιο.
Η παιδεία αποψιλώνεται από κάθε αξιακό περιεχόμενο και η εκπαιδευτική διαδικασία, ένας κατεξοχήν κοινωνικοποιητικός θεσμός, γίνεται υπηρέτης της εμπορευματοποίησης.
Το κράτος πρόνοιας, ως θεσμική διασφάλιση εξισορρόπησης της συστημικής ανισότητας, καταρρέει έναντι της αρχής του ανταγωνισμού.
Η κουλτούρα αντίστοιχα, ένα πολύπλοκο σύστημα συμβολικής ιστορικής διαμεσολάβησης, έχει πραγμοποιηθεί και αποστερηθεί κάθε πιθανής εξωλεκτικής επίδρασης.
Επιπλέον, η αποδυνάμωση της ίδιας της κρατικής οντότητας και της κρατικής κυριαρχίας θα επιφέρει την κατάλυση της ίδιας της δημοκρατίας, εφόσον ακυρώνεται η νομιμοποιητική αναφορά της στην έννοια του πολίτη που εν δυνάμει συμμετέχει στην άσκηση πολιτικής εξουσίας και τη λήψη αποφάσεων.
Η παγκοσμιοποίηση επαγγέλλεται την ανατολή μιας άλλης εποχής, χωρίς σύνορα, διαφοροποίηση και “στατικότητα”, μιας “άυλης πραγματικότητας”. Μιας εποχής “που καμιά χώρα και κανένας λαός δεν μπορεί σήμερα να ανατρέψει”, σύμφωνα με τους guru της παγκοσμιοποίησης, και στην οποία κάθε λαός και χώρα οφείλει να ενταχθεί μέσω ενός προγράμματος ομογενοποίησης, προκειμένου να μην μείνει στο περιθώριο της ιστορίας.
Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει σχέση με τις απόπειρες διεθνοποίησης του παρελθόντος, δεν αποτελεί διεύρυνση της δημοκρατίας που διαχέεται στο σύνολο του πλανήτη, στα πλαίσια των κοινωνικών οραμάτων που αναπτύχθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Αντίθετα, πρόκειται για ένα είδος παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτισμού που επιχειρεί να υποτάξει την πλανητική κοινωνία στις επιταγές μιας αυτονομημένης αγοράς, και κατ’ επέκταση στο πλανητικό κεφάλαιο, με την αποδυνάμωση κάθε είδους ιστορικά διαμορφωμένου θεσμού μέσω του οποίου ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να προστατευτεί έστω και στοιχειωδώς από την αυθαιρεσία και τη βία της κάθε είδους εξουσίας.
Εντούτοις, ας επισημάνουμε τις ενυπάρχουσες αντιφατικότητες: η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζει μεν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας καινοφανούς ιδεολογίας, αλλά αποτελεί φυσική απόρροια ενός μοντέλου σκέψης και δράσης που εκκινεί από τους νεώτερους χρόνους.
Από την άλλη, από δεκαετίες ήδη, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία αποτελεί γεγονός και οι σημαντικότερες πολιτικές επιλογές είναι πια υποταγμένες στα κελεύσματα της χρηματιστηριακής οικονομίας.
Πάραυτα, η παγκοσμιοποίηση δίνει την εντύπωση ότι δεν αποτελεί απλά την ιδεολογικοποίηση μιας ήδη παγκοσμιοποιημένης και αυτονομημένης αγοράς, την κυριαρχία της αγοράς στην οικονομία και την κοινωνία, αλλά κάτι απροσδιόριστο που εν δυνάμει απειλεί να καταστρέψει τις πολιτισμικές μορφές της πλανητικής κοινωνίας.
Η απαξίωση της ιστορίας, ο ευτελισμός της βαρύτητας που διαθέτει και η αποθέωση της επικαιρικότητας, αποτελούν τα μέγιστα ίσως ιδεολογικά όπλα ώστε να καμφθούν οι αντιστάσεις στον επερχόμενο ολοκληρωτισμό. Η ιστορία εντούτοις είναι παρούσα και διάχυτη σε όλες τις εκφάνσεις του χωροχρόνου.
Ιστορία: Βιωματική σχέση – Ιδεολογική χρήση – Αντικατάσταση
Τα υγιή «συστήματα», άτομα ή συλλογικότητες, βρίσκονται σε μια διαρκή ανταλλαγή με το περιβάλλον και παρουσιάζουν τόσο εσωτερική κινητικότητα, όσο προσαρμοστικότητα και μεταμόρφωση. Αντίθετα, τα ολοκληρωτικά στοχεύουν στην φαντασιακή διαιώνιση τους στο χρόνο, με αποτέλεσμα να μειώνουν την όποια ανταλλαγή ενέργειας με το δεδομένο “περιβάλλον” τους.
Τούτη η έλλειψη ανταλλαγής και ζωτικής μεταβολής τα εξαναγκάζει να καταδιώκουν αυτό το περιβάλλον, ώστε να εξαλείψουν κάθε πιθανό κίνδυνο αστάθειας. Πρόκειται για τα “φοβικά συστήματα”, εν αντιθέσει προς τα “παρανοϊκά”, μία δεύτερη κατηγορία ολοκληρωτικών συστημάτων που επικεντρώνονται όχι στην εξάλειψη του υποτιθέμενου αντίπαλου, μα στην επιβολή ενός κοσμοειδώλου, του οποίου η πραγμάτωση θα επιτύχει μία “μεταφυσική” τρόπον τινά τάξη.
Στο ιστορικό πεδίο, και αναφορικά με το τι εστί ιστορία, μεθοδολογία κ.λπ., είναι γνωστή η επιφυλακτικότητα και δυσπιστία των ιστορικών έναντι των “φιλοσοφιών της ιστορίας”, καθότι τούτες έχουν τη τάση να εξαφανίζουν την ιστορικότητα, οδηγούμενες στο “τέλος της ιστορίας” μέσω μιας δομικής αντίληψης της.
Αφετέρου και η ίδια η ιστορικότητα, παρότι αποκλείει την ιδεαλιστικοποίηση της ιστορίας, τείνει να την καταργήσει, γιατί “αν όλα είναι ιστορικά, άρα καταργείται η Ιστορία”.
Οι αμφισημίες και οι αντινομίες που αφορούν τη σχέση μας με την ιστορία, (είναι-όπως το περιέγραψε ο B.Croce- “αναπαράσταση του παρόντος στο παρελθόν”, σύζευξη της συλλογικής βιωμένης μνήμης με την κυρίαρχη ερμηνεία, ή αλληλουχία μοναδικών συμβάντων που ερμηνεύονται μέσω ενός καθολικού δομικού αιτήματος; κ.λπ.), συναρτώνται άμεσα με τα παραπάνω συστήματα.
Τα υγιή συστήματα βιώνουν την ιστορία ως συλλογική μνήμη, δημιουργώντας μία λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο πριν-τώρα-μετά, ανάμεσα στο μοναδικό και το καθολικό, το συμβαντολογικό και το εντελεχειακό. Αντίθετα, τα μεν φοβικά συστήματα, αναπαριστούν την κυρίαρχη εικόνα του παρόντος στο παρελθόν, με αποτέλεσμα την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, τα δε παρανοϊκά ανατρέπουν την ιστορία ακόμα και ως αναπαράσταση και στη θέση της επιβάλλουν μία “νέα”, με το ψευδεπίγραφο κύρος μιας υποτιθέμενης “αποκάλυψης”, ένα είδος μετα-ιστορίας.
Ιστορία ή Βαρβαρότητα
Η Hannah Arend, στην προσπάθειά της να κατανοήσει τα αίτια που προκάλεσαν τις μαζικές δολοφονίες των σταλινικών και των εθνικοσοσιαλιστών στον 20ό αιώνα, διατύπωσε την άποψη πως δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ιστορική συνέχεια και αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους, χωρίς την αναγνώριση από μέρους τους της πολιτικής παράδοσης, που συνεπάγεται και την πολιτική ευθύνη για τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στις προηγούμενες γενιές.
Διακρίνει επιπλέον, ότι ο Λόγος της Γνώσης, από τον 17ο αιώνα, εισήγαγε την απάρνηση του Νόμου (τον συμβολικό χαρακτήρα των ανθρώπινων πράξεων) και πολύ περισσότερο ο επιστημονισμός, από το 19ο αιώνα, επέβαλε αποκλειστικά την έννοια του “φυσικού και ιστορικού νόμου”, αντικαθιστώντας ολοκληρωτικά τον συμβολικό νόμο της υπερβατικότητας.
Ο συμβολικός Νόμος, ως η αυτοεπιβαλλόμενη δέσμευση ότι “το παν δεν είναι δυνατό”, ότι υπάρχει αντιστοιχία σκοπών και μέσων, προστατεύει τα υποκείμενα ώστε να μην αποδράσουν κάτω από τη πίεση του σοκ του πραγματικού, να μην επιδιώξουν την φυγή σε κοσμοεικόνες ανεξέλεγκτες από την πραγματικότητα και την εμπειρία.
Ο J. Le Goff, ισχυρίζεται πως η μνήμη δεν αποτελεί μια ιδιότητα της νόησης, αλλά το υπόβαθρο, όποιο κι αν είναι αυτό, πάνω στο οποίο εγγράφονται οι αλυσίδες ενεργειών και, πράγματι, η νόηση συνιστά μια λειτουργία υποδεέστερη της μνήμης. Βρισκόμαστε βυθισμένοι στην ιστορία με ένα τρόπο που δεν μας γίνεται κατανοητός. Ό,τι είμαστε και κάνουμε αποτελεί ιστορία, αποτελούμε ιστορία και δεν υπάρχουμε ως ανθρώπινα όντα χωρίς αυτό το βύθισμά μας σ’ αυτήν. Η ίδια η ταυτότητά μας, η “κοινωνία”, ο πολιτισμός και η κουλτούρα είναι ιστορία, υπάρχουμε χάρη σ’ αυτή και προσθέτουμε τη δική μας μικρή ιστορία. Η μετοχή μας στο ιστορικό συνεχές, επίσης, συντελείται με ένα τρόπο που σχετίζεται με τα είδη μνήμης που διαθέτουμε, τόσο γραμμικά όσο και ολιστικά.
Ό,τι αποτελούν τα φυσικά στοιχεία για τη βιολογική ύπαρξη, αποτελεί η μνήμη για την πολιτισμική ύπαρξη. Η ιστορία είναι το ανθρώπινο πρόσωπο της μνήμης, μιας παράδοξης ενέργειας που διαποτίζει το σύνολο του κόσμου. Εντούτοις, όπως η βιολογική ύπαρξη, χάνοντας τη μνήμη, αποδιοργανώνεται και αυτοκαταστρέφεται, αντίστοιχα η πολιτισμική ύπαρξη, χάνοντας την ιστορία, βυθίζεται στο χάος, στην αποσπασματικότητα και την παράνοια.
Η βαρβαρότητα είναι το αποτέλεσμα αυτής της απώλειας. Ίσως μόνο στον 20ό αιώνα η ανθρωπότητα βίωσε τις πιο παρανοϊκές εκφράσεις της, όπου η ανθρώπινη κτηνωδία έφτασε στο απάνθρωπο ζενίθ της κατάργησης κάθε ανθρώπινου περιεχομένου. Γιατί ακριβώς απώλεσε την ιστορική μνήμη, που είναι ο φορέας του συμβολικού Νόμου της υπερβατικότητας.
Ιστορία και Νεωτερικότητα: η “εφεύρεση του ανθρώπου”
Η κατάργηση του συμβολικού Νόμου της υπερβατικότητας, και της ιστορίας εν γένει, ταυτίζεται με την περιπέτεια του μοντερνισμού. Εκεί συντελέστηκε η μεγάλη ρήξη με την ιστορία και την ίδια την ύπαρξη.
Η διάκριση του “Εγώ”-“Εμείς”-“Αυτό”, του υποκειμένου-πολιτισμού-φύσης, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου ώστε να επιτευχθεί αυτό που ο Foucault αποκάλεσε “εφεύρεση του ανθρώπου”.
0 άνθρωπος, με την έννοια του ατόμου που αυτοκαθορίζεται, που είναι κύριος και θεός των επιλογών και των πράξεών του, είναι όντως εφεύρεση της νεωτερικότητας. 0 οικονομικός ντετερμινισμός φαίνεται ότι έπαιξε ελάχιστο ρόλο στην εμφάνιση του φαινομένου.
Ο “νέος άνθρωπος” αυτοανακηρύχθηκε νέος γιατί έχασε την επαφή με την ιστορία, απώλεσε την πολιτισμική σοφία που μεταγγιζόταν μέσω της μνήμης και διατηρούσε την ισχύ του συμβολικού υπερβατικού Νόμου. 0 νέος άνθρωπος ήταν πραγματικά νέος, καινοφανής, ανυποψίαστος αναφορικά με την πολυπλοκότητα των πραγμάτων.
Η προϊούσα βιομηχανοποίηση και η μεθοδική ανάπτυξη της εμπειρικής επιστήμης, συνέπειες της διανοητικής μονολογικότητας του νέου ανθρώπου, είχαν ως αποτέλεσμα να προσανατολίσουν την συνείδηση του αποκλειστικά στο “Αυτό”, στα αντικείμενα.
Ταυτόχρονα, η διάσταση του Εγώ και του Εμείς κυριολεκτικά εξαφανίσθηκε από τον ψυχισμό του, καθότι η διανοητική του συνείδηση ήταν αδύνατο να συνδέσει τα φαινομενικά ετερόκλητα επίπεδα. Η γενίκευση της μηχανιστικής θεώρησης, μέσω της κοινωνικοποίησης, επεκτάθηκε στο χώρο των προβλημάτων της Ηθικής και του Πολιτισμού.
Η ηθική, ως τέχνη εξισορρόπησης του ατομικού με το συλλογικό, του πεπερασμένου με το απεριόριστο, και ο πολιτισμός, ως παρακαταθήκη των επιβιωτικών τρόπων της ανθρωπότητας στον άγριο υλικό κόσμο, δεν είχαν πια καμιά θέση στη συνείδηση του νέου ανθρώπου. Για τον νέο άνθρωπο, το νοητικό εργαλείο είναι ο θεός, και οι σκέψεις του, το σύνολο του κόσμου. Σε έναν τέτοιο “κόσμο”, περισσεύει τόσο το υπερβατικό, όσο η ιστορία, οι “άλλοι” και η ηθική.
Η επιστήμη, ως το σύνολο των σκέψεων που προέκυψαν από εμπειρικό έλεγχο ώστε η νόηση να οικειοποιείται τον έλεγχο της πραγματικότητας, καθορίζει πλέον την όποια λύση των προβλημάτων και, επιπλέον, καθορίζει το τι εστί πρόβλημα και τι όχι.
Τα προβλήματα είναι πλέον τεχνικά. 0 κόσμος μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο αντικείμενο και ό,τι δεν συνιστά αντικείμενο μεταπί-πτει αυτόματα στη σφαίρα της ανυπαρξίας.
Τα νοήματα, οι αξίες, οι ποιότητες, οι ιδέ-ες, γίνονται θλιβερές ψευδαισθήσεις που στοιχειώνουν την παγκόσμια μηχανή και τον άνθρωπο-μηχανή, φαντάσματα και σκιές που πρέπει να εκδιωχθούν από τη χώρα των αντικειμένων, την επικράτεια της ποσότητας.
Οι επιστήμες του ανθρώπου καθιέρωσαν πλέον έναν νέο ανθρωπισμό: τον αντικειμενοποιημένο εργαλειακό ανθρωπισμό. Ο άνθρωπος τεμαχίζεται κλινικά για να διαπιστωθεί τι είναι πραγματικό και τι όχι. Ο εγκέφαλος είναι το μόνο πραγματικά ανθρώπινο στοιχείο, καθότι ορατό, συνεπώς ο νους, η συνείδηση, η ψυχή, αποτελούν παράγωγα του εγκεφάλου, φαντασιώσεις.
Η παράνοια βρίσκεται πλέον στο κέντρο της αυτονομημένης λογικής. Η λογική, ως εργαλείο μέτρησης της ποσότητας, ποτέ πριν δεν υπήρξε στο κέντρο της ανθρώπινης συνείδησης, καθότι, χωρίς περιεχόμενο, δεν αποτελεί ουσία μα, αξιακά, διεργασία.
Ο νέος άνθρωπος της λογικής είναι ο κενός αξιακά άνθρωπος, που εργαλειοποιείται μέσω της ταύτισής του με το λογικό εργαλείο.
Η νεωτερικότητα έχει αφενός καταργήσει και αφετέρου αντικειμενοποιήσει την ιστορία, τον άνθρωπο, τον πολιτισμό και τη φύση.
Η μέγιστη απώλεια, όμως, δεν είναι η αντικειμενοποίηση, που έτσι κι αλλιώς υπήρχε σε ένα βαθμό, όσο η απώλεια του συμβολικού πεδίου και του νόμου της υπερβατικότητας.
Λογική Παράνοια και Αόρατη θρησκεία
Η έννοια του “λογικού” όντος είναι επίσης μια εφεύρεση της νεωτερικότητας.
Ο νεωτερικός άνθρωπος αποδίδει την λο-γικότητα στον εαυτό του κατά την παραδοσιακή έννοιά της, μ’ έναν καταχρηστικό τρόπο. Η λογική, ως σχέση του υπολογιστικού οργάνου με την ηθική συνείδηση, έξω από αυτή τη σχέση, ακυρώνεται και αλλοτριώνεται σε μια απλή φυσική διαδικασία. Ο νέος άνθρωπος έγινε παρανοϊκός με έναν οντολογικό τρόπο. Η παράνοια είναι η αυτονόμηση της λογικής σε σχέση με τον νου, ο οποίος αποτελεί gestalt της ανθρώπινης οντότητας.
Οι αντιφάσεις που ορθώνονται μπροστά στο νέο άνθρωπο είναι αξεπέραστες σχεδόν και επιχειρεί να τις λύσει με την εντατικοποίηση του μόνου οργάνου που διαθέτει, γεγονός που τον βυθίζει περισσότερο στο αδιέξοδο.
Τα προβλήματα της προσωπικής ταυτότητας, της συνύπαρξης ως ομάδα, της διακυβέρνησης, της κατανομής των αγαθών, της πίστης σε μια συνέχεια της ζωής, όλα όσα νοηματοδο-τούν την ύπαρξη, μεταβλήθηκαν σε ζητήματα που έπρεπε να επιλυθούν με το νέο όργανο.
Η λύση ήταν αναπόφευκτη: έπρεπε να κατασκευαστεί μια νέα “θρησκεία”, που να μην θέτει σε αμφισβήτηση την λογικά αυτάρκη συνείδηση, όρος στον οποίο ανταποκρινόταν η νεοσύστατη επιστήμη.
Ο ορθολογισμός, όπως έδειξε ο Feyer-abend, σε ένα αποφασιστικό σημείο, εγκαταλείπει τη σκέψη και μεταβαίνει στο πεδίο της πίστης, όπου τα υποτιθέμενα “επιχειρήματα” του αποτελούν απλές προσευχές.
Η καινούργια θρησκεία στερείται μόνο το συμβολικό εποικοδόμημα της παραδοσιακής. Η λειτουργία της είναι ανάλογη. Στα κατά τόπους “πατριαρχεία” και “μητροπόλεις”, ορίζονται αρμοδιότητες και λειτουργίες, και στα όρια πια του νεωτερικού κράτους, τα “ιερατεία” νομιμοποιούνται με την ισχύ του μονοπωλίου της βίας.
Η εκκοσμίκευση σημαίνει πια την αποχριστιανικοποίηση, καθότι η νέα αόρατη θρησκεία έχει αντικαταστήσει την παλιά. Οι ιερείς της καθορίζουν τα όρια του κόσμου, του ανθρώπου, της υγείας και της ασθένειας, τη ζωή και το θάνατο, τα όρια και τον ορισμό του κοινωνικού, το πραγματικό, το τι συνιστά πρόβλημα και πως λύνεται και, φυσικά, απολαμβάνουν τα προνόμια των νομοκατεστημένων ομάδων που νομιμοποιούνται με την εξουσία που οικειοποιούνται μέσω της συμβολικής βίας που επιβάλλουν.
Η αόρατη εξουσία, προγραμματικά, εκτός από την υλική καταδυνάστευση των ανθρώπων, επιδίδεται στον ολοκληρωτικό έλεγχο τους, στην πλήρη αντικειμενοποίησή τους.
Η νέα εξουσία δεν νομιμοποιείται πια από το υπερβατικό ή την κληρονομική διαδοχή, αλλά από την αυτονομημένη λογική, από το αυτο-αναφορικό κύρος της αυτοπραγμάτωσης, της ατομικής ελευθερίας ως αυτοσκοπού.
Ολοκληρωτισμός και κοινωνία της αφαίρεσης
Η αυτονομιμοποιημένη εξουσία, πέραν κάθε έννοιας μετοχής στην πολιτική παράδοση, το συμβολικό Νόμο και την ηθική της υπερβατικότητας, ήδη συνιστά την πραγματικότητα του ολοκληρωτισμού.
Η ιδεολογία, κατά τον Althusser, αντιπροσωπεύει τη φαντασιακή σχέση των ατόμων προς τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής τους. Αντίθετα ο ολοκληρωτισμός, τη διαμόρφωση των πραγματικών συνθηκών της ύπαρξης μέσω μιας αυτοπροσδιοριζόμενης φαντασιακής κατασκευής.
Το νεωτερικό κράτος δομείται πάνω σε ένα ολοκληρωτικό background, και αυτό μας δίνει μία εναλλακτική ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης. Ο νέος άνθρωπος βιώνει το σοκ του πραγματικού με τρόμο και, για να τον αποφύγει, αποζητά υποκατάστατα. Αυτά του δίνουν την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας, της αυτονομίας και της αποφυγής του θανάτου. Οι ψευδαισθήσεις καταρρέουν και αποζητά περαιτέρω ψευδαισθήσεις. Στο υπαρξιακό του βάθος, βιώνει τον τρόμο του κενού, της ανυπαρξίας.
Έτσι, η πρώτη φάση έχει να κάνει με την αυτοθέωση και με τη παράλογη επιδίωξη μιας αθανασίας μέσω του λογικού οργάνου. Αμέσως έρχεται η διάψευση και, στη δεύτερη φάση, οι προσδοκίες βαρύνουν προς την εμπειρική επιστήμη.
Η Τρίτη φάση έχει να κάνει με το χρήμα. Είναι το μόνο “αντικείμενο”, στον αντικειμενικό κόσμο, που μπορεί να χορηγήσει μια σύντομη ή εκτεταμένη αθανασία πριν τον τελικό αφανισμό.
Η φετιχοποίηση του χρήματος, ως συμβόλου αέναης απόλαυσης, αποφυγής του εσωτερικού κενού και προσωρινής εκστατικής αθανασίας, είναι που πυροδοτεί την έννοια της κεφαλαιοποίησης και την προϊούσα διάκριση αγοράς και κοινωνίας.
Το καινοφανές κράτος απηχεί τον νέο άνθρωπο και τη θρησκεία της λογοκρατίας, έπεται το κράτος, ως ιερατείο, των επιστημόνων και ακολουθεί το κράτος ως νομιμοποιητής της συσσώρευσης κεφαλαίου.
Πρόκειται για δομικές αλλαγές του συστήματος, στη βάση των προθετικών προϋποθέσεων των υποκειμένων που αποτελούν την ηγεμονική ομάδα στη δυτική κοινωνία και ελέγχουν άμεσα τους θεσμούς, είτε έμμεσα, μέσω ιδεολογικής βίας. Η προθετικότητα της βούλησης συλλαμβάνει την υπερδομή ως ιδεατή σύλληψη και η οικονομικο – τεχνική βάση παρέχει το έρεισμα για την εμπραγμάτωσή της σε μια αμφίδρομη ιεραρχική σχέση.
Τι συμβαίνει όμως με τη δυτική κοινωνία, σε όλη αυτή τη διαδικασία;
Ο Foucault υποστήριξε “ότι ο ‘νέος’ άνθρωπος υπήρξε το αντικείμενο της πληροφορίας και ποτέ το υποκείμενο της επικοινωνίας”.
Φυσικά υπήρξαν και υπάρχουν κοινότητες που δεν εντάχθηκαν ποτέ στην νεωτερικότητα. ακόμα και στα πλαίσια του ίδιου του δυτικού πολιτισμού, και υπήρξαν τροχοπέδη στην μεταμόρφωση του συστήματος.
Η κοινωνία εντούτοις διαμορφώθηκε μέσω των ελεγχόμενων κοινωνικοποιητικών μηχανισμών έτσι ώστε να αποδεχθεί τις εννοιολογικές κατηγοριοποιήσεις του νέου ανθρώπου.
Έννοιες που αντιστοιχούν σε πραγματικότητες αποσυνδέθηκαν από αυτές σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρούνται οι ίδιες “πραγματικότητες”, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη αναγωγής τους σε γεγονότα.
Αυτό το γεγονός εγκαθίδρυσε ένα είδος ψευδούς συνείδησης, όπου τα υποκείμενα αυτοκαταργούνται ως τέτοια και αυτοπροσδιορίζονται ως αντικείμενα. Οι συνέπειες αυτού του παράδοξου φαινομένου είναι αφενός ότι καταργείται το υποκείμενο, μετατρεπόμενο σε πληροφορία, και αφετέρου χάνει την δυνατότητα επικοινωνίας, καθότι τούτη προϋποθέτει την ύπαρξη υποκειμένου που βιώνει την υποκειμενικότητά του.
Ουσιαστικά καταργείται το γεγονός της επικοινωνίας-κοινωνίας και τη θέση τους παίρνει η αφηρημένη έννοιά τους.
Κατ’ επέκταση, καταργείται το γεγονός της πραγματικότητας με ό,τι αυτό περιέχει και υποκαθίσταται από την αυτόνομη έννοιά του. Η απώλεια του κοινωνικού, συνεπώς, υποκαθίσταται από το αφαιρετικό.
Η Κρίση του Φυσιολογικού και η “Αρετή” της Υποκρισίας
Όταν η Η. Arendt αποκάλυψε ότι ο Άιχμαν διέθετε πιστοποιητικά ψυχιάτρων, που απεδείκνυαν την φυσιολογικότητά του, προκάλεσε κυριολεκτικά σκάνδαλο: “Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ακριβώς ότι πολλοί άνθρωποι ήταν σαν αυτόν, ότι οι περισσότεροι δεν ήταν ούτε διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, ότι ήταν και εξακολουθούν να είναι φοβερά και απειλητικά φυσιολογικοί. Από τη σκοπιά των νομικών μας θεσμών και των ηθικών μας κρίσεων, αυτή η φυσιολογικότητά ήταν πολύ πιο απειλητική από όλες μαζί τις φρικαλεότητες”.
Η “φυσιολογικότητά” του νέου ανθρώπου, γίνεται η θεατρική σκηνή μιας ψυχομαχίας, όπου τεμαχισμένα ψυχικά μέρη, απωθημένα τραύματα και απωθημένη υπερσυνειδητότητα, εμφανίζονται ως σκιές με “δαιμονική” ένταση, απειλώντας με κατάρρευση την ισορροπία του τρόμου. Το πρόσωπο, είναι πια η μάσκα του κατακερματισμένου εγώ.
Ο Ολοκληρωτισμός, ως οντολογική παρανοιακή πραγματικότητα, εγκαθιδρύει το Χομπσιανό: Homo Homini Lupus, και αποτελεί μια μηχανή που παράγει συνεχώς ψέμα και δυσπιστία, έλλειψη εμπιστοσύνης και απελπισία.
Η αλήθεια των γεγονότων, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οφείλει να παραποιείται και τη θέση της να παίρνει το ψέμα. Μόνο που το ψέμα εδώ, είναι πρώτα ψέμα απέναντι στον εαυτό και μετά απέναντι στον άλλο. Και όλα τα ψέματα είναι πιστευτά εφόσον οφείλουν να υποκαθιστούν αλήθειες.
Η λεγόμενη αστική υποκρισία, η υποκρισία ως δημόσια αρετή, γίνεται αρετή, γιατί το συλλογικό αίτημα είναι η απόκρυψη της αλήθειας.
Η επιβράβευση του ψέματος, και η τιμωρία στην περίπτωση αποκάλυψης της αλήθειας, προέρχεται από τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η κρυμμένη παράνοια της δημόσια ζωής, το ανερμάτιστο και το άνευ νοήματος, εφόσον το μόνο αληθές είναι η επικράτηση του εγώ.
Το κοινωνικό θέατρο είναι αναγκαία προϋπόθεση του συστήματος, για να συνεχίσει την ύπαρξή του. Αποτελεί τον φαντασιακό συνεκτικό του ιστό, καθότι απουσιάζει ο πραγματικός.
Η κοινωνία, ως χώρος φαντασιακών υπο-κειμένων-αντικειμένων, στερημένων από στοιχειώδες αξιακό περιεχόμενο, αποτελεί πεδίο σύγκρουσης παρανοϊκών εγώ που πρέπει να επικρατήσουν το κάθε ένα για τον εαυτό του και τον συνασπισμό συμφερόντων του.
Ταυτόχρονα οφείλουν να διατηρήσουν την έννοια του πολιτισμού και της ηθικής, σαν αυτά να ήταν πραγματικά γεγονότα.
Ιστορικές Παραδόσεις και νεωτερικότητα
Η κυρίαρχη πολιτισμική διαμόρφωση, για να την διακρίνουμε από την κυρίαρχη ιδεολογία, επιχειρεί να μας πείσει ότι ο πολιτισμός της νεω-τερικότητας αποτελεί μονόδρομο και τρόπον τινά εξελικτική διαδικασία των ιστορικών πολιτισμών.
Η ιστορία που μαθαίνουμε, τα γεγονότα που μας μεταδίδονται, οι αξιολογικές κρίσεις που υπονοούνται, αποσκοπούν να μας πείσουν ότι η πραγματικότητα είναι αυτό που ο “νέος άνθρωπος” εννοεί ως πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται βέβαια να καταφύγουμε σε συνωμοσιο-λογικές εικασίες ώστε να ερμηνεύσουμε αυτόν τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος. Το σύστημα έχει επιτύχει την αντικειμενοποίηση των υποκειμένων, την πληροφοριοποίησή τους, και αυτά, ως πληροφορία, αναπαράγουν αυτόματα το μήνυμα που τους έχει εγγραφεί.
Εντούτοις, όλες οι ιστορικές παραδόσεις είναι παρούσες στο χώρο της ζώσας πραγματικότητας, αδιάφορο αν απουσιάζουν από το φαντασιακό υποκατάστατο της που έχει δομήσει ο “νέος άνθρωπος”, υποκατάστατο που πρέπει να συντελείται ανά πάσα στιγμή για να διασώζεται η βεβαιότητα της ψευδαισθησιακής ύπαρξήςτου.
Οι Χριστιανοί συνεχίζουν να προσεύχονται πραγματώνοντας τη νοερή ησυχία, οι Βουδιστές να διαλογίζονται για να πετύχουν το Shamandhi, οι Mevlevi να στροβιλίζονται επιδιώκοντας αλλαγές στη συνειδησιακή τους κατάσταση, οι Σαμάνοι τις θεραπευτικές τελετουργίες τους, όπως και χιλιάδες κοινότητες που βιώνουν τη δική τους ιστορία, τις πρακτικές και τη πραγματικότητα τους στα πλαίσια της όντως πραγματικότητας, αδιάφορο αν τα “media” δεν αναπαραγάγουν τα γεγονότα αυτά ως πληροφορία.
Οι ιστορικές παραδόσεις διακρίνονται απο μια πίστη στην πραγματικότητα, στην μοναδικότητα του κάθε προσώπου, στην υπερβατική πραγματικότητα, αδιάφορο πως την ορίζουν, στην ιερότητα της κάθε μορφής ζωής και στην ιστορία.
Σε αντίθεση με την θρησκεία της νεωτερικότητας, η διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερβατικού υφίσταται και αποδεικνύεται με εμπειρικές μεν αλλά όχι “επιστημονικές” μεθόδους, όπως και η γνωστική ικανότητα του λόγου έναντι των έσχατων αληθειών.
Το κεντρικό όμως σημείο απόκλισης, που αφορά την κοινωνικότητα, είναι ότι ο ιστορικός άνθρωπος στοχεύει στην διεύρυνση της γνώσης και αδιαφορεί για την επιστημονική εγκυρότητα ή την αντικειμενικότητα των μεθόδων του. Ακόμη και το φανταστικό αποτελεί μέρος του πραγματικού αναφορικά με τα αποτελέσματα που προκαλεί στο πραγματικό. Φαντασιωσικό όμως επίπεδο δεν υφίσταται.
Οι ιστορικές παραδόσεις αποτελούν τη μήτρα από την οποία διαμορφώθηκε η νεωτερικότητα, όχι εξελικτικά αλλά εναντιωτικά και αφορούν παράλληλες πραγματικότητες
Μια σύντομη είσοδος στην Θεολογική οπτική: Παγκοσμιοποίηση και ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι
“Δεκαπέντε αιώνες βασανιστήκαμε μ’ αυτή την ελευθερία, μα τώρα τελειώσαμε μ’ αυτήν.. Μάθε όμως πως τώρα οι άνθρωποι είναι βέβαιε περισσότερο από κάθε άλλη φορά για την ελευθερία τους… κι όμως αυτοί οι ίδιοι μας φεραν την ελευθερία τους και την κατέθεσαν ταπεινότατα στα πόδια μας. Κι αυτό το πετύχαμε εμείς… Όλα όσα Σου λέω θα γίνουν κ’ η βασιλεία μας θα οικοδομηθεί… Πήγαινε και μη ξανάρθεις πια… καθόλου μην έρθεις… ποτέ. ποτέ!”.
Η παγκοσμιοποίηση σχετίζεται με τον οικονομικό φιλελευθερισμό και την ανάγκη μεγιστοποίησης των κερδών, σε μια πλανητικη αγορά, ανεξάρτητα από κάθε μορφής έλεγχο. Οι κανόνες και τα δομικά όρια που είχαν επιβληθεί στην τάση της να κυβερνήσει την οικονομία και την κοινωνία, έπειτα από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, καταρρέουν αναπόφευκτα, αφού το πλανητικό κεφάλαιο διαφεύγει απο τους παραδοσιακούς θεσμικούς χώρους ελέγχου μέσω των πολυεθνικών δικτύων, γεγονός που έχει ήδη συντελεστεί.
Οι πιέσεις για μια ταχύτατη πορεία στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα έχουν να κάνουν με την παγκοσμιοποίηση των χρηματιστηριακών αγορών, του κεφαλαίου, των αγορών, των επιχειρήσεων, και της στρατηγικής τους, την ανάπτυξη των τεχνολογιών και βιοτεχνολογιών, την μαζική ανταγωνιστικότητα, την διαμόρφωση μιας Παγκόσμιας αγοράς ανεξάρτητης από κάθε είδους έλεγχο και προσανατολισμό και την ιδιωτικοποίηση τμημάτων της οικονομίας που παραμένουν παραδοσιακά υπό κρατικό δημόσιο έλεγχο.
Φυσικά συμπαρομαρτούντα είναι η γενικευμένη εμπορευματοποίηση, που συμπεριλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα, και το ανθρώπινο γενετικό υλικό. Ταυτόχρονα, ένας βομβαρδισμός ιδεολογικής βίας που αναφέρεται στην πρόοδο, την τεχνική, την επικοινωνία, την ανωτερότητα του επερχόμενου πολιτισμού, την νομοτελειακή πορεία των εξελίξεων, το μεγαλείο του νέου ανθρώπου, έρχεται να νομιμοποιήσει καθημερινά κοινωνικές και οικονομικές πραγματικότητες.
Η ανθρωποφαγική διεργασία του συστήματος είναι φανερή όχι μόνο από την εμπορευματοποίηση του ανθρώπου, και του συνόλου της φύσης, αλλά και από την απειλούμενη καταστροφή των κοινωνιών που παρουσιάζουν μια συνεκτικότητα, καθότι επίκεινται μετακινήσεις και ακραίες ανισότητες.
Η Επιστήμη εμφανίζεται ως δεδομένη θρησκεία και η τεχνολογία προβάλλεται ως τεχνοτοτεμισμός.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, και η επέκταση της αγοράς με σκοπό την αποκόμιση κέρδους και ανανεούμενων πηγών, αποτελούν μέσα και όχι σκοπό της παγκοσμιοποίησης.
Ίσως έχουμε μια ακόμη ψευδαισθησιακή υπέρβαση. Ο οικονομισμός, η συσσώρευση κεφαλαίων, βοήθησε το σύστημα με το να του αποδώσει λόγο ύπαρξης. Η συσσώρευση δεν κατασίγασε την απύθμενη κενότητα της ύπαρξής του. Είναι αναγκαία η αναζήτηση μιας ευρύτερης ψευδαίσθησης, μιας υπέρβασης του ίδιου του κεφαλαίου αλλά και του χώρου και τρόπου παραγωγής.
Το χρήμα, ο χώρος διακίνησης του αλλά και ο γενικότερος περίγυρος, οφείλουν να απούλοποιηθούν. Ο κάτοχος αυτής της άυλης δύναμης γίνεται πάραυτα άυλος και παντοδύναμος.
Ίσως ο μύθος του “Μεγάλου ιεροεξεταστή”, στους “Αδελφούς Καραμαζόφ”, να ερμηνεύει το φαινόμενο, περισσότερο από τις οικονομικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του.
Ο ιεροεξεταστής δεν έχει κάποιο όφελος από το λειτούργημα του. Το όφελος είναι συμβολικό: αντικαθιστά τον θεό, γίνεται θεός και κατευθύνει τις ανθρώπινες τύχες πιστεύοντας απόλυτα ότι μεριμνά για το μέγιστο καλό των δύσμοιρων θνητών.
Η παράνοια του αυτονομημένου λογικού νου κατασκευάζει απίθανους κόσμους, με αποτελέσματα εντελώς πραγματικά. Η ιστορία, της κοινωνίας και του πολιτισμού, είναι οι μεγάλες αυθεντικές υπερβάσεις και αφηγήσεις, αλλά και η φρίκη των κρεματορίων και της βιομηχανικής εξόντωσης ανθρώπινων όντων.
Ο Foucault, στην “Τάξη πραγμάτων”, γράφει: “Μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι ο άνθρωπος (“ο νέος άνθρωπος”) θα εξαλειφθεί όπως το πρόσωπο που είναι χαραγμένο στην άκρη της θάλασσας και χάνεται καθώς περνούν τα κύματα πάνω από την άμμο”.
Ο αιώνιος άνθρωπος εντούτοις παραμένει πάντα στην νεότητα της κάθε στιγμής, γεγονός που δεν απαιτεί την επικύρωσή του στο βασίλειο της “λεκτικής πραγματικότητας”.
* Ο Κ. Α.Μοράρος σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ιστορία, εργάζεται ως Σύμβουλος Ανάπτυξης.
Ο Γρηγόρης Σουλτάνης είναι εκπαιδευτικός.
Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο που πραγματοποίησε το Άρδην τον Οκτώβριο του 2003 στο Βόλο.