Του Παναγιώτη Κόρπα
Η κορινθιακή σταφίδα ήταν ο «μαύρος χρυσός» για τους αγρότες το 19ο αιώνα και καλό εξαγώγιμο προϊόν. Η καταστροφή των γαλλικών αμπελιών από τη φυλλοξήρα το 1878 άνοιξε την ευρωπαϊκή αγορά στους Έλληνες αγρότες και τους ενθάρρυνε να αυξήσουν τις εκτάσεις αμπελιών. Η παραγωγή αυξήθηκε, όπως και οι εξαγωγές αλλά η γαλλική κυβέρνηση επέβαλε δασμούς στην εισαγωγή της σταφίδας το 1892, η Ελλάδα έχασε τη μεγαλύτερη αγορά της και δημιουργήθηκε το σταφιδικό ζήτημα.
Οι αγρότες της Ελευσίνας, που κύρια απασχόληση είχαν την αμπελουργία, επηρεάστηκαν από τη σταφιδική κρίση αλλά εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, που είχε ήδη στην Ελευσίνα το Σαπωνοποιείο Χαριλάου. Το 1898 ίδρυσε την Οινοποιητική και Οινοπνευματική Εταιρεία Χαρίλαος και Σια σε συνεργασία με τον Λέοντα Οικονομίδη. Το εργοστάσιο χτίστηκε στα βόρεια και δυτικά του σαπωνοποιείου. Μέσα σε δέκα χρόνια, χάρη και στη βοήθεια της Τράπεζας Αθηνών, η εταιρεία είχε μεταβληθεί σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα. Λίγο πριν από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, απασχολούσε 2.000 εργάτες και 300 επιστήμονες και διοικητικούς υπαλλήλους. Περίπου 3.000 άτομα εξαρτιόνταν έμμεσα ως φορτωτές, παραγωγοί ή πράκτορες.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε το πώς δούλευε η επιχείρηση και ποιες ήταν οι συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο της Ελευσίνας. Η δουλειά ξεκινούσε το χάραμα και τελείωνε με τη δύση του ήλιου, αν και υπήρχαν περίοδοι που τα μηχανήματα δούλευαν όλο το εικοσιτετράωρο. Δεν υπήρχαν καλοκαιρινές άδειες, αλλά ο μισθός ήταν καλός και τα ατυχήματα σπάνια. Υπήρχε επίσης τραπεζαρία, όπου οι εργάτες τρώγανε (συνήθως πατάτες ή όσπρια) ή κάθονταν να ξεκουραστούν λίγο, καθώς το διάλειμμα κρατούσε μόνο μια ώρα. Το βαρελοποιείο ήταν από τα σημαντικότερα τμήματα του εργοστασίου. Καστανιά και οξιά χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τεράστιων βαρελιών με χωρητικότητα 400 ή 500 κιλών. Οι σταφίδες τοποθετούνταν σε μεγάλες δεξαμενές με καυτό νερό. Στη συνέχεια ο πολτός μεταφερόταν στο διυλιστήριο για την τελική επεξεργασία. Οι φλούδες της σταφίδας απομακρύνονταν με βαγονέτα και πετιούνταν. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και έφτιαχνε κρασί για τον γερμανικό στρατό.
Η ιστορία της εταιρείας Βότρυς όπως την ξέρει ο πολύς κόσμος ή Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων Α.Ε. ξεκίνησε από την ενοποίηση της Οινογεωργικής Αριστόβουλος Ζάννος – Εμμανουήλ Ρως & ΣΙΑ και της Οινοποιητικής – Οινοπνευματικής Εταιρείας Χαρίλαος και Σία. Την πρώτη, ίδρυσαν στην Καλαμάτα ο Κωνσταντινοπολίτης Αριστόβουλος Ζάννoς και ο Γάλλος Εμμανουήλ Ρως (Emmanuel Roche) το 1884, καταφέρνοντας μάλιστα το 1896 να ολοκληρώσουν την κατασκευή εργοστασίου στα Σεπόλια, με την εγκατάσταση τριών μεγάλων αποστακτηρών γαλλικής κατασκευής.
Για την αντιμετώπιση του σταφιδικού ζητήματος του 1905, της δυσκολίας δηλαδή διάθεσης του προϊόντος, ο Ιωάννης Πεσματζόγλου, διευθυντής της Τράπεζας των Αθηνών, πρωτοστάτησε για τη δημιουργία μιας δυναμικής επιχείρησης με βάση τις δύο μικρότερες που αναφέραμε πιο πάνω. Έτσι ιδρύθηκε το 1906 η Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων (ΕΕΟΟ) με σκοπό την επεξεργασία της πλεονάζουσας σταφίδας. Η διοίκηση της Ε.Ε.Ο.Ο κατόρθωσε σύντομα να συνάψει σύμβαση με την ιταλική εταιρία Distilleria Italiana (με έδρα το Μιλάνο), η οποία ανέλαβε την υποχρέωση να αγοράζει τεράστια ποσά μετουσιωμένης σταφίδας υπό μορφή μάζας για την παραγωγή οινοπνεύματος. Συγχρόνως δημιούργησε νέες αγορές κατανάλωσης της σταφιδομάζας σε Γερμανία, Μεξικό κ.λπ. για βιομηχανικές χρήσεις.
Έχει σημασία να δούμε το επιχειρηματικό μυαλό του Επαμεινώνδα Χαριλάου, όπου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αύγουστος 1922), που δημιουργήθηκαν πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην Ελλάδα, πέτυχε την συγκρότηση του πρώτου καρτέλ εν Ελλάδι της ανώνυμης εταιρείας Ηνωμένη Παραγωγή οίνων και οινοπνευμάτων της Ελλάδας – Βάκχος για να αντιμετωπίσει όλος ο κλάδος την κρίση.
Το 1938 η Ε.Ε.Ο.Ο εξαγοράστηκε από τον Μποδοσάκη – Αθανασιάδη ο οποίος αγόρασε και τις γαλλικές μετοχές της εταιρείας, όπου στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν στο Ίδρυμα Μποδοσάκη.
Η Βότρυς αντιμετώπισε προβλήματα στη μεταπολεμική περίοδο. Ο εξοπλισμός ήταν παλιός και ο ανταγωνισμός από μικρότερες ή πιο σύγχρονες μονάδες ήταν έντονος. Οι άνθρωποι στράφηκαν στην κατανάλωση μπίρας και η ζήτηση για βιομηχανικό κρασί μειώθηκε. Μετά τον θάνατο του Μποδοσάκη και τη δολοφονία του ανιψιού του Τζώρτζη Αθανασιάδη, το 1986 η εταιρεία σταματά οριστικά την λειτουργία της, οι δε εγκαταστάσεις της μετατρέπονται σε ερείπια.
Επ’ ευκαιρία του παρόντος σημειώματος να κάνουμε μια πρόταση για την απ’ κοινού αξιοποίηση των εγκαταστάσεων της Βότρυς στην Ελευσίνα και τα Σεπόλια, με συνεργασία των Δήμων Αθηναίων και Ελευσίνας, για τη δημιουργία ίσως εκθεσιακών χώρων γι’ αυτά τα παραδοσιακά προϊόντα. Η Βότρυς είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της οινοποιίας μας, ενός κλάδου δυναμικού και με ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια ανάπτυξης.