Αρχική » Γιώργος Καραμπελιάς: Ο Ρομαντισμός, η Φύση, το Έδαφος

Γιώργος Καραμπελιάς: Ο Ρομαντισμός, η Φύση, το Έδαφος

από Άρδην - Ρήξη

από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 8, Φθινόπωρο 2013

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ

Ανδρέας Εμπειρίκος, Πουλιά του Προύθου

Αν ορίσουμε τα δύο μεγάλα ρεύματα που διαπερνούν τη βιομηχανική και τη μεταβιομηχανική κοινωνία ως το ρεύμα του ορθολογισμού από τη μια και εκείνο της ρομαντικής απόρριψης από την άλλη, η σχεδόν ολοκληρωτική απορρόφηση του «ορθολογισμού» από την εργαλειακή του εκδοχή μεταβάλλει τον «ρομαντισμό» σε καθοριστικό ορίζοντα μιας οποιασδήποτε απελευθερωτικής στρατηγικής.

Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία –και την ποίηση κατ’ εξοχήν– από τα τέλη του 18ου– αρχές του 19ου αιώνα: ο ρομαντισμός είναι ήδη κυρίαρχος και μόνον ο 18ος αιώνας θα παραμένει, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, ο αιώνας του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού, πριν δηλαδή ακόμα πάρει σάρκα και οστά ο νέος μηχανοποιημένος κόσμος. Στο εξής, όσο περισσότερο θα ενισχύεται και θα επεκτείνεται η μηχανοποίηση στο επίπεδο της κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων, τόσο περισσότερο –αρχικώς στον τομέα της Τέχνης και όλο και περισσότερο στη φιλοσοφία, τις κοινωνικές επιστήμες, και εν τέλει στα κοινωνικά κινήματα και τον «αιρετικό» πολιτικό λόγο– θα επιβεβαιώνεται η ρομαντική απόρριψη. Προς επίρρωση μιας τέτοιας διαπίστωσης, πολύ χαρακτηριστική υπήρξε η ρομαντική έκρηξη στην Αγγλία, την κατ’ εξοχήν χώρα του αναδυόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού, ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα, με πολύ πιο έντονο και ριζοσπαστικό τρόπο από οπουδήποτε αλλού. Οι Μπλέηκ, Κήτς, Κόλεριτζ, Γουέρντσγου­ωρθ, Σέλλεϋ, Southey, κλπ. συνιστούν μια κυριολεκτική anomalia selvaggia παράλληλα με τον Ρουσσώ, τον Σπινόζα και τον Χέρντερ1.

Αν οι απόψεις του Ρουσσώ, της κριτικής στον διαφωτιστικό ορθολογισμό, είναι μάλλον διαδεδομένες ενώ ένας από τους πατέρες του γερμανικού ρομαντισμού ο Χέρντερ, θα γίνει γνωστός μάλλον ως εκφραστής του εθνικισμού, αγνοούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου οι θέσεις του πάνω στα γενικότερα φιλοσοφικά και κοινωνικά προβλήματα: Έγραφε λοιπόν το 1774, στο βιβλίο του Μια διαφορετική φιλοσοφία της Ιστορίας:

Συνάγεται αναγκαστικά ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού που συμβατικά ονομάζεται καινούργιος Πολιτισμός είναι στην πραγματικότητα κάτι το μηχανικό˙ όταν το παρατηρήσουμε από λίγο πιο κοντά, θα δούμε ότι αυτό το τόσο μοντέρνο πνεύμα μας συνίσταται ακριβώς σε αυτόν τον μηχανικό χαρακτήρα!… Ορισμένες αξίες που ήταν αναγκαίες για την επιστήμη, τον πόλεμο, το δημόσιο βίο, την ναυσιπλοΐα, τη διακυβέρνηση, είναι άχρηστες πλέον: όλα αυτά έγιναν μια μηχανή… (σ. 241).

Η καταγγελία μηχανοποιημένου κόσμου, τόσο του συρμού στις μέρες μας, επιχειρείται από τον ρομαντισμό ήδη στα πρώτα του βήματα του.

Το πνεύμα της σύγχρονης φιλοσοφίας δεν μπορεί από πολλές απόψεις, παρά να είναι ένας μηχανισμός, πράγμα που το καταδεικνύει και το μεγαλύτερο ποσοστό εκείνων που την ασκούν. Με όλο το φιλοσοφικό βάθος τους και τις γνώσεις τους, πόσο αφελείς και αδύναμοι μοιάζουν σε ό,τι αφορά τη ζωή και την καθημερινότητα! Ενώ στους παλιούς καιρούς, το φιλοσοφικό πνεύμα δεν αρκούνταν ποτέ στον εαυτό του αλλά είχε ως αφετηρία τη ζωή και έσπευδε να την ξανασυναντήσει… μεταβλήθηκε σε επάγγελμα…» (σ. 243).

Οι Θέσεις για τον Φόιερμπαχ του Μαρξ, τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, θα συστηματοποιήσουν αυτή την ήδη εκπεφρασμένη κριτική. Τέλος, σε ό,τι αφορά το αναδυόμενο κοινωνικό σύστημα και τον ιμπεριαλισμό:

Το «εμπορικό μας σύστημα»! Μπορούμε να φανταστούμε κάτι περισσότερο εκλεπτυσμένο απ’ αυτή την επιστήμη που εμπεριέχει τα πάντα; Πόσο άθλιοι ήταν αυτοί οι Σπαρτιάτες που κατέφευγαν στους είλωτές τους για την γεωργία τους; Και τι βάρβαροι αυτοί οι Ρωμαίοι που έκλειναν τους δούλους τους μέσα στις υπόγειες φυλακές! Στην Ευρώπη, η δουλοκτησία καταργήθηκε γιατί υπολόγισαν ότι οι σκλάβοι θα κόστιζαν παραπάνω και θα απέφεραν λιγότερα απ’ ό,τι οι ελεύθεροι άνθρωποι˙ μόνο ένα πράγμα επιτρέψαμε στον εαυτό μας: να μεταβάλουμε σε σκλάβους τρεις ηπείρους, να τις εμπορευόμαστε, να τις εξορίζουμε στα αργυρωρυχεία και τις φυτείες ζάχαρης – αλλά βέβαια δεν πρόκειται για Ευρωπαίους, ούτε για Χριστιανούς και σαν αντάλλαγμα παίρνουμε χρήμα, μπαχαρικά, ζάχαρη και μερικές ανομολόγητες αρρώστιες. Όλα αυτά εξ αιτίας του εμπορίου, προφανώς προς χάριν της «αμοιβαίας αδελφικής αλληλεγγύης» και της «διεθνούς κοινότητας!» (σσ. 279-281).

Και πάλι οι σελίδες του Κεφαλαίου για τη μισθωτή εργασία και για την αποικιακή εκμετάλλευση, που συχνά θεωρούμε ότι παρήχθησαν όπως η Αθηνά από τον Δία-Μαρξ, προδιαγράφονται από την κριτική ενός «εθνικιστή ιεροκήρυκα», ογδόντα ή ενενήντα χρόνια νωρίτερα.

Ωστόσο σε ό,τι αφορά τα απελευθερωτικά κοινωνικό-πολιτικά οράματα της νεωτερικότητας –που διαμορφώνονται στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα– συγκροτούνται μεν από ένα κράμα ορθολογισμού και ρομαντισμού, αλλά ο ορθολογισμός θα αποτελεί το κατ’ εξοχήν θεωρητικό τους υπόβαθρο˙ ιδιαίτερα για τον μαρξισμό, που επέπρωτο να κυριαρχήσει τουλάχιστον επί έναν αιώνα. Σύμφωνα μ’ αυτόν, η υπέρβαση του καπιταλισμού και της εμπορευματικής κοινωνίας θα πραγματοποιηθεί «μετά» από το υψηλότερο σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και θα οδηγήσει σε έναν κόσμο περαιτέρω «ανάπτυξης», στον οποίο θα έχουν «υπερβαθεί» οι αντιφάσεις της. Στην πράξη βέβαια, τίποτε τέτοιο δεν έγινε. Και ευλόγως, διότι η λογική της ανάπτυξης είναι μια λογική χωρίς τέλος, δεν επιτρέπει την έξοδο από τον κόσμο της αδιάκοπης διεύρυνσης των «αναγκών» και, επομένως, αποκλείει την έξοδο από τον κόσμο του εμπορεύματος. Η καπιταλιστική-εμπορευματική κοινωνία αποτελεί την πιο πρόσφορη κοινωνικό-οικονομική μορφή για την κάλυψη των αδιάκοπα διευρυνόμενων καταναλωτικών αναγκών. Αυτό απεδείχθη περίτρανα με την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή του κρατικού σοσιαλισμού και της πολιτικής δικτατορίας πάνω στις ανάγκες, που ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν τις χώρες της ελευθερίας του εμπορεύματος, δηλαδή τηςεμπορευματικής δικτατορίας πάνω στις ανάγκες. Οι χώρες αυτές κατέρρευσαν διότι, ενώ ήταν θεμελιωμένες στην ίδια λογική –εκείνη της αδιάκοπης διεύρυνσης των αναγκών και της κατανάλωσης–, στάθηκαν ανίκανες να προσφέρουν έναν αυξανόμενο αριθμό εμπορευμάτων στα μέλη της κοινωνίας τους.

Επί πλέον, η ίδια η ιστορική πραγματικότητα των εγχειρημάτων οικοδόμησης μη-καπιταλιστικών κοινωνιών, υπονόμευε και εκ των ένδον το αξίωμα της υπέρβασης του καπιταλισμού στα πιο αναπτυγμένα σημεία. Συνέβη μάλλον το αντίθετο. Η υπέρβασή του επιχειρήθηκε σε χώρες ασθενούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή μάλλον καπιταλιστικής υπανάπτυξης, από τη Ρωσία έως την Κίνα.

Αυτές οι εξελίξεις απαξίωσαν, οριστικά, την πίστη στην ανάπτυξη ως την αναγκαία προϋπόθεση της εξόδου από την κοινωνία της αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης. Αντίθετα, ο «καπιταλιστικός ορθολογισμός», οδηγώντας στην κυριαρχία ενός αυτονομημένου οικονομικού μεγαμηχανισμού πάνω στον άνθρωπο, που χάνει έτσι κάθε δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και αυτονόμησης, αποδεικνύεται ο αποκλειστικός μονόδρομος της αναπτυξιακής ουτοπίας. Δεν μπορεί πλέον παρά να είναι εργαλειακός. Η μοναδική διαφυγή απέναντι στο αδιέξοδο γίνεται η «κακή πλευρά της κοινωνίας», το «μαύρο ρόδο» του ρομαντισμού, που απορρίπτει τα πάντσερ του εμπορευματικού ορθολογισμού, υποστηρίζει την «επιστροφή» ή την «έμπνευση» από παλαιότερα κοινωνικά πρότυπα, και θέτει εκ νέου την ίδια την ανθρωπολογική και οντολογική διάσταση του ανθρώπου…

Τη στιγμή που η βιοτεχνολογία ετοιμάζεται να εισβάλει πλησίστια στον κόσμο μας για να οδηγήσει στην έσχατη παρέμβαση, στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, η «επιστροφή» του ρομαντισμού είναι απλούστατα «επιστροφή» στην καθολικότητα του ανθρώπινου πολιτισμού και της ανθρώπινης υπόστασης. Ο «ρομαντισμός», αν μπορούμε να μεταχειριζόμαστε αυτό τον όρο, είναι πλέον προϋπόθεση για την επιβίωση του ανθρώπου και του πολιτισμού, απέναντι σε μια ξέφρενη μεγαμηχανή την οποία πλέον δεν κατευθύνει κανένας, ούτε καν ο «τρελός μηχανοδηγός» του βωβού κινηματογράφου.

Η διαπίστωση αυτή έχει πράγματι καθολικό χαρακτήρα, όταν μάλιστα ο όρος ρομαντισμός μοιάζει ξεπερασμένος ή χρησιμοποιείται μόνο για να χαρακτηρίσει κάποιες συμπεριφορές: η φιλοσοφία του 20ού αιώνα, στο σύνολό της σχεδόν, θα είναι «ρομαντική». Από τον πεσιμιστικό μαρξισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης και τον αισιόδοξο ρομαντικό μαρξισμό του Ερνστ Μπλοχ έως τον αντιτεχνολογικό ρομαντισμό του Χάιντεγκερ, τον υπαρξισμό ή την καστοριαδική «αυτονομία», τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά ρεύματα του αιώνα θα είναι ρητά ή υπόρρητα «ρομαντικά». Η ψυχανάλυση θα απορρίψει τη μηχανιστική ψυχολογία και τον οικονομισμό για να διερευνήσει ένα νέο πεδίο της ανθρώπινης υπόστασης, το υποσυνείδητο και την ανθρώπινη φύση, σε αντίθεση με τον «διαπαιδαγωγικό» και διαφωτιστικό θετικισμό του 18ου και του 19ου αιώνα που υποστήριζε πως ο άνθρωπος είναι αποκλειστικό δημιούργημα των «συνθηκών» και της παιδείας και πως η έννοια της ανθρώπινης φύσης είναι μια κατασκευή2. Η εθνολογία θα σκύψει πάνω στις «πρωτόγονες» κοινωνίες και θα αποκαλύψει πως επρόκειτο για τις μοναδικές κοινωνίες της «αφθονίας», σύμφωνα με τον διάσημο πλέον όρο του Μάρσαλ Σάλινς, ακριβώς γιατί επρόκειτο για κοινωνίες που κατόρθωναν να ελέγχουν τις ανάγκες τους με κοινωνική αυτορρύθμιση και δεν επέτρεπαν την ανεξέλεγκτη διεύρυνσή τους, που δημιουργεί συνθήκες «έλλειψης» και κατά συνέπεια τροφοδοτεί την ατέρμονα και τυφλή σπείρα της ανάπτυξης3.

Σε ό,τι αφορά στην τέχνη, αν και ο αιώνας ξεκίνησε με τις φουτουριστικές κορώνες ενός Μαρινέττι και τη λατρεία του μοντερνισμού, αν και ο Άντυ Γουόρχωλ θα υμνήσει την μαγεία της κόκα-κόλα και της Μαίριλυν, ωστόσο η τέχνη του αιώνα που κλείνει, από τον Σαγκάλ ως τον Μπουλγκάκωφ, από τον Μπρετόν έως τον Έζρα Πάουντ, από τους Αδελφούς Λυμιέρ έως τον Μπέργκμαν και τον Ταρκόφσκι, από τον… Ντάσιελ Χάμμετ έως τον Τζον Λε Καρρέ, και από τον Χάξλεϋ ως την Ούρσουλα Λε Γκεν, θα σφραγιστεί από την αναζήτηση της χαμένης ψυχής του ανθρώπου κάτω από τη βασανιστική κυριαρχία των γραναζιών της καπιταλιστικής μηχανής. Ο Τσάρλι Τσάπλιν των «Μοντέρνων Καιρών», κυριολεκτικά το τρελό γρανάζι μιας μηχανής που βαδίζει αδήριτα προς το υπαρξιακό μηδέν και τη μηχανοκρατική αναυθεντικότητα, θα εικονογραφεί με απαράμιλλο τρόπο την αμετάκλητη εργαλειακή έκπτωση του ορθολογισμού.4

Όπως παρατηρεί η Lilian Furst:

Στο σύνολό του, το πειραματικό μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα θεμελιώνεται στον Ρομαντισμό, στην κίνησή του από τον πραγματικό στον φαντασιακό κόσμο των ονείρων, τους μύθους και τα μυστήρια, στην αναζήτησή του καινούργιων συμβόλων και νέων μορφών, στην εξερεύνηση του χρόνου και του χώρου, στην απόρριψή του της πλοκής προς χάριν μιας οργανικής δομής που βασίζεται σε μια συνειρμική διαδοχή επανερχόμενων εικόνων. Στο σύνολό της, η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, […] προκύπτει από τη ρομαντική προτίμηση να ειδώνεται όχι η επιφανειακή μορφή αλλά η εσωτερική πραγματικότητα κάτω απ’ αυτήν. Υπό την έννοια αυτή, το Finnegans Wake του Τζαίημς Τζόυς εκπροσωπεί την ακραία συνέπεια, την deductio ad absurdum του ρομαντισμού. Αναμφιβόλως, όλος ο αναρχικός ατομισμός, η κοχλάζουσα φαντασιακότητα και η συναισθηματική ορμή της τέχνης του εικοστού αιώνα ήδη υπονοούνται μέσα στον Ρομαντισμό5.

Τέλος, στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική, η φονξιοναλιστική μανία ενός Λε Κορμπυζιέ και η λατρεία των μεγάλων συγκροτημάτων και των ουρανοξυστών, που φάνηκε να θριαμβεύει στη Μόσχα του Στάλιν στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, και το εφιαλτικό τοπίο των ουρανοξυστών της Σαγκάης, θα συγκρούεται με τη «μετα-μοντέρνα» αναζήτηση της γειτονιάς, του πεζόδρομου, της μεσαιωνικής συμβιωτικότητας, της πόλης με ανθρώπινα μεγέθη.

Παρά, λοιπόν, τις σχετλιαστικές αναφορές στον ρομαντισμό από τη θριαμβεύουσα νεωτερικότητα, ακόμα και από τα ίδια τα νέο-ρομαντι­κά ρεύματα του 20ού αιώνα, κανένας άλλος αιώνας δεν υπήρξε ίσως τόσο «ρομαντικός» όσο αυτός στις αναζητήσεις του και τόσο επικριτικός απέναντι στην τεχνολογία και τη θετικιστική νεωτερικότητα, τουλάχιστον στις τελευταίες δεκαετίες του. Γιατί, αν και στα μάτια των περισσότερων σύγχρονων ρομαντικών, το ρομαντικό ρεύμα ταυτίστηκε με μια συγκεκριμένη περίοδο του 18ου και του 19ου αιώνα, στην πραγματικότητα δεν παύουν τα σύγχρονα μεγάλα ρεύματα να είναι κατ’ εξοχήν ρομαντικά στην αναζήτηση μιας πραγματικότητας «πέρα από τη μηχανοποίηση» της ζωής και τον θάνατο της ψυχής. Ο υπερρεαλισμός, ο οποίος συχνά λοιδορούσε τον παλιό ρομαντισμό, αποτελούσε ο ίδιος ένα αυθεντικά «ρομαντικό» ρεύμα, το οποίο αναζητούσε στο ανθρώπινο ασυνείδητο και υποσυνείδητο τη δύναμη της εναντίωσης στη θετικιστική νοησιαρχία. Γενικότερα, συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως ο Νταλί, ο Πικάσο, ο Σαγκάλ, ο Προυστ, ο Πάουντ, ο Κάφκα, ακόμα και ο Τζόυς, για να μην αναφερθούμε στον Μπουλγκάκωφ και τον Σαγκάλ, ή στον ύστερο 19ο αιώνα, με τον Ντοστογιέφσκι, τον Πόε και τον Μπωντλαίρ, αρδεύουν τη σκέψη, τον προβληματισμό και την ευαισθησία τους από το μεγάλο ρεύμα του ρομαντισμού, έστω και εάν δεν αναφέρονται ρητά σε αυτόν.

Η θετικιστική στροφή του μαρξισμού και του κομμουνιστικού κινήματος που θα φθάσει στο απόγειό της με τον σταλινισμό και την ταύτιση των ρομαντικών ρευμάτων με τον γερμανικό εθνικισμό του αίματος και τον ναζισμό, θα παίξει σημαντικό ρόλο στην κατασυκοφάντηση και την απαξίωση του ρομαντισμού, ιδιαίτερα στις χώρες της Δύσης και κατ’ εξοχήν στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής. Έτσι ο μαρξισμός εγκαταλείπει ή περιθωριοποιεί τα ισχυρά ρομαντικά στοιχεία που περιείχε, και τα οποία αναδεικνύουν οι Sayre και Löwy6, παραθεωρόντας τις πράγματι μεγάλες οφειλές του έναντι του ρομαντισμού. Και αυτό παρά το ότι ο τελευταίος εμπεριείχε ένα τεράστιο αντι-καπιτα­λιστικό δυναμικό, ήδη από τη στιγμή της γέννησής του7.

Όμως, μετά τη δεκαετία του 1960 και την εντεινόμενη κριτική ενάντια στη μηχανοκρατούμενη νεωτερικότητα, τόσο στις καπιταλιστικές χώρες όσο και στις λεγόμενες σοσιαλιστικές, θα αρχίσει και πάλι η απελευθερωτική σκέψη να διερευνά τις δυνατότητες και τη σημασία του ρομαντισμού, με μια διττή έννοια, ως βύθισμα τόσο στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής και του ασυνείδητου όσο και στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας. Ακόμα και σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, η διαπίστωση του ανέφικτου εκδυτικισμού του συνόλου του πλανήτη, ή η σύγκρουση με τις κοινωνικές συνέπειες της στρεβλής ανάπτυξης, θα οδηγήσουν σε μια απαρχή κριτικής της νεωτερικότητας και την «επιστροφή» στην εγχώρια παράδοση ως πηγή έμπνευσης.

Τελικώς, και τα μεγάλα κοινωνικά και επαναστατικά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα θα πάρουν αυτό τον δρόμο, μετά τον τεχνολογικό και παραγωγιστικό παροξυσμό του πρώτου μισού. Στην Ινδία, ο Γκάντι θα ξεσηκώσει τους Ινδούς κηρύττοντας την επιστροφή στον παραδοσιακό αργαλειό, ο Μάο θα εγκαινιάσει με την Πολιτιστική Επανάσταση την πρώτη απόπειρα ανοικτής απόρριψης του παραγωγισμού και της δικτατορίας της τεχνολογίας, ενώ το κίνημα του ’68 θα είναι το πρώτοαπερίφραστα ρομαντικό επαναστατικό κίνημα της σύγχρονης ιστορίας και μάλιστα στην αναπτυγμένη Δύση. Η άρνηση της καπιταλιστικής αποδοτικότητας, η απόρριψη της λογικής της ανάπτυξης, η οικολογία, θα αποτελέσουν τις ιδεολογικές σταθερές αυτού του μεγάλου πολιτιστικού κινήματος. Δεν θα λείψουν ωστόσο και μορφές νοσταλγικού ή κάποτε και αντιδραστικού ρομαντισμού, όπως ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Τέλος, η πλέον εμβληματική φιγούρα της επανάστασης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο Τσε Γκεβάρα, αποτελεί την ίδια την ενσάρκωση του επαναστατικού ρομαντισμού.

H εξέλιξη των ρομαντικών ρευμάτων στην Ελλάδα

Όμως πολλές φορές σκεφτόμαστε
Στις ώρες τις μικρές
Πώς τάχατες δεν έσπασαν οι γέφυρες
Κι υπάρχει δρόμος ανοικτός
Στα περασμένα

Κλείτος Κύρου, Μόνωση

Το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά το 1922 έως και τη δεκαετία του ’80, θα είναι αντιρομαντικό και νεωτεριστικό, σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα που θα χαρακτηριστεί μάλλον «ρομαντικός»8. Πράγματι, κατά τον 19ο αιώνα, η προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης και οι απόπειρες να συγκροτηθεί ένα «εθνικό παρελθόν» για ένα λαό που μόλις έβγαινε από αφάνεια αιώνων, αποτελούσαν το ισχυρότερο κίνητρο για την ανάδυση της ρομαντικής ευαισθησίας, έστω και αν ως ρομαντικές θα καταγραφούν από το ευρύ «πεπαιδευμένο κοινό» αρχικώς μόνον οι ωχρές μιμήσεις των παρισινών ρευμάτων του ρομαντισμού της εποχής του ορλεανισμού και της Παλινόρθωσης. Ωστόσο, όπως παρατηρεί στη μελέτη του για τον ελληνικό ρομαντισμό ο Κ.Θ. Δημαράς, ο ρομαντισμός, ή έστω η ρομαντική διάθεση, εκφράζεται ακόμα και στο τόσο «κλασικιστικό» δημοτικό τραγούδι, σε ό,τι αφορά την άρνηση της συμβατικής ζωής:

Να’χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια
Να με κοιμούν οι πέρδικες, να με ξυπνάν τ’ αηδόνια…

ή τη μελαγχολική ροπή:

τούτ’ η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε9

Στην πραγματικότητα, ένας από τους πρώτους εκφραστές της ρομαντικής διάθεσης υπήρξε ο Ρήγας Φεραίος˙ το 1790 θα μεταφράσει και θα δημοσιεύσει το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, όπου αναδεικνύονται όλα τα τυπικά ρομαντικά χαρακτηριστικά, («Μα εσύ, καρδιά μ’ θλιμμένη,/ πως είσαι κατοικημένη/ και βαστάς τόσον καιρόν;» ή αλλού: «Η δική σου η αγάπη μ’ έκανε να στερηθώ/ κάθε ηδονήν του κόσμου,/ και το παν να αρνηθώ/»10). Και ποιος δεν θυμάται τον περίφημο επαναστατικό ύμνο που είχε μεταφράσει ο Ρήγας, «Κόψε το ρόδο πριν μαραθεί!». Στη συνέχεια ρομαντικοί δεν θα είναι μόνο οι Φαναριώτες ποιητές, που θα χαρακτηριστούν τέτοιοι, αλλά η ρομαντική (και προρομαντική) διάθεση θα κυριαρχεί στον Κάλβο και στον Σολωμό. Γράφει πάλι ο Δημαράς:

Οι οπαδοί του ελληνικού Διαφωτισμού γνώριζαν μια φλόγα, την φλόγα του νου. Ο Σολωμός μας θυμίζει πως «είναι δύο φλόγες»: «μια στο νου, άλλη στην καρδιά». Το ιδανικό του αρχίζει να διαγράφεται από τώρα. να ενώσει τις δύο φλόγες, να συνθέσει. Το ίδιο, αργότερα. θα δοκιμάσει να κάνει και με την τέχνη του, σμίγοντας τα ρομαντικά και τα κλασικά στοιχεία «εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο»11.

Ενώ ο Στέφανος Ροζάνης, αναφερόμενος στον «Λάμπρο» του Σολωμού, ως ένα «δαιμονικό-ρομαντικό» έργο, θα υποστηρίξει πως «αποτελεί την κατ’ εξοχήν Συμφωνία του τρόμου – μια μοναδική στιγμή που το μιλτωνικό ιδεώδες της εξυψώσεως του Κακού σε πρότυπο ελευθερίας έχει αναχθεί στις ύψιστες κορυφές της ψυχικής ανατάσεως»12.

Η ιδεολογία του διαφωτισμού και του κλασικισμού θεωρούσε τη νεώτερη Ελλάδα αναβίωση της αρχαίας, τους δε Μακεδόνες και Βυζαντινούς ως κατακτητές, στο ίδιο επίπεδο με τους Ρωμαίους και τους Οθωμανούς. Η αντίληψη αυτή υπήρξε απόλυτα κυρίαρχη και τα πρώτα χρόνια ζωής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Γράφει γι’ αυτό ο Κ.Θ. Δημαράς: «Αυτή λοιπόν είναι η ιδεολογία του ελληνισμού ως τα χρόνια 1839,1840, 1841. Η Ελλάδα είναι η Ελλάδα, κληρονόμος και διάδοχος του αρχαίου κόσμου, άσχετη από ο,τιδήποτε έζησε στα χώματά της…»13. Ο ρομαντισμός όμως θα απαντήσει με τον Παπαρρηγόπουλο και τον Ζαμπέλιο14 και θα κυριαρχήσει στην ιστοριογραφία, από το 1850 και ύστερα, αποκαθιστώντας την ενότητα του ελληνικού έθνους, από την αρχαιότητα και τους Μακεδόνες, ως ελληνικό φύλο, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, περνώντας από το Βυζάντιο. Στην πολιτική, η Μεγάλη Ιδέα15 της «επιστροφής» του ελληνισμού, από τον ύστερο Κωλέττη έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα στοιχειώνει τα όνειρα και τις επιθυμίες των Ελλήνων και θα παραμένει το κυρίαρχο ρεύμα του αιώνα, όσο και αν ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός θα του αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία. Τούτος ο «αποκαταστασιακός» και ταυτόχρονα «επαναστατικός» ρομαντισμός θα εκφράζεται σε όλη την έκταση του πολιτικού φάσματος. Από τους «συντηρητικούς» έως τους επαναστάτες ακτιβιστές –από τον Ανδρέα Ρηγόπουλο, τον Παναγιώτη Πανά16 και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες ως τον σοσιαλιστή Σταύρο Καλλέργη. Εθνική, κοινωνική και ατομική απελευθέρωση θα συνδυάζονται στους ρομαντικούς ριζοσπάστες και θα συνεχίσουν να επιβιώνουν μετά το γύρισμα του αιώνα στις ρομαντικές φιγούρες του Περικλή Γιαννόπουλου ή του Ίωνα Δραγούμη. Οι εξίσου παρούσες στη σκέψη του 19ου αιώνα τάσεις προς τον εκδυτικισμό και τον ορθολογισμό θα διαπλέκονται με τις κυρίαρχες ρομαντικές τάσεις.

Όμως, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον οριστικό ενταφιασμό των ονείρων της Μεγάλης Ελλάδας, κυριαρχεί ένας πικρόχολος και διαψευσμένος ρεαλισμός· «νέα εθνική ιδέα» γίνεται αποκλειστικά η δίψα και η επιθυμία «να φθάσουμε τη Δύση». Οι κριτικές του εργαλειακού ορθολογισμού που κυριαρχούσαν στο φιλοσοφικό πεδίο στην ύστερη Δύση, ή τα ρεύματα της «επιστροφής» στο παρελθόν, έμοιαζαν εντελώς ξένα προς το κυρίαρχο ιδεολογικό και πνευματικό τοπίο της χώρας. Ο αριστερός και φιλελεύθερος διαφωτισμός θα επιβληθούν χωρίς σχεδόν καμία αμφισβήτηση μέχρι τη δεκαετία του ’60. Ακόμα και στον θρησκευτικό χώρο, η ηγεμονία των ευσεβιστικών «κοσμικών» οργανώσεων θα εμποδίζει την ανάδειξη μιας ορθόδοξης «ρομαντικής» πνευματικότητας17. Οι Έλληνες – εκτός ίσως από τους καλλιτέχνες– ήταν παραδομένοι ψυχή τε και σώματι στην αγωνιώδη αναζήτηση της μοντερνικότητας. Ίσως γιατί οι δεσμοί μας με την Ανατολή είχαν κοπεί τόσο ριζικά και αμετάκλητα μετά το 1922, ίσως γιατί η παραδοσιακή κοινωνικότητα εξακολουθούσε να επιβιώνει στην επαρχία και εν μέρει στις πόλεις, έτσι ώστε η έλλειψή της δεν είχε γίνει ακόμα αισθητή18, ίσως γιατί η ελληνική αριστερά, τόσο κυρίαρχη ιδεολογικά μετά τον πόλεμο, υπήρξε ένας φοβερός μηχανισμός εκσυγχρονισμού και εκνεωτερίκευσης.

Ωστόσο, στους τομείς της τέχνης –και της φιλοσοφίας μεταγενέστερα– θα συναντήσουμε μορφές που αποπειράθηκαν να αντισταθούν σε έναν τυφλό εκδυτικισμό ή σε μια τυφλή πίστη στον ορθολογισμό. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι, του ευρύτερου ελληνισμού συνήθως, κοσμοπολίτες με βαθύτατη γνώση της Δύσης, θα δοκιμάσουν ένα εγχείρημα σύνθεσης ορθολογισμού και ρομαντισμού (και παρεμπιπτόντως της ελληνικότητας). Ο Καβάφης και ο Πικιώνης, ο Τσαρούχης ή ο Παρθένης και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης ή ο Κάλας, θα επιχειρήσουν μια «ρομαντική» ή ακόμα και υπερρεαλιστική κριτική της Δύσης, συνδυασμένη για πολλούς από αυτούς με μια «επιστροφή» στην ελληνικότητα. Ιδού πως εξέφραζε ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας αυτή τη νέα συνείδηση της γενιάς του:

Με τη συνεχή καλλιέργεια αυτής της ιδέας άρχισε να εισχωρή το αίτημα της γνησιότητος και της Ελληνικότητος μέσα στις πλαστικές τέχνες… Οι δυσκολίες της μεταβολής ή της αναπροσαρμογής των στοιχείων μιας πλαστικής γλώσσας όπως την ξέρουμε, όπως την έχουμε συνηθίση ή όπως την έχουμε εκμάθει αποτελεί κάτι το δυσκολοκατόρθωτο. Ούτε και θα υπήρχε σε μας τέτοιο πρόβλημα, τουλάχιστον σ’ αυτή τη μορφή, αν η εξέλιξή μας είχε γίνη φυσιολογικά από τους βυζαντινούς χρόνους. Η δουλεία απέκοψε την εσωτερική εξέλιξη και συγχρόνως μας απέκοψε από την εξέλιξη των άλλων. Το ελεύθερο κράτος εν σπουδή, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθη εάν υπήρχε καιρός να ωριμάση η εσωτερική μας οντότητα σύμφωνα μα τα δικά της αιτήματα. Ποδοπατήσαμε τον εαυτό μας με αδιαφορία, κυνηγώντας μια χίμαιρα που κι αν την φθάναμε, δεν είχε να μας προσφέρη τίποτε το πνευματικώς αξιόλογο… Επί πλέον έπρεπε το κύριο ελάττωμά μας: την έλλειψη συνοχής στην παράδοσή μας και την απομόνωσή μας από τη Δυτική Αναγέννηση να το μετατρέψομε σε προτέρημα.19

Μετά τη δεκαετία του ’60 και κατ’ εξοχήν του ’70, το ρεύμα ενός καταστροφικού εκσυγχρονισμού θα εκχερσώσει πόλεις, χωριά και συνειδήσεις. Όπως είπε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «μέσα σε τριάντα χρόνια καταστράφηκε μια παράδοση χιλιετιών». Τα χωριά μας γκρεμίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από κουτιά, οι γειτονιές θανατώθηκαν από τις πιο άθλιες και αποξενωτικές πολυκατοικίες. Η ταχύτητα του παρασιτικού εκσυγχρονισμού ήταν τόσο μεγάλη και σαρωτική ώστε οι καταστροφές δεν μπορούν καν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες διαδικασίες στη Δύση που διήρκεσαν αιώνες.

Για την ελληνική αριστερά

Μια ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στην αριστερά η οποία κυριαρχεί στο ιδεολογικό τοπίο της χώρας: Στο πεδίο της τέχνης, ήδη από τη δεκαετία του ’60, αναφαίνονται και κείμενα επικριτικά της πίστης στην «πρόοδο», μέσα από κάποιες εκφάνσεις της «ποίησης της ήττας», και μέσα από την κριτική του ίδιου του ολοκληρωτικού εκνεωτεριστικού λόγου της αριστεράς, όπως θα γίνει με τον Άρη Αλεξάνδρου και το Κιβώτιο, για παράδειγμα. Μετά τη μεταπολίτευση, η κριτική θα γενικευτεί.

Στους τομείς όμως των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής ιδεολογίας, η αριστερή διανόηση κυριαρχώντας στον ακαδημαϊκό χώρο, τον Τύπο, τις εκδόσεις κλπ., θα συνεχίσει να αποτελεί το ισχυρότερο προπύργιο της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού. Είτε προσκολλημένη στη σοβιετική τεχνοκρατία, στο παρελθόν, και στο σύνθημα «να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τη Δύση», είτε στον δυτικό ορθολογισμό και το «πνεύμα του διαφωτισμού», είτε συχνότατα και στα δύο μαζί. Εξ ου και η ιδιαίτερη επιμονή της στον αλτουσεριανό επιστημονισμό και τα στρουκτουραλιστικά ρεύματα ή, αντίστοιχα, η προτίμησή της στην γκραμσιανή ή λενινιστική εκλογίκευση της ηγεμονίας των διανοουμένων. Μόνο διανοούμενοι όπως ο Κώστας Παπαϊωάννου ή ο Κ. Καστοριάδης, που έζησαν και θα δούλεψαν στη Δύση, όχι μόνο θα ασκήσουν μια κριτική στον εργαλειακό ορθολογισμό, αλλά θα στραφούν σε παλαιότερες κοινωνικές μορφές, στην αρχαία Ελλάδα, στην Αναγέννηση ή και στις δύο μαζί, για να αναζητήσουν τη μουσική του μέλλοντος.

Η κυριαρχία του Αλτουσέρ και του «μαρξιστικού στρουκτουραλισμού» στην ελληνική διανόηση, ιδιαίτερα την ακαδημαϊκή, είναι απολύτως χαρακτηριστική. Το γεγονός ότι ο Αλτουσέρ, με την περιβόητη «επιστημολογική τομή», απέρριπτε τα «ρομαντικά» και «ανθρωπολογικά» κείμενα του νεαρού Μαρξ ως «μη μαρξιστικά», σε αντίθεση με τα «έργα της ωριμότητας», έμοιαζε να ταιριάζει απολύτως στη θετικιστική λογική του «ελληνικού μαρξισμού». Εξ ου και η αναγόρευσή του ακόμα και στον «μεγαλύτερο σύγχρονο φιλόσοφο» ενώ οι κριτικές του επιστημονισμού και του θετικισμού του αλτουσεριανού έργου, που είχαν γίνει στη Γαλλία, θα παραμείνουν άγνωστες στην Ελλάδα…20. Όσο για την επιρροή του Χάιντεγκερ, η οποία υπήρξε τεράστια στη Γαλλία και σφράγισε διανοουμένους όπως ο Φουκώ ή ο Ντεριντά, θα είναι μηδαμινή, ακριβώς γιατί ο Χάιντεγκερ είναι ο φιλόσοφος της κριτικής του ορθολογισμού, της τεχνολογίας και της «αναυθεντικότητας» του νεωτερικού κόσμου.

Η σχετικά πρόσφατη επιλογή του Γκράμσι ως του πολιτικού μέντορα της ελληνικής αριστερής διανόησης, εδράζεται στη θεωρία του τελευταίου για τους «οργανικούς διανοουμένους». Σύμφωνα με τον Γκράμσι, οι διανοούμενοι δεν αποτελούν τάξη με καθορισμένα συμφέροντα, αντίθετα οι «οργανικοί διανοούμενοι» των βασικών τάξεων της κοινωνίας, των αστών και των προλετάριων κατ’ εξοχήν, ορίζονται μέσω της σχέσης τους με την «τάξη». Κατά συνέπεια, η κυριαρχία των διανοουμένων στα «εργατικά κόμματα» δεν εμπεριέχει κάποιο ίχνος ταξικής ηγεμονίας, δεδομένου ότι αποτελούν τους «οργανικούς διανοουμένους» της τάξης. Πρόκειται για τη μεταφορά, σε ένα εκλεπτυσμένο κοινωνιολογικό πεδίο της καουτσκικής και λενινιστικής θεωρίας της πρωτοπορίας.

Η συντριπτική κυριαρχία αυτής της θεωρητικής κατασκευής στα πλαίσια της ελληνικής αριστερής διανόησης συνδέεται με την απόρριψη του «λαϊκισμού» και την άρνηση οποιασδήποτε κριτικής στον εργαλειακό ορθολογισμό. Αντιθέτως, τα ρεύματα που ασκούν κριτική στον Γκράμσι και τον Τολιάτι στην Ιταλία, όπως εκείνο του «εργατισμού», που υποστηρίζουν την προτεραιότητα του «υποκειμένου», της «τάξης», έναντι της «πρωτοπορίας» 21, θα ασκήσουν ασήμαντη επιρροή, παρά το ό,τι συνέβη στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή αριστερά. Το ίδιο, σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, θα συμβεί με τον «ανορθολογισμό» και τον «λαϊκισμό» του Μάο τσε Τουνγκ. Η απόπειρα του Μάο, ήδη από το «Μεγάλο άλμα προς τα μπρος» και κυρίως με την «Πολιτιστική Επανάσταση» (όσο και αν υπήρξε στρεβλή και βολονταριστική), να υπερβεί τα «στάδια της ανάπτυξης», να απορρίψει την κυριαρχία του οικονομικού ορθολογισμού έναντι της ταξικής υποκειμενικότητας και να ανατρέψει τον διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, όχι μόνο δεν ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους, αλλά αντίστροφα προκάλεσε μια βαθύτατη αποστροφή.

Ο «καημός της ρωμιοσύνης»22

Η σύγχρονη διανόηση, όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο στα ελλαδικά πλαίσια, αποτελούσε μια παρασιτική ως προς τη Δύση, «φιλοδυτική» και όχι αυθεντικά «δυτική» διανόηση˙ μια τάξη που επιχειρεί από τα «έξω» να δυτικοποιήσει μια «καθυστερημένη» ή «ανατολίζουσα» κοινωνία. Γι’ αυτό και θα αντιδράσει εξαιρετικά καθυστερημένα στον καταστρεπτικό και παρασιτικό εκσυγχρονισμό. Οι μόνες αντιδράσεις θα έρθουν από περιθωριακές πτέρυγες της διανόησης, που βρίσκονταν πιο κοντά στην παράδοση ή από εκείνες που υπήρξαν οι πλέον… δυτικές.

Αρχικά, και εύλογα, από το κομμάτι εκείνο της θρησκευόμενης διανόησης και της εκκλησίας που κατανόησε πως ο εκδυτικισμός της κοινωνίας και της εκκλησίας οδηγεί στην εξαφάνιση της ορθόδοξης ταυτότητας. Η μεγάλη «ρομαντική» επιστροφή της εκκλησίας θα αρχίσει με την επιστροφή στο Άγιον Όρος, την αναβίωση του κοινοβιακού πνεύματος, την αναζήτηση του ιδιαίτερου ελληνικού δρόμου, του συνδεδεμένου με την τριαδικότητα, την παράδοση των ησυχαστών, την απόρριψη της δυτικής νοησιαρχίας.

Στην αριστερά, το πιο «δυτικό» τμήμα της διανόησης, που θα ταυτιστεί με τα ρεύματα της Πολιτιστικής Επανάστασης και του κινήματος του ’68 θα επιχειρήσει μια ριζοσπαστική κριτική του εργαλειακού ορθολογισμού. Οι ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που θα συνδεθούν με τη ριζοσπαστική κριτική του εργατισμού, της οικολογίας, ή φιλοσοφικών ρευμάτων όπως η Σχολή της Φρανκφούρτης και ο Καστοριάδης, θα κατορθώσουν να πλησιάσουν μια ρομαντική ευαισθησία, όχι μέσα από τον δρόμο της ορθοδοξίας ή της ταύτισης με τον ελληνισμό, αλλά της συνάντησης με τα σύγχρονα ρομαντικά ρεύματα της Δύσης.

Ήδη οι συγγραφείς της γενιάς του ’30, είχαν κάνει αυτό το «ταξίδι». Ο Γιώργος Σεφέρης θα το εκφράσει με μια δωρική και αμετάκλητη λιτότητα: «γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση». O Οδυσσέας Ελύτης θα αποδώσει εξαιρετικά πρώιμα, ήδη από 1938, το ιδεώδες του:

Γιατί δεν είναι η φοβισμένη απομάκρυνση από τον πολιτισμό της Δύσης (που καταντάει αρχοντοχωριατισμός από την ανάποδη) μα η θαρραλέα προς αυτόν προσέγγιση και το ξεπέρασμά του, που θα μας οδηγήσει στην ανεύρεση των αληθινών ανανεωτικών δρόμων. Την ημέρα που μια παράταξη ανθρώπων με διεθνή πνευματικό εξοπλισμό θα προσπαθήσει να κάνει μια εσωτερική και γόνιμη αυτοεκκαθάριση,[…], θα λάμψουν από παντού οι ευτυχισμένες δυνατότητες της δημιουργίας ενός καινούργιου και πραγματικά εθνικού πολιτισμού.23

Και στο εκτεταμένο κείμενο που δημοσίευσε, σε πέντε συνέχειες το 1943-1944, στο εβδομαδιαίο λογοτεχνικό περιοδικό του ΕΑΜ, Καλλιτεχνικά Νέα, με τον τίτλο «Τα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα», γράφει:

Το έργο τέχνης, όσο περισσότερο βυθισμένο βρίσκεται σαν ουσία, μέσα στις ρίζες και τις πηγές ενός τόπου συγκεκριμένου και παράλληλα, όσο περισσότερο προσαρμοσμένο είναι σα μορφή, στο γενικότερο αισθητικό πνεύμα μιας εποχής, τόσο καλύτερα κερδίζει το έπαθλο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος […]. Την αλήθεια τούτη δεν μπόρεσαν, φαίνεται, να νιώσουν οι αμέσως προγενέστεροί μας, κυριευμένοι από ένα «σύμπλεγμα κατωτερότητας» αδικαιολόγητο… Δεν μπόρεσαν οι άνθρωποι αυτοί, έγκαιρα να αντιληφθούνε ότι, ενόσω υπάρχει μπροστά τους κάτι που τους φοβίζει και φαντάζει ίσως ανώτερο από τις δυνάμεις τους, ο καλύτερος τρόπος για να το υπερνικήσουν δεν είναι να γυρίζουν αλλού το πρόσωπό τους αλλ’ απεναντίας να το προσεγγίζουνε θαρραλέα, να το γνωρίζουνε, να το δοκιμάζουνε από κάθε πλευρά και μονάχα έτσι να φτάσουνε κάποτε στο σημείο και να το ξεπεράσουν. Μια τέτοια αντίληψη προοδευτική, απαλλαγμένη από περιττούς φόβους, βοήθησε τους «μοντέρνους» να κοιτάξουνε με καθαρότερο μάτι τον δικό τους τόπο και να στρέψουνε την προσοχή τους στις παραμελημένες ως τότε αξίες της Ανατολής… Ίσως, μια μέρα όμως, όταν μελετηθούνε βαθύτερα τα έργα των συγχρόνων μας, θα φανεί τι ρόλο έπαιξε η αισθητική της Ανατολής σε έργα σαν του Κόντογλου, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Τσαρούχη.24

Στην ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα, μόνο αυτοί οι δύο δρόμοι είχαν μείνει ανοικτοί για μια κριτική του δυτικού ορθολογισμού, είτε αυτός του Παπαδιαμάντη και του Κόντογλου, του Βελουχιώτη και του Τσιτσάνη, ο δρόμος της παράδοσης, είτε εκείνος της υπέρβασης της Δύσης, μέσα από μια οργανική επαφή με τα πιο ριζοσπαστικά και καινοτόμα κριτικά ρεύματά της.

Μετά το 1980 και τον σαρωτικό εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας, επιβεβαιώνεται η σύμπτωση της κρίσης του αριστερού δρόμου προς τη νεωτερικότητα, με την επίταση των κριτικών που δέχεται ο δυτικός ορθολογισμός, ενώ παράλληλα, και όχι τυχαία, παρατηρείται μια «στροφή» στην ελληνικότητα και την παράδοση στον πολιτισμό και την ιστορία όπως και μια απροσδόκητη από πρώτη όψη επιστροφή της ορθόδοξης προσδοκίας, μετά την κρίση της εγκόσμιας. Αναδεικνύονται, λοιπόν, νέες και πρωτότυπες δυνατότητες για μια αυθεντική και εγχώρια συγκρότηση ενός νεορομαντικού προτάγματος, ενός «ελληνικού δρόμου» στη μετανεωτερικότητα. Θα πρόκειται, επί τέλους, για τη συνάντηση της εγχώριας παράδοσης με τη δυτική κριτική του εργαλειακού ορθολογισμού και δυνητικά με την ανατολική και απω-ανατολική εσωτερικότητα25.

Φύση, Οικολογία και Ρομαντισμός

τι είν’ ετούτο; Η Ιστορία
τι είναι τ΄ άλλο; Είν’ η Φύση
διάλεξε το δεύτερο που είναι πρώτο

Νίκος Καρούζος, Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα, «41»

Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, σε μια κομβική ιστορική στιγμή, όπου η αναζήτηση του χωρίς όρους και όρια εκδυτικισμού, γίνεται ανέφικτη διότι αντιστρατεύεται τα οικολογικά και ανθρωπολογικά όρια του ανθρώπου. Η συνέχισή του θέτει ως προϋπόθεση τη γενετική μεταλλαγή των ανθρώπων και της φύσης. Η εμμονή στο δυτικό «φαντασιακό» οδηγεί σε αέναη επέκταση της κατανάλωσης και της εμπορευματοποίησης, πράγμα αδύνατο χωρίς γενετικές αλλαγές, όχι μόνο στα τρόφιμα αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο, διότι οι πόροι του πλανήτη είναι πεπερασμένοι και τα συναισθηματικά και ψυχολογικά όρια του ανθρώπου πραγματικά. Κατά συνέπεια, ο εκδυτικισμός οδηγεί αμετάκλητα σε απ’ ευθείας σύγκρουση με την ανθρώπινη φύση.

Η επιμονή των ρομαντικών ρευμάτων και η αέναη επανεμφάνισή τους με νέες και ανανεωμένες μορφές, μας θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι εκείνο που ανανεώνει αδιάκοπα τη ρομαντική πλημμυρίδα και μάλιστα τη γενικεύει σε όλο και περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και σκέψης; Μήπως άραγε μια ατελής –και διαρκώς ανολοκλήρωτη– μετάβαση στη «νεωτερικότητα»; Μια μετάβαση σε έναν νέο τύπο ανθρώπου, που για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ανθρώπινη ιστορία, έναν τύπο που έχει παραχθεί εν σειρά ως ένα ατομοκεντρικό βουλιμικό ον;

Ο ακαδημαϊκός και κρατικός μαρξισμός χρησιμοποίησε ήδη κατά κόρον την έννοια της «μετάβασης» για να ερμηνεύσει την επίμονη επανεμφάνιση του ρομαντισμού· πρόκειται για μια «κοινωνική μετάβαση» από την παλιά κοινωνία και τις παλιές τάξεις (γαιοκτήμονες, φεουδάρχες, αγρότες, μικροϊδιοκτήτες, ελεύθερους επαγγελματίες, ανεξάρτητους διανοουμένους) προς μια κοινωνία «αστών και προλεταρίων» όπου δεν θα υπάρχει έδαφος για οποιαδήποτε νοσταλγία ή επιστροφή! Και όσο οι «ενδιάμεσες τάξεις» επιβιώνουν ή αναπαράγονται, θα υπάρχει έδαφος για τον ρομαντισμό!

Η μαρξιστική απόπειρα εντάσσεται στο ίδιο σχήμα με τον φιλελευθερισμό: η ολοκλήρωση της «μετάβασης» θα οδηγήσει σε ένα ριζικά διαφορετικό τύπο ανθρώπου. Για τον μαρξισμό, όπως και για τον επιστημονικό ή κοινωνικό ντετερμινισμό, ο άνθρωπος είναι δημιούργημα των συνθηκών σε μια στενή κοινωνιο-δαρβινική εκδοχή της «μεταβίβασης των επίκτητων, κοινωνικά οριζόμενων, χαρακτηριστικών».

Ωστόσο επειδή ο άνθρωπος ορίζεται από βιολογικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές σταθερές ή ανάγκες η κοινωνία δεν μπορεί να υποκαταστήσει ολοκληρωτικά τη φύση, κτίζει επάνω της. Αν λοιπόν χρησιμοποιήσουμε την έννοια της «μετάβασης» με έναν ευρύτερο τρόπο, τότε ίσως να είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια. Πρόκειται για τη «μετάβαση στον τύπο ανθρώπου» που απαιτεί ο αναπτυγμένος έως τα έσχατα όριά του εμπορευματικός ατομοκεντρισμός, τύπος ο οποίος δεν είναι δυνατό να παραχθεί μέσα στα στενά χρονικά πλαίσια μερικών αιώνων. Γι’ αυτό και η ανανεούμενη και πολύμορφη αντίσταση σε μια τέτοια «μετάβαση» που παίρνει τη μορφή είτε ιδεολογικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων είτε κοινωνικών κινημάτων και ουτοπικών προταγμάτων και εγχειρημάτων είτε μιας ψυχολογικής συναισθηματικής και σωματικής εναντίωσης που φθάνει μέχρι την «τρέλα», την απόκλιση, τον αλκοολισμό, ή τα ναρκωτικά.

Αυτός ο «νέος τύπος ανθρώπου» έχει μετατρέψει σε εμπορεύματα και ανταλλακτικές αξίες τις ίδιες του τις επιθυμίες, έχει καταργήσει τον προσωπικό χρόνο προς όφελος του τεχνητού χρόνου, ώστε να επιτρέπει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή και διεύρυνση του κόσμου των εμπορευμάτων. Ένας τέτοιος τύπος, που δεν έχει πλέον ανάγκες συμβιωτικότητας, αναγνώρισης, σεξουαλικότητας, συναισθηματικής ταύτισης, προσωπικού χρόνου και χώρου, είναι ανθρωπολογικά ανέφικτος, γι’ αυτό και ο πραγματικός άνθρωπος έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον ίδιο τον κόσμο των τεχνημάτων και των εμπορευμάτων μέσα στον οποίο ζει. Εξ ου και η προσφυγή στο παρελθόν –συλλογικό (την ιστορία και τις παλαιότερες κοινωνικές μορφές) ή ατομικό (την παιδική ηλικία, το όνειρο, την ανάμνηση, την τέχνη, την τρέλα), στο μέλλον,(την ονειροπόληση, την ουτοπία) ή το «αλλού» (κόσμους «εξωτικούς», μη αλλοτριωμένους, συναισθηματικής ή ερωτικής πληρότητας, την τέχνη κλπ). Αυτή η ανθρωπολογική αντίσταση αναγεννάει διαρκώς τη ρομαντική αντίδραση και αντίσταση, όχι απλώς και μόνο στο εσωτερικό κάποιων κοινωνικών τάξεων ή κατηγοριών, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο ως ιστορικο-βιολογική πραγματικότητα.

Δεδομένου ότι η μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών θα απαιτούσε χιλιετίες, η «πραγματωμένη μετάβαση» σε έναν νέο τύπο ανθρώπου απαιτεί τη γενετική μετάλλαξη του ανθρώπου. οδηγεί σε μια εποχή παρεμβάσεων στο γενετικό υλικό, αρχικά των ζώων και φυτών, όσο και στη συνέχεια του ίδιου του ανθρώπου, για να «προσαρμοστεί» στις νέες «ανάγκες» που έχει δημιουργήσει η τεχνολογία. Όσο λοιπόν ο άνθρωπος θα παραμένει γενετικά εξοπλισμένος με το υλικό που κληρονόμησε, μέσα από δισεκατομμύρια χρόνων εξέλιξης της φύσης γενικά και εκατομμύρια χρόνων εξέλιξης των ανθρωπιδών ειδικότερα, θα είναι αδύνατη η «προσαρμογή» του στο καπιταλιστικό-τεχνολογικό περιβάλλον. θα αναγεννάται διαρκώς η αντίσταση και η εξέγερση, καθώς και η προσφυγή στο παρελθόν, το αλλού, το μέλλον.

Το σημαντικότερο νεορομαντικό κίνημα στην εποχή μας είναι το οικολογικό. Δεν χωρεί δε καμία αμφιβολία πως ο οικολογικός προβληματισμός είναι στο βάθος του ρομαντικός: κηρύττει μια «επιστροφή στη φύση» σε αντιπαράθεση με την τεχνολογική κοινωνία. Μία τάση του μάλιστα, εκείνη της «βαθιάς οικολογίας», θεωρεί πως θα πρέπει να εγκαταλείψουμε με ριζικό και αμετάκλητο τρόπο τον τεχνολογικό πολιτισμό και τη λογική της ανάπτυξης και να «επιστρέψουμε» σε προβιομηχανικές κοινωνίες.

Ένα δεύτερο ρεύμα, υποστηρίζει πως, δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε μια κοινωνία τεχνολογική, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να οικολογικοποιήσουμε τη βιομηχανική και εμπορευματική κοινωνία. Να προωθηθούν οι βιομηχανίες και οι τεχνικές απορρύπανσης, να πραγματοποιηθεί μια μετάβαση προς ηπιότερες μορφές ενέργειας, να ενισχυθούν οι τοπικοί και περιφερειακοί θεσμοί, χωρίς ωστόσο να αμφισβητείται η ηγεμονία του εμπορεύματος.

Τέλος, ένα τρίτο ρεύμα που βρίσκεται κοντά στην αντίληψη της «αποανάπτυξης» ενώ συμφωνεί στις βασικές διαπιστώσεις με το πρώτο και θεωρεί τη λογική της ανάπτυξης καταστροφική, πιστεύει πως είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε ως ένα βαθμό τον βιομηχανισμό, επειδή ζούμε σε έναν κόσμο και μια φύση δημιουργημένη εν μέρει από τον άνθρωπο. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα ήταν δυνατό να επιβιώσει ο σημερινός αριθμός ανθρώπων πάνω στον πλανήτη μας και δισεκατομμύρια θα έπρεπε να εξοντωθούν. Τωόντι η ύπαρξη εφτά δισεκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στη γη είναι δημιούργημα του βιομηχανισμού και μια αυθεντική «επιστροφή» σε μια προβιομηχανική κοινωνία θα είχε ως προϋπόθεση την εξαφάνιση των 5/6 του πληθυσμού του πλανήτη. Διότι καμιά προβιομηχανική, αγροτική και βιοτεχνική μορφή παραγωγής δεν μπορεί να θρέψει πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Και το ζήτημα δεν είναι, προφανώς, η ριζική εξόντωση του ανθρωπίνου πληθυσμού, αλλά το σταμάτημα της πληθυσμιακής επέκτασης – η οποία αποτελεί την πρωταρχική και θεμελιώδη πίεση για περαιτέρω «ανάπτυξη». 26

Μια τέτοια διαπίστωση, όμως, δεν σημαίνει καθόλου ότι η λογική της ανάπτυξης και της εμπορευματικής επέκτασης δεν θα πρέπει να καταπολεμηθεί ριζικά και αμετάκλητα. Η ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να μεταβάλει «παράδειγμα». Χρησιμοποιώντας ορισμένες από τις τεχνικές του βιομηχανισμού, αναπτύσσοντας ορισμένους τομείς και απο-αναπτύσσοντας ριζικά κάποιους άλλους, περιορίζοντας αποφασιστικά το εμπόρευμα και τον ρόλο του, θα μπορούσαμε, μέσα από μια περίοδο μετάβασης, να περάσουμε σε κοινωνίες με λιγότερους ανθρώπους, σε πόλεις αποκεντρωμένες, σε μονάδες παραγωγής τεχνολογικά σύγχρονες αλλά μικρότερες και ελεγχόμενες από τους παραγωγούς. γενικότερα, σε κοινωνίες όπου, στην κλίμακα των αξιών, το εμπόρευμα και η κατανάλωση θα έχουν υποβαθμιστεί και θα έχει αναβαθμιστεί η συμβιωτικότητα, η μη εμπορευματική δημιουργικότητα, οι ανθρώπινες σχέσεις.

Ένα τέτοιο κοινωνικό όραμα αντλεί από το παρελθόν, από τις προ-αγροτικές κοινότητες σε ό,τι αφορά τον εξισωτισμό και τη σχέση με τη φύση, από την αρχαία Ελλάδα για την οικοδόμηση της πόλεως, της κοινωνίας των πολιτών και τον ρόλο της φιλοσοφίας, από τους ελληνιστικούς χρόνους και την Κίνα για μια μη χρησιμοθηρική επιστημονική δραστηριότητα, από τις μεσαιωνικές πόλεις για τον ρόλο της γειτονιάς και της πλατείας μέσα στην πόλη, από την Αναγέννηση και τη σεξπηρική Αγγλία για την άνθηση της Τέχνης, από τη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους ή των βουδιστών του Θιβέτ για τα πρότυπα μιας κολεκτίβας, κ.ο.κ. Ρομαντική διάσταση που συντίθεται με την τεχνολογία της πληροφορίας, τις ήπιες μορφές ενέργειας, τη μινιατουροποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, τις εμπειρίες της ψυχανάλυσης και τις κατακτήσεις της σύγχρονης τέχνης.

Στην πρώτη περίπτωση, η λογική της ρομαντικής επιστροφής είναι αποκλειστική και δεν συναρθρώνεται με τη νεωτερικότητα. Στη δεύτερη, μεταβάλλεται σε υποδεέστερη όψη μιας εργαλειο-ορθολογικής εκδοχής, ενώ στην τρίτη, που θα εντάσσαμε στο σχήμα του επαναστατικού ρομαντισμού, έχει ρόλο ηγεμονικό έναντι της νεωτερικότητας, σε σύνθεση μαζί της.

Ο χώρος και η εργαλειακή παγκοσμιοποίηση

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια…
Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να
Ξαναχωρίσει

Γιώργος Σεφέρης. Μυθιστόρημα ,Γ’

Με το ζήτημα του «χώρου» αγγίζουμε τον «σκληρό πυρήνα» των πολιτικών αντιλήψεων του ρομαντισμού. Το ρομαντικό κίνημα, ιδιαίτερα στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, θα επικεντρωθεί κατ’ εξοχήν στο ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, ή της εθνικής απελευθέρωσης, κατά περίπτωση. Ο πρώιμος ρομαντισμός, που στην Αγγλία ή τη Γαλλία θα ενδιαφέρεται για το κοινωνικό ζήτημα –και μάλιστα στη μεν Αγγλία για την απόρριψη του βιομηχανισμού στη δε Γαλλία του αστικού υπολογιστικού πνεύματος– στη Γερμανία, θα θέτει ως επιδίωξη την επίτευξη της Γερμανικής ενοποίησης, τουλάχιστον έως την Επανάσταση του 1848. Και βέβαια το ίδιο θα συμβεί με την ελληνική Επανάσταση στη συνέχεια, με το ιταλικό Risorgimento, την Ουγγαρία και τον κύκλο Petöfi, την Πολωνία, κλπ.

Στη Γερμανία, που θα θεωρηθεί η πατρίδα του «εθνικού ρομαντισμού», οι πρόδρομοι Χάμαν και Χέρντερ, ο Σλέγκελ και ο Σίλλερ, εν μέρει ο Γκαίτε και αναμφισβήτητα ο Χέλντερλιν, μέχρι τους νεαρούς εγελιανούς της Αριστεράς, έως τον Χάινε και το νεαρό Μαρξ της Γερμανικής Εθνοσυνέλευσης της Φρανκφούρτης, και το νεαρό Ένγκελς που πολέμησε ενάντια στους στρατούς των πριγκίπων για τη γερμανική ενοποίηση, θα διαπνέονται όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, από αυτόν τον εθνικό ρομαντισμό. Οι Γερμανοί θα εγκαινιάσουν τη στροφή προς τα δημοτικά τραγούδια, την επιμονή για τη γλώσσα, τη μυθολογία και τους θρύλους, θα συγκροτήσουν, πρώτοι, την ίδια την έννοια της «εθνικής λαϊκής παράδοσης». Ο Χόφμαν θα αναδείξει τα λαϊκά παραμύθια και τους θρύλους, οι αδελφοί Γκρίμμ θα συντάξουν το πρώτο μεγάλο Γερμανικό λεξικό, ο Χέρντερ θα ανασύρει από την αφάνεια τη δημοτική ποίηση, οι αδελφοί Σλέγκελ θα επιμείνουν στη σχέση αρχαίας και σύγχρονης τέχνης, κ.ο.κ. Και, κοινή σε όλους, η αναφορά στην ελληνική επανάσταση, Ο Σέλλεϋ και η «Ωδή» του στην Ελλάδα, ο Μπάϋρον και το Μεσολόγγι, ο Ντελακρουά και η καταστροφή της Χίου, ο Μάουρερ και ο Φωριέλ…

Αυτή η σημασία του εθνικού στοιχείου για τους Γερμανούς, τους Ανατολικοευρωπαίους, τους Βαλκάνιους, είναι εκείνη που θα εξηγήσει και την «περίεργη» προσκόλληση των Μαρξ και Ένγκελς στη γερμανική ενοποίηση, έστω και υπό τον Βίσμαρκ. Πράγματι, το 1870-71 οι ηγέτες του παγκόσμιου κομμουνισμού θα στηρίξουν, παραδόξως, τον Βίσμαρκ στον πόλεμό του, ως τον φορέα ενοποίησης της Γερμανίας, αυτή την ενοποίηση που οι επαναστάτες απέτυχαν να πραγματοποιήσουν το 1848.

Στη συνέχεια, το ιταλικό ριζορτσιμέντο με τους Ματσίνι, Πιγκαφέττα και Γαριβάλδι, τον δικό μας Ούγο Φώσκολο και τα όνειρα μιας ιταλο-ελληνικής ομοσπονδίας˙ με τον Ρηγόπουλο και τους Κομμουνάρους που ήρθαν να πολεμήσουν στην Κρητική Επανάσταση. την Πολωνία, κλπ. Σε όλη την Ευρώπη πλέον ο ρομαντισμός θα ανακαλύψει την «εθνική και λαϊκή ψυχή», θα ερευνήσει τη λαϊκή παράδοση και τους θρύλους, θα καταγράψει τη λαϊκή ποίηση και μουσική, θα δημιουργήσει τις «εθνικές» σχολές της ποίησης και της έντεχνης μουσικής.

Η Γερμανία, ωστόσο, όχι μόνο θα απελευθερωθεί και θα ενοποιηθεί, το 1871, αλλά μετά τον Βίσμαρκ, θα γίνει μια ιμπεριαλιστική χώρα. Μόνο που το πεδίο πλέον θα είναι κατειλημμένο από τις παλαιότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ο γερμανικός εθνισμός, αντί να καταλαγιάσει, θα γίνει επιθετικός εθνικισμός και αναθεωρητισμός των ίδιων των ευρωπαϊκών συνόρων. Κρατώντας πάντα κάτι από τον παλιό ρομαντισμό, μόνο που τώρα πια στρέφεται όλο και πιο πολύ στο «αίμα», στον περιούσιο αλλά παραγκωνισμένο λαό, στις αρετές του Γερμανού στρατιώτη, κλπ.

Ο εθνικός επαναστατικός ρομαντισμός θα ταξιδεύσει πλέον σε άλλους ορίζοντες. Θα συναντήσει τον Χοσέ Μαρτί στην Κούβα και τον Μαριατέγκι στο Περού, τον Σαντίνο στη Νικαράγουα, τον Ζαπάτα στο Μεξικό, τον Σουν Γιατ Σεν και τον Μάο στην Κίνα, τον Χο τσι Μινχ στο Αννάμ, τον Μεσσαλί Χατζή στην Αλγερία, τον Μοσσαντέκ στο Ιράν, τον Γκάντι και τον Νεχρού στην Ινδία. Και θα συνεχίσει να αναταράσσει τον κόσμο μέσα από την αλυσίδα των εθνικο-απελευθερωτικών επαναστάσεων.

Σήμερα το ζήτημα του χώρου και της εθνικής ταυτότητας τίθεται εκ νέου. Ως απάντηση στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης και της ολοκληρωτικής αποεδαφικοποίησης των ανθρώπων27, που ευαγγελίζεται πλέον την εξαφάνιση ή τον «μαρασμό» των εδαφικοποιημένων ταυτοτήτων και του έθνους, το εθνικό ζήτημα περνάει και πάλι στην πρώτη γραμμή σε παγκόσμια κλίμακα. Με ριζικά διαφορετικούς όρους, όχι πλέον της συγκρότησης των εθνών, αλλά της αποδιάρθρωσής τους.

Ένα από τα βασικότερα μέτωπα της επίθεσης του εργαλειακού ορθολογισμού ενάντια στην «παλιά» ανθρώπινη ταυτότητα, καθίσταται σήμερα η απόρριψη του έθνους και της εθνικής ταυτότητας ως της βασικής μορφής εδαφικοποίησης που έχουν αναδείξει οι ανθρώπινες κοινότητες στην ιστορική τους διαδρομή. Η συντριβή της εθνικής ταυτότητας και η γενίκευση μιας και μόνο διάστασης του ανθρώπου, της ατομικής, υπήρξε, ανέκαθεν, το μύχιο ή διακηρυγμένο όνειρο του καπιταλιστικού ορθολογισμού. Ήδη, η φιλοσοφία, από τον Χομπς, καθώς και η κλασική πολιτική οικονομία, θα προβάλουν το όραμα ενός απολύτως «ατομικού» ανθρώπου που επιδιώκει μόνον το ιδιαίτερο συμφέρον του. Ο Μαρξ, ενώ θα καταγγείλει τις «ροβινσωνιάδες»28 του φιλελευθερισμού, θα χαιρετίσει με τη σειρά του την κατεδάφιση των εθνικών ορίων, όχι πλέον στο όνομα του ατόμου, αλλά της τάξης και της ταξικότητας («ολόκληρη η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία της πάλης των τάξεων»), που αποτελούν τη μοναδική «αυθεντική» ταυτότητα και «έδαφος» των ανθρώπων, απέναντι στις «φαντασιακές» ταυτότητες της χωρικής εδαφικοποίησης. Γι’ αυτό και σε μια συγκυρία όπως η σημερινή, υποχώρησης του ταξικού ανταγωνισμού, οι περισσότεροι μαρξιστές διανοούμενοι και η πλειοψηφία των αριστερών κομμάτων της Δύσης θα μεταβληθούν σε αποστόλους του ατομισμού και της παγκοσμιοποίησης (με τη μορφή των ατομικών δικαιωμάτων ή των «δικαιωμάτων της παγκόσμιας κοινότητας»).

Η υποτίμηση της χωρικής εδαφικοποίησης είναι συνέπεια του πρωταρχικά ορθολογικού και θετικιστικού χαρακτήρα του μαρξισμού, που δεν κατανόησε ποτέ πως οι άνθρωποι εκτός από τη μετοχή τους στην ανθρώπινη κοινότητα (η καθολική υπόσταση του ανθρώπου) και σε κάποια ταξική κατηγορία, υπάρχουν ως συγκεκριμένοι άνθρωποι και μέσω της χωρικής εδαφικοποίησης (φυλή, γενέθλιος τόπος, περιοχή, έθνος, ευρύτερη ομάδα εθνών ή λαών), της παράδοσης (εθνικής, θρησκευτικής, κλπ.) και μέσω της οικογενειακής και της φυλετικής εδαφικοποίησης. Εξ ου και η υποτίμηση της εθνικής ταυτότητας29, της οικογένειας, των διαφορών φύλου, και της ιστορικής μνήμης (ατομικής και συλλογικής). Ωστόσο, σήμερα, γίνεται σαφές πως δεν μπορεί να υπάρξει απελευθερωτική πρόταση χωρίς τη διάσταση της χωρικής εδαφικοποίησης. Η δημοκρατία και η συμμετοχή δεν μπορούν να αποκτήσουν πραγματική υπόσταση παρά μόνον όταν και εάν προσλάβουν μια χωρικά εντοπισμένη και βυθισμένη στο έδαφος της ιστορικής μνήμης διάσταση.

Όμως η τροπή του εθνικού προς τον επιθετικό εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό στη Δύση, με τη διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, η παράλληλη όξυνση των ταξικών συγκρούσεων για μια περίοδο τριών τετάρτων του αιώνα στον δυτικό κόσμο, μέχρι τη δεκαετία του 1960, θα απαξιώσουν το στοιχείο της εθνικής ταυτότητας –που θα ταυτιστεί με τον επιθετικό εθνικισμό ή ακόμα και με τον ναζισμό. Ταυτόχρονα όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες θα εμφανιστούν ως κομμουνιστικά κινήματα, τα οποία, για να ισορροπήσουν τη θεωρητική απαξία του δόγματος έναντι του εθνικού στοιχείου, έπρεπε να εφεύρουν τη θεωρία της μεταβατικότητας και του «αστικοδημοκρατικού» χαρακτήρα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ενώ η «πραγματική» επανάσταση θα ακολουθούσε. Την έσχατη ιστορική στιγμή πρωτοκαθεδρίας των εθνικών αγώνων στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια της αντίστασης ενάντια στον ναζισμό, θα ακολουθήσουν πενήντα χρόνια υποχώρησης – όπως και των ταξικών αγώνων μετά την έξαρση του 1968. Η συνέπεια αυτής της υποχώρησης της ανταγωνιστικότητας της αριστεράς τόσο στο εθνικό όσο –και κατ’ εξοχήν– στο ταξικό πεδίο, οδήγησε στη μαζική της μετάλλαξη: ο διεθνισμός θα μεταβληθεί σε κοσμοπολιτισμό και η ταξική σύγκρουση σε συμμετοχή στην εξουσία. Η ευρύτερη αριστερά –παράλληλα με τον αγγλοσαξονικό νεο-φιλευθερισμό– θα αποτελέσει τον κύριο ιδεολογικό και πολιτικό φορέα της νέας εποχής. Για δύο λόγους: διότι κατείχε ηγεμονικό ρόλο στον χώρο της διανόησης –ιδιαίτερα ως συνέπεια της απαξίωσης της δεξιάς μετά την ταύτισή της με τον φασισμό και τον ναζισμό– και διότι ο κοσμοπολιτισμός της –πρόσφορο όχημα για την εποχή της «παγκοσμιοποίησης»– υπερείχε έναντι της «εθνικιστικής στενότητας» της παλιάς ιμπεριαλιστικής και φασίζουσας δεξιάς.

Η συνέπεια αυτής της υποβάθμισης του εθνικού στοιχείου, για μια μεγάλη ιστορική περίοδο στον δυτικό κόσμο – αλλά και στον χώρο του ευρωπαϊκού υπαρκτού σοσιαλισμού– ήταν πως ο ρομαντισμός όχι μόνον έτεινε να εκφραστεί μέσα από άλλες παραμέτρους και σφαίρες, αλλά και να απορρίπτει ακόμα και τους όρους «ρομαντισμός», «ρομαντικός», κλπ. Ο ρομαντισμός θα επικεντρωθεί στην απόρριψη της μηχανοποίησης του κόσμου, της τεχνικοποίησης του πολιτισμού και της εργαλειοποίησης του ορθολογισμού. Θα αναδείξει κατ’ εξοχήν τον ρόλο του ασυνείδητου, του μη-ορθολογικού, του φυσικού και της Φύσης, μέσα από τα μεγάλα κινήματα της Τέχνης, της ψυχανάλυσης, της οικολογίας. Θα επιμείνει στις «πρωτόγονες» κοινωνίες ως τις μόνες ισορροπημένες ανθρώπινες κοινωνίες και θα ανακηρύξει τον «πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας».30 Τέλος, στη δεκαετία του ’60, θα κάνει μια θριαμβευτική επιστροφή στον χώρο των κοινωνικών κινημάτων και της πολιτικής με τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, που από το Μπέρκλεϋ έως τη Σαγκάη θα έχουν ένα απροκάλυπτα ρομαντικό πρόσημο. Ωστόσο, ενώ σε ό,τι αφορά τις χώρες εκτός Δύσης θα υποστηρίζει με θέρμη τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα (Αλγερία, Βιετνάμ, Κούβα, Λατινική Αμερική, κλπ.), στις χώρες της Δύσης, θα ταυτίζει το εθνικό με τη Δεξιά και τη συντήρηση, για τους λόγους που προαναφέραμε.

Για μια σύγχρονη αντίληψη της χωρικότητας

Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
Σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου
Κ’ εσύ αφομοιώθηκες;

Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων

Η νεώτερη ρομαντική και νεο-ρομαντική κοσμοαντίληψη εμφανίζεται στη Δύση με ένα τεράστιο κενό σε ό,τι αφορά τις χωροταξικές διαστάσεις της ανθρώπινης εδαφικοποίησης. Ποιες είναι οι προσφορότερες συσσωματώσεις στο πεδίο του χώρου για την οικοδόμηση μιας βιώσιμης κοινωνίας; Ανάμεσα στην οργάνωση στο επίπεδο κοινότητας ή πόλης (Καστοριάδης, Μπούκτσιν, ριζοσπαστική οικολογία, κλπ) και την παγκόσμια κλίμακα, απουσιάζουν σχεδόν όλα τα ενδιάμεσα επίπεδα. Οι συνέπειες αυτού του κενού θα αναδειχθούν εντονότατα μετά τη δεκαετία του ’80, και ιδιαίτερα στην τελευταία δεκαετία του αιώνα. O συνδυασμός κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης (η γενιά του ’68 βρίσκεται πλέον και ηλικιακά και κοινωνικά σε θέσεις εξουσίας), έξαρσης της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, κατάρρευσης του σοβιετικού στρατοπέδου και όξυνσης των εθνικών αναταραχών στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, θα έχει σαρωτικές συνέπειες. Οι παλιοί «εξηνταοκτάρηδες» θα μεταβληθούν σε κατ’ εξοχήν ιδεολογικούς εκπροσώπους και φορείς της νέας παγκοσμιοποιητικής και ισοπεδωτικής ιδεολογίας του ιμπεριαλισμού.

Αντίθετα, η αλλαγή της παγκόσμιας συγκυρίας, που θέτει στην πρώτη γραμμή τα ζητήματα της χωρικής εδαφικοποίησης, θα έπρεπε να υποχρεώνει τα ρομαντικά και νεο-ρομαντικά κινήματα να μετακινηθούν προς αυτή τη θεματική για να διατηρήσουν το ριζοσπαστικό δυναμικό τους. Χαρακτηριστική, a contrario, είναι η εγκατάλειψη των «ρομαντικών» απόψεων και η κατακυριάρχηση του «ρεαλισμού» στο μεγαλύτερο μέρος του οικολογικού κινήματος, που δεν υποστηρίζει πλέον το «παγκόσμιο χωριό» από τη σκοπιά των δικαιωμάτων της πλανητικής βιόσφαιρας, όπως συνέβαινε περίπου έως τη Διάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992· πλέον είναι ένα «παγκόσμιο χωριό» στην εκδοχή των χρηματιστηρίων και του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος ή, στην καλύτερη περίπτωση, των τεράστιων παραρτημάτων απορρύπανσης των εταιρειών πετρελαίου31.

Απέναντι λοιπόν σε αυτή τη γενικευμένη απαξίωση της χωρικότητας στη Δύση, που συνιστά τον θρίαμβο του ανθρώπου «χωρίς ρίζωμα», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Χάιντεγκερ, του ανθρώπου του χρηματιστηρίου και της καθολικής αφηρημενοποίησης και συμβολοποίησης του κεφαλαίου, η αντίσταση ανθρώπων και λαών τείνει να «επιστρέψει» με ρομαντικό ή νεο-ρομαντικό τρόπο, στην ταυτότητα, το έθνος, την περιφέρεια. Μόνο που και αυτή η επιστροφή, όπως κάθε «επιστροφή», δεν απελευθερώνει μόνο τις δυνάμεις της ιστορικής μνήμης, δεν ανθρωποποιεί και συγκεκριμενοποιεί τον άνθρωπο, αλλά εμπεριέχει και μεγάλους κινδύνους. Στο παρελθόν, μπόρεσε να τεθεί ακόμα και στην υπηρεσία του επιθετικού εθνικισμού. Σήμερα, κινδυνεύει μάλλον να οδηγήσει σε έναν εθνικό «φονταμενταλισμό» και μια νοσταλγία ανίσχυρη απέναντι στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και της εργαλειοποίησης.

Για να γίνουμε σαφέστεροι: Πρέπει κατ’ αρχήν να συμφωνήσουμε ότι το έδαφος της ανάπτυξης και συγκρότησης των χωροταξικών εδαφικοποιήσεων ποικίλλει ανάλογα με την ιστορική εποχή και παραμένει πάντα πολυδιάστατο. Αρχέγονη συλλεκτική και εν συνεχεία κυνηγετική ομάδα, πρωταρχικές συσσωματώσεις σε επίπεδο φυλής, τέλος, ομοσπονδίες φυλών, όπως εκείνες των Ινδιάνων Ιροκουά. Αυτές υπήρξαν με μικρές παραλλαγές οι κοινωνίες των λαών που δεν είχαν ακόμα πραγματοποιήσει τη μετάβαση προς το νεολιθικό παραγωγικό στάδιο, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Εκεί που θα πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο βήμα, θα αναδειχθούν οι πρώτες αυτοκρατορίες και τα συγκεντρωτικά κράτη, συνήθως γύρω από μεγάλους ποταμούς όπως ο Τίγρης και ο Ευφράτης, ο Κίτρινος ποταμός, ο Νείλος, ο Ινδός.

Ωστόσο, μετά την πρώτη αυτή διαμόρφωση των εργαλείων της αγροτικής επανάστασης και την επέκτασή τους στους υπόλοιπους λαούς, διαμορφώνονται κοινωνίες με διαφορετική χωροταξική και κοινωνική οργάνωση, παρά τη χρήση παρόμοιων μέσων παραγωγής. Οι Πέρσες και οι Έλληνες θα διαθέτουν, στους κλασικούς χρόνους, παρόμοια τεχνικά μέσα παραγωγής, αλλά οι κοινωνίες τους θα διαφέρουν ριζικά. Από τη μια πλευρά η απολυταρχία του Μεγάλου Βασιλέα, από την άλλη η πολυδιάσπαση, οι πόλεις, η δημοκρατία. Δηλαδή σε αυτή τη φάση, της αγροτικής επανάστασης, ο περιβόητος ντετερμινισμός της παραγωγικής βάσης λειτουργεί μάλλον αντίστροφα, διευρύνει την ποικιλία και την πανσπερμία των καθ’ έκαστα πολιτισμών.

Σε όλη τη μεγάλη διάρκεια της μετάβασης από τις αγροτικές στις βιομηχανικές κοινωνίες, πραγματοποιείται η συγκρότηση των εθνών, δηλαδή συσσωματώσεων που ορίζονται συνήθως από την κοινή γλώσσα, την κοινή φυλετική καταγωγή και προπάντων από την κοινή θρησκεία και παράδοση. Οι πρώτοι λαοί που θα περάσουν σε διαδικασίες εθνογένεσης, άλλοτε επιτυχείς και άλλοτε ανεπιτυχείς, κάποτε ακόμα και ψευδείς, θα είναι οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι, ενώ οι έσχατοι θα είναι οι… Βόσνιοι, οι Αλβανοί Κοσοβάροι, οι Χούτου και οι Τούτσι στην Αφρική, κ.ο.κ. Όσο για την εθνογένεση στη Δυτική Ευρώπη, θα πραγματοποιηθεί σε μια εποχή που προηγείται της βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό το όχημα της συλλογικής ταυτότητας, το έθνος, θα πάρει τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, του έθνους-κράτους, είτε πριν χιλιάδες χρόνια, στην Κίνα ή την Ιαπωνία, π.χ., ή σχετικά πρόσφατα. Αντίθετα, στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η ύπαρξη χωριστών κρατών, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, δεν αναιρούσε την αίσθηση της κοινής εθνικής ταυτότητας. Κατά συνέπεια, το έθνος, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, τις περισσότερες, υπερβαίνει κατά πολύ, σε διάρκεια, το σύγχρονο έθνος-κράτος, με ακραία μορφή το εβραϊκό έθνος το οποίο απέκτησε κράτος χιλιάδες χρόνια μετά τη συγκρότησή του ως έθνος˙ και αυτό σε πείσμα της σύγχρονης θεωρίας, εκ της Εσπερίας εκπορευόμενης, που βλέπει το έθνος ως δημιούργημα του… κράτους32.

Βέβαια, το έθνος δεν υπήρξε παντού και πάντα η μοναδική μορφή χωρικο-εδαφικής συλλογικής ταυτότητας των ανθρώπων. Για χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν, ιδιαίτερα σε όλες τις συλλεκτικές και κυνηγετικές κοινωνικές μορφές, ή σε μεγάλες ασταθείς αυτοκρατορίες, όπως συχνά στην περίπτωση της Μεσοποταμίας, η φυλή –έστω στην πλέον διευρυμένη μορφή της– θα παραμένει η κύρια μορφή συλλογικής ταυτότητας.

Δύο λοιπόν υπήρξαν οι βασικές μορφές της συλλογικής ταυτότητας των ανθρώπων από την εμφάνιση του «πολιτισμού» και μετά, η φυλή και το έθνος. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: βρισκόμαστε, ως συνέπεια της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής εποχής, αντιμέτωποι με μια τρίτη φάση στη συγκρότηση των ανθρώπινων συλλογικοτήτων, και ποια είναι αυτή; Για τους ακραίους εκφραστές της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Άλβιν Τόφλερ33 ή ορισμένοι εκπρόσωποι παγκόσμιων οργανώσεων, βαδίζουμε προς μια κοινωνία χωρίς καμία μορφή συλλογικής ταυτότητας εκτός από την ταύτιση με την παγκόσμια κοινότητα, για να μη μιλήσουμε για «Το τέλος της ιστορίας» του Φουκουγιάμα. Όλες οι ενδιάμεσες και κατ’ εξοχήν εθνικές μορφές εδαφικοποίησης θα μαραθούν και θα σβήσουν. Μια ενδιάμεση εκδοχή είναι εκείνη της ευρωπαϊκής συλλογικής ταυτότητας που θα αντικαταστήσει τις επί μέρους εθνικές ταυτότητες των ευρωπαϊκών λαών, προς την κατεύθυνση της συγκρότησης ηπειρωτικών μάλλον, παρά εθνικών ταυτοτήτων. Ή, τέλος, της «ατλαντικής ταυτότητας», από τον Ειρηνικό έως την Ανατολική Ευρώπη.

Προφανώς, θα προσφέρουμε μια κακή υπηρεσία στην υπόθεση της εθνικής ταυτότητας αν υποστηρίξουμε ότι αυτή παραμένει αναλλοίωτη και μοναδική, μη επιδεχόμενη μετατροπές, αλλαγές ή ακόμα και φθορά. Είναι απολύτως πιθανό να σχηματιστούν υπερεθνικές κρατικές ενότητες, όπως έγινε και στο παρελθόν (π.χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η τσαρική Ρωσία και πλέον πρόσφατα η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία). Είναι γεγονός ότι σήμερα έχουμε φθάσει σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο διαπλοκής των οικονομιών, των επικοινωνιών, των διεθνών οργανισμών, και κατά συνέπεια, παρά την σημερινή έκπτωση του ΟΗΕ και την αντικατάστασή του από οργανισμούς της Δύσης (ΝΑΤΟ, G8), οι υπερεθνικοί οργανισμοί και θεσμοί θα ενισχύονται.

Το ερώτημα όμως παραμένει, πού όμως θα ζουν οι άνθρωποι, σε απλές επαρχίες μιας παγκόσμιας κοινότητας; Μήπως στην παγκόσμια ομοσπονδία των κοινοτήτων, σύμφωνα με το σχήμα του Μάρραιη Μπούκτσιν; Και ποιες θα είναι οι ενδιάμεσες μορφές εδαφικοποίησης ανάμεσα στην κοινότητα και την πλανητική διακυβέρνηση; Πάντως, η σημερινή αντεθνική υστερία των δυτικών ελίτ στοχεύει απλώς να καταρρίψει τα τελευταία εμπόδια στην εγκαθίδρυση της pax occidentana.

Αλλά ακόμα και αν δεχθούμε την υπέρβαση της μορφής έθνος-κράτος σε ορισμένες περιπτώσεις, άραγε τα έθνη θα πάψουν να υπάρχουν ή αντίθετα θα ενισχυθούν και εκεί τα νεο-ρομαντικά κινήματα ταύτισης με το έθνος ως κουλτούρα, παράδοση, συλλογική μνήμη, φορέα συλλογικών αναπαραστάσεων, πλαίσιο οικονομικών πειραματισμών, όπως ακριβώς συνέβη με έθνη που δεν διέθεταν δική τους κρατική υπόσταση, τους Καταλανούς, τους Βάσκους, τους Βορειο-ιρλανδούς; Μήπως, αντίθετα, οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις οδηγήσουν εκ νέου στην ενίσχυση του εθνικού, του υπο-εθνικού –αναμοχλεύοντας παλαιότερες ταυτότητες, εθνότητα, γλωσσική ή θρησκευτική ομάδα–, ή ακόμα και του υπερεθνικού επιπέδου – συγκροτώντας καινούργιες ταυτότητες, όπως μια ομάδα περισσότερων εθνών; Η εναλλακτική οικονομική θεωρία θεωρεί ότι έχουμε εισέλθει ήδη σε μια «μεταβιομηχανική εποχή», όπου το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, μέσω του αυτοματισμού, της πληροφορικοποίησης και της μινιατουροποίησης, θα μπορεί να παράγεται επί τόπου, από εναλλακτικές εγχώριες πηγές ενέργειας, χωρίς το τεράστιο οικολογικό βάρος της παραγωγής «βαριάς» ενέργειας, των μεταφορών, κλπ. κλπ. Αν λοιπόν η παραγωγή, μετά από αιώνες διόγκωσης των παραγωγικών μηχανισμών και διαρκούς διεύρυνσης της απόστασης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, περάσει σε φάση σμίκρυνσηςτων παραγωγικών μονάδων, μείωσης των μετακινήσεων και επαναφοράς της οικονομικής εξουσίας στην κοινότητα, τότε μπορεί να διαπιστώσουμε μια νέα ανάδειξη του έθνους, της υπο-εθνικής περιφέρειας, της ομάδας εθνών, σε επίκεντρο των οικονομικών και κοινωνικών διεργασιών. Είναι δυνατόν να παρατηρηθεί μια αντιστροφή των σημερινών τάσεων στην «παγκοσμιοποίηση» και επί τέλους να δημιουργηθεί και ένα οικονομικό υπόβαθρο για την οικονομική και κοινωνική δημοκρατία, που προϋποθέτει την εγγύτητα παραγωγού και πολίτη.

Ενώ λοιπόν τα στοιχεία για μια κοινωνία αλληλεγγύης και εγγύτητας μπορεί να μας τα προσφέρει η ρομαντική παράδοση, θα πρέπει ταυτόχρονα να διαπλακεί με τη νεωτερικότητα και να την θέσει στην υπηρεσία της. Τι θα απαγόρευε μια τέτοια εκδοχή και την ταυτόχρονη κατάρρευση του imperium, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τον πλανήτη στην καταστροφή; Θα ισχυριστούμε ότι αντιθέτως είναι μάλλον η πιθανότερη εκδοχή! Διότι το οικολογικό κόστος της παγκοσμιοποίησης και της αδιάκοπης συσσώρευσης εμπορευμάτων είναι τόσο επαχθές ώστε οδηγεί σε πλανητικό αδιέξοδο. Εξ άλλου, κάτι ανάλογο δεν έγινε μετά την εξάντληση του ρωμαϊκού imperium και την ανάδυση του ελευθέρου αγρότη στη Δύση, ο οποίος πολύ σύντομα διασφάλισε παραγωγικότητες κατά πολύ ανώτερες από εκείνες των ρωμαϊκών γαιοκτησιών;

Για να κλείνουμε λοιπόν αυτή την ήδη εκτεταμένη αναφορά στη χωρική εδαφικοποίηση: Το έθνος ή η περιφέρεια (υπο-εθνική ή υπερεθνική, π.χ. τα Βαλκάνια) αποτελεί αναφορά τουλάχιστον εξίσου σημαντική με την οικολογία και την απόρριψη της μηχανοποίησης για μια οποιαδήποτε «νεορομαντική» στρατηγική στην εποχή μας. Μία στρατηγική η οποία θα καταστεί επί τέλους ισορροπημένη, συνθετική και αποτελεσματική. Διότι, όπως δείξαμε, ο ρομαντισμός και η ρομαντική επιστροφή αυτού του τέλους του 20ού αιώνα δεν αποτελούν ούτε ενιαίο φαινόμενο ούτε ισορροπημένο ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις και ρεύματα. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι είναι χαρακτηριστική μια κάποια αποκλειστικότητα των καθ’ έκαστα ρομαντικών ρευμάτων, που τείνουν να αποκλείουν άλλες ρομαντικές ευαισθησίες. Έτσι ο οικολογικός νεορομαντισμός τείνει να αποκλείει τον εθνικό˙ αντίστροφα, όλοι οι λαοί που παλεύουν για την εθνική τους υπόσταση, όλοι εκείνοι οι νεο-ρομαντικοί που βυθίζονται στη γνώση της εθνικής τους ιστορίας και παράδοσης, δεν κατανοούν τη σημασία μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής, ή τον ρόλο της οικολογίας και της άμεσης δημοκρατίας στην ενίσχυση της εδαφοποιητικής ταυτότητας. Τέλος, έντονη παραμένει η αντίθεση θρησκευόμενων και μη που τείνουν να αλληλοαποκλείονται με ένα δογματισμό κληρονομημένο από τις καλύτερες παραδόσεις του πλέον παροξυστικού διαφωτισμού.

Μια συνθετική αντίληψη

Όσοι καταστέλλουν την επιθυμία το κάνουν επειδή η δική τους
είναι αρκετά ανίσχυρη για να κατασταλεί˙ και ο καταστολέας
ή Λογική σφετερίζεται τη Θέση της και κυβερνά τον άβουλο

William Blake, Οι γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης

Άραγε τα υλικά του ρομαντισμού είναι αρκετά για να συγκροτήσουν ένα νέο κοινωνικό πολιτικό και ιδεολογικό πρόταγμα; Όσο και αν δεν φαίνεται πάντα προφανής η απάντηση είναι αρνητική. Η ανάμνηση δεν είναι αρκετή για να συγκροτήσει το υλικό της ανθρώπινης σκέψης και της ανθρώπινης επιθυμίας. Ακόμα και όσοι ισχυρίζονται ότι το παρελθόν τους είναι αρκετό, είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν μέσα σε νέες συγκυρίες και συναρθρώσεις διαφορετικών παραγόντων. Εξ άλλου, η επιλεκτική χρήση της παράδοσης που γίνεται συνήθως από τους ρομαντικούς, ιδιαίτερα στη χώρα μας, είναι κακός σύμβουλος. Συχνά αναφερόμαστε στην «παράδοσή μας» και εννοούμε μόνο ένα ορισμένο μέρος της παράδοσής μας, τη βυζαντινή, την αρχαία, την Οθωμανική. Γιατί όχι όμως και αυτή του νεοελληνικού κράτους που έχει δύο σχεδόν αιώνες ζωής και συγκροτεί πλέον ένα σημαντικό corpus παραδόσεων; Προφανώς όλες οι παραδόσεις δεν έχουν το ίδιο βάρος και δεν μπορούμε να τις προσμετράμε απλώς ποσοτικά ή ποσοτικο-χρονικά. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, πρέπει να μπορούμε να συνυπολογίζουμε τον μεγαλύτερο αριθμό παραγόντων για να μην οδηγηθούμε σε μια αδιέξοδη νοσταλγία.

Αναφέραμε ήδη ότι στον 19ο αιώνα, τα απελευθερωτικά και απο-αλλοτριωτικά προτάγματα εμπεριείχαν μια ρομαντική διάσταση που επικαλυπτόταν αποφασιστικά από τον θετικιστικό ορθολογισμό. Όπως ορθά επισημαίνουν οι συγγραφείς, ο ίδιος ο μαρξισμός του Μαρξ εμπεριείχε ρομαντικά στοιχεία, ιδιαίτερα εκείνος της νεότητάς του (τα «Χειρόγραφα» και το «Εβραϊκό ζήτημα»), καθώς και των τελευταίων χρόνων της ζωής του (οι αναφορές του στη δυνατότητα χρήσης του αγροτικού μιρ ως προθαλάμου της κομμουνιστικής κοινωνίας, στη συζήτησή του με τους Ρώσους ναρόντνικους, και η επίμονη αναφορά στη μελέτη των Ινδιάνων Ιροκουά που είχε πραγματοποιήσει ο Μόργκαν). Αυτά τα στοιχεία ήταν τόσο ισχυρά, ώστε έκαναν τον Μαρξ –και τον Ένγκελς– να φαντάζεται την κομμουνιστική κοινωνία έχοντας ως πρότυπο τις ινδιάνικες κοινότητες ή να θεωρεί ως «κομμουνιστικές δραστηριότητες» την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εργασία και την ενασχόλησή του με δραστηριότητες όπως το ψάρεμα, το κυνήγι κ.λπ.

Ωστόσο, τα ρομαντικο-επαναστατικά στοιχεία παραμένουν δευτερεύοντα έναντι των ορθολογικών-θετικιστικών που υπερισχύουν. Αυτό το οικοδόμημα –διαστρεβλωμένο έστω– επιχειρήθηκε να γίνει ιστορική πράξη με τις σοσιαλιστικές απόπειρες του 20ού αιώνα, οι οποίες σφραγίστηκαν από τη λατρεία της ανάπτυξης, τον επιστημονισμό, την τεχνολογική εσχατολογία. Επί πλέον η επισήμανση των ρομαντικών στοιχείων στο έργο του Μαρξ δεν θα πρέπει να μεταβληθεί σε απολογητικό εγχείρημα. Όσο και αν ο μαρξισμός εξακολουθεί να παραμένει αναγκαίο στοιχείο μιας σύνθεσης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το αποκλειστικό όχημα για τη συγκρότηση μιας θεωρίας του 21ου αιώνα. Παραμένει σφραγισμένος από τον ορθολογισμό της νεωτερικότητας –τέτοιον που διαμορφώθηκε στον 19ο αιώνα– δέσμιος της ιουδαιοχριστιανικής αντίληψης για την πρόοδο και τη λύση των αντιθέσεων του παρόντος σε κάποιο αενάως μετατιθέμενο μέλλον, με όρους τεχνολογικής πλησμονής.

Σήμερα, το φιλελεύθερο εμποροκρατικό παράδειγμα έχει απορροφήσει ολοκληρωτικά τον ορθολογισμό, μετατρέποντάς τον σε εργαλειακό. Δεν υπάρχει λοιπόν περιθώριο για μια μη-εμπορευματική εκδοχή του ορθολογισμού. Κάθε νέα απόπειρα απο-αποικιοποίησης της ανθρώπινης κατάστασης από τη δικτατορία του εμπορεύματος θα είναι υποχρεωτικά επικεντρωμένη στην ανάδειξη του ανθρώπινου υποστρώματος, σε ανταγωνισμό με τον εργαλειακό και μηχανικό ορθολογισμό (που έχει καταστεί ένας αυτόνομος ορθολογισμός των ίδιων των μηχανών και των τεράστιων μηχανοτρόπων συστημάτων).

Κάθε νέο απελευθερωτικό κίνημα, λοιπόν, ή θα είναι «ρομαντικό» ή δεν θα υπάρξει. Βέβαια, για να μπορεί να συγκροτεί κίνημα και να διαμορφώνει βιώσιμα προτάγματα, για να μπορεί να αντιμετωπίζει το βάρος των υπαρκτών αδιαφανειών, είναι υποχρεωμένο να πραγματοποιήσει μια νέα σύνθεση ανάμεσα σε ρομαντικά και ορθολογικά στοιχεία, ανάμεσα στο «αλλού» και το παρόν. Για να είναι ο ρομαντισμός «επαναστατικός» και όχι απλά νοσταλγικός, ή στην καλύτερη περίπτωση ουτοπικός, θα πρέπει να συναιρεθεί με τον ορθολογισμό, συναίρεση που χωρίς καμιά αμφιβολία θα έχει ρομαντικό «πρόσημο».

Οι Έλληνες αγνοούν συχνά τον ευρύτατο προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί για τον ρομαντισμό και τα νεορομαντικά ρεύματα σήμερα και, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, θεωρούν ότι ο ρομαντισμός υπήρξε απλώς ένα σημαντικό καλλιτεχνικό ρεύμα του περασμένου αιώνα. Προφανώς, αυτή η άγνοια του ελληνικού κοινού συνδέεται με όσα ήδη αναφέραμε για την αντι-ρομαντική υφή της νεώτερης ελληνικής ακαδημαϊκής σκέψης. Ωστόσο μόνον η αναφορά στον ρομαντισμό επιτρέπει να τοποθετήσουμε σε μια ιστορική προοπτική την «επιστροφή» τόσο στην εθνική ταυτότητα όσο και στην ορθοδοξία, απορρίπτοντας κάθε λογική ιστορικής αποκλειστικότητας, καθώς και μια «νησιωτική» αντίληψη απομονωτισμού. Αυτά δεν συμβαίνουν μόνο σε μας, ούτε κατέχουμε το κλειδί για όλες τις απαντήσεις. Αντιθέτως, χρειαζόμαστε μια βαθύτατη γνώση της παγκόσμιας εμπειρίας για να κατανοήσουμε το βάθος αλλά και την παγκοσμιότητα του φαινομένου, καθώς και να τοποθετήσουμε σε μια ορθή ιστορική προοπτική τη δική μας ιδιαιτερότητα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Δανειζόμαστε τον όρο από τον Τόνι Νέγκρι, ο οποίος μίλησε για «άγρια ανωμαλία» στο ομώνυμο βιβλίο του αναφερόμενος στον Σπινόζα. Εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο επεκτείνοντας τον.

2 Για μια ακραία μορφή συνηγορίας υπέρ της εκπαιδευτικής και διαπαιδαγωγικής ουτοπίας αρκεί κανείς να δει τον θεωρητικό «αντιανθρωπισμό» του Αλτουσέρ και των μαθητών του, που ξιφουλκούν ενάντια στην «ανθρώπινη φύση» και τον «ανθρωπισμό». Βλέπε ιδιαίτερα Λουΐ Αλτουσέρ, Réponse à John Lewis, Maspero, Παρίσι.

3 Βλέπε Marshall Sahlins, Âge de pierre, Âge d’ abondance, l’ économie des sociétés primitives Gallimard, Παρίσι 1976. Ο Raul Vaneigem, στην ίδια κατεύθυνση, θα θεωρήσει πως η αναπτυξιακή διαστροφή, το αναπτυξιακό αδιέξοδο του ανθρώπου, θα εγκαινιαστεί ήδη με την έξοδο από τις παλαιολιθικές κοινωνίες και με την αγροτική επανάσταση που θα τροφοδοτήσουν την σπείρα: διεύρυνση των αναγκών-κατάσταση έλλειψης-νέα ανάπτυξη κ.ο.κ. (Βλέπε R. Vaneigem, Adresse aux vivants sur la mort qui les gouverne et l’ opporurnité de s’en défaire, Παρίσι, Seghers, 1990). Τέλος, βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Στα Μονοπάτια της Ουτοπίας, β΄ έκδοση, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα 1995, ιδιαίτερα στο ΙΙΙ κεφάλαιο, «Υπάρχουν οικολογικά όρια στην ανάπτυξη;»

4 Και τίποτε πιο χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εξέλιξη από τον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος και του μυθιστορήματος της επιστημονικής φαντασίας. Αν ο Σέρλοκ Χολμς υπήρξε ο θετικιστής «επιστήμονας» ντετέκτιβ του 19ου αιώνα, ο Φίλιπ Μάρλοου του Τσάντλερ, ο Χάρπερ του Ρος Μακντόναλντ και οι σπαρακτικοί κατάσκοποι του Τζών Λε Καρρέ θα προτείνουν έναν νέον ήρωα, μοναχικό, πάνω και πέρα από το χρήμα, το εμπόρευμα και τη συναλλαγή, που αναζητά τη χαμένη ψυχή του στους μαιάνδρους της μεγαλούπολης… Ακόμα χαρακτηριστικότερη είναι η εξέλιξη του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας: από τον εκθειασμό της επιστήμης ενός Γουέλς θα περάσουμε στο σύγχρονο μυθιστόρημα, όπου ο Φίλιπ Ντικ και η Ούρσουλα Λε Γκεν θα περιγράφουν έναν κόσμο τεχνολογικής αποξένωσης. Η πάλη του ανθρώπου θα γίνει πάλη ενάντια στην επιστήμη και τη μηχανή. Στο «Ζαρντόζ», οι άνθρωποι που έχουν γίνει «αθάνατοι» θα εκλιπαρούν έναν βάρβαρο Σων Κόνερυ να τους προσφέρει… τον θάνατο.

5 Το απόσπασμα παρατίθεται από τον Στέφανο Ροζάνη στην Εισαγωγή του στο βιβλίο των Μ. Löwy και Ρ. Sayre, Μορφές αντικαπιταλιστικού ρομαντισμού, Έρασμος, Αθήνα 1991, σ. 10, και προέρχεται από το βιβλίο της Lilian Furst, Romanticisminperspective, The Macmillan Press, β΄ έκδοση, Λονδίνο, σελ. 288-289. Ο Στέφανος Ροζάνης, επίμονος και διεισδυτικός μελετητής του ρομαντισμού, έχει γράψει, ανάμεσα σε άλλα, το βιβλίο, Η ρομαντική Εξέγερση, Ύψιλον, Αθήνα 1987. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες του «Το δαιμονιακό ύψιστο» και «Το όραμα της καταστροφής», για τον ρομαντισμό του Σολωμού, στο έργο του Σπουδές στον Διονύσιο Σολωμό, ΕΛΙΑ.

6 Βλ. Michael Löwy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία: Ο ρομαντισμός στους αντίποδες της νεοτερικότητας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999.

7 Βλέπε τη δίγλωσση έκδοση (γερμανικά-γαλλικά), J.G. Herder, Auch eine Philosophie der GeschichteUne autre philosophie de l’ histoire, (Aubier, édition Μontaigne, Παρίσι 1964). Μετάφρασή στα ελληνικά από εμένα (Γ.Κ.). Δεν πρέπει δε να ξεχνάμε πως ο Χέρντερ, το ίδιο έτος, το 1774, εξέδωσε την πρώτη ανθολογία των γερμανικών «δημοτικών» τραγουδιών, εγκαινιάζοντας έτσι ένα κίνημα που θα αγκαλιάσει όλο τον κόσμο.

8 Αναφερόμαστε πάντοτε στον γενικότερο ιδεολογικό χρωματισμό και όχι στην τέχνη, όπου ο ρομαντισμός και οι επιρροές του παραμένουν πάντα ισχυρές, αν όχι κυρίαρχες.

9 Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1982,σ. 7.

10 Κ. Θ. Δημαράς, όπ.π., σσ. 8-9.

11 Κ. Θ. Δημαράς, όπ.π. σ. 139.

12 Στέφανος Ροζάνης, Σπουδές στον Διονύσιο Σολωμό, ό. π., σ. 93.

13 Όπ. π. σ. 339.

14 Για μια πιο εκτεταμένη αναφορά στο ζήτημα της ιστοριογραφίας, βλέπε επίσης Κ.Θ.Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986. Και βέβαια, τα βασικά έργα που εγκαινιάζουν τη νέα προοπτική της σύνδεσης των διαφορετικών φάσεων της ιστορίας του ελληνικού έθνους, του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, εκδοθέντα μετά μελέτης περί μεσαιωνικού ελληνισμού, Κέρκυρα 1952, επανέκδοση Καραβίας, Αθήνα και του Κων. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού έθνους (Η πρώτη μορφή: 1853), επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής,Αθήνα 1970.

15 Βλ. Έλλη Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, 1830-1880, Πολύτυπο, Αθήνα 1988.

16 Βλέπε Ερασμία-Λουΐζα Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, Επικαιρότητα, Αθήνα 1987, καθώς και τη μυθιστορηματική βιογραφία του Ανδρέα Ρηγόπουλου στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Άγρα, Αθήνα, 1993.

17 Βλέπε τα βιβλία του Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα, 1992, και Καταφύγιο Ιδεών, Δόμος Αθήνα 1987.

18 Η ρομαντική αντίδραση με τη μορφή της αντίστασης στον εκνεωτερισμό, ιδιαίτερα στις χώρες της περιφέρειας, εμφανίζεται συνήθως αφού ήδη έχουν εκδηλωθεί οι κοινωνικά αποσυνθετικές συνέπειες του εκδυτικισμού. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν που συντελείται αφού ένας τερατώδης εκσυγχρονισμός θα έχει εκχερσώσει ολόκληρο το κοινωνικό τοπίο της χώρας επί της εποχής του Σάχη.

19 Νίκος-Χατζηκυριάκος Γκίκας, Ανίχνευση της ελληνικότητας, Β΄ Εκδ. Αστρολάβος-Ευθύνη, Αθήνα 1994, σελ. 26-27.

20 Όπως, για παράδειγμα, το έργο του Jacques Rancière, La leçon d’Althusser, Idées, Παρίσι 1974 –πρώην μαθητή του Αλτουσέρ και ενός από τους συγγραφείς του Lire le Capital, της βίβλου του αλτουσεριανού μαρξισμού– αλλά και οι αναθεωρήσεις που θα πραγματοποιήσει ο ίδιος ο ύστερος Αλτουσέρ –Βλέπε, Luis Althusser, Στοιχεία Αυτοκριτικής, Πολύτυπο, Αθήνα 1983.

21 Βλ.: Παντσιέρι, Νέγκρι, Τρόντι, Νεοκαπιταλισμός και επαναστατικό κίνημα, Κομμούνα, Αθήνα 1982˙ Α. Νέγκρι, Από τον εργάτη-μάζα στον κοινωνικό εργάτη, Κομμούνα, Αθήνα 1983˙ Γ. Καραμπελιάς, Σύγχρονος καπιταλισμός και επαναστατικό υποκείμενο, Κομμούνα, Αθήνα 1983.

22 Έκφραση του Κωστή Μοσκώφ, για να αποδώσει τον «καημό» για το ημιτελές και το ανολοκλήρωτο στην ιστορία του νεώτερου ελληνισμού.

23Οδ. Ελύτης, «Οι κίνδυνοι της ημιμάθειας», Ανοιχτά Χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα 1974, σ. 366. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1938 στα Νέα Γράμματα.

24 Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, όπ.π.

25 Την οποία ελάχιστοι δημιουργοί, όπως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, με την επαφή του με την Ινδική, την Κινεζική και την Ιαπωνική Τέχνη, θα επιχειρήσουν σε ανύποπτο χρόνο. Άραγε, κάτι ανάλογο δεν θα δοκιμάσει και ο Καζαντζάκης;

26 Βλέπε, André Gorz, Οι Δρόμοι του Παραδείσου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1984 και Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Οικολογία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1992, Γιώργος Καραμπελιάς, Στα μονοπάτια της Ουτοπίας, Λιβάνης-Νέα Σύνορα, Αθήνα 1995.

27 Για τον όρο εδαφικοποίηση / αποεδαφικοποίηση, βλέπε Jules Deleuze και Felix Guattari, ιδιαίτερα Felix Guattari, Μοριακή Επανάσταση, Κομμούνα, Αθήνα 1984.

28 Όρος του Μαρξ για να χαρακτηρίσει τη φιλελεύθερη αυταπάτη μιας ατομικής υπόστασης έξω από το κοινωνικό της πλαίσιο.

29 Αυτή την παράμετρο το μαρξιστικό κίνημα στην πρακτική του, ήταν υποχρεωμένο να την παίρνει υπ’ όψη του, έστω και εάν δεν μπορούσε να την εντάξει στο θεωρητικό σχήμα του παρά μόνο ως επιβίωση. Τω όντι, πως θα ήταν δυνατό να μεταβληθεί σε κίνημα αν αγνοούσε την εθνική διάσταση δεδομένου ότι η πλειοψηφία των μαρξιστικών επαναστάσεων έλαβαν εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα; Μάλιστα, από ορισμένους μαρξιστές επαναστάτες, όπως ο Μάο τσε-Τουνγκ ή ο Γκράμσι, επιχειρείται ή ένταξη της εθνικής διάστασης και στο θεωρητικό σχήμα του μαρξισμού. Για τον Μάο, ήταν απαραίτητη η «σινοποίηση» του μαρξισμού, ενώ ο Γκράμσι, στην κριτική του στον Τρότσκι, θα αντιπαραθέσει την αντίληψη που είχε ο τελευταίος για τον διεθνισμό με εκείνη του Λένιν. Για τον Γκράμσι, ο διεθνισμός του Τρότσκι, όντας αφηρημένος, μετατρέπεται σε κοσμοπολιτισμό, ενώ στον Λένιν (λέει ο Γκράμσι) ο διεθνισμός μπορεί να είναι αυθεντικός διότι εκκινά από το συγκεκριμένο εθνικό έδαφος. Ο Γκράμσι αναφερόταν στη μεγάλη διαμάχη του Λένιν με τον Τρότσκι γύρω από την συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης, κλπ.

30 Από τον ομώνυμο τίτλο του βιβλίου του Φρόυντ.

31 Βέβαια, αυτή την απαξίωση του «έθνους» προς όφελος του «παγκόσμιου χωριού», στο θεωρητικό επίπεδο, δεν θα πρέπει να την θεωρήσουμε και ως αυθεντική άρνηση της ιμπεριαλιστικής εθνικιστικής παράδοσης και αλαζονείας της Δύσης. Στην πραγματικότητα, οι δυτικοί «αντιεθνικιστές» παραμένουν τέτοιοι μόνο όταν πρόκειται για τον «εθνικισμό» των φτωχών, του Τρίτου Κόσμου, των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης· γι’ αυτό και έχουν πάψει πια να υποστηρίζουν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Κούρδοι). Ο δικός τους εθνικισμός αποκαλείται πλέον «συλλογικά συμφέροντα της Δύσης» ή του «πολιτισμένου κόσμου», αποφάσεις της «διεθνούς κοινότητας» (sic), κλπ. Χαρακτηριστικός είναι ο παροξυστικός εθνικισμός των Αμερικανών, μόνο που ως ηγεμονικό έθνος ταυτίζουν τα εθνικά τους συμφέροντα με εκείνα του πλανήτη.

32 Και το tour de force μπορεί άνετα να πραγματοποιηθεί: η εξαφάνιση του εθνικού κράτους μέσα από ευρύτερες κρατικές συσσωματώσεις, π.χ. την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έχει ως συνέπεια τον ως δια μαγείας «μαρασμό του έθνους».

33 Αυτό είναι το νόημα του «Τρίτου Κύματος», που αποτελεί και τον τίτλο του πιο γνωστού βιβλίου του (βλέπε στα ελληνικά, εκδόσεις Κάκτος).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ