Αρχική » Απαρχές και δυναμική της ανόδου της Κίνας

Απαρχές και δυναμική της ανόδου της Κίνας

από Αναδημοσιεύσεις

Από Το Ποντίκι

Η πολύ πρόσφατη στρατηγική / στρατιωτική συμφωνία AUKUS μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ υπενθύμισε με έμφαση ότι το μεγάλο αντίπαλο δέος της Δύσης είναι η Κίνα. Πώς όμως έγινε η Κίνα τόσο σημαντική, ώστε να αποτελεί πλέον τον μεγάλο οικονομικό και στρατηγικό αντίπαλο της Δύσης; Ποιος είναι ο συνδυασμός πράξεων και περιστάσεων στον οποίο μπορούμε να ανιχνεύσουμε τον εκπληκτικό οικονομικό της μετασχηματισμό, «πιθανώς τον πλέον αξιοσημείωτο (…) σε ολόκληρη την Ιστορία», σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς;


Και πώς σχετίζεται η σημερινή οικονομική της αναγέννηση με τις παλαιότερες παραδόσεις τής μη καπιταλιστικής, βασισμένης στην αγορά, οικονομικής ανάπτυξης, την εκατονταετή έκλειψη μετά τους πολέμους του οπίου και την επαναστατική παράδοση που γέννησε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας;

Giovanni Arrighi impartió conferencia en el CUCSH


Μια πολύ ενδιαφέρουσα απάντηση δίνει το βιβλίο του διάσημου Ιταλού οικονομολόγου, κοινωνιολόγου και αναλυτή παγκόσμιων συστημάτων Τζιοβάνι Αρίγκι με τίτλο «Ο Άνταμ Σμιθ στο Πεκίνο». Το βιβλίο αυτό γράφτηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000 και στην Ελλάδα μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Ακολουθεί ένα μικρό – αλλά απολύτως ενδεικτικό – απόσπασμα από το κεφάλαιο «Απαρχές και δυναμική της ανόδου της Κίνας». Οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης του «Ποντικιού» για την ευχερέστερη ανάγνωση του κειμένου.

Οι θεσμικοί υποστηρικτές της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον – η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, τα υπουργεία Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, με την υποστήριξη μέσων που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, όπως οι «Financial Times» και ο «Economist», καυχιούνταν ότι η μείωση της παγκόσμιας φτώχειας και των εισοδηματικών ανισοτήτων που συνόδευαν την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας από το 1980 και μετά μπορεί να αποδοθεί στην προσήλωσή της στις δικές τους υποδείξεις.


Αυτός ο ισχυρισμός διαψεύδεται από τη μακρά σειρά οικονομικών καταστροφών που επέφερε η πραγματική αποδοχή αυτών των υποδείξεων στην Υποσαχάρια Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την πρώην ΕΣΣΔ. Υπό το φως αυτής της εμπειρίας, ο Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ αναρωτιέται εάν θα πρέπει να συνεχίσουμε να θεωρούμε τη δεκαετία του 1990 ως τη «χρυσή εποχή του καπιταλισμού» ή ως «κάτι πλησιέστερο σε μια χρυσή εποχή μεταρρυθμισμένου σοσιαλισμού σε δύο χώρες (Κίνα και Ινδία), παράλληλα με μια εποχή καταστροφών για όσους ακολούθησαν τις υποδείξεις που υποστήριζε ο Economist».

Είπε “όχι” στις θεραπείες – σοκ

«Τη δεκαετία του 1970, η Κίνα και η Ινδία απελευθερώθηκαν από τις δυτικές τράπεζες και απαλλάχθηκαν από την κρίση χρέους. Και οι δύο συνεχίζουν να διατηρούν τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων μέχρι σήμερα, έτσι ώστε τα κερδοσκοπικά κεφάλαια να μην μπορούν να εισέρχονται και να εξέρχονται χωρίς έλεγχο. Και οι δύο συνεχίζουν να διαθέτουν μεγάλους κρατικούς τομείς βαριάς βιομηχανίας μέχρι σήμερα. (…) Πράγματι, η Κίνα και η Ινδία τα πήγαν συνολικά καλά. Αλλά αυτό οφείλεται στις μεταρρυθμίσεις τους ή στις ρυθμίσεις που συνεχίζουν να εφαρμόζουν; Το δίχως άλλο, η σωστή απάντηση είναι: Εν μέρει και στα δύο».*


Εστιάζοντας αποκλειστικά στην Κίνα, και αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος το ερώτημα εάν εφαρμόζει έναν «μεταρρυθμισμένο σοσιαλισμό» μάλλον, παρά κάποια παραλλαγή του καπιταλισμού, ο ισχυρισμός του Γκάλμπρεϊθ, ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Κίνα δεν βασίστηκαν στις νεοφιλελεύθερες υποδείξεις, υποστηρίζεται από το επιχείρημα του Στίγκλιτς ότι η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων στην Κίνα έγκειται
● στο ότι δεν εγκατέλειψε τη σταδιακή εφαρμογή για χάρη των θεραπειών σοκ που προωθούσε η Συναίνεση της Ουάσιγκτον·
● στην αναγνώριση ότι η κοινωνική σταθερότητα μπορεί να διατηρηθεί μόνο εφόσον η αναδιάρθρωση συνδυάζεται με τη δημιουργία θέσεων εργασίας·
● και στην αναζήτηση τρόπων διασφάλισης μιας αποδοτικής επανατοποθέτησης των πόρων που εκτοπίστηκαν εξαιτίας της εντατικοποίησης του ανταγωνισμού.


Παρότι η Κίνα αποδέχτηκε τις συστάσεις και τη συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας από την αρχή των μεταρρυθμίσεων, το έπραξε υπό τους όρους και τις συνθήκες που εξυπηρετούσαν το κινεζικό «εθνικό συμφέρον» και όχι τα συμφέροντα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών και του δυτικού κεφαλαίου. Ο Ραμγκοπάλ Αγκαρβάλα, ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, αποτυπώνει την εμπειρία του από το Πεκίνο:
«Η Κίνα αποτελεί ίσως το καλύτερο παράδειγμα χώρας που ακούει τις συμβουλές των ξένων, αλλά αποφασίζει με κριτήριο τις δικές της κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. (…) Όποια κι αν ήταν η βάση της κινεζικής επιτυχίας, σίγουρα δεν ήταν η τυφλή υιοθέτηση των πολιτικών της [Συναίνεσης της] Ουάσιγκτον. Μεταρρύθμιση με “κινεζικά χαρακτηριστικά” ήταν το καθοριστικό χαρακτηριστικό της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας στην Κίνα».

Επενδύσεις και εθνικό συμφέρον

Η κινεζική κυβέρνηση καλωσόρισε επίσης τις άμεσες ξένες επενδύσεις, αλλά κι εκεί μόνο εφόσον έκρινε ότι εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον της Κίνας. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Toshiba και άλλες μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες έλαβαν το μήνυμα, με μάλλον άκομψο τρόπο, ότι, αν δεν έφερναν και τους κατασκευαστές εξαρτημάτων μαζί τους, δεν υπήρχε λόγος να έρθουν στην Κίνα. Πιο πρόσφατα οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες βρίσκονται στην αξιοζήλευτη θέση να δημιουργούν κοινοπραξίες με αντίπαλες μεταξύ τους ξένες εταιρείες, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία Guangzhou με τη Honda και την Toyota, κάτι που η Toyota δεν θα δεχόταν σε καμία άλλη περίπτωση. Αυτή η συμφωνία επιτρέπει στον Κινέζο εταίρο να αφομοιώσει τις βέλτιστες πρακτικές και από τους δύο ανταγωνιστές και να είναι ο μοναδικός από τους τρεις συμβαλλόμενους του δικτύου που να έχει πρόσβαση σε όλους τους άλλους.


(…) Γενικότερα η απορρύθμιση και η ιδιωτικοποίηση προχώρησαν
πολύ πιο επιλεκτικά και με σαφώς βραδύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι σε χώρες που ακολουθούν τις νεοφιλελεύθερες υποδείξεις. Πράγματι, η πιο καθοριστική μεταρρύθμιση δεν ήταν η ιδιωτικοποίηση, αλλά η προώθηση του ανταγωνισμού των κρατικών επιχειρήσεων μεταξύ τους, με ξένες επιχειρήσεις και, πάνω απ’ όλα, με ένα συνονθύλευμα πρόσφατα δημιουργημένων ιδιωτικών, ημι-ιδιωτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων.

Ο ανταγωνισμός κατέληξε στην κατακόρυφη πτώση του μεριδίου των κρατικών επιχειρήσεων στην απασχόληση και την παραγωγή, σε σύγκριση με την περίοδο 1949-1979 αλλά ο ρόλος της κινεζικής κυβέρνησης στην προώθηση της ανάπτυξης δεν μειώθηκε. Αντίθετα, διοχέτευσε τεράστια ποσά χρημάτων στην ανάπτυξη νέων βιομηχανιών, στην εδραίωση νέων Εξαγωγικών Μεταποιητικών Ζωνών (ΕΜΖ), στην εξάπλωση και τον εκσυγχρονισμό της ανώτερης εκπαίδευσης και σε μεγάλα έργα υποδομής χωρίς προηγούμενο, για οποιαδήποτε χώρα συγκρίσιμη ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα.

*J.K. Galbraith, «Debunking The Economist Again», διαθέσιμο στo http://www.salon.com/opinion/feature/2004/03/22/economist/print.html.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ