του Νίκου Μελέτη από το liberal.gr
Η συμμετοχή των Γερμανών Πρασίνων στον νέο κυβερνητικό συνασπισμό και η παραδοσιακή αντίθεση τους στην ανεξέλεγκτη εξαγωγή οπλικών συστημάτων προς τρίτες χώρες φέρνει στην επικαιρότητα ένα θέμα «ταμπού» για τους μεγάλους εξαγωγής όπλων στην Ε.Ε., τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Η ΕΕ έχει αφήσει την αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων για το κρίσιμο αυτό θέμα της εξαγωγής ευρωπαϊκών οπλικών συστημάτων και τεχνολογίας στη διακριτή ευχέρεια των κρατών μελών περιοριζόμενη σε ένα γενικό και εύκολα παρακαμπτόμενο ευχολόγιο, με αποτέλεσμα τα ευρωπαϊκά οπλικά συστήματα να καταλήγουν είτε σε χώρες με σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, είτε να τροφοδοτούν περιφερειακές συγκρούσεις και εμφυλίους πολέμους.
Τα κέρδη των αμυντικών βιομηχανιών κυρίως της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας όμως είναι αυτά που τελικά καθορίζουν τις αποφάσεις και εξασφαλίζουν την έγκριση των εξαγωγών οπλικών συστημάτων
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει ότι οι χώρες μέλη δεν πρέπει να εγκρίνουν τη μεταφορά όπλων αν γνωρίζουν ότι αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την τέλεση γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, οδηγούν σε σοβαρές παραβιάσεις της Συνθήκης της Γενεύης ή χρησιμοποιούνται ενάντια σε πολίτες… Οι χώρες τελικού προορισμού των όπλων πρέπει να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα κράτη μέλη πρέπει να αρνούνται να δώσουν άδεια εξαγωγής στρατιωτικής τεχνολογίας ή εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει ή να συνεχίσει μια ένοπλη σύγκρουση….».
Οι φωνές κυρίως απο τις ΜΚΟ, αλλά και πολιτικές δυνάμεις όπως οι Πράσινοι ζητούν να μπουν περιοριστικοί φραγμοί στην ανεξέλεγκτη διάθεση της ευρωπαϊκής αμυντικής τεχνολογίας σε χώρες που βάσει των ευρωπαϊκών Αρχών θα πρέπει να αποκλεισθούν από την προμήθεια τέτοιων όπλων.
Είναι εντυπωσιακό ότι η συζήτηση στην Ευρώπη περιορίζεται στην υιοθέτηση όλο και σκληρότερων προϋποθέσεων για την έγκριση τέτοιων εξαγωγών για χώρες όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, η Υεμένη, τα ΗΑΕ κ.ά., παραλείπει εντελώς την Τουρκία, είτε με το πρόσχημα της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, είτε λόγω των στενών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με την Άγκυρα.
Και έτσι μένουν στο απυρόβλητο συμφωνίες για την πώληση των γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία, οι συμφωνίες με την Ισπανία για τη ναυπήγηση σύγχρονων πολεμικών σκαφών αλλά και με την Ιταλία που η Τουρκία κατείχε τα προηγούμενα χρόνια την τρίτη θέση μεταξύ των «πελατών» της ιταλικής αμυντικής βιομηχανίας.
Όμως οι προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η έλευση των Γερμανών Πράσινων στην κυβέρνηση, για την αλλαγή του πλαισίου που ισχύει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εξαγωγή όπλων, φαίνεται να μένει χωρίς αντίκρισμα, καθώς το μεγάλο εμπόδιο είναι φυσικά τα τεράστια συμφέροντα των Αμυντικών Βιομηχανιών της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας, αλλά και η δεδομένη αντίθεση του Παρισιού σε κάθε κίνηση που εκχωρεί «εθνικά δικαιώματα».
Ο νέος γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελευθέρων, στο κυβερνητικό πρόγραμμα του περιλαμβάνει λόγω της πίεσης των Πράσινων, ειδική πρόβλεψη για τη θέσπιση αυστηρότερων προϋποθέσεων για την εξαγωγή όπλων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όμως η διατύπωση τελικά ήταν αρκετά «ήπια» αναφέροντας ότι το Βερολίνο θα επιδιώξει να συντονιστεί με τους Ευρωπαίους εταίρους για μια πιο περιοριστική πολιτική εξαγωγών όπλων με πιο δεσμευτικούς κανόνες.
Η γερμανική νομοθεσία είναι αρκετά ασαφής και επιτρέπει μεγάλη ευελιξία στις εξαγωγές, καθώς προβλέπει είτε μια προεπιλεγμένη απαγόρευση είτε μια προεπιλεγμένη άδεια εξαγωγών αμυντικής τεχνολογίας, αναλόγως του αποδέκτη αλλά και του είδους των προς εξαγωγή οπλικών συστημάτων.
Η Γαλλία επιμένει ότι το θέμα της εξαγωγής εξοπλισμών πρέπει να μείνει αποκλειστικά στην ευθύνη των κρατών μελών και έχει δυσάρεστη εμπειρία από το παρελθόν, όταν οι διαφωνίες του Βερολίνου για την εξαγωγή τεχνολογίας του Combat Air System έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την παραγωγή του συστήματος. Γάλλοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι η μεταφορά της διαδικασίας αποφάσεων για τις εξαγωγές όπλων σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσουν και επικαλούνται τις ιδρυτικές συνθήκες που προβλέπουν ως «εθνικό προνόμιο» το θέμα εξαγωγών όπλων.
Με τα δεδομένα αυτά και υπό την πίεση των ευρωπαϊκών αμυντικών κολοσσών, θεωρείται εντελώς απίθανο να υπάρξει συμβιβασμός για τη θέσπιση κοινών ευρωπαϊκών αρχών και προϋποθέσεων για τον έλεγχο εξαγωγών ευρωπαϊκών οπλικών συστημάτων σε τρίτες χώρες.
Μεσούσης της κρίσης της πανδημίας, ο τζίρος των εκατό κορυφαίων εταιριών (σύμφωνα με το SIPRI) φτάνει τα 531 δισεκατομμύρια δολάρια, με το 54% των παραγγελιών να μοιράζονται 41 αμερικανικές επιχειρήσεις, ενώ η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία έχει μερίδιο αγοράς 21%, ήτοι 109 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ποσό των 9 δισ. δολαρίων αντιστοιχεί στις τέσσερις κορυφαίες γερμανικές επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας αν και υπάρχουν και εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Airbus, η οποία το 2020 κατάφερε να αυξήσει τον τζίρο της στους εξοπλισμούς κατά 5%, στα 12 δισ. δολάρια.
Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων στην Ευρώπη. Την τελευταία πενταετία, οι καλύτεροι πελάτες της Γαλλίας, εκτός Ευρώπης είναι η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Το Παρίσι όμως πουλά όπλα και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Αλγερία, το Πακιστάν, το Ισραήλ, η Αιθιοπία, το Αφγανιστάν, χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή αποτελούν πεδίο σοβαρών περιφερειακών κρίσεων.
Η Γερμανία εξάγει όπλα με προορισμό την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Σουδάν και τη Σομαλία, ενώ σε ίδιους προορισμούς κατευθύνονται και οπλικά συστήματα από την Ιταλία και την Ισπανία.
Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, υπό την πίεση ΜΚΟ έχουν διακόψει τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων προς τη Σ. Αραβία η οποία πάντως συνεχίζει να εισάγει όπλα από τη Γαλλία.
Η γαλλική πολεμική βιομηχανία εξαρτάται από τις εξαγωγές καθώς η παραγωγικότητα της είναι πολύ μεγαλύτερη από τις ανάγκες των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων και πολύ συχνά γίνονται «εκπτώσεις» στις προϋποθέσεις ειδικά σε ό,τι αφορά χώρες που κατηγορούνται για παραβιάσεις των Ευρωπαϊκών Αρχών.
Το ιταλικό κράτος είναι ο βασικός μέτοχος με 30% στην Leonardo, της μεγαλύτερης εταιρείας όπλων στην Ιταλία και 12ης σε μέγεθος στον κόσμο. Η Γερμανία έχει πιο αυστηρές προϋποθέσεις για εξαγωγή όπλων σε χώρες με παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και ορισμένες από τις εξαιρέσεις αυτές δεν δημοσιοποιούνται και θεωρούνται απόρρητες.
Για τη Γερμανία είναι προφανές ότι μέχρι τώρα τουλάχιστον στόχος ήταν η επιλογή στήριξης της ειρήνης και των δημοκρατικών θεσμών σε τρίτες χώρες να μην οδηγήσει σε παραίτηση από προσοδοφόρες εξαγωγές οπλικών συστημάτων, καθώς έτσι όχι μόνο αμυντική βιομηχανία της αναπτύσσεται αλλά και η ίδια Γερμανία αποκτά παγκόσμια επιρροή.
Η προηγούμενη γερμανική κυβέρνηση λίγο πριν την ολοκλήρωση της θητείας της ενέκρινε μια σειρά αναθέσεων εξοπλιστικών προγραμμάτων σε γερμανικές εταιρίες, μεταξύ αυτών και παραγγελίες από την Αίγυπτο. Τον περασμένο Ιανουάριο η γερμανική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ότι η Αίγυπτος είναι η δεύτερη σε αναθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων σε γερμανικές εταιρίες με εγκεκριμένες άδειες για εξοπλισμούς ύψους 800 εκατ. δολαρίων το 2020, με το Ισραήλ να έρχεται τρίτο στη λίστα αυτή με 582,4 εκ. δολάρια.
Οι παραγγελίες αυτές βρίσκονται τώρα στο μάτι του κυκλώνα, καθώς ανθρωπιστικές οργανώσεις και οι Πράσινοι θέτουν θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αίγυπτο, δημιουργώντας προβληματισμό για την τύχη τους καθώς τις συμφωνίες συνυπέγραψε ο ίδιος ο Καγκελάριος Σολτς με την τότε ιδιότητα του Υπουργού Οικονομικών.
Αντιθέτως, στο Βερολίνο δεν φαίνεται να υπάρχει η ίδια ευαισθησία σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, όπου η Συμφωνία για τα υποβρύχια συνεχίζεται κανονικά, παρά το γεγονός ότι η προμήθεια τους απειλεί να ανατρέψει τις ισορροπίες στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και ενώ μάλιστα οι ναυτικοί εξοπλισμοί της Τουρκίας στρέφονται εναντίον δυο κρατών μελών της Ε.Ε….
(πηγές: www.defencenews.com, www.DW.com, www.sipri.org)