του Γιώργου Ρακκά
Το 2019, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές γιατί ο πρόεδρός της, Κυριάκος Μητσοτάκης, πέτυχε να εξασφαλίσει σημαντικό μερίδιο υποστήριξης των μεσαίων τάξεων, καθώς έπεισε ότι μπορεί να ανταποκριθεί σε μια σειρά ευρύτερων προσδοκιών τους. Η κυριότερη, ότι η εκλογή του θα σημάνει το τέλος της πολιτικοκοινωνικής αστάθειας, που χαρακτήρισε την δεκαετία των μνημονίων, και η οποία στην πραγματικότητα έπληξε περαιτέρω τα εισοδήματα και την ποιότητα ζωής των μεσαίων και των εργαζόμενων τάξεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ή οι ΑΝΕΛ δεν θα είχαν στην πραγματικότητα καμία τύχη έπειτα από το κλείσιμο της θητείας τους ακριβώς γιατί, ως πολιτικές δυνάμεις, ταυτίστηκαν με την αποσταθεροποίηση: Είτε μιλάμε για το δημοψήφισμα του 2015 και τις κλειστές τράπεζες, την Συμφωνία των Πρεσπών, την μεταναστευτική κρίση ή το Μάτι, το μπάχαλο, ακόμα ενός τύπου διακυβέρνησης που έβλεπε το κράτος ως προπαγανδιστικό μηχανισμό και εργαλείο της διαιώνισης του κόμματος στην εξουσία.
Προσεγγίζοντας, όμως, τον τρίτο χρόνο της διακυβέρνησής της, η σχέση της ΝΔ με τις τάξεις αυτές έχει διαταραχθεί σοβαρά. Ο πληθωρισμός, έκφραση του ενεργειακού αδιεξόδου της χώρας, της γεωπολιτικής όξυνσης, αλλά και της περιβαλλοντικής κρίσης, περικόπτει τα εισοδήματα εξίσου με την φορολόγηση (30% έχει αυξηθεί ο δείκτης τιμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων σε σχέση με πέρυσι). Η υπέρμετρη μετανάστευση δημιουργεί έλλειμμα ασφάλειας, κοινωνικής συνοχής, πολιτιστικές συγκρούσεις ή ασυμφωνίες· το μοντέλο ανάπτυξης που προκρίνει η κυβέρνηση αυξάνει δραματικά το κόστος ζωής στα κέντρα των μεγάλων πόλεων, γιατί οι συνοικίες «εξευγενίζονται» και τουριστικοποιούνται, ενώ τα μεγάλα χαρτοφυλάκια που επενδύουν στις βραχυχρόνιες μισθώσεις και τα συγκροτήματα μικροδιαμερισμάτων ανεβάζουν υπέρογκα τις τιμές πώλησης και ενοικίασης κατοικιών (το 83,2% των ενοικιαστών δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για δαπάνες που σχετίζονται με την διαμονή, σύμφωνα με την Καθημερινή).
Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα ή το Ηράκλειο –μικρότερες ακόμα πόλεις και αστικές περιοχές– διώχνουν τις οικογένειες των μεσαίων και των λαϊκών τάξεων από το κέντρο τους εξαιτίας του συνδυασμού της αύξησης του κόστους ζωής, αλλά και υποβάθμισής της. Και, βέβαια, στο τοπίο θα πρέπει να προσθέσουμε την οικονομική, κοινωνική και ψυχική ακόμα πίεση που επέφεραν και επιφέρουν τα χρόνια της πανδημίας.
Οι πιέσεις αυτές δεν αντιμετωπίζονται βέβαια με διεύρυνση της επιδοματικής πολιτικής, όπως επιδίδεται η κυβέρνηση –ας μην ξεχνάμε ότι η ΝΔ κατήγγειλε τα επιδόματα στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ γιατί δημιουργούσε νέες εξαρτήσεις των μικρών και των μεσαίων στρωμάτων από το κράτος για την επιβίωσή τους.
Θέτουν ένα συνολικότερο πρόβλημα πολιτικής ταυτότητας και προσανατολισμού, όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά και για όλα τα κόμματα. Είναι άραγε διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τον κόσμο των μεσαίων και εργαζόμενων τάξεων; Αυτό θα απαιτούσε μια σειρά πολιτικών και ιδεολογικών μετατοπίσεων: Στροφή προς τις παραγωγικές πολιτικές και μια αντίληψη ενεργειακής αυτοδυναμίας για την αποκατάσταση της κοινωνικής κινητικότητας· εκσυγχρονισμός του κράτους, αλλά και της οικονομίας· περιορισμός της μετανάστευσης, αποστασιοποίηση από τον πολυπολιτισμό με το ζόρι και την αποδόμηση της εθνικής συνείδησης, μια τοποθέτηση υπέρ του μέτρου και της σχέσης –όχι της ισοπέδωσης– των φύλων, ένας αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης ώστε να αναβαθμίσει το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο της πλειοψηφίας.
Με λίγα λόγια, πολιτικές όχι εξτρεμιστικής δημαγωγίας, αλλά ενός ενεργητικού δημοκρατικού κεντρισμού. Μια αποκατάσταση και εμπέδωση της σύμπραξης μεταξύ μικρών, μεσαίων στρωμάτων, και των διανοούμενων. Της κοινωνικής συμμαχίας εκείνης που επέτρεψε κατά το παρελθόν το ψαλίδισμα των ανισοτήτων, την άνοδο του κοινωνικού κράτους, την επίτευξη μιας αξιοπρέπειας στην ζωή των πολλών.
Η Νέα Δημοκρατία ζορίζεται γιατί πρώτα και κύρια είναι ιδεολογικά αμήχανη απέναντι σε αυτήν την ατζέντα – το σκεπτικό και ο πολιτικός προγραμματισμός της φτάνει μέχρι την συμμαχία με το… Ποτάμι. Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε ένα σύμπαν όχι παράλληλο, αλλά αντιθετικό ως προς την ατζέντα αυτή, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται μάλλον ζαλισμένος, ανήμπορος να διαχειριστεί ρόλο και προσδοκίες, οι οποίες μέχρι τώρα σίγουρα τον ξεπερνούν. Τι μένει στο πηλίκο; Το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να αποσυσπειρώνει την κοινωνία, αντί να την συσπειρώνει ενόψει των επικίνδυνων τριγμών της διεθνούς τάξης στην Ουκρανία και μιας Τουρκίας η οποία δείχνει πιο επιθετική από ποτέ.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Πολύ καλό το άρθρο!!!