Μια ουκρανή συγγραφέας απομακρύνθηκε βίαια από την πολιορκημένη Μαριούπολη στην Ρωσία. Αυτή είναι η ιστορία της για το τι συνέβη.
Πηγή: Graty (ουκρανικά) | opendemocracy.net (αγγλικά)
(Φώτο εξωφύλλου: σχέδιο από ημερολόγιο που κρατούσε γυναίκα
κατά την παραμονή της σε καταφύγιο της Μαριούπολης)
Μια Ουκρανή μεταφράστρια και εκδότρια αφηγήθηκε την απέλασή της στη Ρωσία από την Μαριούπολη.
Η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, της Ν. Γ. δίνει βάση στον ισχυρισμό των αρχών της πόλης ότι οι ρωσικές δυνάμεις μετέφεραν ανθρώπους πέρα από τα σύνορα.
Λέει ότι οι πρόσφυγες ανακρίνονται σε αυτοσχέδια στρατόπεδα καθώς μεταφέρονται σε ρωσικό έδαφος. Μερικοί, όπως και η Ν.Γ., μπορούν να φύγουν μόλις αυτό τελειώσει. Άλλοι, που δεν έχουν να πάνε κάπου δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εργαστούν ως χαμηλόμισθοι σε τοπικά καταστήματα.
Δημοσιευμένη αρχικά στα ουκρανικά από τον ειδησεογραφικό ιστότοπο Graty[1], η αναφορά επαληθεύθηκε με την επικοινωνία με εθελοντές που εργάζονται με Ουκρανούς πρόσφυγες στη ρωσική πόλη Taganrog, οι οποίοι αρχικά δήλωσαν ότι οι πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί κατά ομάδες στην πόλη, αλλά δεν ανέφεραν εάν είχαν έρθει υπό πίεση -και κατόπιν σταμάτησαν να απαντούν σε αιτήματα.
Παρακάτω, βρίσκεται μια συντετμημένη αγγλική μετάφραση της αφήγησης της Ναταλίας, ξεκινώντας από τη στιγμή που βρισκόταν σε ένα καταφύγιο ενός χωριού ακριβώς έξω από τη Μαριούπολη. Το πρωτότυπο κείμενο είναι εδώ[2].
Καταφύγιο
Άρχισαν να βομβαρδίζουν το κτήριο όπου βρισκόμασταν στις 8 Μαρτίου. Καταστράφηκε τόσο πολύ που στην πραγματικότητα ηρεμήσαμε λίγο – απλά, δεν υπήρχε τίποτε να βομβαρδιστεί, και μόνο το υπόγειό μας έμεινε. Για κάποιο λόγο όμως το βομβάρδισαν ξανά στις 10 Μαρτίου, πιθανόν για να το κάνουν να καταρρεύσει πάνω μας.
Έως τις 15 Μαρτίου, ο ρωσικός στρατός είχε καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του χωριού μας. Ήρθαν στο καταφύγιό μας ενώ πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, και έλεγαν ότι όλοι πρέπει να φύγουν -απομάκρυναν τα γυναικόπαιδα. Ρωτήσαμε εάν μπορούσαμε να μείνουμε, και είπαν: «Όχι, δεν μπορείτε», σαν διαταγή. Δεν είχαμε πουθενά αλλού να πάμε εκτός από το καταφύγιο. Αρκετοί άνδρες με μεγάλες οικογένειες κατάφεραν να φύγουν από το χωριό, αλλά εμείς δεν είχαμε κανένα μέσο για να κάνουμε το ίδιο.
Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν έξω από τότε που έφτασα στο καταφύγιο. Ήταν ένα τρομακτικό συναίσθημα να βγαίνεις έξω και να βλέπεις ότι το κτήριο όπου ήσουν δεν υπάρχει πια εκεί –είναι μόνο ένας σωρός από τούβλα. Υπήρχε ένας σωρός από πεσμένα δέντρα και πύργους –ολόκληρα μέρη της πόλης είχαν καταρρεύσει. Είναι ένα σουρεαλιστικό συναίσθημα, να βλέπω ότι το κυλικείο του παλιού μου σχολείου είναι ένας σωρός από τούβλα, και τα σχολικά βιβλία είναι σκορπισμένα παντού. Υπήρχε ακόμη μια παρουσίαση σε έναν τοίχο, ο τιμητικός κατάλογος του σχολείου, με μια φωτογραφία της αδερφής μου, και γύρω μας βρίσκονταν Ρώσοι στρατιώτες. [σημείωση του εκδότη: αυτό βασίστηκε στις στολές τους και τη γλώσσα την οποία μιλούσαν]
Αρχικά μας είπαν να πάμε σε ένα βομβαρδισμένο σχολείο που κατείχαν, και μας πήγαν με τα πόδια στο δρόμο έξω από την πόλη.
Η ομάδα μας αποτελούταν από περίπου 90 άτομα. Υπήρχαν 2000 στο χωριό. Αφού αφήσαμε το βομβαρδισμένο σχολείο, μας μετέφεραν πολλές φορές με το λεωφορείο.
Αυτό ήταν μια υποχρεωτική εκκένωση. Κανείς από εμάς δεν ήθελε να φύγει από την Ουκρανία. Εάν είχαμε επιλογή, θα μέναμε, ή θα πηγαίναμε ακόμη πιο μέσα στην Ουκρανία. Μερικοί είπαν ότι ήθελαν να μείνουν, αλλά οι Ρώσοι είπαν πως δεν μπορούσαμε, σε έναν τόνο που δεν άφηνε χώρο για διαφωνία.
Το καταφύγιο ήταν βασικά το μόνο μέρος που μας είχε απομείνει. Οι περισσότεροι άνθρωποι μαζί μας δεν είχαν πλέον σπίτι και δεν υπήρχε πουθενά γι’ αυτούς να κρυφτούν στο χωριό.
Στο δρόμο έξω από το χωριό προς την εθνική οδό του Ντόνετσκ, μας έβαλαν σε στρατιωτικά φορτηγά. Μας πήγαν στο κοντινότερο χωριό [σημείωση του εκδότη: επιλέξαμε να μην ονομάσουμε το χωριό ώστε να μην ταυτοποιηθεί η συγγραφέας], το οποίο είχε καταληφθεί πριν από μερικές εβδομάδες. Οι μάχες είχαν σταματήσει εκεί γιατί οι ουκρανοί στρατιώτες είχαν φύγει. Μας έβαλαν σε ένα σχολείο στο χωριό εκείνο, για μια μέρα. Την επόμενη μέρα μας φόρτωσαν σε λεωφορεία.
Όλοι, στο μεγαλύτερο μέρος, μας φέρονταν σαν εγκληματίες ή κατάδικους στο δρόμο για τη φυλακή. Δεν είχαμε καν το δικαίωμα να γνωρίζουμε πού μας πήγαιναν. Δεν μας είπαν παρά στο τέλος. Εάν ρωτούσες «Πού μας πάτε;», απαντούσαν «Κάπου ζεστά». Περίμεναν από εμάς να είμαστε ευγνώμονες που είχαμε ελευθερωθεί από τα σπίτια μας.
Από όλα μου τα υπάρχοντα, ό,τι είχε απομείνει ήταν η μπλούζα που φορούσα και μερικές φωτογραφίες. Οι άλλοι δεν είχαν φωτογραφίες, βίντεο, τίποτα.
Τα λεωφορεία μας πήγαν στο Novoazovsk [μια ουκρανική πόλη υπό τον έλεγχο της λεγόμενης «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ» από το 2014], αλλά αυτό το μάθαμε μόνο αργότερα. Πήρε πολύ χρόνο· ο οδηγός γνώριζε πού πηγαίναμε, αλλά κάθε φορά που έφταναν κάπου καθ’ οδόν, τους έλεγαν ότι οι δρόμοι είχαν βομβαρδιστεί και θα έπρεπε να κάνουν παρακάμψεις. Υπήρχε πλήρης έλλειψη συντονισμού. Όλοι στο δρόμο σε αντιμετωπίζουν σαν ένα σακί πατάτες. Είχαν διαταχθεί να μη μας δώσουν καμία πληροφορία.
Στο Novoazovsk, υπήρχαν τα λεγόμενα στρατόπεδα διαλογής. Δεν το επινόησα εγώ – έτσι αναφέρονται οι ρωσικές δυνάμεις σε αυτά. Υπήρχαν στα στρατόπεδα εργαζόμενοι με τη στολή του ρωσικού υπουργείου Εκτάκτων Αναγκών και αρωγής σε καταστροφές. Μπορούσαμε να συνδεθούμε με το wi-fi που προοριζόταν για τους Ρώσους – είχαν βομβαρδίσει τους πύργους επικοινωνίας και είχαν κόψει κάθε σήμα, αλλά είχαν αφήσει τον κωδικό για το wi-fi ως 12345678. Ό,τι κάναμε ήταν να προσπαθήσουμε να δοκιμάσουμε μερικούς διαφορετικούς κωδικούς και έτσι αποκτήσαμε πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τότε έμαθα για πρώτη φορά ότι το κέντρο της Μαριούπολης βομβαρδιζόταν, και αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ. Οι Ρώσοι στρατιώτες μας είπαν ότι είχαν ήδη καταλάβει το Κίεβο και το Χάρκοβο.
Καταλαβαίνω ότι το Novoazovsk είναι σημείο μεταφοράς. Ήταν αρκετά θλιβερό, γιατί υπήρχαν πολλά στρατιωτικά οχήματα με εικόνες του [Τσετσένου ηγέτη Ραμζάν] Καντίροφ, πολλοί τσετσένοι στρατιώτες[3], και στρατιωτικός εξοπλισμός που είχε μεταφερθεί. Όταν περνούν δίπλα σου ρωσικοί εκτοξευτές πυραύλων πάνω σε φορτηγό, είναι ανατριχιαστικό. Ταυτόχρονα, καθένας προσπαθεί να προσποιηθεί ότι τα πάντα είναι φυσιολογικά. Υπάρχει το ρωσικό υπουργείο εκτάκτων αναγκών και αρωγής για καταστροφές, λεωφορεία, σκηνές, χάπια, σου παίρνουν ακόμη και την πίεση. Οι Τσετσένοι μας έδωσαν ακόμη και λουκάνικα. Ήταν απλά τρελό.
Στρατόπεδο διαλογής
Το «στρατόπεδο διαλογής» ήταν στην πραγματικότητα μια σκηνή που στέγαζε ορισμένους στρατιώτες. Καθίσαμε στα λεωφορεία, και περνούσαμε ένα άτομο τη φορά από αυτή. Πρώτα σε φωτογράφιζαν από όλες τις πλευρές, προφανώς για τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου που τώρα λανσάρονται στην Ρωσική Ομοσπονδία[4]. Μετά σου έπαιρναν δακτυλικά αποτυπώματα και σάρωναν τις παλάμες σου. Έπειτα σε ανέκριναν, προτού κρίνουν αν θα σε αφήσουν ελεύθερο ή όχι.
Ρωτούσαν ποιοι από τους συγγενείς σου έμειναν πίσω στην Ουκρανία, εάν έχεις δει κινήσεις ουκρανικών στρατευμάτων, τι πιστεύεις για την ουκρανική πολιτική, τις ουκρανικές αρχές και τον «Δεξιό Τομέα» [ένα ουκρανικό ακροδεξιό κίνημα]. Έχουν ένα μεγάλο ερωτηματολόγιο, αλλά η ανάκριση δεν ήταν σκληρή. Τότε έπρεπε να τους παραδώσω το κινητό μου. Το συνδέουν με έναν υπολογιστή επί 20 λεπτά και τους βλέπω να αποθηκεύουν τη λίστα επαφών μου, αλλά δεν ξέρω τι άλλο κάνουν. Ίσως αντιγράφουν τα δεδομένα του IMEI που χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του τηλεφώνου μου.
Περιμέναμε για 4 ή 5 ώρες ώστε να τελειώσουμε με το στρατόπεδο διαλογής. Μετά, περιμέναμε για ακόμη λίγες ώρες. Δεν υπήρχαν τουαλέτες στα λεωφορεία όπου περιμέναμε να ανακριθούμε. Υπήρχε ένα σε μια τάφρο αρκετά μακριά, αλλά η γιαγιά μου, ετών 70, είχε στραμπουλήξει το πόδι της και δεν μπορούσε να περπατήσει κανονικά.
Τότε μας πήγαν στα σύνορα της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ» και της Ρωσίας. Περάσαμε όλη τη νύχτα στο λεωφορείο υπό πραγματικά σκληρές συνθήκες.
Η παραμονή μου στην Ρωσική Ομοσπονδία άρχισε με μια σωματική έρευνα. Οι άντρες και οι γυναίκες ανακρίνονται επιλεκτικά. Η πλειονότητα εκείνων που ανακρίνονται είναι άντρες, αλλά εγώ ήμουν μία από τις άτυχες γυναίκες που βρίσκονταν στη λίστα.
Κάθεσαι επί δύο βδομάδες σε ένα υπόγειο που βομβαρδίζεται, και το πρώτο πρόσωπο που συναντάς έξω είναι ένας Ρώσος αξιωματούχος της FSB. Πραγματικά με τρέλανε. Έχω γράψει μερικά έργα μυθοπλασίας για την Ουκρανία, για τον πόλεμο –δεν νομίζω ότι είναι εξαιρετικά αξιόλογα. Αλλά ένιωθα ακόμη παρανοϊκή. Ήμουν φοβισμένη –ο αξιωματούχος ρωτούσε συνεχώς εάν ήξερα για τις κινήσεις των ουκρανικών στρατευμάτων, τι γνώριζα για τους ουκρανούς στρατιώτες και ούτω καθεξής. Έκανε μια ερώτηση, έκανε ένα αστείο για κάτι, μετά ρωτούσε την ίδια ερώτηση για να δει αν είχα πει ψέματα ή όχι. Το μεγαλύτερο διάστημα τον περνούσαμε συζητώντας για την προσωπική μου ζωή. Αυτό ενδιέφερε περισσότερο τον αξιωματούχο της FSB.
Είμαι γραμμένη σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα με τον ουκρανικό μου αριθμό τηλεφώνου. Όταν με ρώτησαν, τους είπα εξ επίτηδες λάθος αριθμό τηλεφώνου, αλλά κι αυτό ακόμη φαινόταν επικίνδυνο. Έγραψαν τους αριθμούς του τηλεφώνου μου και έκαναν πολλές ερωτήσεις, λέγοντας ότι ήμουν «πολύ μυστηριώδης». Νιώθεις ότι το χειρότερο πράγμα που μπορείς να ακούσεις είναι όταν ένας αξιωματούχος της FSB σε οδηγεί λέγοντας ότι είσαι «πολύ μυστηριώδης». Αποθαρρύνθηκα πάρα πολύ.
Αλλά μας άφησαν ελεύθερους από την ανάκριση. Προσπαθήσαμε να φύγουμε από το στρατόπεδο με την οικογένειά μας –τη γιαγιά μου, τη μητέρα μου, τον αδερφό, τη θεία και τα ξαδέρφια– αλλά δεν μας επετράπη.
Διαφυγή
Αντίθετα, μας ανάγκασαν να πάμε με λεωφορείο στην Ταγκανρόγκ. Μας είπαν ότι μετά θα πηγαίναμε στο Βλαντιμίρ [πόλη στην κεντρική Ρωσία] με τραίνο.
Ωστόσο, όταν φτάσαμε στην Ταγκανρόγκ, αποφασίσαμε να πάμε στο Ροστόφ, όπου περάσαμε τη νύχτα στη γιαγιά της θείας μου.
Είναι τρελό εκεί. Είναι πολύ φιλόξενοι, αλλά έχουν υποστεί τελείως πλύση εγκεφάλου από τη ρωσική προπαγάνδα. Λένε: «Μην ανησυχείτε – θα γυρίσετε στη Μαριούπολη ώς το φθινόπωρο, όλα θα καθαριστούν εκεί, και θα είναι όλα καλά».
Όταν ήμασταν στο τραίνο από Ροστόφ για Μόσχα, ήταν ένα τόσο παράξενο συναίσθημα να ακούς τους πάντες να συζητάνε για τη Μαριούπολη. Οι άνθρωποι στο τραίνο ισχυρίζονταν ότι, στη Μαριούπολη, η Δύση ανέπτυξε βιολογικά όπλα[5] που είχαν ως στόχο την στείρωση του ονείρου. Έμοιαζε σαν ένα είδος συλλογικού ονείρου. Πριν από τον πόλεμο, πίστευα πραγματικά ότι οι Ρώσοι δεν είναι όπως ο Πούτιν. Ήμουν σίγουρη ότι κανείς δεν ήθελε πόλεμο με την Ουκρανία. Τώρα νομίζω ότι ακόμη και οι λογικοί άνθρωποι στη ρωσική κοινωνία είναι ένα κομμάτι από αυτό και είναι επίσης υπεύθυνοι γι’ αυτό.
Τηλεφωνούσα σε φίλους που δεν είχαν τρόπο να αφήσουν τα στρατόπεδα προσφύγων [στη Ρωσία, όπου τους είχαν πάρει μετά τα «στρατόπεδα διαλογής»]. Τους δόθηκαν ρωσικές τηλεφωνικές κάρτες sim. Θέλουμε να τους βοηθήσουμε να φύγουν όλοι με κάποιον τρόπο. Τους δίνουν τροφή εκεί, λαμβάνουν κατάλυμα, αλλά δεν έχουν εισιτήρια για να πάνε πουθενά. Η ιδέα είναι ότι θα πάνε να εργαστούν ως ταμίες σε τοπικά σουπερμάρκετ. Νομίζω ότι τους βγάζουν από την Ουκρανία με μόνο σκοπό την προπαγάνδα, για να δειχτεί ότι η Ρωσία εκκενώνει τον κόσμο.
Στο Βλαντιμίρ, μου είπαν, οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων ποικίλλουν. Μερικοί είναι τυχεροί, μερικοί όχι. Λαμβάνουν ένα εφάπαξ επίδομα από το κράτος των 10.000 ρουβλίων (73 λίρες Αγγλίας), αλλά μερικοί δεν παίρνουν ούτε καν αυτό. Εάν τα γυναικόπαιδα λάμβαναν προσωρινό άσυλο αντί για καθεστώς πρόσφυγα, θα μπορούσαν να φύγουν οποιαδήποτε στιγμή. Αλλά η κατάσταση με τους άνδρες είναι λιγότερο ξεκάθαρη. Οι Ουκρανοί άνδρες ίσως να μην λάβουν άδεια να εγκαταλείψουν τη Ρωσική ομοσπονδία.
Όλοι με τους οποίους μιλώ είναι πολύ εξουθενωμένοι. Όλοι τους άρχισαν να έχουν προβλήματα υγείας. Αρκετές από τις ηλικιωμένες γυναίκες έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας, και το να τις βγάλουν έξω από την Ρωσία δεν είναι απλό. Δεν έχουν πια σπίτι στη Μαριούπολη, και η ιδέα απλώς να αρχίσουν κάτι κάπου αλλού είναι πολύ δύσκολη.
Αλλά είναι ακόμη σκληρότερο να ζήσεις σε έναν τόπο που σου αρνείται ολοκληρωτικά την εμπειρία σου. Είναι τρομακτικό όταν το συναντάς αυτό στη Ρωσία. Γνωρίζεις την αλήθεια για ό,τι συνέβη, αλλά όλοι είναι καθηλωμένοι σε ένα όνειρο, και πρέπει να μαντέψεις περί τίνος πρόκειται αυτό το όνειρο.
Μπορείς να παραμείνεις στη Ρωσία μόνο για 15 μέρες χωρίς επίσημη καταγραφή, κι έτσι πρέπει να καταφέρεις να φύγεις κατά το διάστημα αυτό. Οι άνθρωποι που δεν είχαν άλλα λεφτά, για παράδειγμα, αντιμετώπισαν προβλήματα. Οι συγγενείς τους στη Ρωσία ήθελαν να δώσουν λεφτά, αλλά δεν έχουν πού να τα στείλουν. Μερικοί από αυτούς βρίσκουν κάποιον κοντά, του στέλνουν τα λεφτά, και αυτοί οι άνθρωποι στέλνουν τα μετρητά στον καταυλισμό.
Αρκετοί άνθρωποι στον καταυλισμό δεν έχουν διαβατήριο. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, δεν είχαν καιρό να τα πάρουν, και δεν είχαν τη δυνατότητα να γυρίσουν σπίτι στη συνέχεια. Τους δίνονται ρωσικά πιστοποιητικά που θα τους επιτρέπουν να δουλέψουν, αλλά παραμένει το ζήτημα του πώς θα φύγουν από τη χώρα. Η μόνη επιλογή είναι να ζητήσουν τον επαναπατρισμό, αλλά δεν είναι σαφές πώς θα γίνει αυτό, γιατί το προξενείο της Ουκρανίας δεν είναι ανοικτό.
Πήγαμε στη Μόσχα από το Ροστόφ, και μετά στην Αγία Πετρούπολη. Ήμασταν εκεί για τρεις μέρες. Στις 22 Μαρτίου, ξεκινήσαμε για τα σύνορα. Προετοιμαστήκαμε καλά και αδειάσαμε τα κινητά μας. Αλλά αρκετά παράδοξα, ήταν πολύ εύκολο να φύγεις – υπήρχε απλά μια επίσημη ανάκριση για τους συγγενείς σου. Για κάποιο λόγο ζήτησαν ξανά το IMEI του κινητού.
Ο παππούς μου έμεινε στο χωριό κοντά στη Μαριούπολη. Η γιαγιά μου λυπάται που έφυγε. Ήθελε να μείνει μαζί του αλλά τα πάντα έγιναν τόσο γρήγορα και απρογραμμάτιστα, ώστε δεν μπορούσε να αποφασίσει. Κι ο γιος της έμεινε πίσω. Ανησυχώ ότι γρήγορα θα λάβει ένα διαβατήριο της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ» και θα υποχρεωθεί να πολεμήσει.
Οι παππούδες μου, που μας μαγείρευαν, επίσης έμειναν πίσω. Καταφέραμε μάλιστα να στείλουμε κάποιον να τους πάρει και να εγκαταλείψουν το μέρος, αλλά το αρνήθηκαν. Νιώθουν ότι αυτή είναι η γη τους. Όλα τα σπίτια γύρω από του παππού μου είναι κατεστραμμένα. Έμεινε σε ένα σπίτι με σπασμένα τζάμια γιατί πιστεύει ότι το μέρος είναι δικό του και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον παρεμποδίσει.
Άρχισαν να έχουν ξανά τηλεφωνικό σήμα. Ο παππούς μου λέει ότι γίνεται πολύ άσχημη λεηλασία στα χωριά και ότι οι Ρώσοι στρατιώτες μεθούν και πυροβολούν μέσα από τα ταβάνια των σπιτιών.
Υπάρχουν πολλές γυναίκες στο καταφύγιο με παιδιά. Ενώ οι οβίδες πέφτουν, τρέχουν από κατεστραμμένο σπίτι σε κατεστραμμένο σπίτι, ψάχνοντας για να φάνε κάτι. Αλλά οι Ρώσοι στρατιώτες καταλαμβάνουν τα κτήρια. Είναι μια τρομερή κατάσταση, αλλά είναι διαφορετική από εκείνη που εγώ βίωσα και δεν ξέρω τίποτε για αυτήν.
Μετάφραση στα ελληνικά: Γ.Τ.
[1] https://graty.me/
[2] https://graty.me/monologue/berut-iz-mariupolya-lyudej-i-nasilno-vyvozyat-monolog-zhitelniczy-mariupolskogo-poselka-kotoruyu-prinuditelno-vyvezli-v-rossiyu/
[3] https://www.aljazeera.com/news/2022/3/24/what-role-is-chechnyas-ramzan-kadyrov-playing-in-ukraine
[4] https://www.hrw.org/news/2021/09/15/russia-broad-facial-recognition-use-undermines-rights
[5] https://www.bbc.co.uk/news/60711705