Αρχική » Να διασώσουμε τη διαφορά μεταξύ των φύλων (μέρος Γ΄)

Να διασώσουμε τη διαφορά μεταξύ των φύλων (μέρος Γ΄)

από Άρδην - Ρήξη

Πάμπλο Πικάσο, Φτωχό ζευγάρι σε καφέ, 1903

3. Γιατί πρέπει να διασώσουμε τη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων;

Της Ευγενίας Μπαστιέ* δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 25

 μετάφραση από τα γαλλικά: Γιώργος Καραμπελιάς – Χριστίνα Σταματοπούλου

Μιλώντας μαζί σας εδώ και λίγα λεπτά για τη διαφορά μεταξύ των φύλων, ενώ τα τύμπανα του πολέμου ηχούν έξω από αυτή τη συνάντηση, ενώ οι κάθε είδους κρίσεις πολλαπλασιάζονται και βλέπουμε την κατάρρευση όλων των εξουσιών, αισθάνομαι λίγο σαν ένας από εκείνους τους θεολόγους που λέγεται ότι συζητούσαν το φύλο των αγγέλων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι Τούρκοι ήταν στις πόρτες τους. Αλλά, όπως είπα, θεωρώ το θέμα αυτό ουσιώδες. Γιατί είναι τόσο σοβαρό;

Αφού ορίσαμε τις δυνάμεις που αντιπαρατίθενται, και δείξαμε ότι ναι, όντως εξελίσσεται μια επίθεση με στόχο την «αποδόμηση» της έμφυλης διαφοράς, πρέπει τώρα να δείξουμε γιατί αυτή η επίθεση είναι επικίνδυνη. Για ποιο λόγο έχει νόημα η διάσωση της διαφοράς των φύλων; Γιατί άραγε είναι πολύτιμη; Και άλλωστε, αν αυτή η διαφορά είναι φυσική, αν αποτελεί ένα αμετάκλητο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης, το οποίο κάποιοι προσπαθούν να αρνηθούν, θα μπορεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό της με την ίδια της την ύπαρξη, σωστά;

Και όμως, όχι. Διότι αν το γεγονός της διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων θα υπάρχει πάντα, η πολιτιστική και ακόμη και η πολιτισμική μορφή της μπορεί να εξαφανιστεί και η ανθρωπότητα θα έχει τότε πολύ σοβαρά προβλήματα. Θα ήθελα να αναφέρω τρία από αυτά: τη γυναικεία δυσανεξία, την ανδρική δυσανεξία και τον πόλεμο των δύο φύλων.

Πρώτα απ’ όλα, η γυναικεία δυσανεξία. Ζούμε σε μια παράδοξη εποχή. Τη στιγμή που οι γυναίκες φαίνεται να έχουν φτάσει σε ένα σημείο χειραφέτησης χωρίς επιστροφή, όταν τους δίνεται η δυνατότητα να πετύχουν την ίδια καριέρα με τους άνδρες, έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε όλες τις υψηλόβαθμες θέσεις, αποτελούν μέλη της Ακαδημίας σας και ο σεξισμός υποχωρεί, το φεμινιστικό αίτημα γίνεται πιο ριζοσπαστικό. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Σε αυτό, θα μπορούσε κανείς να δει το παράδοξο του Τοκβίλ. «Όταν η ανισότητα είναι ο κοινός νόμος μιας κοινωνίας, οι μεγαλύτερες ανισότητες δεν αποσπούν την προσοχή· όταν όλα βρίσκονται λίγο-πολύ στο ίδιο επίπεδο, ακόμα και οι μικρότερες ανισότητες ενοχλούν», έγραψε στο βιβλίο του Το Παλαιό Καθεστώς και η Επανάσταση. Καθώς οι γυναίκες έχουν γίνει λίγο πολύ ίσες με τους άνδρες (οι εναπομείνασες μισθολογικές διαφορές οφείλονται ουσιαστικά στη μητρότητα), οι υπόλοιπες ανισότητες, συμπεριλαμβανομένης της μείζονος ανισότητας του βιασμού, θεωρούνται απολύτως δυσβάστακτες. Για τον Ρενέ Ζιράρ, η κοινωνική τάξη βασίζεται στη διαφορά και όταν η έλλειψη διαφοροποίησης γίνεται πολύ έντονη, τότε εμφανίζεται η βία (το παράδειγμα μας το δίνουν οι δίδυμοι των μεγάλων μύθων, ο Ρώμος και ο Ρωμύλος, ο Άβελ και ο Κάιν). Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί σε ποιο βαθμό η οργανωμένη έλλειψη διαφοροποίησης μεταξύ των δύο φύλων, η ανδρογυνισμός τους, δεν παράγει μια νέα μορφή βίας, ενισχύοντας τη μιμητική αντιπαλότητα μεταξύ τους;

Μια άλλη ενδιαφέρουσα υπόθεση είναι αυτή που αναπτύχθηκε από τον Εμμανουέλ Τοντ (Emmanuel Todd) στο Où en sontelles? Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο, η δυσανεξία των γυναικών δεν εξηγείται τόσο από τα κατάλοιπα της ανδρικής κυριαρχίας, όσο από την πρόσβαση των γυναικών σε όλα τα προβλήματα των ανδρών, και ειδικότερα στην ανομία, με την έννοια του Durkheim: σε μια ρευστή κοινωνία, οι άνθρωποι δεν ξέρουν πλέον τι να περιμένουν από τη ζωή, και προκαλείται μια κοινωνική δυσφορία. Οι γυναίκες αποκτούν ψυχοκοινωνικές παθογένειες που προηγουμένως επιφυλάσσονταν στους άνδρες: ταξική δυσαρέσκεια, αποδιοργάνωση, άγχος για την προσωπική τους μοίρα κ.λπ.

Η νέα εξουσία των γυναικών έχει ένα τίμημα. Όλα γίνονται δυνατά γι’ αυτές. Μπορούν να επιλέξουν οτιδήποτε. Έχουν διευρύνει το φάσμα τους, έχουν γίνει σαν τους άλλους, διατηρώντας παράλληλα τα θηλυκά τους προνόμια, και αυτό τους προκαλεί έναν ίλιγγο. Συσσωρεύουν τους ρόλους, τον ρόλο της μητέρας που φροντίζει για την ανάπτυξη των απογόνων της (με την πίεση να κάνει «τέλεια παιδιά», η οποία έχει γίνει αφόρητη), και εκείνον της επιτυχημένης γυναίκας, ικανής να ανέβει μία προς μία τις σκάλες της εξουσίας. Αυτό που οι φεμινίστριες αποκαλούν «ψυχικό φορτίο» –το οποίο εγώ θα προτιμούσα να ονομάσω «μέριμνα για το συγκεκριμένο», που χαρακτηρίζει ειδικά τις γυναίκες– πέφτει επάνω τους. Τους ζητείται να είναι το ίδιο διαθέσιμες με τους άνδρες στην εργασία τους. Ωστόσο, η οικονομία αγνοεί το σώμα των γυναικών. Τους ζητά να είναι πιο δραστήριες τη στιγμή που είναι πιο γόνιμες. Αυτό οδηγεί σε αναπόφευκτες απογοητεύσεις. Η απογοήτευση που νιώθουν όταν θυσιάζουν τα παιδιά τους για την καριέρα τους ή την καριέρα τους για τα παιδιά τους. «Αυτοί που αφήνουν τα παιδιά τους να τους καθυστερούν είναι οι χαμένοι στον αγώνα για την επιτυχία», γράφει ο Κρίστοφερ Λας. Ή, πάλι, ο Τσέστερτον: «Ο φεμινισμός πιστεύει ότι οι γυναίκες είναι ελεύθερες όταν υπηρετούν τους εργοδότες τους, αλλά σκλάβες όταν βοηθούν τους συζύγους τους».

Αλλά για τους άνδρες τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Οι γυναίκες συσσωρεύουν ρόλους. Οι άνδρες έχουν χάσει τον ρόλο τους χωρίς να κερδίσουν έναν νέο. Όπως το συνόψισε ο Μαρσέλ Γκωσέ (Marcel Gauchet), «η αρσενικότητα, από ένα σύστημα αυταπόδεικτο, έχει μετατραπεί σε μια συστηματική αμφισβήτηση».

«Ποτέ άλλοτε το γυναικείο φύλο δεν είχε κινδυνεύσει τόσο πολύ», έγραφα το 2016 στο βιβλίο μου Adieu Mademoiselle. Νομίζω ότι σήμερα θα έγραφα πως «ποτέ άλλοτε το ανδρικό φύλο δεν είχε κινδυνεύσει τόσο πολύ». Πιστεύω ότι το εγχείρημα της εξάλειψης της σεξουαλικής διαφοράς βαραίνει περισσότερο τους άνδρες παρά τις γυναίκες, επειδή η αρρενωπότητα είναι περισσότερο κατασκευασμένη από τη θηλυκότητα. Πράγματι, τα σώματα των γυναικών τους θυμίζουν τον εαυτό τους, είτε μέσω της εμμήνου ρύσεως, είτε μέσω των εννέα μηνών της εγκυμοσύνης, είτε μέσω του βιολογικού ρολογιού που τις αναγκάζει να σκέφτονται τη μητρότητα. Τα σώματά τους είναι εγγεγραμμένα στον χρόνο. Ό,τι κι αν κάνουμε για να τα αποδομήσουμε, θα υπάρχουν, όπως υπάρχει και το βουβό και ισχυρό, καθολικό κάλεσμα στη μητρότητα. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ το γνώριζε αυτό όταν έλεγε σε ένα αμερικανικό περιοδικό: «Καμία γυναίκα δεν πρέπει να επιτρέπεται να μένει στο σπίτι για να μεγαλώνει τα παιδιά της. Η κοινωνία θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετική. Οι γυναίκες δεν πρέπει να διαθέτουν αυτή την επιλογή, ακριβώς επειδή, αν υπάρχει αυτή η επιλογή, πάρα πολλές γυναίκες θα την κάνουν». Ήταν πράγματι η άξια κληρονόμος του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: «Θα υποχρεωθούν να είναι ελεύθεροι».

Για τους άνδρες είναι διαφορετικά. Η αρρενωπότητα είναι εν μέρει μια κοινωνική κατασκευή. Αυτό γίνεται ακόμη πιο χαρακτηριστικό σε έναν κόσμο όπου η δύναμη, το βασικό σημάδι της βιολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων, για τους άνδρες, έχει χάσει τη χρησιμότητά της. Στην εποχή των ρομπότ, η δύναμη των ανθρώπων δεν είναι πλέον σημαντική. «Θα το ξανασυζητήσουμε όταν θα πρέπει να κουβαλήσουμε κάτι βαρύ»: η απάντηση του OSS 117 στην Ισραηλινή κατάσκοπο που υποστηρίζει την ισότητα των φύλων μοιάζει πλέον κωμική. Τί έχει απομείνει λοιπόν; Η κουλτούρα. Αλλά αυτή έχει ισοπεδωθεί από τη φεμινιστική επανάσταση.

Η αρρενωπότητα είναι περισσότερο κατασκευασμένη από τη θηλυκότητα. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί στα ανδρικά ρούχα, για παράδειγμα. Δεν έχουν αλλάξει εξαιρετικά με την πάροδο του χρόνου; Κύριοι Ακαδημαϊκοί, μόλις πριν από μερικούς αιώνες, φορούσατε τακούνια, δαχτυλίδια και φορέματα. Η γυναικεία ενδυμασία έχει μεταβληθεί ελάχιστα, συγκριτικά· το φόρεμα παραμένει σταθερό από την αρχαιότητα. Σήμερα, με εξαίρεση τις εξαιρετικές περιπτώσεις που φοράτε την πράσινη τήβεννο, ντύνεστε όλοι με αυστηρά κοστούμια και γραβάτες, σαν να σας αρνούνται πλέον την όποια ποικιλία σε ένδειξη μιας αυστηρής αρρενωπότητας, καθώς η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ξεθωριάζει.

Οι γυναίκες ενηλικιώνονται μέσω του σώματός τους, από την εμμηνορρυσία, και οι μητέρες, οι θείες και οι γιαγιάδες τούς μεταδίδουν το μυστικό αυτής της μυστηριώδους μεταμόρφωσης. «Είσαι γυναίκα, κόρη μου»: κάθε γυναίκα θυμάται αυτή τη μέρα. Για τους άνδρες, είναι πιο περίπλοκο. Όλες οι κοινωνίες έχουν επινοήσει τελετές μύησης για το πέρασμα στην ενηλικίωση. Στην Αιθιοπία, ο έφηβος πηδά τέσσερις φορές πάνω από ένα ευνουχισμένο βόδι. Οι Εσκιμώοι συνήθιζαν να πηγαίνουν για κυνήγι στον μακρινό βορρά μόνοι τους με τους πατεράδες τους. Οι Εβραίοι έχουν το Bar Mitzvah τους. Μέχρι πρόσφατα, στη Δύση, είχαμε τη στρατιωτική θητεία. Και σήμερα, τι έχουμε; Τίποτα. Οι νέοι άνδρες αφήνονται στην τύχη τους, παγωμένοι σε μια αιώνια εφηβεία, χωρίς καν να έχουν το κίνητρο να γίνουν πατέρες, επειδή δεν πιέζονται από κανένα καθήκον μετάδοσης, κανένα βιολογικό ρολόι. Αν δεν υπήρχε το Instagram, το οποίο προσκαλεί τα νεαρά κορίτσια να παροτρύνουν τους φίλους τους να τις παντρευτούν, προκειμένου να φτιάξουν όμορφες φωτογραφίες που θα κοινοποιούνται, ο γάμος θα είχε πιθανότατα εξαφανιστεί από τα εδάφη μας.

Ποιο μοντέλο προτείνεται στα νεαρά αγόρια σήμερα; Οι ταινίες της Walt Disney προσφέρουν μόνο πρότυπα με τα οποία τα μικρά κορίτσια πρέπει να ταυτιστούν, πολεμίστριες ή πριγκίπισσες που αρνούνται τον γοητευτικό πρίγκιπα. Έχουν μείνει πίσω στο σχολείο (κατά μέσο όρο ένα χρόνο στις χώρες του ΟΟΣΑ), έχουν γίνει μειοψηφία στο πανεπιστήμιο, πλειοψηφία μεταξύ των ανέργων, υποβαθμισμένοι στην αγορά εργασίας, εθισμένοι στην πορνογραφία. Στο δοκίμιό του Αγόρια και Άνδρες (Of Boys and Men), ο Αμερικανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Ριβς (Richard Reeves) κάνει την αμείλικτη παρατήρηση ότι οι άνδρες στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε παρακμή: στο σχολείο, στην εργασία, στην οικογένειά τους, οι άνδρες δεν έχουν πλέον θέση στην κοινωνία του 21ου αιώνα.

Ανήκουν σε ένα φύλο που δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Η «διαφοροποιητική αξία των φύλων» (Φρανσουάζ Εριτιέ) έχει αντιστραφεί. Από εδώ και στο εξής, ό,τι σχετίζεται με το θηλυκό είναι θετικό, ενώ ό,τι σχετίζεται με το αρσενικό είναι αρνητικό. Δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε γενικεύσεις για τις γυναίκες, εκτός από το να τις επαινούμε, δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε γενικεύσεις για τους άνδρες, εκτός από το να τους κατηγορούμε. Η γυναικεία ενδυνάμωση από τη μία πλευρά, ο τοξικός ανδρισμός από την άλλη.

Ωστόσο, η αρρενωπότητα, όταν δεν είναι πλέον οργανωμένη, εξωραϊσμένη, λειασμένη από τον πολιτισμό, πάντα θα επανεμφανίζεται. Είναι ο ανδρισμός της πορνογραφίας, της κουλτούρας των προαστίων, των youtubers, του ροζ και του μπλε των παιδικών υπεραγορών. Ενός συγκεκριμένου ισλαμικού μοντέλου που προτείνει την παραδοσιακή εικόνα μιας υποταγμένης γυναίκας και ενός άνδρα με κατακτητική αρρενωπότητα. Στην Υποταγή, ο Μισέλ Ουελμπέκ βλέπει στο ζήτημα της αρρενωπότητας το κλειδί της μεταστροφής των Δυτικών στο ισλάμ, ώστε να μπορέσουν έτσι να αποκτήσουν πρόσβαση στις γυναίκες. Ο κίνδυνος είναι ότι, καθώς η αρρενωπότητα αποδομείται στα ήθη μας, θα αναγεννηθεί με την υιοθέτηση άλλων ηθών ή με μια δυνητικά βίαιη ανδροκρατική αντίδραση. Αυτή η βίαιη ανδροκρατική κουλτούρα αναπτύσσεται ήδη με ανησυχητικό τρόπο στα κοινωνικά δίκτυα.

Σας μίλησα για τον άνδρα, σας μίλησα για τη γυναίκα. Αλλά δεν σας έχω μιλήσει γι’ αυτό που είναι ίσως το πιο σημαντικό: τον δεσμό μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Αυτόν τον δεσμό, ο οποίος μπορεί να ήταν συχνά ένας δεσμός υποταγής, αλλά ο οποίος υπήρξε –όπως μαρτυρά ολόκληρη η ιστορία του κόσμου και ειδικότερα η λογοτεχνία– και ο πιο πυρακτωμένος δεσμός αγάπης. Αυτό που ήταν πάντα ένα κοινό πεπρωμένο μετατρέπεται τώρα σε πόλεμο χαρακωμάτων. Συντροφικότητα από τη μία πλευρά, γυναικεία αδελφοσύνη από την άλλη. Δύο κοινότητες συγκρούονται τώρα σαν η μοίρα της μιας να εξαρτάται από την αποδυνάμωση της άλλης. «Ούτε εσείς χωρίς εμένα, ούτε εγώ χωρίς εσάς», τραγουδούσε η Marie de France στο Lai du chevrefeuille[1].

Αλλά, στο εξής, εκείνο που γίνεται πραγματικότητα είναι η προφητεία του Alfred de Vigny:

Η γυναίκα θα έχει τα Γόμορρα και ο άνδρας τα Σόδομα,

Ρίχνοντας μια οργισμένη ματιά ο ένας στον άλλον από μακριά,

Και τα δύο φύλα θα πεθάνουν, το καθένα μόνο του.

Προαναγγέλλει έτσι έναν κόσμο από τον οποίο θα απουσιάζουν οι ιστορίες της Ελοίζας και του Αβελάρδου, του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, του Tίτου και της Βερενίκης, του Πελλέα και της Μελισάνθης, του Εδμόνδου και της Μερσέντες, του Σαρλ και της Οντέτ. Έχουμε συνειδητοποιήσει τι καλούμαστε να θυσιάσουμε στο όνομα της αποδόμησης; Θυσιάζουμε την αγάπη και την οικογένεια.

Στο Δεύτερο φύλο, η Μποβουάρ παραλληλίζει την υποταγή των γυναικών με την κυριαρχία επί των Μαύρων της Αμερικής. Οι γυναίκες, όπως και οι Μαύροι, υποστηρίζει, έχουν περιορισμένους ορίζοντες από το γεγονός και μόνο ότι γεννήθηκαν στη λάθος πλευρά του φράχτη. Με τον τρόπο αυτό, αντιμετωπίζει τις γυναίκες, παρά τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες τους, ως έναν ενιαίο λαό, που υπομένει το ίδιο φορτίο. Αλλά, σε αντίθεση με τους Μαύρους ή την εργατική τάξη, οι γυναίκες δεν αποτελούν μια κοινότητα συμφερόντων, αλλά έχουν σκορπιστεί μέσα στις οικογένειες. Σπέρνοντας τον σπόρο της διαίρεσης, όχι μεταξύ κοινοτήτων, όχι μεταξύ τάξεων, αλλά μεταξύ πατέρα και μητέρας, γιου και κόρης, μεταξύ των δύο συζύγων, η Μποβουάρ επιτίθεται στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, την οικογένεια, η οποία έχει μεταβληθεί στο πεδίο μάχης του πολέμου των φύλων.

Η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι υπαρκτή. Μπορεί κανείς να την αρνηθεί, αλλά αυτή θα επανεμφανιστεί, με μορφή βίαιη, στρεβλή, σαν καρικατούρα. Ή θα επιβιώσει μέσω του κιτς, αυτού που ο Κούντερα είχε αποκαλέσει η «δικτατορία της καρδιάς». Όταν δεν γίνεται το πεδίο της μάχης ενός πολέμου των φύλων, η σχέση άνδρα-γυναίκας μεταβάλλεται στη σκηνή ενός ερωτικού κιτς, μιας συμβίωσης συσσώρευσης, μετριότητας και κοινότοπου ψευδορομαντισμού, που διακινούν οι αμερικανικές σειρές. Μοιάζει σαν το δυτικό ζευγάρι να μην μπορεί να επιλέξει παρά μόνο ανάμεσα στα τυποποιημένα συναισθήματα, που παράγει η διαφημιστική κουλτούρα, ή τη μαχητική αντιπαράθεση των φύλων. Κακογουστιά ή καχυποψία, αυτά απειλούν την ευγενική σχέση μεταξύ των δύο φύλων.

Απέναντι σε αυτό το «πνεύμα της γεωμετρίας», με τις «αργές, σκληρές και άκαμπτες απόψεις» (ας σκεφτούμε την καθημερινή τυραννία που επιβάλλουν οι αναρίθμητες γλωσσικές προφυλάξεις που υπαγορεύει το φεμινιστικό πνεύμα της εποχής, η τρομακτική συμπεριληπτική γραφή μέχρι το εμβληματικό πλέον «αυτές/οί»), πρέπει να επανεπενδύσουμε σε αυτό που ο Πασκάλ αποκαλούσε «πνεύμα της λεπτότητας». Σε αντίθεση με το πνεύμα της γεωμετρίας, το οποίο ισχυρίζεται ότι αντικειμενοποιεί τον κόσμο μέσω των αριθμών, το πνεύμα της λεπτότητας κατανοεί ότι η προκατάληψη δεν είναι απαραίτητα ένα εργαλείο εξουσίας, αλλά και μια πυξίδα που καθιερώθηκε από τις προηγούμενες γενιές, ώστε να μην χρειάζεται να επανεπινοούμε τα πάντα. Το πνεύμα της λεπτότητας είναι επικριτικό απέναντι στην παράδοση, αλλά αρκετά επιδέξιο ώστε να κατανοεί ότι δεν μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς κοινωνικά πρότυπα και κώδικες. Το πνεύμα της λεπτότητας βρίσκει τις αρχές του «στην κοινή χρήση και μπροστά στα μάτια όλων». Αυτές οι αρχές, λέει ο Πασκάλ, «μόλις που διακρίνονται, τις αισθάνεσαι περισσότερο παρά τις βλέπεις, και είναι απείρως δύσκολο να κάνεις αυτούς που δεν τις αισθάνονται να τις αισθανθούν οι ίδιοι».

Η αγάπη και ο άπειρος πλούτος που προσφέρει η διαφορετικότητα των φύλων είναι πράγματα που δεν αποδεικνύονται, που χτίζονται δύσκολα. Είναι ένας θησαυρός, κατατεθειμένος σε αυτό που ο Burke αποκαλούσε «τη γενική τράπεζα και το υπαρκτό κεφάλαιο των εθνών και των αιώνων». Η δυτική αλαζονεία της αποδόμησης είναι εύκολη. Θα μας αφήσει την πικρή γεύση των αριστουργημάτων που σαρώθηκαν από την αλαζονεία.


[1] Η Marie de France (π. 1160-1210) ήταν ποιήτρια της «Αναγέννησης του 12ου αιώνα», η πρώτη γυναίκα των γραμμάτων στη Δύση που έγραψε σε λαϊκή γλώσσα. Ανήκει στη δεύτερη γενιά συγγραφέων που επινόησαν τον αυλικό έρωτα. Τα διηγήματά της σε στίχους, έχουν αποκληθεί τα Lais της Marie de France, και εξυμνούν το ιπποτικό ιδεώδες. Ωστόσο, η «Μαρία της Γαλλίας» παραμένει ένα αίνιγμα, χωρίς να είναι γνωστό τίποτα άλλο εκτός από τα γραπτά της και το μικρό της όνομα.(σ.τ.μ.)

Διαβάστε το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος:

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ