Βασιλιάς Χουσεΐν, Γιάσερ Αραφάτ και στο βάθος Ζία Ουλ Χακ
του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από το Άρδην τ. 127
Μετά τη λήξη του Πολέμου των Έξι Ημερών (5-10 Ιουνίου 1967) και την κατάληψη της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη (που ως τότε ανήκε στην Ιορδανία) από το Ισραήλ, ένας αριθμός 300 χιλιάδων Παλαιστινίων προσφύγων πέρασε στην ανατολική όχθη του ποταμού εγκαταλείποντας τις εστίες τους. Κακήν κακώς, τους ακολούθησε και η ηγεσία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) μαζί με τα ένοπλα τμήματα ανταρτών φενταγίν, για να συνεχίσουν τις επιθέσεις τους κατά του Ισραήλ από το ιορδανικό, πλέον, έδαφος.
Για να έχουμε μία εμπεριστατωμένη αντίληψη των γεγονότων του Σεπτέμβρη του ’70, πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η περιοχή της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη είχε προσαρτηθεί από την Ιορδανία το 1950 με την ιορδανική υπηκοότητα να προσφέρεται αυτομάτως σε όλους τους Παλαιστινίους κατοίκους της. Αυτό είχε ως συνέπεια, όλως αιφνιδίως, o πληθυσμός της Ιορδανίας να αυξηθεί, από 430 χιλιάδες, σε ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες στο σύνολο κι έτσι να μεταβληθεί κατά τα δύο τρίτα σε παλαιστινιακό (με το ένα τρίτο στη Δυτική Όχθη κι ένα ακόμη τρίτο στην ανατολική όχθη) και μόνο κατά το ένα τρίτο ιορδανικό, καθώς την ραχοκοκκαλιά του ιορδανικού καθεστώτος και της μοναρχίας την αποτελούσαν οι νομαδικές φυλες των βεδουίνων της ανατολικής Ιορδανίας. Κατά καιρούς, κάποιοι αναλυτές έχουν σχολιάσει δηκτικά πως με τον έμμεσο αυτόν τρόπο είχε ήδη, de facto, δημιουργηθεί παλαιστινιακό κράτος από το 1950 ακόμη.
Αν προσθέσει κανείς στα παραπάνω και το γεγονός ότι μέχρι το 1949 το βασίλειο της Ιορδανίας ονομαζόταν εμιράτο της Τρανσιορδανίας, γίνεται φανερό ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η χώρα αντιμετώπισε μία βαθιά πολιτική, στρατιωτική, αλλά και κρίση εθνικής ταυτότητας. Η συγκεκριμένη πολυεπίπεδη κρίση με πολλαπλούς παίκτες συντάραξε συθέμελα την Ιορδανία και επιλύθηκε τελικά με τα όπλα, αλλάζοντας ταυτόχρονα την τοποθέτησή της στη στρατηγική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής.
Με το πέρασμα της ηγεσίας της PLO στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη το 1967 και την εγκατάστασή της στα νέα στρατόπεδα προσφύγων που δημιουργήθηκαν στο ιορδανικό έδαφος, ξεκίνησαν και οι πρώτες στρατιωτικές ενέργειες κατά του Ισραήλ. Το αρχηγείο της PLO αποτέλεσε αρχικά η μεθοριακή πόλη Αλ Καράμα η οποία βρίσκεται πλησίον της γέφυρας του Άλενμπυ στον ποταμό Ιορδάνη, η τοποθεσία της οποίας ήταν ιδανική για βραχύχρονες επιδρομές στην περιοχή των νέων συνόρων.
Το πρόβλημα για τους Παλαιστινίους ήταν ότι η θέση της Αλ Καράμα τόσο κοντά στην ισραηλινή μεθόριο έκανε εξίσου εύκολη και μια επιδρομή από την πλευρά των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων (IDF). Όπερ και εγένετο. Στις 21 Μαρτίου του 1968, μετά από την ανατίναξη ενός σχολικού λεωφορείου από νάρκη που είχε τοποθετηθεί από μια ομάδα μαχητών της Φατάχ (η 38η επιχείρηση της οργάνωσης από την αρχή του χρόνου) με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο και τον τραυματισμό δέκα ισραηλινών πολιτών, η IDF επιτέθηκε στην πόλη. Παρότι η μάχη κράτησε κάτι λιγότερο από μία μέρα, άφησε πίσω της διακόσιους Παλαιστινίους μαχητές και σαράντα Ιορδανούς στρατιώτες νεκρούς. Οι Ισραηλινοί κατάφεραν να πάρουν μαζί τους εκατόν πενήντα αιχμαλώτους, μέλη της Φατάχ, έχοντας απώλειες της τάξης των τριάντα νεκρών. H μάχη της Αλ Kαράμα θεωρείται κομβικό σημείο της ρήξης μεταξύ της PLO και των ιορδανικών ενόπλων δυνάμεων, που βρέθηκαν ξαφνικά να έχουν απώλειες από τις επιδρομές των φενταγίν κατά του Ισραήλ και κάποτε εναντίον αμάχων, χωρίς να μπορούν να επιλέξουν τον χρόνο και το είδος της αναμέτρησης με την IDF.
Παραδόξως, η μάχη, αν και ήττα για τους Παλαιστινίους, έγινε η αφορμή για την προσέλευση μαχητών, αλλά και τη ροή πακτωλού χρημάτων προς την PLO. Σαράντα οχτώ ώρες μετά τη σιγή των όπλων, πέντε χιλιάδες νέοι εθελοντές είχαν καταταγεί στις τάξεις της Φατάχ και ως το τέλος του Μαρτίου του ’68 στην Ιορδανία στρατοπέδευαν πάνω από είκοσι χιλιάδες ένοπλοι φενταγίν, αριθμός καθόλου ευκαταφρόνητος και προφανώς απειλητικός για το ιορδανικό status quo. Όσο για τα χρήματα, οι Κουβεϊτιανοί επέβαλαν έναν κεφαλικό φόρο της τάξης του 5% στον μισθό κάθε Παλαιστινίου που εργαζόταν στη χώρα ως χρηματική βοήθεια για την παλαιστινιακή υπόθεση. Χρηματικές δωρεές κατέφθαναν επίσης από τη Λιβύη, τη Συρία, το Ιράκ και τη Σαουδική Αραβία. Έτσι οι παλαιστινιακές οργανώσεις ξεκίνησαν την παροχή συντάξεων προς τις οικογένειες όλων των μαχητών που σκοτώθηκαν στη μάχη..
Ταυτοχρόνως, ομάδες φενταγίν από τη Συρία και τον Λίβανο άρχισαν να συρρέουν σε μεγάλους αριθμούς στο ιορδανικό έδαφος και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καθημερινά επεισόδια με την ιορδανική αστυνομία και τον στρατό. Ήταν φανερό ότι η εξουσία της ιορδανικής κυβέρνησης και του βασιλιά Χουσεΐν είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση και τα στρατόπεδα προσφύγων Τζαμπάλ Αλ Χουσεΐν και Αλ Ουεχντάτ ονομάζονταν, πλέον, «ανεξάρτητες δημοκρατίες», με τους φενταγίν να επιδεικνύουν την διοικητική τους αυτονομία με περιπολίες ενόπλων μαχητών και οχυρωμένα σημεία ελέγχου, ακόμα και την είσπραξη «φορων» από τους Ιορδανούς πολίτες.
Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, που παραθέτει ο γνωστός υπέρμαχος μιας ισραελοπαλαιστινιακής συννενόησης, ιστορικός Άβι Σλάιμ: «Οι φενταγίν οδηγούσαν επικίνδυνα και επιδεικτικά με τζιπ που έφεραν πολυβόλα σαν στρατός κατοχής, απαιτούσαν οικονομικές εισφορές υπό την απειλή απαγωγής, ακόμη κι από ξένους επισκέπτες, καταστρατηγούσαν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας και αρνούνταν να σταματήσουν στα σημεία ελέγχου του στρατού. Η παρουσία τους στο Αμμάν, μακριά από τα πεδία των μαχών με τους Ισραηλινούς, ήταν ευθεία πρόκληση για την ιορδανική κυβέρνηση».
Επρόκειτο για μια κλασσική περίπτωση «δυαδικής εξουσίας», και ήταν φανερό ότι η αναμέτρηση δεν θα αργούσε να συμβεί και οι προβλέψεις δεν ήταν οι πλέον ευοίωνες για τον Χουσεΐν… Ακόμη και ο πολύς Χένρυ Κίσιντζερ, τότε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του προέδρου Νίξον, είχε συμπεράνει ότι: «Η εξουσία και το γόητρο του καθεστώτος του Χουσεΐν θα συνεχίσει να υποχωρεί. Η διεθνής αξιοπιστία της Ιορδανίας θα εξακολουθήσει την κατιούσα… Μεγαλύτερη ελευθερία δράσης για τους φενταγίν θα έχει ως συνέπεια σοβαρότερες παραβιάσεις της ανακωχής στην κοιλάδα του Ιορδάνη… Ο Χουσεΐν είναι αντιμέτωπος με ένα αβέβαιο πολιτικό μέλλον».
Σε πείσμα του Κίσιντζερ, αλλά και καποιων αραβικών εθνών, ο βασιλιάς Χουσεΐν και ο στρατός των βεδουίνων του απεδείχθη σκληρό καρύδι, παρότι θα έπρεπε να περάσει δια πυρός και σιδήρου το καλοκαίρι του 1970 για να επανεδραιώσει την εξουσία του. Το τοπίο ήταν θολό και για έναν ακόμη σημαντικό λόγο: Η PLO είχε υπό την αιγίδα της διάφορες οργανώσεις, χωρίς να έχει υπάρχει κεντρικό όργανο ελέγχου, με αποτέλεσμα την πλήρη έλλειψη πειθαρχίας στις τάξεις της. Για παράδειγμα, ενώ η Φατάχ του Γιάσερ Αραφάτ είχε ως αρχή, τουλάχιστον φαινομενικά, τη μη ανάμειξη στα εσωτερικά ζητήματα άλλων αραβικών χωρών, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης του Τζορτζ Αμπάς (PFLP) και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης υπό τον Ναγιέφ Χαουάτμεχ (DFLP), καλούσαν ανοιχτά σε εξέγερση κατά του θρόνου του Χουσεΐν και αντικατάσταση της μοναρχίας από επαναστατικό συμβούλιο, με το επιχείρημα ότι η πλειοψηφία των πολιτών της Ιορδανίας ήταν Παλαιστίνιοι. Αν προσθέσει κανείς και τα απολύτως ελεγχόμενα από τη Συρία και το Ιράκ, αντίστοιχα, μπααθικά μέτωπα: «Πρωτοπορία για τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Πόλεμο» και «Αραβικό Απελευθερωτικό Μέτωπο», που προπαγάνδιζαν σε όλους τους τόνους ότι «ο δρόμος για το Τελ Αβίβ περνά πρώτα από το Αμμάν», το οποίο σκόπευαν να μετατρέψουν στο «Ανόι της Αραβίας», ήταν αναπόφευκτο ότι η επόμενη κρίση θα επέφερε και την οριστική ρήξη με το ιορδανικό καθεστώς.
Ο Χουσεΐν είχε βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο, καθότι ήταν αντιμέτωπος με το αμείλικτο δίλημμα, είτε να εκδιώξει τους φενταγίν από τη χώρα με τη βία, αποξενώνοντας εαυτόν από τους Παλαιστινίους της Ιορδανίας, αλλά και τον αραβικό κόσμο, είτε να μείνει άπρακτος και να χάσει το σεβασμό του συντηρητικού ιορδανικού στρατού που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά του καθεστώτος και ήδη τον πίεζε να αναλάβει δράση. Μετρώντας τους συμμάχους του ανάμεσα στα αραβικά κράτη ο Χουσεΐν δεν κατάφερε να βρει κανέναν, πέραν του προέδρου της Αιγύπτου, Γκαμάλ Νάσερ, που τον Φεβρουάριο του ’70 στο Κάιρο, τον προέτρεψε να σκληρύνει τη στάση του έναντι των φενταγίν. Όντως, με την επιστροφή του στην Ιορδανία, ο Χουσεΐν ανακοίνωσε ένα διάταγμα 10 σημείων που περιόριζε σημαντικά τις δραστηριότητες των παλαιστινιακών οργανώσεων, απαγορεύοντας τη δημόσια επίδειξη οπλισμού, την αποθήκευση πολεμοφοδίων στον αστικό ιστό και τις διαδηλώσεις και δημόσιες συγκεντρώσεις χωρίς κυβερνητική άδεια.
Οι αναμενόμενες αντιδράσεις των φενταγίν στα νέα μέτρα ανάγκασαν τον Χουσεΐν να τα αποσύρει, χωρίς καν να εφαρμοστούν και μάλιστα έφτασε στο σημείο να υποχωρήσει στις απαιτήσεις τους για παύση του Μουχάμαντ Αλ-Καϊλανί, που εθεωρείτο εχθρός των Παλαιστινίων, από το υπουργείο Εσωτερικών. Προφανώς, ο Χουσεΐν προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, καθώς έχοντας ξεμείνει από «φίλους», στράφηκε στους εχθρούς για υποστήριξη. Στις 17/2/70 η αμερικανική πρεσβεία στο Τελ Αβίβ προώθησε τρεις ερωτήσεις προς την ισραηλινή κυβέρνηση από τον Χουσεΐν, διερευνώντας την στάση του Ισραήλ σε περίπτωση που η Ιορδανία επέλεγε να τελειώνει με τους φενταγίν. Οι Ισραηλινοί απάντησαν θετικά και δεσμεύτηκαν να μην προελάσουν στο ιορδανικό έδαφος αν η Ιορδανία απέσυρε τα στρατεύματά της από τη μεθόριο.
Τον Ιούνιο του 1970 θα γίνονταν μια σειρά από συγκρούσεις ανάμεσα στον ιορδανικό στρατό και τους φενταγίν, που θα ξεκινούσαν από την πόλη Ζάρκα στις 7 του μηνός και θα κορυφώνονταν σε μια μαζική επίθεση των φενταγίν κατά του αρχηγείου της Γενικής Διεύθυνσης Πληροφοριών (Μουχάμπαρατ). Από την επίθεση δεν γλύτωσε ούτε η αυτοκινητοπομπή του ίδιου του Χουσεΐν, καθώς από τα πυρά έχασε τη ζωή του ένας από τους σωματοφύλακές του. Το καλοκαίρι εκείνο αποτέλεσε το απόλυτο χάος για την Ιορδανία με ένοπλες συμπλοκές, ανακωχές που τηρούνταν κατά περίπτωση, νέες συμπλοκές, απαγωγές τουριστών, επιθέσεις πιστών στον Χουσέιν Βεδουίνων κατά των φενταγίν και των φενταγίν κατά του στρατού.
Το γεγονός όμως που προκάλεσε και την τελική αντιπαράθεση PLO-ιορδανικού στρατού ήταν η αεροπειρατεία τριών αεροσκαφών των εταιρειών Swissair, TWA και BOAC με 371 επιβάτες από το ΡFLP και η προσγείωσή τους στο αεροδρόμιο Ντόσον της πόλης Άζρακ της Ιορδανίας (6-12/9/1970). Εκεί θα ανατινάζονταν θεαματικά μπροστά στις κάμερες των ειδησεογραφικών συνεργείων με 54 εκ των επιβατών να παραμένουν όμηροι του ΡFLP για δύο εβδομάδες. Ένα ακόμη αεροσκάφος, της PanAm αυτή τη φορά, καταλήφθηκε από το ΡFLP και οδηγήθηκε στο Κάιρο, όπου επίσης ανατινάχθηκε μετά την αποβίβαση των επιβατών.
Είχε έρθει, πλέον, η ώρα του ιορδανικού στρατού. Ο βασιλιάς Χουσεΐν κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις 16/9 και στις 17/9 η 60η τεθωρακισμένη ταξιαρχία μπήκε στο Αμμάν από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις και έπληξε τις βάσεις των φενταγίν στα παλαιστινιακά στρατόπεδα Αλ Χουσεΐν και Αλ Ουεχντάτ με άρματα μάχης, όλμους και πυροβολικό. Οι μάχες ήταν φονικότατες και επεκτάθηκαν γρήγορα, με τον στρατό να περικυκλώνει πόλεις που ελέγχονταν από τους φενταγίν όπως Ζάρκα, Ιρμπίντ, Τζεράς και Αλ Σαλτ. Οι μάχες κράτησαν δέκα μέρες με μεγάλες απώλειες εκ μέρους των φενταγίν, και των Παλαιστινίων αμάχων, καθώς ο ιορδανικός στρατός δεν έχασε ποτέ την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και άσκησε σταθερή πίεση χρησιμοποιώντας το πλεονέκτημα της υπεροπλίας έναντι των ελαφρά οπλισμένων Παλαιστινίων.
Η στιγμή της κρίσης στην ιορδανική επιχείρηση ήταν η 18/9, όταν και έγινε εισβολή του ιορδανικού εδάφους από την 5η μεραρχία πεζικού (2 τεθωρακισμένες ταξιαρχίες και μία ταξιαρχία μηχανοκίνητου πεζικού) του συριακού στρατού με 300 τεθωρακισμένα οχήματα που έφεραν διακριτικά του ελεγχόμενου από τη Συρία, Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA). Τον δρόμο στους Σύρους έφραξε η 40η τεθωρακισμένη ταξιαρχία του ιορδανικού στρατού, στρατιωτικός σύμβουλος της οποίας ήταν ο διαβόητος Πακιστανός ταξίαρχος Ζία Ουλ Χακ, ο οποίος σε μερικά χρόνια θα γινόταν ο δικτάτορας του Πακιστάν. O Χακ, ο οποίος είχε αποσταλεί από τον ίδιο τον Χουσεΐν για να αξιολογήσει τη συριακή απειλή από τον βορρά, έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο και απεμπόλησε τη «συμβουλευτική» του ιδιότητα παίρνοντας ενεργό μέρος στη μάχη, αλλά και σε εκτελέσεις αμάχων. Με το πράσινο φως από τους ισραηλινούς, τα Μιράζ ΙΙΙ των οποίων, κατόπιν ιορδανικού αιτήματος, έσπαζαν το φράγμα του ήχου πάνω από τα συριακά στρατεύματα διακόπτοντας την προέλασή τους, η ιορδανική αεροπορία μπήκε στη μάχη αποδεκατίζοντας τα συριακά άρματα στο ανοικτό πεδίο. Έτσι, στις 22/9 οι Σύροι βρίσκονταν σε πλήρη υποχώρηση, αφήνοντας πίσω τους 600 νεκρούς και 120 κατεστραμμένα τεθωρακισμένα. Σημειωτέον ότι η συριακή αεροπορία, υπό τις διαταγές του μελλοντικού δικτάτορα Χαφέζ Αλ Άσαντ, δεν πραγματοποίησε ούτε μία έξοδο προς κάλυψη των χερσαίων δυνάμεων στην Ιορδανία, αφήνοντας τον πολιτικό του αντίπαλο, Σαλάχ Τζαντίντ, που είχε διατάξει την εισβολή, να φάει τα μούτρα του και να χρεωθεί προσωπικά την ήττα.
Ουσιαστικά στις 27/9 όλα είχαν τελειώσει για τους φενταγίν που είχαν απώλειες της τάξης των 3400 μαχητών και 20 χιλιάδες αιχμαλώτους, ενώ οι ιορδανικές δυνάμεις είχαν μόλις 537 νεκρούς. Η εκεχειρία υπογράφηκε από τους Χουσεΐν και Αραφάτ στο Κάιρο την ίδια μέρα, με μία ανακοίνωση που υποτίθεται θα «επούλωνε τις πληγές», αλλά όλοι γνώριζαν ότι η παρουσία των φενταγίν στην Ιορδανία είχε λάβει τέλος.
Με το PFLP και DFLP να μην έχουν αναγνωρίσει την εκεχειρία, οι ιορδανικές ένοπλες δυνάμεις εκδίωξαν τους εναπομείναντες φενταγίν από το Ιρμπίντ και το Αμμάν τον Ιανουάριο του 1971 και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου επιτράπηκε στους τελευταίους περικυκλωμένους δύο χιλιάδες μαχητές να περάσουν στη Συρία ανεπιστρεπτί. Στις 17/7/71 ο Χουσεΐν ανακοίνωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι «η ιορδανική εδαφική κυριαρχία είχε αποκατασταθεί πλήρως» και πως «το πρόβλημα είχε εκλείψει». Όσοι Παλαιστίνιοι έμειναν στην Ιορδανία θα έπρεπε να αναγνωρίσουν την ιορδανική κυριαρχία και να εγκαταλείψουν το όνειρο της Ιρδανίας σε οιονεί παλαιστινιακό κράτος.
Η PLO και οι φενταγίν, έχοντας απωλέσει την κύρια βάση επιχειρήσεών τους στην Ιορδανία θα μετακόμιζαν στον γειτονικό Λίβανο αλλάζοντας ριζικά τους συσχετισμούς στη χώρα και βυθίζοντάς την τελικά σε μία άνευ προηγουμένου κρίση από την οποία δεν έχει καταφέρει να βγει ακόμη και σήμερα.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube