Αρχική » Η Χαμάς κατασκοπεύει τους Παλαιστίνιους στη Γάζα

Η Χαμάς κατασκοπεύει τους Παλαιστίνιους στη Γάζα

από Άρδην - Ρήξη

Διαδηλώσεις εναντίον της Χαμάς, του κινήματος «Θέλουμε να ζήσουμε» το περασμένο έτος στη Γάζα

Η Χαμάς παρακολουθούσε την πολιτική δραστηριότητα, τις διαδικτυακές αναρτήσεις και προφανώς ακόμη και την ερωτική ζωή. Οι Παλαιστίνιοι ήταν εγκλωβισμένοι μεταξύ ενός ισραηλινού αποκλεισμού και μιας κατασταλτικής δύναμης ασφαλείας.

Των Adam Rasgon και Ronen Bergman*

Ο ηγέτης της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ επόπτευε επί χρόνια μια μυστική αστυνομική δύναμη στη Γάζα, η οποία παρακολουθούσε καθημερινούς Παλαιστίνιους και δημιουργούσε φακέλους για νέους, δημοσιογράφους και όσους αμφισβητούσαν την κυβέρνηση, σύμφωνα με αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών και ένα πλήθος εσωτερικών εγγράφων που εξέτασαν οι New York Times.

Η μονάδα, γνωστή ως Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας, στηριζόταν σε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών στη Γάζα, ορισμένοι από τους οποίους ανέφεραν τους ίδιους τους γείτονές τους στην αστυνομία. Άνθρωποι κατέληγαν σε φακέλους ασφαλείας επειδή συμμετείχαν σε διαδηλώσεις ή ασκούσαν δημόσια κριτική στη Χαμάς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα αρχεία υποδηλώνουν ότι οι αρχές παρακολουθούσαν ανθρώπους για να διαπιστώσουν αν διατηρούσαν αισθηματικές σχέσεις εκτός γάμου.

Η Χαμάς εφαρμόζει εδώ και καιρό ένα καταπιεστικό σύστημα διακυβέρνησης στη Γάζα και πολλοί Παλαιστίνιοι εκεί γνωρίζουν ότι οι αξιωματούχοι ασφαλείας τους παρακολουθούν στενά. Αλλά μια παρουσίαση 62 διαφανειών σχετικά με τις δραστηριότητες της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας  δείχνει ότι οι ηγέτες της Χαμάς, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τον λαό της Γάζας, δεν ανέχονταν ούτε ίχνος διαφωνίας. Οι αξιωματούχοι ασφαλείας παρακολουθούσαν δημοσιογράφους και ανθρώπους που υποπτεύονταν για ανήθικη συμπεριφορά. Οι πράκτορες αφαιρούσαν την οποιαδήποτε επίκριση του καθεστώτος από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εξέταζαν τρόπους δυσφήμισης των πολιτικών αντιπάλων. Οι πολιτικές διαμαρτυρίες θεωρούνταν απειλές που έπρεπε να δασιμονοποιούνται.

Οι απλοί καθημερινοί κάτοικοι της Γάζας ήταν εγκλωβισμένοι – πίσω από το τείχος του παραλυτικού αποκλεισμού του Ισραήλ και κάτω από τη συνεχή επιτήρηση μιας δύναμης ασφαλείας. Αυτό το δίλημμα συνεχίζεται και σήμερα, με την πρόσθετη απειλή των ισραηλινών χερσαίων στρατευμάτων και των αεροπορικών επιδρομών.

«Αντιμετωπίζουμε βομβαρδισμούς από την κατοχή και τραμπουκισμούς από τις τοπικές αρχές», δήλωσε ο Ehab Fasfous, δημοσιογράφος στη Λωρίδα της Γάζας που εμφανιζόταν στα αρχεία της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας, σε τηλεφωνική συνέντευξη από τη Γάζα.

Ο κ. Φασφούς, 51 ετών, χαρακτηρίζεται σε μια έκθεση ως ένας από τους «σημαντικότερους εχθρούς του κινήματος Χαμάς».

Τα έγγραφα δόθηκαν στους Times από αξιωματούχους της διεύθυνσης στρατιωτικών πληροφοριών του Ισραήλ, οι οποίοι δήλωσαν ότι είχαν κατασχεθεί σε επιδρομές στη Γάζα.

Οι δημοσιογράφοι πήραν στη συνέχεια συνεντεύξεις από άτομα που κατονομάζονται στα αρχεία. Οι άνθρωποι αυτοί αφηγήθηκαν βασικά γεγονότα, επιβεβαίωσαν βιογραφικές πληροφορίες και, στην περίπτωση του κ. Φασφούς, περιέγραψαν δοσοληψίες με τις αρχές που ταυτίζονταν με τους απόρρητους φακέλους. Η Διεύθυνση Στρατιωτικών Πληροφοριών δήλωσε ότι γνώριζε για αρχεία που περιέχουν πληροφορίες για τουλάχιστον 10.000 Παλαιστίνιους στη Γάζα.

Η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας είναι επίσημα μέρος του πολιτικού κόμματος της Χαμάς, αλλά λειτουργεί σαν τμήμα της κυβέρνησης. Ένας Παλαιστίνιος που γνωρίζει τα εσωτερικά της Χαμάς, και ο οποίος μίλησε υπό τον όρο της μυστικότητας, επιβεβαίωσε ότι η υπηρεσία ήταν ένα από τα τρία ισχυρά όργανα εσωτερικής ασφάλειας στη Γάζα. Τα άλλα ήταν η Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών, η οποία συνήθως επικεντρώνεται στο Ισραήλ, η δεύτερη η Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας, ένας βραχίονας του Υπουργείου Εσωτερικών και η τρίτη η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας που έχει σα βασικό στόχο την παρακολούθηση των παλών πολιτών

Με μηνιαία έξοδα 120.000 δολαρίων πριν από τον πόλεμο με το Ισραήλ, η μονάδα περιελάμβανε 856 άτομα, σύμφωνα με τα αρχεία. Από αυτούς, περισσότεροι από 160 πληρώνονταν για να διαδίδουν την προπαγάνδα της Χαμάς και να εξαπολύουν διαδικτυακές επιθέσεις εναντίον αντιπάλων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Ορισμένες διαφάνειες εστίαζαν στην προσωπική ασφάλεια των ηγετών της Χαμάς. Άλλες συζητούσαν τρόπους για την καταστολή των διαδηλώσεων, συμπεριλαμβανομένων των διαδηλώσεων του κινήματος «Θέλουμε να ζήσουμε» το περασμένο έτος, οι οποίες ασκούσαν κριτική στις ελλείψεις ρεύματος και στο κόστος ζωής. Οι αξιωματούχοι ασφαλείας παρακολουθούσαν επίσης πράκτορες της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, παρότι αυτή συχνά συνεργάζεται με τη Χαμάς.

 «Ανάληψη μιας σειράς επιθετικών και αμυντικών εκστρατειών στα μέσα ενημέρωσης για τη σύγχυση και την επιρροή των αντιπάλων με τη χρήση ιδιωτικών και αποκλειστικών πληροφοριών», αναφέρεται στο έγγραφο.

Οι αξιωματικοί ασφαλείας σταμάτησαν τον κ. Φασφούς καθ’ οδόν προς μια διαμαρτυρία τον περασμένο Αύγουστο, κατέσχεσαν το τηλέφωνό του και τον διέταξαν να απομακρυνθεί, αναφέρει μια έκθεση. Ο κ. Fasfous επιβεβαίωσε ότι δύο αστυνομικοί με πολιτικά τον είχαν πλησιάσει. Οι αρχές έψαξαν τις πρόσφατες κλήσεις του και σημείωσαν ότι επικοινωνούσε με «ύποπτα άτομα» στο Ισραήλ.

«Σας πληροφορούμε ότι ο αποκλεισμός του είναι απαραίτητος, επειδή είναι ένα αρνητικό άτομο που είναι γεμάτο μίσος και αναδεικνύει μόνο τα ελλείμματα της Λωρίδας της Γάζας», αναφέρεται στο έγγραφο.

Τα έγγραφα συζητούσαν τρόπους για την πάταξη των διαμαρτυριών πέρυσι για τις διακοπές ρεύματος και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης

Το πιο απογοητευτικό πράγμα, είπε ο κ. Fasfous, ήταν ότι οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν το τηλέφωνό του για να στείλουν ερωτικά μηνύματα σε έναν συνάδελφό του. «Ήθελαν να μου φορτώσουν μια ηθική παράβαση», είπε.

 «Αν δεν είσαι μαζί τους, γίνεσαι άθεος, άπιστος και αμαρτωλός», είπε ο κ. Fasfous. Παραδέχθηκε ότι υποστήριζε διαδηλώσεις και επέκρινε τη Χαμάς στο διαδίκτυο, αλλά είπε ότι οι άνθρωποι με τους οποίους είχε επαφή στο Ισραήλ ήταν Παλαιστίνιοι που είχαν εταιρείες τροφίμων και ρούχων. Είπε ότι βοήθησε στη διαχείριση των λογαριασμών τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι στόχοι της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας είναι παρόμοιοι με εκείνους των υπηρεσιών ασφαλείας σε χώρες όπως η Συρία που έχουν χρησιμοποιήσει μυστικές μονάδες για την καταστολή των αντιφρονούντων. Τα αρχεία της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας, αναφέρουν τακτικές όπως η λογοκρισία, ο εκφοβισμός και η παρακολούθηση.

«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ασκούν αυτολογοκρισία», δήλωσε ο Mkhaimar Abusada, καθηγητής πολιτικών επιστημών από την πόλη της Γάζας. «Απλά δεν θέλουν προβλήματα με την κυβέρνηση της Χαμάς».

Η άποψη αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τα πιο έντονα σχόλια των ηγετών του Ισραήλ, όπως του προέδρου Ισαάκ Χέρτζογκ, ο οποίος κατηγόρησε τους κατοίκους της Γάζας ότι δεν ανέτρεψαν τη Χαμάς πριν από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου.

«Υπάρχει ένα ολόκληρο έθνος που είναι υπεύθυνο», είπε. «Αυτή η ρητορική ότι οι πολίτες δεν γνώριζαν, δεν συμμετείχαν, δεν είναι απολύτως αληθινή. Θα μπορούσαν να είχαν ξεσηκωθεί».

Η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας, όπως προκύπτει από τα αρχεία, προσπαθούσε επίσης να επιβάλλει μια συντηρητική κοινωνική τάξη.

Τον Δεκέμβριο του 2017, για παράδειγμα, οι αρχές διερεύνησαν μια πληροφορία ότι μια γυναίκα συμπεριφερόταν ανήθικα με έναν άνδρα που ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος ρούχων. Μια έκθεση της ασφάλειας σημείωσε ότι επισκέφθηκε το κατάστημα για μία ώρα τη μία ημέρα και στη συνέχεια για περισσότερες από δύο ώρες την επόμενη. Η έκθεση δεν παρουσίαζε στοιχεία για παραπτώματα, αλλά πρότεινε στα «αρμόδια μέρη» να ασχοληθούν με το θέμα.

Μια έκθεση του Οκτωβρίου 2016 περιέγραφε νεαρούς άνδρες και γυναίκες που προέβαιναν σε απροσδιόριστες «ανήθικες πράξεις» σε ένα γραφείο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στο Χαν Γιουνίς τη νύχτα. Η Χαμάς θεωρεί την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ως μια συμβιβασμένη οντότητα, της οποίας ο ηγέτης πολύ συχνά ευνοεί τα ισραηλινά συμφέροντα. Η έκθεση δεν προσέφερε αποδείξεις για κακουργήματα, αλλά συνέστησε την κλήτευση ενός άνδρα που ισχυρίστηκε ότι είχε στην κατοχή του βίντεο και φωτογραφίες.

Τα αρχεία δείχνουν επίσης ότι η Χαμάς ήταν καχύποπτη απέναντι σε ξένες οργανώσεις και δημοσιογράφους.

Όταν η Monique van Hoogstraten, μια Ολλανδή δημοσιογράφος, επισκέφθηκε έναν καταυλισμό διαμαρτυρίας κατά μήκος των συνόρων με το Ισραήλ τον Απρίλιο του 2018, οι αρχές σημείωσαν την παραμικρή λεπτομέρεια. Σημείωσαν τη μάρκα και το μοντέλο του αυτοκινήτου της και τον αριθμό της πινακίδας της. Είπαν ότι τράβηξε φωτογραφίες παιδιών και προσπάθησε να πάρει συνέντευξη από μια ηλικιωμένη γυναίκα Η κ. van Hoogstraten επιβεβαίωσε το δημοσιογραφικό ταξίδι σε συνέντευξή της στους Times.

Ο κ. Φασφούς δήλωσε ότι η κυβέρνηση εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν και μετά την έναρξη του πολέμου και όταν τράβηξε φωτογραφίες με τις δυνάμεις ασφαλείας να χτυπούν ανθρώπους που τσακώνονταν για τις θέσεις στην ουρά έξω από έναν φούρνο οι αρχές κατάσχεσαν τη φωτογραφική του μηχανή.

Όταν παραπονέθηκε σε έναν κυβερνητικό αξιωματούχο στο Khan Younis, ο οποίος του είπε να σταματήσει να κάνει ρεπορτάζ και να «αποσταθεροποιεί το εσωτερικό μέτωπο».«Του είπα ότι κάνω ρεπορτάζ για την αλήθεια και ότι η αλήθεια δεν θα τον βλάψει, αλλά αυτό έπεσε στο κενό», είπε. «Δεν μπορούμε να έχουμε ζωή εδώ όσο αυτοί οι εγκληματίες διατηρούν τον έλεγχο».

*The New York Times 13 Μαΐου 2024

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ