Παρά τους ισχυρισμούς του Μπάιντεν, η καταστροφή δεν ήταν αναπόφευκτη.
Της Kori Shake, 25 Αυγούστου 2021. Πηγή Foreign Affairs
https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-08-25/roads-not-taken-afghanistan
Μετά την πτώση της Καμπούλ, στις 15 Αυγούστου, ο Αμερικάνος πρόεδρος Τζό Μπάιντεν, καθώς και οι κορυφαίοι σύμβουλοί του ανέπτυξαν τέσσερα βασικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την απόφαση να αποσύρουν τις αμερικανικές δυνάμεις από το Αφγανιστάν, και να αντιμετωπίσουν την κριτική για το καταστροφικό αποτέλεσμα που είχε αυτή. Είπαν ότι η αποστολή στο Αφγανιστάν δεν μπορούσε να συνεχιστεί δίχως μια δραματική κλιμάκωση της αμερικανικής παρουσίας· ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν καμία άλλη επιλογή από το να τηρήσουν την συμφωνία που η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ είχε πετύχει με τους Ταλιμπάν, η οποία απαιτούσε από τις ΗΠΑ να αποσύρουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις από τη χώρα. Διαμαρτυρήθηκαν ότι ο στρατός του Αφγανιστάν δεν ήταν διατεθειμένος να πολεμήσει τους Ταλιμπάν. Και τέλος, ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση ήταν “προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο” και ότι το χάος ήταν αναπόφευκτο.
Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια –και ο Μπάιντεν το γνωρίζει. Η κυνική του υπεράσπιση μιας αποτυχημένης πολιτικής και η ανόητη εκτέλεση της κάνουν αυτήν την καταστροφή ακόμα χειρότερη.
Μια ανώφελη άμυνα
Η θέση της κυβέρνησης ότι η κατάσταση στο Αφγανιστάν ήταν μη βιώσιμη βασίζεται σε δυο υποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι οι Ταλιμπάν κέρδιζαν διαρκώς έδαφος και θα μπορούσαν να είχαν απωθηθεί μόνο με μια γενναία ενίσχυση των αμερικανικών δυνάμεων. Η δεύτερη, είναι ότι το μόνο πράγμα που απέτρεπε την κλιμάκωση των απωλειών για τον αμερικανικό στρατό ήταν η συμφωνία που είχε κάνει η κυβέρνηση Τραμπ με τους Ταλιμπάν.
Για το αναπόφευκτο της επικράτησης των Ταλιμπάν, ίσως κάποιος θα έπρεπε να λάβει υπόψη την άποψη της ίδιας της οργάνωσης: «Πετύχαμε μια νίκη η οποία δεν αναμένονταν», σχολίασε ο ηγέτης των Ταλιμπάν Μουλάς Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ μετά την πτώση της Καμπούλ. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας συγκρατούσαν τις θέσεις των Ταλιμπάν, ακόμα και όταν οι Αμερικάνοι και οι συμμαχικές δυνάμεις αποχώρησαν από τα πεδία των μαχών. Μέχρι το 2018, οι Ταλιμπάν κατείχαν μόνο το 4% της επικράτειας του Αφγανιστάν –14 εν πολλοίς αγροτικές περιφέρειες σ’ ένα σύνολο 419. Την ίδια στιγμή, σε 112 από αυτές δεν υπήρχε καμία παρουσία των Ταλιμπάν. Σύμφωνα με το Αμερικάνικο Υπουργείο Άμυνας, μέχρι τα μέσα του 2020, οι εθνικές δυνάμεις ασφαλείας του Αφγανιστάν ενδυναμώνονταν μέρα με τη μέρα και βελτίωναν την διαθεσιμότητά τους προκειμένου να αναλάβουν μια σύγκρουση την οποία οι ΗΠΑ ήθελαν να γίνει, αλλά όχι και να την φέρουν σε πέρας.
Σε τι οφείλεται σε ανατροπή των δυναμικών, όπου οι Ταλιμπάν κέρδιζαν έδαφος και ο αφγανικός στρατός αποδυναμώνονταν; Πρώτον, η διαφθορά του αφγανικού κράτους ψαλίδισε την δημόσια εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, ενίσχυσε την απήχηση των Ταλιμπάν, έφτασε να χρηματοδοτεί ακόμα και την ίδια την εξέγερσή τους. Όπως το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή του Προγράμματος για την Αφγανική Ανασυγκρότηση κατέληξε σε μια του αναφορά το 2016: «διεφθαρμένοι αξιωματούχοι σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης κακομεταχειρίζονταν και αποξένωναν τον αφγανικό πληθυσμό. Σημαντικό μέρος των αμερικανικών πόρων έβρισκαν τον δρόμο τους προς τις αντάρτικες ομάδες». Ακόμα χειρότερα, η Ουάσιγκτον ήταν πλήρως ενήμερη για την παρακμή της κυβέρνησης του Αφγανιστάν: Σύμφωνα με την αναλύτρια Σάρα Κέιζ, που εξειδικεύεται στο Αφγανιστάν και υπηρέτησε ως σύμβουλος του αμερικανικού στρατού επί πολλά χρόνια, η κυβέρνηση του Ομπάμα έκανε μια συνειδητή πολιτική επιλογή να επιτρέψει την διαφθορά, επειδή ήταν τόσο διαδεδομένη μεταξύ των Αφγανών πολιτικών ηγετών στους οποίους βάσιζε η Ουάσιγκτον την στρατηγική της.
Η διαφθορά δεν ήταν μόνον ή αποκλειστικά πρόβλημα του στρατού· πολύ μεγαλύτερη υπήρξε στους κόλπους της αφγανικής αστυνομίας. Αλλά και η κυβέρνηση αύξανε τεχνητά τον στρατιωτικό της προϋπολογισμό περιλαμβάνοντας “στρατιώτες-φάντασμα” στην μισθοδοσία της, επιτρέποντας έτσι στους διεφθαρμένους αξιωματούχους να καταχραστούν πάνω από 300 εκ.$. Ο εξειδικευμένος αναλυτής επί του Αφγανιστάν Κάρτερ Μαλκάσιαν, θα διαπιστώσει ότι ήδη από το 2009, οι μισθοί δεν έφταναν στα χέρια πολλών Αφγανών στρατιωτών εξαιτίας της διαφθοράς, πράγμα που είχε καταστροφικές συνέπειες για το ηθικό τους. Παρ’ όλα αυτά, η διαφθορά συνυπήρχε με την πρόοδο, και οι ΗΠΑ κατάφεραν να περιορίσουν τις αρνητικές της επιπτώσεις καταθέτοντας τους μισθούς απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς των στρατιωτών.
Η πρόοδος αυτή, ωστόσο, εξανεμίστηκε όταν η κυβέρνηση του Τραμπ έφτασε σε συμφωνία με τους Ταλιμπάν, και η ομάδα του Μπάιντεν αποφάσισε να την υποστηρίξει. Η συμφωνία αντιπροσώπευε μια ταπείνωση για την αφγανική κυβέρνηση, που είχε αφεθεί έξω από τις διαπραγματεύσεις, αλλά υποχρεωνόταν από αυτήν να απελευθερώσει πάνω από 5.000 κρατούμενους στρατιώτες των Ταλιμπάν. Η συμφωνία επίσης, έπληξε πολύ το ηθικό του αφγανικού στρατού και της αστυνομίας, καθώς οι ΗΠΑ ήρθαν σε συνεννόηση με τους Ταλιμπάν ώστε να πάψουν να στοχοποιούν Αμερικανούς στρατιώτες, αλλά δεν έπραξαν το ίδιο για τις αφγανικές δυνάμεις. Δεν είναι ασυνήθιστο για την Ουάσιγκτον να διαπραγματεύεται με αντιπάλους της δίχως την συμμετοχή συμμάχων που θα επηρεαστούν από την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Η συμφωνία με τους Ταλιμπάν, όμως, επέτρεπε στους αντιπάλους αυτούς να επιτίθενται στους συμμάχους της Αμερικής δίχως κανένα κίνδυνο ανταπόδοσης, μια παραχώρηση που δεν έχει προηγούμενο στην αμερικανική ιστορία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν θεώρησε ότι η καταγγελία της συμφωνίας θα οδηγούσε σε έκρηξη της βίας στο Αφγανιστάν, καθιστώντας απαραίτητη μια κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής εμπλοκής στη χώρα. Ωστόσο, ακόμα και αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές, η αφγανική κυβέρνηση και ο στρατός –και όχι οι αμερικανικές δυνάμεις– θα αναλάμβαναν το κύριο βάρος της πίεσης, και ήταν διατεθειμένοι να προβούν σε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτούς, το να συνεχίζουν τον πόλεμο με περιορισμένη υποστήριξη από τις ΗΠΑ ήταν απείρως προτιμότερο από την κατάσταση έτσι όπως εξελίσσεται τώρα. Και εάν συνδυαζόταν με την ενίσχυση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η παράταση της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής θα είχε συμβάλει σε βελτίωση της υποστήριξης της αφγανικής κυβέρνησης από την κοινή γνώμη. Ο Μπάιντεν, υποστήριξε ότι δεν είχε καμία άλλη επιλογή, από το να προχωρήσει την συμφωνία Τραμπ και Ταλιμπάν. Αλλά τέτοιου είδους φρόνηση δεν φάνηκε να επικρατεί στις αποφάσεις του, όταν ανέτρεψε την απόφαση του προκατόχου του να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, ή όταν επανήλθε σε διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά, εκεί που ο Τραμπ είχε καταγγείλει την παλαιότερη.
Ο ισχυρισμός του Μπάιντεν ότι η κυβέρνησή του «προετοιμάστηκε για κάθε έκτακτο ενδεχόμενο» διαψεύσθηκε καταιγιστικά από διαρροές που παραπέμπουν στο εσωτερικό της δικής του κυβέρνησης. Και όποιος παρακολουθεί την άτακτη έξοδο από την Καμπούλ, είναι σε θέση να κατανοήσει ότι η κυβέρνηση στάθηκε εντελώς απροετοίμαστη για αυτή την εξέλιξη, παρ’ όλο που μυστικές υπηρεσίες και διπλωματικοί κύκλοι προειδοποιούσαν επί μήνες για το ενδεχόμενο μιας απότομης διάλυσης. Το να βλέπουμε αμερικάνικες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να κινητοποιούνται προκειμένου να συμβάλουν στην φυγή των Αμερικάνων και των Αφγανών συνεργατών τους, ήταν κάτι το συγκινητικό, αλλά δεν έπρεπε να είναι απαραίτητο. Ο Μπάιντεν υποστηρίζει ότι ο Αφγανός πρόεδρος Ασράφ Γκάνι τον παρακάλεσε να μην επιτρέψει την αποχώρηση Αμερικάνων και των Αφγανών που συνεργάζονταν μέχρι πρότινος μαζί τους. Αλλά εάν, όπως ο ίδιος, το χάος ήταν αναπόφευκτο και η διαδικασία της αποχώρησης είχε ήδη ξεκινήσει, τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να ενδώσει στα αιτήματα του Γκάνι. Οι Αμερικάνικες Ενώσεις Βετεράνων πίεζαν επί μήνες ώστε η κυβέρνηση να μεταφέρει περισσότερους ανθρώπους έξω από το Αφγανιστάν· περί τα μέσα Ιουλίου, η αμερικάνικη πρεσβεία στην Καμπούλ υποστήριξε επίσης την επιτάχυνση της εκκένωσης.
Τέλος, η ντροπιαστική απαξίωση που ο Μπάιντεν επέδειξε προς τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας, αδικεί την πραγματικότητα σχετικά με το ποιοι πολέμησαν περισσότερο και σκοτώθηκαν σε αυτόν τον πόλεμο. Όπως επισημαίνει καυστικά ο συγγραφέας και βετεράνος του Αφγανικού πολέμου Έλιοτ Άκερμαν: «όσο κι αν ακούμε για Αφγανούς που εγκατέλειπαν τον αγώνα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ποιοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν πρώτοι τα πεδία των μαχών: είμασταν εμείς». Παρ όλο που κάθε απώλεια προκαλεί θλίψη, οι αφγανικές δυνάμεις ήταν εκείνες που υπέστησαν τις μεγαλύτερες τουλάχιστον από το 2007 και μετά. Οι διαπραγματεύσεις που έκαναν αρχικώς η κυβέρνηση Τραμπ και έπειτα εκείνη του Μπάιντεν δεν ήταν ο λόγος μείωσης των αμερικανικών απωλειών· στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ κατέγραφαν λίγες απώλειες από το 2014 κι έπειτα, καθώς οι αφγανικές δυνάμεις ήταν εκείνες που ανέλαβαν την κύρια ευθύνη των επιχειρήσεων εδάφους εναντίον των Ταλιμπάν. Οι αμερικανικές απώλειες μειώθηκαν όχι επειδή οι Ταλιμπάν παραιτήθηκαν αλλά επειδή ο αφγανικός στρατός ανέλαβε περισσότερες ευθύνες.
Έλλειμμα αξιοπιστίας
Η ζημιά που προκάλεσε στην αξιοπιστία των ΗΠΑ το φιάσκο αυτό είναι δύσκολο να υπερεκετιμηθεί. Οι κυνικές δικαιολογίες του Μπάιντεν δεν έλαβαν υπόψη τους την δέσμευση άλλων 36 χωρών που διατηρούσαν στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν, ούτε βέβαια το γεγονός ότι η επιταχυνόμενη αποχώρηση της Ουάσιγκτον από την χώρα έχει καταστήσει πιο δύσκολη την ασφαλή αποχώρηση των υπολοίπων δυνάμεων, αλλά και την αιτιολόγηση της αποστολής που ανέλαβαν έναντι της κοινής τους γνώμης στο εσωτερικό.
Η επιτυχία των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν θα ενθαρρύνει τους τζιχαντιστές σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Το αν οι Ταλιμπάν θα είναι τόσο θρασείς ώστε να παρέχουν ξανά άμεση υποστήριξη σε τζιχαντιστές, εξαρτάται από το πόσο πιθανή θα θεωρήσουν μια επιστροφή των Αμερικάνων στη χώρα. Το καθεστώς των Ταλιμπάν είναι σε θέση να αντέξει μια επιχείρηση αμερικάνικων αεροπορικών επιθέσεων· οι Ταλιμπάν άντεξαν πολλά περισσότερα όταν οι ΗΠΑ διέθεταν στρατό μέσα στη χώρα. Και μπορούν κάλλιστα ποντάρουν σε μια πιθανή απροθυμία του Μπάιντεν να κάνει κάτι παραπάνω σε σχέση με το Αφγανιστάν. Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησής του ότι οι ΗΠΑ διατηρούν την δυνατότητα να εξαπολύουν αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις μέσα στη χώρα, είναι μάλλον απίθανο να αποτρέψουν τους τζιχαντιστές, δεδομένης της περιορισμένης δυνατότητας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, αναπόφευκτη συνέπεια από τον τερματισμό της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην χώρα.
Είναι αλήθεια ότι το Αφγανιστάν δεν αγγίζει παρά ελάχιστα τα αμερικανικά συμφέροντα. Ο πόλεμος στην χώρα δεν ήταν κεντρικό ζήτημα στον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, όπως συνέβαινε με την Γερμανία εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου. Μοιάζει περισσότερο με την Κορέα του 1950 ή το Βιετνάμ του 1960. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι ΗΠΑ αντέδρασαν υπερβολικά στην απειλή της τρομοκρατίας έπειτα από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλάζοντας την πορεία της χώρας και πλήττοντας τόσο την σκληρή όσο και την μαλακή της ισχύ με τις πολιτικές επιλογές που έκαναν. Η ισχύς και τα συμφέροντα της Αμερικής θα προστατεύονταν καλύτερα αν οι ΗΠΑ είχαν επιμείνει στο Αφγανιστάν και απέφευγαν την εισβολή στο Ιράκ. Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν μειώνει το αχρείαστο πλήγμα που επέφεραν οι αποφάσεις του Μπάιντεν στους Αφγανούς, τους συμμάχους των ΗΠΑ, ευρύτερα, στην δική του ατζέντα εξωτερικής πολιτικής, και στην αμερικανική ισχύ. Η ομάδα του Μπάιντεν έκανε ζημιογόνες επιλογές, και τώρα ποντάρει στην απάθεια της κοινής γνώμης για να αποτρέψει την κατακραυγή στο εσωτερικό της χώρας, ενώ έφτασε να υπολογίζει ότι οι φρικιαστικές εικόνες των Αφγανών που προσπαθούν απελπισμένα να διαφύγουν από την ίδια τους την χώρα εν τέλει θα λειτουργήσουν πολιτικά υπέρ του προέδρου. Η φήμη όμως έχει την δική της σημασία στην διεθνή πολιτική, και η κυβέρνηση του Μπάιντεν μόλις απέκτησε μια κακή φήμη…