Αρχική » Ένας τόπος γεμάτος πνεύματα

Ένας τόπος γεμάτος πνεύματα

από Άρδην - Ρήξη

«Κηφισιά», Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας 1973

Έργο του ανθρώπου είναι να ενεργήσει στους κόλπους της φύσης με τη συνείδηση ότι υπόκειται σε κάποιες αρχές που τον υπερβαίνουν, χωρίς να τον δυναστεύουν υποχρεωτικά. Εκεί έγινε το μεγάλο λάθος.

Του  Βασίλη Καραποστόλη* από το Άρδην τ. 130-131

Ανάμεσα σε έναν λαό και στον τόπο όπου κατοικεί συνάπτονται πάντα σχέσεις αμοιβαίας επίδρασης. Η φυσιογνωμία του τόπου διαπλάθει αργά και σταθερά τον χαρακτήρα των κατοίκων και, αντιστρόφως, με τον μόχθο και τα έργα τους, οι κάτοικοι σημαδεύουν και μεταβάλλουν τους όγκους από πέτρα και άργιλο, τις υδάτινες ροές, τον αιγιαλό και τις λίμνες, ό,τι περιβάλλει την ανθρώπινη παρουσία και της δίνει έδαφος για να σταθεί. Στην ελληνική περίπτωση, το πρώτο που παρατηρεί σήμερα κανείς είναι ότι η ανθρώπινη παρουσία δείχνει να μην έχει την παραμικρή επίγνωση για το τι οφείλει στο περιβάλλον της. Τώρα που το καλοκαίρι ξανάρχεται, όχι τόσο ως διακριτή εποχή του χρόνου (μια και από μετεωρολογική άποψη οι διαφορές ανάμεσα στις εποχές πάνε να καταργηθούν) όσο ως μία περίοδος όπου απλώς θα αλλάξουν για λίγο οι συνήθειες των ανθρώπων, γίνεται πιο φανερό ότι αυτά που η φύση σμίλεψε μες στις ψυχές επί αιώνες εξαλείφονται με ραγδαίο ρυθμό. Τι προσέφερε το ελλαδικό τοπίο; Απαλότητα στις γραμμές, συχνές εναλλαγές στη μορφολογία της στεριάς και των θαλάσσιων περιοχών, διαύγεια στην ατμόσφαιρα. Και τι ανταπέδωσε ο πληθυσμός; Συνήθως ανυπόμονες, σπασμωδικές και βίαιες επεμβάσεις, μια έφοδο κατά κύματα της προχειρότητας εναντίον της γης που κάποτε ονομαζόταν τροφός. Να στρέφεσαι εναντίον της τροφού σου είναι, βέβαια, αχαριστία σε βαθμό ωμότητας. Πώς όμως να μην είναι κάποιος αχάριστος, όταν αγνοεί αυτά που χρωστά;
Οι καταπατητές δημοσίων εκτάσεων, οι κατασκευαστές εξαμβλωματικών κτισμάτων, οι ακόρεστοι επιχειρηματίες για τους οποίους οι παραλίες δεν είναι παρά προαύλια των ξενοδοχείων τους, όπου το θαλάσσιο λουτρό σερβίρεται πριν από τα αναψυκτικά και τις μπύρες, ίσα-ίσα για να ανοίξει η όρεξη στους πελάτες για περισσότερο φαγητό και χαύνωση, μισοξαπλωμένη μπροστά σε γαλάζιο φόντο, όλα αυτά και άλλα πολλά κατέληξαν να είναι αντιπροσωπευτικά του πώς αντιλαμβάνονται πολλοί στη χώρα μας το φυσικό αγαθό. Ασφαλώς, υπάρχουν και εκείνοι που ενοχλούνται από τη στάση αυτή. Το μεγάλο όμως όπλο της παράταξης των αδηφάγων είναι η υπόσχεση ότι, όπως όλα τα τερπνά πράγματα, έτσι και η φύση μπορεί να μας έλθει στο πιάτο και, χωρίς προσπάθεια, ο κατάκοπος και αγχωμένος κάτοικος της πόλης να απολαύσει αυτή τη γεύση και τη δροσιά που, άλλοτε, κερδιζόταν μόνο αν κάποιος περιδιάβαζε αρκετά σ’ έναν αγρό, έστριβε σ’ ένα μονοπάτι, ξεδιψούσε από μια πηγή στο ξέφωτο ενός δάσους ή βουτούσε στα νερά ενός κολπίσκου κρυμμένου στα ριζά των βράχων.
Είναι αλήθεια ότι η πρόταση των εμπόρων της θερινής αναψυχής είναι δελεαστική. Όταν νιώθει κανείς κουρασμένος, τείνει να ζητήσει την ξεκούραση, χωρίς να σκέπτεται μήπως το φάρμακο επιδεινώσει την πάθηση. Γιατί, στην πραγματικότητα, η πάθηση δεν είναι άλλη από την ανία που έρχεται όταν κάποιος έχει αφεθεί ακριβώς στην εντύπωση ότι «έρχονται» όλα απ’ έξω προς το μέρος του, και τα καλά και τα κακά. Το να είσαι πανδέκτης στη ζωή είναι αρρώστια, αν δεν έχεις τη διάθεση να μετασχηματίσεις τίποτα. Αλλά αυτό δεν είναι που πιο πολύ από όλα τιμωρεί η φύση; Με κάθε τρόπο, με κάθε μήνυμα, μας λέει πως, αν δεν ενεργήσουμε, εκφυλιζόμαστε. Υποχρεωμένο το ζώο να αναζητήσει την τροφή του, το ίδιο και το φυτό που απλώνει τις ρίζες του εκεί όπου οι χυμοί στο υπέδαφος είναι πλουσιότεροι. Το ότι λείπουν τα αναγκαία στο έμβιο ον δεν είναι έλλειψη καθηλωτική, είναι όρος για να αναπτυχθεί και να φθάσει σ’ αυτό που έχει τη δυνατότητα να γίνει. Η φύση λοιπόν απευθύνει πάντα ένα κάλεσμα προς τον άνθρωπο. Δεν βρίσκεται αντίκρυ και γύρω του για να πλαισιώνει μεγαλοπρεπώς την ύπαρξή του. Ούτε είναι απλώς το θέατρο της δράσης του. Τον καλεί να δράσει, αλλά αφού προηγουμένως έχει μαθητεύσει κοντά της και έχει αρχίσει να καταλαβαίνει ότι πίσω από τις συντυχίες υπάρχουν αιτίες, πίσω από τα συμβάντα υπάρχουν νόμοι, νόμοι, ωστόσο, που αφήνουν μερικές φορές και ορισμένα κενά. Σε κάθε περίπτωση, έργο του ανθρώπου είναι να ενεργήσει στους κόλπους της φύσης με τη συνείδηση ότι υπόκειται σε κάποιες αρχές που τον υπερβαίνουν, χωρίς να τον δυναστεύουν υποχρεωτικά. Εκεί έγινε το μεγάλο λάθος.
Νόμισε η ανθρωπότητα ότι έπρεπε να δαμάσει τη φύση, όπως θα δάμαζε ένα αγρίμι για να το μετατρέψει σε κατοικίδιο. Η φύση όμως δεν θα φθάσει ποτέ στην κατάσταση να εξαρτάται απόλυτα από το αν την ταΐζει και τη συντηρεί ο άνθρωπος. Την εκπροσωπεί περισσότερο το γεράκι παρά η όρνιθα. Αυτό άλλωστε δεν δηλώνει και το μούδιασμα της ανθρωπότητας σήμερα μπροστά στο φαινόμενο της κλιματικής κρίσης; Είναι σαν να της επιτίθεται, ορμώντας μέσα απ’ τα σύννεφα, κάτι κακόβουλο και νοσηρό, μια εκδικητική δύναμη που πάει να ακυρώσει οτιδήποτε επινόησαν οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι με την ακράδαντη πεποίθηση ότι, όπως ο πλανήτης γη, έτσι και οι γαλαξίες είναι ένα πεδίο ανοιχτό γι’ αυτούς, χωρίς μυστικά. Και κυρίως χωρίς έναν Νου πολύ πιο σύνθετο και πολύ πιο πλατύ από τον δικό τους για να τους κρίνει, όπως έκρινε, κάποτε, το πέταγμα του Ικάρου και τον φρενήρη καλπασμό του Βελλεροφόντη.
Στη διάθεση των Ελλήνων, κατά την αρχαιότητα, υπήρχε πάντα αυτή η προειδοποίηση. Την έστελναν οι χρησμοί, οι μύθοι, οι ιδέες. Χάρη στα τοπία της χώρας τους γινόταν ανάγλυφη και προσιτή –την άγγιζες– η έννοια της αρμονίας, της ισορροπίας, το ζύγισμα των δυνάμεων. Πόσα διδάγματα δεν πήρε η σκέψη και η τέχνη από τις καμπύλες των λόφων και των βουνών, από τον καμβά τον σχηματισμένο με πέλαγα και νησιά, από τη διαφάνεια στην ατμόσφαιρα χάρη στην οποία το ανθρώπινο μάτι μπορούσε να διασχίζει απρόσκοπτα την απόσταση ανάμεσα στα επίγεια άχθη και την αιώνια ηρεμία των αστεριών; Δεν ήταν μόνο ο ποιητής, ο στοχαστής, ο γλύπτης που μπορούσαν να αναβλέψουν σε όσα υπάρχουν πολύ πάνω από τα κεφάλια τους. Για τον ταπεινό χωρικό ήταν επίσης μία διέξοδος που τη γνώριζε καλά. Υπήρχαν στιγμές που, καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του, το σούρουπο, ανέβαινε με το βλέμμα του ως εκείνα τα αιθέρια ύψη όπου για λίγο ταλαντευόταν, έπειτα ισορροπούσε, και κατέβαινε πάλι στη γη με το αίσθημα πως δεν τα ρυθμίζει όλα η αδυσώπητη Ανάγκη. Πάνω στα πράγματα αφήνει το ανεξίτηλο ίχνος του και κάτι άλλο που, όπως το διαισθάνθηκε πρώτος ο πρόγονός του, ο βοσκός Ησίοδος, αγκαλιάζει ερωτικά το κάθε πλάσμα, το κάθε άνθος, το κάθε θαλάσσιο κύμα, το κάθε φύσημα του ανέμου. Ό,τι υπάρχει παρουσιάζεται για να αγαπηθεί. Υπό τον όρο ότι ο άνθρωπος θα αποσπάσει το αξιαγάπητο από το βλαβερό και απεχθές στον κόσμο. Το καλό πρέπει να αποτραβηχτεί, να γλυτώσει από το κακό. Πράγμα που σημαίνει πως απαιτείται θέληση, απόφαση και γνώση. Είναι αυτό που θα ’θελαν να αποφύγουν οι σύγχρονοι άνθρωποι, αυτό που κάνει επίσης τους Έλληνες, τόσο ασκημένους κατά τα άλλα στην προσπάθεια, να οπισθοχωρούν. Δεν έχουν το κουράγιο να δράσουν, γιατί δεν διακρίνουν πια μέσα στη φύση ένα πνεύμα με το οποίο θα ήταν δυνατόν να συνομιλήσουν.
Κάποτε, ένα τέτοιο «πνεύμα του τόπου» αναγνωριζόταν από τους αυτόχθονες χωρίς δυσκολία. Το μαρτυρούν οι μύθοι, οι θρύλοι, τα τραγούδια. Επειδή εξέλιπαν αυτά, διαλύθηκε και η πεποίθηση ότι η φύση είναι η έδρα ενός είδους ψυχής. Τι είναι, λοιπόν; Μήπως μια μάζα από φυτά, ορυκτά και ύδατα, δαρμένη από τους ανέμους και λουσμένη από το φως ενός ανεξήγητου ήλιου; Τη στείρα αυτή ιδέα δεν μπορούσε να την αντέξει η ευαισθησία ορισμένων ανθρώπων σε άλλες εποχές. Έτσι, τα χώματα της Ελλάδας είδαν προσκυνητές από ξένα μέρη να έρχονται και να σκύβουν πάνω τους. Ακούστηκαν προσευχές και ύμνοι και όχι μόνο από τα χείλη ενός Σατωμπριάν, ενός Φλωμπέρ, ενός Ρενάν. Δεν έλειψαν και μερικοί αυτόχθονες δημιουργοί, που έδειξαν πόσο ευγνώμονες ήταν στον τόπο όπου ήπιαν το πρώτο τους γάλα, όπου είδαν την πρώτη χαραυγή, όπου με τη μυρωδιά των θάμνων άρχισαν να οσμίζονται τα μυστήρια εκείνα στα οποία πρόσβαση έχει μόνο η λύρα.
Όμως, σήμερα, το ζήτημα δεν αφορά ειδικά το μέλλον της τέχνης, αφορά το κατά πόσον οι Έλληνες είναι ικανοί να περνούν πότε-πότε, με κάποια φευγαλέα σκέψη, με την αφύπνιση της παρατηρητικότητάς τους ή και με μια ανάμνηση, πίσω από τις διάφορες όψεις του περιβάλλοντός τους. Δεν εννοώ ότι χρειάζεται να γίνουν ονειροπόλοι, πράγμα που δεν γίνεται, κι ούτε, εξάλλου, θα ήταν εφικτό να προσδιοριστεί η σωστή αναλογία μεταξύ του τι «βλέπουν» και τι θα ήταν καλό να «οραματίζονται», αναλογία απαραίτητη πάντως για την επιβίωσή τους. Εννοείται πως ο κοινωνικός βίος δεν υπακούει σε αισθητικές συνταγές. Δεν πρόκειται όμως εδώ για την απουσία καλαισθησίας, πρόκειται για τη διατήρηση της ύπαρξης ενός λαού. Το πρόβλημα πηγαίνει πολύ βαθιά από την επικράτηση μιας «κακογουστιάς» που διαψεύδει συνεχώς τις προσδοκίες τις γεννημένες, ευλόγως, από την παροχή εκπαίδευσης, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε ένα ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Αν πλήττεται το ωραίο, είναι γιατί έχει κλονιστεί η έννοια του αληθινού. Δεν υπάρχει πιο σταθερό θεμέλιο για την αλήθεια απ’ αυτό που προσφέρει η φύση. Δεν το αντιλαμβανόμαστε συνήθως, ισχύει όμως. Με την κανονικότητά της, με τους κύκλους της, με τους αθέατους πλην εσωτερικά αισθητούς λεπτοδείκτες και ωροδείκτες της, η φύση βεβαιώνει πως ό,τι σχηματίστηκε μέσα στην πρόοδο των αιώνων έχει έναν λόγο που σχηματίστηκε, και απομένει σε μας να τον αναλογιστούμε. Όπως και να ’ναι, και μόνο το ότι ο χρόνος, παρά την επίδραση που ασκεί, δεν επιβάλλεται στη φύση και δεν είναι ικανός να τη μετατρέψει σε μια διαδοχή συμπτώσεων, στα μάτια του ανθρώπου την τοποθετεί ψηλά. Να μη σε καταδυναστεύει ο χρόνος! Υπάρχει μεγαλύτερος τίτλος, μεγαλύτερη απόδειξη ότι σου αξίζει ο σεβασμός από εκείνους για τους οποίους συχνά η ζωή τους μοιάζει, αντίθετα, με αδιάκοπο πέρασμα της μιας στιγμής στην επόμενη;
Λογικά, θα έπρεπε η φύση, λόγω του μεγαλείου της, να χαίρει τιμών από τους ανθρώπους, που εφόσον δέχονται ότι το είδος τους είναι ένα τμήμα της, μεγεθύνονται και αυτοί και έχουν την ευκαιρία να νιώσουν κάποιες φορές πως δεν είναι θνητοί πέρα για πέρα. Η προοπτική αυτή εκλείπει όταν το φυσικό μεγαλείο καθαιρείται βίαια και χωρίς ενδοιασμούς. Από την ώρα που ένα «αυθαίρετο» καταπατά μιαν ακτή, μια χαράδρα μετατρέπεται σε σκουπιδότοπο, ένα συνονθύλευμα από λαμαρίνες, σύρματα, λάστιχα και μαδέρια νομιμοποιείται να μένει εσαεί είτε μέσα είτε και έξω από κάποιο οικόπεδο, λες και το ασυμμάζευτο κατάλοιπο μιας χειρωνακτικής εργασίας να μη θεωρείται πως θίγει στο ελάχιστο το κύριο μέρος της, από την ώρα που οι γυαλιστερές επιφάνειες των φωτοβολταϊκών περιζώνουν ανεμπόδιστα έναν χώρο με αρχαία μνημεία ή που μια σειρά ανεμογεννήτριες, απογυμνώνοντας τις κορυφές του Κιθαιρώνα, σκορπίζουν ατιμωτικά στον αέρα όλους τους μύθους για τον Διόνυσο και τις τελετές του, τότε λοιπόν δεν είναι πλέον η φύση –μαζί με τον πολιτισμό– σε θέση να κρατηθεί στο ύψος της. Καταρρέει υπό το βάρος της τσιμεντένιας και μεταλλικής αναίδειας προς το πρόσωπό της.
Τις συνέπειες δεν τις έχουμε εκτιμήσει. Μιλούν μερικοί για φθηνότερη ενέργεια με έναν τρόπο που δείχνει πως είναι ανίκανοι να συλλάβουν ότι, εκείνο που διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο, είναι το απόθεμα της ανθρώπινης ενέργειας. Από εκεί ξεκινά και το πρόβλημα της οριοθέτησης για τις διάφορες μηχανικές εργασίες στην ύπαιθρο. Είναι έτοιμοι να εγείρουν όπου μπορούν κατασκευάσματα –πύργους, πυλώνες, ικριώματα– για να αντλήσουν από τη φύση ό,τι χρειάζεται ώστε να συνεχίσουν να επιδίδονται σε κατασκευές έως εσχάτων, με τη διαφορά πως η λέξη: «έσχατα» τους τρομάζει. Ο τρόμος θα κατευναζόταν κάπως αν ένα τμήμα τουλάχιστον της φύσης απολάμβανε τα προνόμια που είχαν κάποτε οι χώροι με το έμβλημα της ιερότητας στην είσοδό τους. Παρά τα όσα λέγονται, δεν ήταν πιο εύπιστες ή πιο αφελείς σε όλα οι προηγούμενες εποχές. Δεν ήταν υποχρεωτικά προκατάληψη ή δεισιδαιμονία η αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν πρέπει να θεωρεί ότι είναι η αποκλειστική αιτία του εαυτού του. Η αλήθεια είναι ότι είναι γέννημα του τόπου του – και ας αφήσουμε το ζήτημα αν είναι ή όχι πλάσμα βγαλμένο από τη βούληση ενός Δημιουργού. Αν λοιπόν γεννιέται και διαμορφώνεται σε έναν τόπο, αυτό σημαίνει πως αργότερα το πιο σίγουρο έρεισμα στη ζωή του, όταν έρθουν τα ανεπιθύμητα κάθε λογής, θα είναι το λίκνο του. Ό,τι μας δόθηκε από τα σπάργανα θα συνεχίσει να μας δίνεται, εφόσον βέβαια το ζητήσουμε. Αλλά πώς να ζητήσουν οι Έλληνες αρωγή από τη γη και από τον ουρανό τους όταν τα βλέπουν καθημαγμένα και όταν ξέρουν πως τα κατέστρεψαν με τα ίδια τα χέρια τους; Σήμερα βρίσκονται στο χείλος αυτής της αγωνίας και αυτής της ανάγκης για εσωτερική ενδυνάμωση την οποία ντρέπονται να εκφράσουν, όπως θα ντρεπόταν κάποιος που βεβήλωσε, από άκρα επιπολαιότητα ή εγκληματική αμέλεια, την κατοικία ενός ευεργέτη του. Πώς να κοιτάξουν οι Αθηναίοι προς τον αττικό ορίζοντα όταν αρχίσουν να τον τέμνουν, κατακόρυφα, μεγαθήρια στην παραλία του Σαρωνικού, και αλλού; Για να ασκήσει τη γαληνευτική της επίδραση η περιλάλητη αττική αιθρία πρέπει να μπορεί να υποβάλλει στους κατοίκους την αίσθηση μιας αγνότητας πάνω από όλες τις δολιότητες και μικρότητες. Με δύο λόγια, το τοπίο, για να αντισταθμίσει τις ταραχές της καθημερινότητας, οφείλει να μένει ατάραχο. Το ίδιο ισχύει για κάθε επιμέρους στοιχείο: για τον ουράνιο θόλο, για τις βουνοπλαγιές, τις ακρογιαλιές, τις σπηλιές, τα ποτάμια. Από όλα τούτα σχηματίστηκε από πολύ παλιά μια ορισμένη Μορφή. Την ατενίζουμε στα αρχαία αγάλματα, όπως την ατενίζουμε και στο τοπίο. Είναι η κατορθωμένη γαλήνη, αυτή η υπέροχη κατάσταση όταν κανείς έχει αγωνιστεί για μια υπόθεση που θεωρεί πως άξιζε και πως γι’ αυτήν αφιέρωσε όλη του την ικμάδα – κι αυτό τον ησυχάζει, ως και στα μύχια της συνείδησής του. Όχι επειδή πέτυχε, αλλά επειδή δόθηκε ολόκληρος σε κάτι που τον ξεπερνά.
Αυτή η αίσθηση είναι βέβαια ένα επίτευγμα που δεν είναι καθόλου εύκολο να το προτείνουμε σήμερα στις νέες γενιές. Μπορούμε πάντως να διεγείρουμε τη φαντασία τους και να τη στρέψουμε προς τα εκεί. Είναι θέμα εθνικής διαπαιδαγώγησης να έρθουν οι νεότεροι σε επαφή με τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου τους, με την ανόργανη ύλη, που, καθώς θα την πλησιάζουν, θα παίρνει στα μάτια τους μια άλλη όψη, σαν να ραγίζει μια πέτρα και από τη σχισμή να ακούγεται κάποια φωνή, πολύ σιγανή και από πολύ παλιά. Θα τους διηγείται μια ιστορία ή θα τους λέει κάποιο τραγούδι. Θα πει ίσως κάποιος πως δεν επιτρέπεται να συγχέουμε την αγωγή των παιδιών με τον υπνωτισμό. Πως με τα παραμύθια δεν ακονίζονται ούτε οι σκέψεις ούτε οι αποφάσεις. Η απάντηση σε αυτό πρέπει να είναι σαφής. Εκείνο που λείπει σήμερα δεν είναι η δυνατότητα να γυρίζουν οι έλικες της διανοίας. Είναι το ότι οι έλικες κοπανάνε στον αέρα – δεν έχουν να δουλέψουν με τίποτα που να πηγαίνει αρκετά πίσω, προς το παρελθόν, και αρκετά μπροστά, προς το μέλλον. Απαιτείται επομένως να ενισχυθεί τόσο η γνώση όσο και η φαντασία. Θα ήταν ευοίωνο σημάδι σε μια εκδρομή οι μαθητές να μπορούν να φαντάζονται, πλησιάζοντας μια σπηλιά, τη σιλουέτα μιας νύμφης στο βάθος ή ενός ασκητή ή ενός μάντη ή ενός οπλαρχηγού. Ο ελλαδικός τόπος είναι γεμάτος πνεύματα και τα πνεύματα δεν είναι φαντάσματα. Για να προχωρήσουμε, πρέπει να μετατρέψουμε τα άυλα σε υλικά και τα υλικά σε άυλα. Όπως έγινε και παλαιότερα, και απέδωσε σε κρίσιμες ώρες.


*Καθηγητής Πολιτισμού & Επικοινωνίας Παν/μίου Αθηνών

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ