του Μελέτη Η. Μελετόπουλου*
Ο κοινοτισμός, αν και αρχαίος ελληνικός θεσμός, έχει υποστεί διαστρεβλώσεις και παρερμηνείες και είναι μία εντελώς παρεξηγημένη έννοια. Έχει λανθασμένα συνδεθεί με την αγροτική-προνεωτερική κοινωνία της Τουρκοκρατίας, ενώ υπήρξε το βασικό πολιτικό κύτταρο της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Στη νεώτερη εποχή, ο κοινοτισμός λειτούργησε ως πολυδιάστατο πολιτικοοικονομικό θεσμικό κέλυφος των Ελλήνων όχι μόνον της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας αλλά και της Διασποράς. Επομένως, ο κοινοτισμός δεν είναι… το χωριό με το καφενείο, τον πλάτανο, το γαϊδούρι και τη γίδα, όπως σκωπτικά έγραφε ο Κωνσταντίνος Καραβίδας. Είναι τουναντίον ένα πολύπλοκο πολιτικό φαινόμενο, το οποίο, στην ουσία, γεννά τον πολίτη, σε αντιδιαστολή με τον υπήκοο των σημερινών αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων.
Ο κοινοτισμός, όπως όλα, γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Είναι η πολιτική δομή την οποία επιλέγει ο αρχαίος ελληνικός κόσμος για να λειτουργήσει. Είναι μία δομή εστιασμένη στη μικρή κλίμακα, ανθρωποκεντρική, που επιτάσσει στον κάθε κάτοικο της πόλεως, που έχει πολιτικά δικαιώματα, να συμμετάσχει στη λήψη των αποφάσεων. Ακόμα και στον πιο αδιάφορο. (Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν άνθρωποι με σκοινιά, βαμμένα με μπογιά, που περπατούσαν στον δρόμο και όποιον δεν είχε πάει στην Εκκλησία του Δήμου τον έβαφαν, ώστε στην συνέχεια ο στιγματισμένος υφίστατο τις συνέπειες). Ώστε όλοι, και οι κοινωνικά έσχατοι, και οι πλέον αδιάφοροι, ήσαν υποχρεωμένοι να λαμβάνουν μέρος.
Πρόκειται για ένα πολίτευμα που βασίζεται, όχι στην εκλογή, αλλά στην κλήρωση – το 99% των αξιωμάτων στην αρχαία Αθήνα ήταν κληρωτά. Αυτό, διότι εθεωρείτο ότι οποιοσδήποτε πολίτης, ακόμη και ο πιο άσημος, ο πιο φτωχός, ο πιο αμόρφωτος, μπορεί να παίξει πολιτικό ρόλο και να συμμετάσχει στην Ηλιαία, στον Άρειο Πάγο κ.λπ. Έτσι λέει και ο Αριστοτέλης: «Λέγω δ’ οἷον δοκεῖ δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ δ’ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν». Δημοκρατία, λοιπόν, πραγματική είναι όταν κληρώνονται τα αξιώματα. Όταν οι αξιωματούχοι εκλέγονται, παράγονται φαινόμενα ολιγαρχίας: πελατειακά συστήματα, κύκλοι επιρροής, ανταλλάγματα, εξαγορά ψήφων.
Ο κοινοτισμός, λοιπόν, είναι ένα περίπλοκο πολίτευμα, το οποίο γεννάται στην αρχαία Ελλάδα μέσα από διαδικασίες και συνεχείς πολιτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις (π.χ. ο Κλεισθένης και ο Σόλων). Κάποια στιγμή αποκρυσταλλώνεται σε αυτό που ξέρουμε ως «Άμεση Δημοκρατία» και του οποίου η ουσία είναι ότι ο πολίτης είναι υπεύθυνος της μοίρας του. Δεν υπάρχουν έμμεσες εξουσίες – όλα αποφασίζονται στην Εκκλησία του Δήμου, από το σύνολο των πολιτών. Οι αξιωματούχοι είναι ανακλητοί και διαρκώς υπόλογοι.
Αστικός μύθος είναι ότι η αρχαία Σπάρτη είναι ολιγαρχία. Είναι μία ανιστόρητη παραφιλολογία. Ο Θουκυδίδης αρχίζει την ιστορία του με τη σύγκληση της σπαρτιατικής Απέλλας, όπου ο έφορος Σθεναλαΐδας εισηγείται την κήρυξη προληπτικού πολέμου στην Αθήνα, αντίθετα στην αντιπολεμική στάση του βασιλιά Αρχίδαμου (είναι η λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη», ένα πολύ σημαντικό θέμα στην πολιτική επιστήμη σήμερα). Πράγματι, η Απέλλα αποφασίζει το αντίθετο από την εισήγηση του βασιλιά Αρχίδαμου και τον υποχρεώνει μάλιστα να εκστρατεύσει εναντίον της Αθήνας.
Τα πολιτεύματα αυτά λοιπόν ήσαν περίπλοκα, με αντισταθμιστικές εξουσίες (checks and balances τα αποκαλούν οι Αμερικανοί), ώστε κανένας θεσμός να μην συγκεντρώνει υπέρμετρη εξουσία. Αυτό το μοντέλο τελειώνει στην ουσία με τον Φίλιππο και με τον Αλέξανδρο, όταν ο ελληνισμός διαχέεται σε όλες τις κατευθύνσεις. Τότε δημιουργούνται μεγάλα πολιτειακά σχήματα, τεράστια. Η άμεση δημοκρατία επιβιώνει ως μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης. Έρχονται στη συνέχεια οι Ρωμαίοι, όπου στις ελληνικές πόλεις υπάρχει μία ρωμαϊκή φρουρά που «υπερίπταται» των όποιων θεσμών έχουν επιβιώσει από την κλασική αρχαιότητα. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο Βυζάντιο (το εξελληνισμένο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος) οι κοινότητες επιβιώνουν ως μορφές άμεσης δημοκρατικής τοπικής αυτοδιοίκησης, αν και δεν έχει μελετηθεί επαρκώς το ζήτημα. Μερικοί ερευνητές, πάντως, υποστηρίζουν ότι, σε όλη τη διάρκεια του Βυζαντίου, ο κοινοτισμός εξακολουθεί να επιβιώνει. Προϋπάρχει, λοιπόν, ο κοινοτικός θεσμός και δεν γεννιέται στην Τουρκοκρατία, λόγω της διοικητικής αδυναμίας των Τούρκων. Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο (το Βασιλεύς ή Οικονόμος της Τόνιας Κιουσοπούλου), που μιλάει για το Βυζάντιο της τελευταίας πεντηκονταετίας, δείχνει ότι η Κωνσταντινούπολη, που έχει χάσει πια την αυτοκρατορία, έχει εξελιχθεί σε μία πόλη-κράτος που μοιάζει πάρα πολύ με την αρχαία Αθήνα.

Αμπελάκια
Στην Τουρκοκρατία είναι γνωστό λίγο-πολύ το τί έγινε. Μία έκρηξη των κοινοτικών θεσμών, ως μηχανισμός αμεσοδημοκρατικής τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι Τούρκοι το επέτρεψαν, διότι τους διευκόλυνε στη συλλογή των φόρων, οπότε δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο και άφηναν τις κοινότητες να αυτορρυθμίζονται και να κάνουν εσωτερική κατανομή των φόρων. Όμως οι υπόδουλοι Έλληνες το εκμεταλλεύτηκαν αυτό και δημιούργησαν εξαιρετικά εξελιγμένες κοινοτικές δομές. Απέδιδαν μεν τους φόρους, αλλά πραγματοποιούσαν και δημόσια έργα, συντηρούσαν και σχολεία, και διατηρούσαν και τη συνοχή που ήταν απαραίτητη σε μία τέτοια κρίσιμη για τον ελληνισμό εποχή. Στην Ενετοκρατία (1685-1715) νοθεύτηκε κάπως ο κοινοτικός θεσμός, γιατί οι Ενετοί δημιούργησαν, στις ενετοκρατούμενες περιοχές, κυρίως στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Δυτικού Αιγαίου, το λεγόμενο «αρχοντολόι», με Έλληνες μισθοφόρους που εγκατέστησαν και τους έδωσαν προνόμια, γαίες κλπ. Εκεί δημιουργείται το στρώμα των «αρχόντων», που έπαιξε, βέβαια, πολύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Αυτό το αρχοντολόι δημιουργεί ένα είδος κληρονομικής, ενδογαμικής ολιγαρχίας ή κάστας. Δεν είναι βέβαια φεουδάρχης, όπως στη Δύση, θα μπορούσε περισσότερο να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος αγροτικού πατερναλισμού, κατά την έκφραση του Ρένου Αποστολίδη. Πάντως, η άμεση δημοκρατία εξακολουθεί να υπάρχει. Ακόμη και ο πλέον πανίσχυρος άρχοντας του τουρκοκρατούμενου Μοριά, π.χ. ο Δηλιγιάννης, ο προεστός της Γορτυνίας, πρέπει να πάει στην Εκκλησία την πρώτη του έτους και, μετά τη λειτουργία, να γίνουν εκλογές και να τον ψηφίσουν οι Λαγκαδιανοί ως δημογέροντα, να του δώσει ο ιερέας τη σφραγίδα και μετά να επικυρώσει ο Οθωμανός πασάς την εκλογή του. Ακόμη λοιπόν και οι πλούσιοι «κοτζαμπάσηδες» περνούσαν μέσα από μία διαδικασία λαϊκής ετυμηγορίας και αμεσοδημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας τους.
Αυτά όλα τελειώνουν με τους Βαυαρούς, οι οποίοι θέλησαν να φτιάξουν ένα σύγχρονο κράτος δυτικού τύπου, για τα δεδομένα της εποχής. Το 1835 καταργήθηκαν με νόμο της Αντιβασιλείας οι κοινότητες και από εκεί και πέρα εισερχόμαστε στη φάση του συγκεντρωτικού γραφειοκρατικού κράτους. Παράλληλα, βέβαια, προς την επίσημη διοικητική δομή του ελληνικού κράτους, επιβιώνουν κάποια κοινοτικά ήθη και έθιμα – οι παλαιότεροι ίσως τα θυμούνται, τα πρόλαβαν στα παιδικά τους χρόνια. Όπως, π.χ., όταν ο παπάς, την Κυριακή, μετά τη λειτουργία, έλεγε «να πάμε όλοι μαζί να χτίσουμε το γεφύρι που έπεσε» κ.λπ. Επεβίωσε, λοιπόν, το κοινοτικό στοιχείο ως μία παράλληλη, άτυπη, παραθεσμική διαδικασία. Όμως η επίσημη κατάργηση των κοινοτήτων είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του Έλληνα από το καθεστώς του πολίτη (έστω του πολίτη της μικρής του κοινότητας) στο καθεστώς του υπηκόου, ο οποίος κάθε τέσσερα χρόνια ανταλλάσσει την ψήφο του με κάποιο αντάλλαγμα και κατόπιν περνάει την τετραετία επικρίνοντας την κυβέρνηση, κατακρίνοντας το κράτος, διερωτώμενος σε κάθε δύσκολη συγκυρία «πού είναι το κράτος;» (γιατί το κράτος είναι κάτι αδιάφορο προς αυτόν ή και ξένο, εχθρικό). Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ο εκλογέας θα πάει να τιμωρήσει την κυβέρνηση, που δεν του έδωσε αυτά που περίμενε, και να την εκδικηθεί, ψηφίζοντας την αντιπολίτευση ή και κάτι ακραίο ή ενοχλητικό για το σύστημα. Αυτά, όμως, όλα, δεν είναι δημοκρατία.
Ο καθηγητής κ. Κοντογιώργης έχει αναφέρει κάτι πολύ ενδιαφέρον: Ότι, μέχρι την εποχή του Τρικούπη και του Δεληγιάννη, όταν γίνονταν κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες, συγκεντρώνονταν έξω από την Παλαιά Βουλή πλήθη κόσμου. Ήταν κάτι σαν την Εκκλησία του Δήμου: μαζεύονταν εκεί για να συνηγορήσουν, να αντιταχθούν, να έχουν άποψη. Κάτι τέτοιο, πολύ παραμορφωμένο όμως, το ζήσαμε το 2011 στην πλατεία Συντάγματος.
Ο κοινοτισμός, επομένως, είναι ένα πλαίσιο στο οποίο ο υπήκοος γίνεται πολίτης. Για να λειτουργήσει αυτό το πλαίσιο, χρειάζεται κάποια συνοχή. Δεν μπορεί να λειτουργήσει δημοκρατικά μία ομάδα ανθρώπων χωρίς ισχυρά στοιχεία συνοχής. Τη συνοχή διασφάλιζαν παλαιότερα στις κοινότητες οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης και η ανάγκη συνέργειας. Στη Μικρά Ασία, μέχρι το 1922, οι κοινότητες των Ελλήνων είχαν εξαιρετική συνοχή, ζούσαν όλοι υπό το οθωμανικό πλαίσιο και την καταπίεση και αυτό είχε οδηγήσει στη δημιουργία πάρα πολύ εξελιγμένων κοινοτικών θεσμών. Στη Σμύρνη, π.χ., υπήρχαν πολύ σημαντικά σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων – ο Κοραής είχε φοιτήσει σε ένα τέτοιο σχολείο, όπως και ο Συκουτρής και άλλοι. Σε όλη την έκταση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στον Πόντο, στην Αίγυπτο, κλπ., έχουμε αντίστοιχους κοινοτικούς θεσμούς, διότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν υπό μία κοινή συνθήκη: η κοινή συνθήκη οδηγεί τους ανθρώπους σε κοινούς θεσμούς και σε κοινές αποφάσεις. Σε κοινή αντίληψη και σε ομόνοια. Αλλά και σε όλη τη Διασπορά, στην Ευρώπη, στην Ωκεανία, στην Αμερική, ακόμα και κατά τον 20ό αιώνα και μέχρι σήμερα, οι ελληνικές κοινότητες λειτούργησαν ως κυψέλες επιβίωσης και συνοχής του Ελληνισμού.
Επομένως, αυτό που αποκαλούμε κοινότητα, αν το θεωρήσουμε διαχρονικά, δεν είναι μόνον μία κοινωνική δομή με συγκεκριμένους τυπικούς θεσμούς. Είναι ένα πλαίσιο στο οποίο το μέλος της κοινότητας, ο πολίτης, έχει βαρύτητα για το μέλλον της κοινότητας. Ακόμη και ο τελευταίος, ο φτωχός, ο πένης, ο περιθωριακός έστω, θα συμμετάσχει στην Εκκλησία του Δήμου, θα προσέλθει στη συνέλευση των κατοίκων της κοινότητας και θα έχει άποψη. Και η άποψή του αυτή θα έχει ένα βάρος, το οποίο μπορεί να μην είναι το ίδιο κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά, αλλά είναι το ίδιο πολιτικά. Αυτή είναι η έννοια της κοινότητας: ότι έχουν όλοι ίσα πολιτικά δικαιώματα, ακόμη και αν διαφέρουν οικονομικά, μορφωτικά και κοινωνιολογικά μεταξύ τους.
Αυτό ο ελληνισμός το έχασε. Διότι διερράγη δημογραφικά η βάση στην οποία μπορούσε να λειτουργήσει η κοινότητα: δεν υπάρχει πλέον το χωριό ως σχετικά αυτάρκης γεωοικονομική οντότητα, δεν υπάρχει η συνοικία με την ισχυρή συνοχή και αλληλεγγύη που την χαρακτήριζε, οι πόλεις είναι ανομοιογενείς «χαβούζες» ανθρώπων. Και στην ανομοιογένεια δεν μπορεί να στηριχθεί η κοινότητα. Τώρα, δε, και με τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη, δημιουργούνται και θύλακες άλλων πληθυσμών, με άλλη θρησκεία, άλλον πολιτισμό, άλλη πολιτική αντίληψη.
Νομίζω ότι ο κοινοτισμός είναι ένα κατάλληλο πρίσμα για να μπορούμε να διακρίνουμε τί είμαστε σήμερα πολιτικά. Να καταλάβουμε τί είμαστε και τί δεν είμαστε. Δεν είμαστε πολίτες. Δεν είμαστε κύριοι της τύχης μας. Ο Έλληνας πολίτης δεν παίζει ρόλο στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής της κοινωνίας του, της οικονομίας, των θεσμών. Έχει έναν ρόλο εκχώρησης της εξουσίας του σε κάποιον εκπρόσωπο (ο οποίος θα κάνει τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που υποσχέθηκε). Η εκχώρηση της ψήφου συνεπάγεται την αυτόματη παραίτηση αυτού που εισέπραξε την ψήφο από οποιαδήποτε δέσμευση είχε. Μία από τις παθογένειες της σημερινής Ελλάδας είναι η αλλοίωση της υπόστασης του Έλληνα πολίτη.
Αυτό όλο, λοιπόν, το εκφυλιστικό της Δημοκρατίας φαινόμενο, που ξεκίνησε με τη Βαυαροκρατία και συνεχίζεται 200 χρόνια μετά, έχει καταλήξει στην πλήρη διάσταση απόψεων ανάμεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, στην τεράστια αποχή που έχουμε στις εκλογές (οι μισοί Έλληνες δεν ψηφίζουν) και, τελικά, σε ένα είδος μείζονος απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Όταν ένα πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε διάσταση με τους πολίτες, αυτό λέγεται απονομιμοποίηση και είναι μία ατομική βόμβα στα θεμέλια της Δημοκρατίας.
*Διδάκτωρ Οικονομικών & Κοινωνικών Επιστημών Παν/μίου Γενεύης