Διανοούμενοι υπεραμύνονται του μνημονίου
του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη (φ. 85)
Οι τελευταίες εκλογές επικύρωσαν κάτι που μας ήταν ήδη γνωστό: την καθολική αποδοκιμασία του μνημονίου, που θεωρήθηκε όχι μόνο μία κατάφωρη επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα που επιτρέπουν στους πολίτες να ζουν με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, αλλά και μία προσβλητική μείωση της εθνικής μας κυριαρχίας, που ισοδυναμεί, ως προς τα αποτελέσματά της, με κατοχή.
Το αξιοσχολίαστο φαινόμενο είναι ότι ένα μέρος της διανόησης κινήθηκε προς την αντίθεση κατεύθυνση και υπεραμύνθηκε του μνημονίου. Μια στάση που συνοδεύθηκε με την αποδοκιμασία της εθνικής κυριαρχίας ως συμπεριφοράς πρωτόγονης και αταβιστικής. Η φυσική εξέλιξή της είναι να ενισχύσουν το κόμμα του Στ. Μάνου, που αντιπροσωπεύει τις πλέον ακραίες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και, βέβαια, την πιο κυνική συνηγορία του μνημονίου.
Δύο άρθρα ξεχωρίζουν: το ένα του Δημοσθένη Κούρτοβικ, που δημοσιεύθηκε στα Νέα στις 31-3.2012, και το άλλο του Χαρίδημου Τσούκα, που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 10-4-2012.
Ο Κούρτοβικ ξεκινά από έναν υποτίθεται δογματικό και ασυμβίβαστο διεθνισμό, για να καταλήξει στην ξεκάθαρη διαχρονική υπεράσπιση της ξένης παρέμβασης. Έτσι, θεωρεί ότι οι ντόπιες ελίτ και ηγέτιδες τάξεις λεηλατούν τον τόπο και τον λαό, ο οποίος δεν έχει κανέναν άλλο βοηθό και φίλο, παρά μόνο τους ξένους προστάτες. Οπότε, θεωρεί ότι η βαυαροκρατία μας έσωσε από τους κοτζαμπάσηδες, ενώ, όσον αφορά τις ξένες παρεμβάσεις, «μερικές από αυτές τις επεμβάσεις ήταν σωτήριες για μας, άλλες μας τσαλάκωσαν και άλλες υπήρξαν οδυνηρές βραχυπρόθεσμα, αλλά μας ωφέλησαν μακροπρόθεσμα».
Σε αυτό το σημείο παρακάμπτονται και αποσιωπούνται ορισμένες αυτονόητες πλέον παραδοχές: ότι οι ντόπιες ελίτ, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά προς την ξένη επέμβαση, αλλά οι μεν στηρίζουν τη δε. Αυτό που στη σκέψη του Κούρτοβικ εμφανίζεται ως ανικανότητα των ελίτ, αποτελεί την προϋπόθεση για την επιτυχία της ξένης επέμβασης.
Για να αποφύγουμε να μακρηγορήσουμε, παραλείπουμε την αναφορά στα πολλά παραδείγματα της νεοελληνικής ιστορίας. Διότι τα πρόσφατα γεγονότα είναι η πιο τρανταχτή μαρτυρία. Η διεφθαρμένη πολιτική και οικονομική τάξη δεν είναι σε αντίθεση με την τρόικα και τους Γερμανούς. Οι μίζες που λάμβαναν ήταν η προϋπόθεση για να μας πουλούν οι Γερμανοί, από τηλεοράσεις, αυτοκίνητα, μέχρι αεροπλάνα, υποβρύχια, αλλά και να αναλαμβάνουν σημαντικά δημόσια έργα, όπως αεροδρόμια και γέφυρες, τα οποία στην συνέχεια εκμεταλλεύονται. Τελικά, η ίδια ελίτ (η οικογένεια Παπανδρέου κ.λπ.) φρόντισε να φέρει τους ξένους και το μνημόνιο για να μας «σώσουν», για άλλη μια φορά, σύμφωνα με τον Κούρτοβικ.
Είναι τουλάχιστον προκλητικό να υποστηρίζει ότι «πολιτικές καριέρες χτίστηκαν στο παρελθόν με σημαία ευκαιρίας την εθνική κυριαρχία», διότι σήμερα η αποδοκιμασία του έθνους και η αποδοχή του μνημονίου είναι όρος για πανεπιστημιακή ή άλλη καριέρα. Το άρθρο του ολοκληρώνεται με μια κραυγή επίκλησης στο σωτήριο εκσυγχρονιστικό έργο της τρόικας: «Εθνικά ταπεινωμένος, αλλά πολιτικά ξεμέθυστος, εναποθέτω τις τελευταίες ελπίδες μου στον νέο διεθνή οικονομικό έλεγχο. Όχι τόσο στο μνημόνιο, μα στην τεχνογνωσία και την επιμονή των “γκαουλάιτερ” τύπου χερ Ράιχενμπαχ και της ομάδας του. Και αν κάτι με ανησυχεί, δεν είναι οι υποτιθέμενες υπερεξουσίες τους, αλλά το αντίθετο: η ήδη ορατή τάση νόθευσης, φαλκίδευσης ή και ακύρωσης των επεμβάσεών τους». Προφανώς, ο Κούρτοβικ δεν μπορεί να διανοηθεί ότι οι σωτήρες μας εξυπηρετούν πρώτιστα μια διεθνή οικονομική ελίτ και κατά δεύτερον τα εθνικά συμφέροντα κρατών όπως της Γερμανίας, που φυσικά δεν διανοήθηκε να τα εγκαταλείψει επειδή συμμετέχει σε εθνικούς οργανισμούς. Αντίθετα, τους χρησιμοποιεί ώστε να εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα.
Ο Χ. Τσούκας αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Κατ’ αρχήν με ένα οξύ, αλλά ιδιαίτερα εύστοχο άρθρο, απογύμνωσε την πολιτική και την προσωπικότητα του Γ. Παπανδρέου. Σε αντίθεση με τον Α. Πανταζόπουλο ή τον Σ. Ράμφο, που ισχυρίζονται ότι οι αποφάσεις μας πρέπει να είναι προϊόν μόνο της λογικής, επιδοκιμάζει το συναίσθημα και την «έλλογη οργή». Μάλιστα γράφει: «Και αν ψηφίζαμε με “ψυχρή λογική”; Αν ήμασταν ρομποτικοί οργανισμοί ή είχαμε υποστεί εγκεφαλική βλάβη σαν τους ασθενείς του ψυχίατρου Όλιβερ Σακς και του νευροεπιστήμονα Αντόνιο Νταμάσιο –αν ήμασταν, δηλαδή, όντα ανίκανα να βιώσουν συναισθήματα–, θα το κάναμε. Αλλά δεν είμαστε. Το να ζητάς σήμερα από τον χειμαζόμενο πολίτη να ψηφίσει με “ψυχρή λογική” δεν είναι μόνο αφελές, είναι και ανήθικο. Όταν σε προσβάλουν, λέει ο Αριστοτέλης, και παραμένεις απαθής, δεν προδίδεις ανωτερότητα, αλλά ηθική αμβλύνοια· είσαι ανόητος και δουλοπρεπής. Σώφρων άνθρωπος δεν είναι ο απαθής, αλλά αυτός που ξέρει πότε, πώς και με ποιους να θυμώνει». (Καθημερινή 29.4.2012).
Όμως είναι ο ίδιος που, στη διαφθορά και στην ανικανότητα των ελίτ, εναποθέτει πλήρως τις ελπίδες του αποκλειστικά στην τρόικα και στον ξένο παράγοντα: «Όσοι λαχταρούμε η Ελλάδα να γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα πρέπει να έχουμε το κουράγιο να προεκτείνουμε τον συλλογισμό μας στα άκρα: αν αφεθεί στις εγχώριες δυνάμεις και μόνον, η χώρα δεν θα αλλάξει ουσιωδώς. Η ιστορικά εμπεδωμένη θεσμική φαυλότητα θα τείνει να επικρατήσει. Η χώρα θα αλλάξει, στο μέτρο που η επιτήρηση των δανειστών μας είναι εκτεταμένη και αποτελεσματική. Δεν μας τιμά, φυσικά, κάτι τέτοιο, αλλά αν μας ενδιέφερε στ’ αλήθεια, όχι προσχηματικά, η αξιοπρέπεια, θα είχαμε κάνει διαφορετικές επιλογές. Όχι “επανεκκίνηση” λοιπόν, επιτήρηση! Τρόικα, περισσότερη τρόικα!» (Καθημερινή 10.4.2012). Φυσική και λογική συνέπεια της σκέψης αυτής θα είναι η κατάργηση του ελληνικού κοινοβουλίου, των εκλογών, και η αντικατάστασή τους από χαμηλόβαθμους υπαλλήλους του ΔΝΤ και της Ε.Ε. αποδεικνύοντας ότι τώρα οι στόχοι κατάκτησης του ελληνικού χώρου, από τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, επιτυγχάνονται αποτελεσματικότερα και λιγότερο δαπανηρά. Βέβαια, η δυτική κατοχή δεν μας σώζει από την Τουρκία, αντίθετα μας σπρώχνει βαθύτερα στην αγκαλιά της. Είναι εντυπωσιακό το ότι με την υπογραφή του υφυπουργού Τουρισμού Π. Αλιβιζάτου –επιλογή Σαμαρά– παραχωρείται η μαρίνα της Μυτιλήνης στην κοινοπραξία της Φολί-Φολί και του τουρκικού ομίλου Κοτς.
Η μόνη πιθανότητα για ουσιαστικό εκσυγχρονισμό είναι η κινητοποίηση του λαού προς αυτό τον στόχο. Τα αποτελέσματα των εκλογών είναι ένα πρώτο βήμα για το σάρωμα του παλαιοκομματισμού. Όμως ήδη έχουν γίνει και άλλα σημαντικά πράγματα. Για παράδειγμα, η ανάδυση της κοινοτικής αλληλέγγυας οικονομίας, που ονομάστηκε «κίνημα της πατάτας», έθεσε στο περιθώριο τους μεσάζοντες και πέτυχε τον Μάρτιο τη μείωση του πληθωρισμού στο 1,7%, κάτι που δεν κατόρθωσαν μέτρα φιλελεύθερης, ή δήθεν σοσιαλιστικής έμπνευσης.