Αρχική » Ο αγώνας για ένωση και η αγγλική πολιτική

Ο αγώνας για ένωση και η αγγλική πολιτική

από admin

του Δημοσθένη Καραγιάννη* από το Άρδην τ. 85

Η εθνική συνείδηση των Κρητών, καλλιεργημένη από τη βενετοκρατία, αποτέλεσε ευτύχημα και ορόσημο τόσο για την περίοδο της προεπαναστατικής οθωμανοκρατίας, όσο και για ολόκληρη τη διαδρομή των κρητικών αγώνων του 19ου αιώνα προς την ολοκλήρωση του πόθου των Κρητών, που εκφράζεται με το σύνθημα ΕΝΩΣΗ ή ΘΑΝΑΤΟΣ.
Έντονα έρχονται στη μνήμη μας οι στίχοι του μπαρμπα-Παντζελιού από τη ρίμα του Δασκαλογιάννη, που αποδείχνει του λόγου το αληθές.
… μα ’γω βλεπα τσοι χρισθιανούς απού ‘ναι στο Σουλτάνο
το πώς δεν είναι τίβοτσι σ’ τον κόσμο τον απάνω
γι αυτόνον αποφάσισα την Κρήτη να σηκώσω
κι απού τα νύχια των τουρκώ να τηνε λευτερώσω,
πρώτα για την πατρίδα μου, δεύτερο για την πίστη
και τρίτο για τσοι χρισθιανούς που κάθουνται στην Κρήτη.
Η εθνοχριστιανική συνείδηση προβάλλει ρωμαλέα μέσα από τους στίχους του αγράμματου ριμαδόρου, σε μια εποχή που και ο νεοελληνικός διαφωτισμός αποκτά τον σταθερό του βηματισμό, μετά την ώθηση που του έδωσαν οι Κρήτες λόγιοι, που ανέλαβαν τα σκήπτρα του προηγηθέντος κινήματος του Θρησκευτικού Ανθρωπισμού, όπως ο Κύριλλος Λούκαρης, ο Μάξιμος Μαργούνιος, ο Μελέτιος Πηγάς και άλλοι.

Η Κρήτη και το ’21

Είναι γνωστό ότι η αγωνιώδης φωνή της Φιλικής Εταιρείας έφτασε στο νησί με τετράχρονη καθυστέρηση από την ίδρυσή της. Βρήκε όμως τεράστια απήχηση και στην Κρήτη, που ως ώριμο φρούτο περίμενε τη συλλογή του. Οικογενειακές κολόνες της κρητικής κοινωνίας, όπως οι Κουρμούληδες της Μεσαράς, δάσκαλοι όπως ο Καλλίνικος Βερριαίος και θρησκευτικοί ηγέτες όπως ο μητροπολίτης Πέτρας, προύχοντες και απλοί λαϊκοί, γρήγορα ενστερνίστηκαν το μήνυμα της Εταιρείας και έδωσαν τον όρκο της.
Όταν ο Μπιλάλ Πούλακας, φτάνοντας στο λιμάνι του Ηρακλείου από τη Σμύρνη, έφερε το μήνυμα της εξέγερσης στις αρχές Ιουνίου του 1821 και τα νέα από τις σφαγές που εξαπέλυσαν οι Οθωμανοί στην Πόλη, στη Σμύρνη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, οι Κρήτες ξεσηκώθηκαν σύσσωμοι –παρά τις ανυπόστατες κατηγορίες του ιστορικού Τρικούπη, που αναφέρει ότι «οι Κρήτες ουδόλως εκινήθηκαν», και παρά το γεγονός ότι τα ξυράφια του δημίου έσταζαν ακόμη το αίμα από την εκδορά του ήρωα Δασκαλογιάννη.
Οι άγριες σφαγές του άμαχου πληθυσμού στις πόλεις και την ύπαιθρο, που ακολούθησαν τη σφαγή των επισκόπων στον «μικρό Άγιο Μηνά», ξεπέρασαν την πιο άγρια φαντασία ακόμη και των πιο κολασμένων. Η κρητική επανάσταση κράτησε –με διάφορες φάσεις– δέκα ολόκληρα χρόνια και τελικά έληξε ανεπιτυχώς, αφού το νησί μας δόθηκε προίκα στον χεδίβη Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Φυσικά, η εξέλιξη αυτή καθοδηγήθηκε από τις λεγόμενες Προστάτιδες Δυνάμεις και ιδιαίτερα την Αγγλία, που πάνω στο ματωμένο κορμί της νεογέννητης Ελλάδας και της σφαγιαζόμενης Κρήτης στήνανε τα δικά τους πολιτικά παιχνίδια.
Γι’ αυτό και ο Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, στη μελέτη του Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλά­δος, γράφει στην 23η σελίδα: «Επί μακρόν ο αγών ετρέφετο διά των ισχνών δημοσίων προσόδων, ανερχομένων μέχρι 13.000.000 γροσίων, ων τα ημίση παρείχεν η Κρήτη απέναντι 40.000.000 περίπου, όσα απήτουν τα έξοδα, και διά συνεισφορών εξ ου αι πρώται ανάγκαι δανείου». Κι ακόμη να προσθέσουμε την άποψη του ιστορικού Διονυσίου Κόκκινου ότι: «Το φαινόμενο της επαναστάσεως της Κρήτης είναι μοναδικό εις όλην την ιστορίαν του ελληνικού αγώνος. Ήτο μία έγερσις εγκαθείρκτου και αλυσοδέτου τιτάνος, με μόνην δύναμιν την ελληνικήν του συνείδησιν, την ζωτικότητά του και την οργήν του». Όλα αυτά και με το παραπάνω αποδείχνουν την ελληνικότητα της κρητικής συνείδησης και ψυχής
Ο επαναστατικός αγώνας των Κρητικών ήδη από το ξεκίνημά του είχε στόχο την ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Τούτο δηλώνεται ξεκάθαρα από το προσωρινό τοπικό πολίτευμα που ψήφισε η Συνέλευση των Κρητικών στους Αρμένους το 1822 και από πολλά ακόμη στοιχεία. Έκτοτε, όλα τα μικρά και μεγάλα επαναστατικά κινήματα, ξεκινούν με το βασικό αίτημα των Κρητών για ένωση. Το σύνθημα ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ δονούσε κάθε φορά τον κρητικό αέρα, μαζί με το επαναστατημένο τουφέκι και το καλο­ακονισμένο μαυρομάνικο.
Ας ακούσουμε όμως πιο ξεκάθαρα τη φωνή του Κρητικού δασκάλου Χρύσανθου Βανδού­ρη, που απευθυνόμενος στη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως της υπό ανεξαρτησίαν Ελλάδας, στα 1829 ζητά από τον Καποδίστρια να δώσει «όπως και στα λοιπά ελληνικά σχολεία» οπτικό υλικό και βιβλία αλληλοδιδακτικής, για να έρθει κατά τους κινδυνώ­δεις χρόνους εκείνους στο νησί και να διδάξει τους Κρητόπαιδες. Αυτό σημαίνει ότι οι Κρητικοί θεωρούν το νησί τους τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Και ελπίζουν ότι οι συνθήκες που θα υπογραφούν θα λύσουν και το Κρητικό Ζήτημα. Δεν γνωρίζουν όμως την πολιτική και το πολι­κό ψύχος της διπλωματίας. Κι αυτό το ψύχος δεν μπορεί ακόμη να το σπάσει ούτε το κρητικό τουφέκι, όσο συχνά κι αν βγάζει τη φωτιά του.
Ο δεκάχρονος ταυτόχρονος αγώνας των Κρητικών στη μεγάλη ελληνική επανάσταση, το κίνημα των Μουρνιών του 1833, το κίνημα του 1841 των Βασιλογιώργη-Χαιρέτη, το κίνημα του Μαυρογένη στα 1858, ο άλλος μεγάλος σηκωμός του 1866 και η ανατίναξη του Αρκαδιού, η επανάσταση του 1878, η επανάσταση του 1889, το κίνημα του 1892 στα Σφακιά, η μεταπολιτευτι­κή επανάσταση τoυ 1895, η επανάσταση του 1897, το κίνημα του 1903, η επανάσταση του Θερίσου το 1905, και γενικά όλοι οι ένοπλοι και διπλωματικοί αγώνες των Κρητικών, ξέσπασαν κάτω από το λάβαρο που έγραφε το μαγικό κάλεσμα ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Και κάτω από αυτό το σύνθημα έτρεχε το κρητικό αίμα μετατρέποντας την ελπίδα σε απόφαση.

Το Ανατολικό Ζήτημα και η αγγλική πολιτική

Το ερώτημα: «Γιατί και η Μεγαλόνησος δεν ακολούθησε τις στεριανές περιοχές στις διά­φορες προτάσεις των πρωτοκόλλων, που τελικά κατέληξαν στην απελευθέρωση της Ελλάδας;» δεν απαντιέται φυσικά  με τις απόψεις των ιστορικών Σπυρίδωνα Τρικούπη και Κ. Παπαρρηγόπουλου, οι οποίοι «εθελοκάκως παρεποίησαν και διέσυραν τον αγώνα των Κρητών», όπως γράφει γε­μάτος παράπονα και οργή ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων του περί ελευθερίας των Κρητών αγώνος. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει να δούμε συνολικά το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα και τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης απέναντι στο ζήτημα αυτό. Να αφουγκραστούμε τα παρασκήνια της ευρωπαϊκής διπλωματίας, να σκύψουμε μεθοδικά πάνω από τα σuμφέρoντα των «μεγάλων» και να διακρίνουμε τις ενέργειες των Γάλλων και των Άγγλων κυρίως.
Θα δούμε πως η Βρετανία, υποταγμένη στην πολιτική του επεκτατικού φιλελευθερισμού της, προσπαθούσε με κάθε δυνατό τρόπο να πάρει την Κρήτη, όπως θα κατορθώσει να κάνει με την Κύπρο. Κι αυτό επειδή τα δυο νησιά μαζί με τη Μάλτα -που ήταν ήδη δική της- αποτελούσαν μια ισχυρή αλυσίδα που διασφάλιζε αδιάσπαστο τον εμπορικό δρόμο προς την Ανατολή και τη διαρκή παρουσία της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η γραμμή Μάλτα-Κρήτη-Κύπρος σχημάτιζε ένα τεράστιο μαχαίρι μπηγμένo στην καρδιά των λαών της ανατoλικής μεσογεια­κής λεκάνης, πράγμα ιδιαίτερα ευχάριστο για τα συμφέροντα της Γηραιάς Αλβιώνος. Πάγια πολιτική, λοιπόν, της Αγγλίας, ήταν η εξασφάλιση της Κρήτης αν όχι υπό την κυριαρχία της, τουλάχιστον υπό την άμεση κι ασφυκτική επιρροή της κι αυτός ο πολιτικός της στόχος φυσικά περ­νούσε μέσα από την με κάθε τρόπο παρεμπόδιση της ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Αυτή την πολιτική προσπάθησε να εφαρ­μόσει η Αγγλία και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τόσο με τη Μάχη της Κρήτης (μετέφερε τα στρατεύματά της στην Κρήτη ανέτoιμα και χωρίς εφόδια, γνωρίζοντας ότι η επίθεση εναντίον της Με­γαλονήσου δεν ήταν μέσα στα σχέδια του Χίτλερ), όσο και με την καθυστέρηση της απελευθέρω­σής της και την προστασία που παρείχε στους Γερμανούς από τον Οκτώβρη του 1944 μέχρι τον Μάη του 1945 που τους κράτησε στην περιοχή της Σούδας.
Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κρήτη, Κύπρος. Οι δύο πρώτες θέσεις βρισκόταν ήδη στα χέρια της από τις αρχές του αιώνα. Απέμεναν οι δύο αδελφές Μεγαλόνησοι. Και τη μεν Κύπρο κατόρθωσε να την «ενοικιάσει» για 100 χρόνια από τον σουλτάνο το 1856, μετά από πολύχρονες προσπάθειες και εκδουλεύσεις προς την Υψηλή Πύλη, καθώς και με την κάθε είδους προστασία που πρόσφερε στον ήδη «σεσηπώτα κορμό» της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ως προς την Κρήτη, η τότε «ισχυρά Αλβιών» ακολουθούσε με φανατισμό την πάγια γραμμή που είχε χαράξει και την οποία οι πολιτικοί της δήλωναν ορθά κοφτά καθώς αναφέρει ο Ψιλάκης: «Τήν Κρήτη δέν τήν ἀφήνομεν. Ἤ θά εἶναι τουρκική ἤ θά εἶναι Ἀγγλική, οὐ μόνον διά τάς ἐν Μεσογείῳ, ἀλλά διά τάς ἐν Ἰνδίας ἀνάγκας μας1» διακήρυτταν οι διάφοροι πρέσβεις της Αγγλίας στην Κρήτη, πάνω απ’ το πτώμα του σφαγιασμένου Αρκαδιού.
Στο εγγλέζικο διπλωματικό ταμπλό έπαιζαν βέβαια και η οθωμανική διοίκηση με τους γενικούς διοικητές πασάδες (Αβδουραχμάν Σαμή, Χουσεΐν Χουσνή, Ισμαήλ Ραχμή, Χεκίμ Ισμαήλ Β΄, Μουσταφά Πασά Γκιριτλή, Καραθεοδωρή, Αδοσίδη και άλλους), αλλά και κάποιοι από το κρητικό και εκκλησιαστικό αρχοντολόι, όπως ο μητροπολίτης  Ιωαννίκιος2, ο επονομαζόμενος Ξεφλούδης, ο επίσης μετέπειτα μητροπολίτης Δημήτριος Χαριτωνίδης, ο επονομαζόμενος Τουρλοκάτρης, η Ελισάβετ Κονταξάκη (φιλενάδα και συνεργάτιδα του Εγγλέζου πρόξενου Σάντγουιθ στα Χανιά), ο Ιωάννης Πετρίδης, ή «Πετριδεφέντης», όπως τον αποκαλούσαν, ο Σταύρος Μαρκόπουλος, οι λεγόμενοι «Μουζεβίρηδες3», ο «Πασάς4» Ιωάννης Δρακάκης,  Όλοι αυτοί και αρκετοί άλλοι επώνυμοι αποτέλεσαν τον κεντρικό πυρήνα του κινήματος των αντεπαναστατών στην Κρήτη, κατά την περίοδο που η επαναστατικότητα των Κρητών έφτανε στο ύψιστο σημείο της, ή και σε κρίσιμες καμπές των κρητικών αγώνων του αιώνα.
Είναι αλήθεια ότι σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές αρκετοί γονάτισαν. Οι πιο πολλοί πιεζόμενοι από το αίμα των αδελφών που χυνόταν «ανωφέλετα –όπως νόμιζαν», στους κάμπους και τα βουνά της Κρήτης, απελπισμένοι. Άλλοι πάλι κάτω από το βάρος της ευθύνης των γυναικόπαιδων και των αμάχων, που ρακένδυτοι τριγύριζαν στα βουνά και στις παραλίες, ελπίζοντας σε μια τύχη που θα τους έβγαζε από την οθωμανική βαρβαρότητα. Λίγοι ήταν αυτοί που γονάτισαν αρνούμενοι τη δύναμη των όπλων και του αγώνα για τη λευτεριά και την ένωση.
Μα οι πολλοί δεν μούτισαν. Κράτησαν τα μπαϊράκια τους όρθια, αν και ξεσκισμένα από τα βόλια και τους άφιλους χειμώνες και αέρηδες του νησιού.  Εδώ η διπλωματία βρέθηκε μπροστά στην κρητική ψυχή, που σφυρηλατημένη στην ελληνικότητά της δεν αιχμαλωτίστηκε από τις Σειρήνες, που ολόκληρο τον αιώνα προσπαθούσαν να τη σαγηνεύσουν. Ούτε πτοήθηκε από απειλές και εκβιασμούς διπλωματικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και άλλους που εκτοξεύονταν εναντίον της.
Τα σχέδια για δημιουργία Ναυτικού Κράτους του Νοτίου Αιγαίου, υπό την προστασία της Αγγλίας, στο οποίο η Κρήτη θα ήταν πρωτεύουσα μιας σειράς νησιών, από το Ιόνιο μέχρι και κάποια από τα Δωδεκάνησα, γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Ο γέροντας Ανδρέας Καλοκαιρινός κακήν κακώς έδιωξε τους κομιστές του σχεδίου αμέσως μετά την επανάσταση των Βασιλακογιώργη–Χαιρέτη το 1841.  Το ίδιο συνέβη και με τις δύο αιτήσεις Αγγλικής Προστασίας – Πράξεις Υποτέλειας, που συνέταξαν κάποιοι νησιώτες –Αγγλότουρκους τους βάφτισαν οι Κρητικοί–, καθοδηγούμενοι από το αγγλικό διπλωματικό παρασκήνιο, καθώς έγινε και με την πρόταση για δημιουργία αγγλικού προτεκτοράτου, παρά τους θερμούς υποστηρικτές – καρκινώματα που βρήκε αυτή η πρόταση μέσα στο κρητικό επαναστατημένο κορμί.
Αναπάντητο έμεινε και το ανάλογο αίτημα από την αμερικανική κυβέρνηση, στην οποία αποτάθηκαν οι κατά καιρούς και περίσταση αντεπαναστάτες. Ούτε όμως τα όσα παραχωρούσε, πιεσμένη από τα κρητικά «σασεπώ» και μαυρομάνικα η Υψηλή Πύλη, κατόρθωσαν να αποσπάσουν την προσήλωση των νησιωτών από τον βασικό τους στόχο. Το Χάτι Χουμαγιούν, ο Οργανικός Νόμος, η Σύμβαση της Χαλέπας, αν και δεν ικανοποιούσαν τα κρητικά αιτήματα, εντούτοις αποτελούν αποδείξεις τόσο για τον ευθυτενή και αταλάντευτο προσανατολισμό των Κρητικών προς την ένωση, όσο και τις ποικιλότροπες παρεμβάσεις της διπλωματίας για τον αποπροσανατολισμό και τη διασπορά απαισιοδοξίας στους οπλαρχηγούς, καπεταναίους και ηγέτες των κρητικών αγώνων, μέσα κι έξω από την Κρήτη.
Παράλληλα με τα πολιτικά προβλήματα που παρενέβαλλαν οι ευρωπαϊκές και όχι μόνο δυνάμεις, ήταν και οι παρεμβολές από διάφορα χριστιανικά θρησκευτικά επιτελεία των λουθηροκαλβινιστών (1837) και των καθολικών – παπικών το 1859 και 1874, που στόχο είχαν την απόσπαση του νησιού από την ορθόδοξη κοιτίδα του.
Κι αυτά όμως αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά τόσο από το Πατριαρχείο (Γρηγόριος ΣΤ΄), τους απεσταλμένους του (αρχιμανδρίτης Γλυκάς και ιεροδιάκονος Γώγος Λέσβιος), όσο και από τους ντόπιους εκκλησιαστικούς άρχοντες (Μελέτιος Νικολετάκης), και τον κατώτερο ορθόδοξο κλήρο της Μεγαλονήσου, που στάθηκε αγονάτιστος. Στην αντιμετώπιση των αθρόων προσηλυτισμών συνέδραμε διακριτικά πλην αποφασιστικά και το ρωσικό προξενείο (Χανιά, ο Ν. Βουλγαρίδης κ.λπ.) και υποπροξενείο (Ηράκλειο, ο Ιωάννης Μητσοτάκης) της Κρήτης και έτσι ο κίνδυνος πέρασε χωρίς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Πλήθος εγγράφων μαρτυρούν το πείσμα και τη σταθερότητα των Κρητών αγωνιστών. Ο καπετάν Μιχάλης Κόρακας, ο γενικός αρχηγός Κ. Σφακιανάκης, ο καπετάν Καζάνης, ο καπετάν Χαράλαμπος Αγγελιδάκης, ο καπετάν Τυλλιανάκης–Παπίτσας, ο Αντ. Ζωγράφος, ο καπετάν Χάλης, ο καπετάν Σήφακας, ο καπετάν Αλεξάκης, ο Ξωπατέρας, αλλά και οι λόγιοι Παρθένιος Περίδης, Λεωνίδας Γεωργιάδης ή Λόγιος, ο Χατζη-Μιχάλης Γιάνναρης, ο Ιωάννης Σφακιανάκης, ο Στ. Νικολαΐδης, ο Στ. Ξανθουδίδης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Π. Κριάρης, ο Κούνδουρος, ο Βενιζέλος και πλείστοι άλλοι επώνυμοι κι ανώνυμοι έστησαν το μπόι και τα στήθη τους μπροστά σε κάθε βόλι, μπροστά σε κάθε δυσκολία, μπροστά σε κάθε επίθεση εναντίον της ένωσης.
Σημαντική και καθοριστική ήταν και η βοήθεια των Ελλήνων Λιάπηδων, που παρατούσαν οικογένειες, παιδιά, συγγενείς, φίλους κι ανταποκρίνονταν στη φωνή της αγωνιζόμενης Κρήτης, ως εθελοντές, να αναμείξουν και το δικό τους αίμα στο ανάθρεμα του ελευθερόδεντρου στο νησί. Οι Μανιάτες Πετροπουλάκηδες, πατέρας και γιος, ο Δημητρακόπουλος, ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης, ο Μήτσας, ο Ζήκος και πολλοί άλλοι γενναίοι ανώνυμοι κι επώνυμοι κατέφθαναν στο νησί σε κάθε ξεσηκωμό.
Τελειώνοντας, θέλω να κλείσω με το γνωστό ίσως απόσπασμα από τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, που θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει πλήρως την κρητική ψυχή, τους κρητικούς αγώνες, ολόκληρο τον 19° κρητικό αιώνα των επαναστάσεων:
Ο Θοδωρής είχε ψηθεί γυρίζοντας από βουνό σε βουνό, κυνηγημένος από τους πετροκεφαλιανούς αγάδες, που ’χαν ορκιστεί να τον ξεκάμουν, να πάρουν πίσω το αίμα του Χουσεΐνη . … Mαζώχτηκαν τώρα γύρα του, δύσκολοι οι καιροί, πλάκωσαν οι νιζάμηδες, έτρεξαν μια εικοσαριά παλικάρια στη φωνή του.
Θέλει να μας πιει το αίμα η Τουρκιά! φώναξε ο Θοδωρής, γι’ αυτό σας έπεψα μήνυμα, α­δέρφια! Ακούτε το τι γίνεται! Πιάστηκαν πάλι μέση με μέση Τούρκοι και χριστιανοί. Από τα χωριά μας πετάχτηκε η σπίθα στο Μεγάλο Κάστρο, από το Μεγάλο Κάστρο θα πάει στο Ρέθεμνος, από κει στα Χανιά. Αλάκερη η Κρήτη θα πάρει φωτιά, μη ξεθαρρεύεστε, μη  θαρρείτε πως οι σκύλοι οι Τούρκοι δεν κυνηγούν παρά ένα φονιά κι αν τον πιάσουν δε θα βάλουv κάτω τα άρματα, κυνηγούν σύψυχη τη χριστιανοσύνη. Το κατέχαν οι παππούδες μας κι οι πατεράδες μας κι έσερναν το φλάμπουρο της λευτεριάς. Ήρθε κι εμάς η ώρα. Πριν φύγω, άνοιξα την κασέλα του κυρού μου και πήρα το φλάμπουρό του. Απάνω είναι γραμ­μένο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Ζήτω της Ένωσης!

1. Βλ. Ψιλάκης, τόμος Δ΄ σελ. 131
2. Ο γνωστός «Ξεφλούδης», που οι Κρητικοί αποκαλούσαν και «τουρκοπολίτη» αντί μητροπολίτη, για τα έντονα φιλοτουρκικά του αισθήματα και την φιλοοθωμανική πολιτική που ασκούσε, εξοργίζοντας τους χριστιανούς της Κρήτης.

3. Οι «μουζεβίρηδες» ή «πυροφτυλάτοι», όπως αποκλήθηκαν έτσι οι αρνησιπάτριδες αυτοί από τον λαό της Κρήτης, επειδή το 1854 είχαν αποκηρύξει την ελληνική εθνικότητά τους και έκαψαν τα ελληνικα τους διαβατήρια μπροστά στον Χουσνή Πασά. Σε αντικατάσταση αυτών έπαιρναν ένα έγγραφο κίτρινου χρώματος (που είχε το χρώμα του θειαφιού) και με αυτό δηλωνόταν η νέα τους εθνικότητα.
4. Οι Κρητικοί τον αποκαλούσαν πασά εξαιτίας των βαθύτατων φιλοτουρκικών του αισθημάτων και της προδοτικής πολιτικής που εφάρμοζε παίρνοντας δύναμη από την οθωμανική εξουσία, της οποίας ήταν τυφλός υπηρέτης. Χαρατηρίστηκε ως «ἕνας ἐκ τῶν πρώτων καί μεγάλων προδοτῶν τῆς πατρίδος».

* Ο Δημοσθένης Καραγιάννης είναι φιλόλογος

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ