Αρχική » Το σχοινί της διανόησης και η θηλειά της Φορντ*

Το σχοινί της διανόησης και η θηλειά της Φορντ*

από admin
Συγγραφέας:

Γιώργος Χατζόπουλος

Άρδην τ. 56
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο που εξέδιδε ο Γιώργος Μιχαηλίδης στο τεύχος του Νοεμβρίου του 1972, είχε αποσταλεί ως επιστολή, για ευνόητους λόγους υπό το ψευδώνυμο Δ.Φ. Ελευθερίου. Σήμερα μπορούμε, τουλάχιστον, να δημοσιεύσουμε το όνομα του συγγραφέα, του Γιώργου Χατζόπουλου των εκδόσεων «Κάλβος» (Άρδην).

Της θαλάσσης καλύτερα φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν. […]. Παρά προστάτας νάχωμεν.
Ανδρέας Κάλβος

Αγαπητό Α.Θ.
Παρακαλώ να δημοσιεύσεις τις ακόλουθες απόψεις μου, που αναφέρονται στο γνωστό πια πανελλήνια γεγονός της «μαζικής» επιχορήγησης των συγκαιρινών μας Ελλήνων διανοουμένων από το «ίδρυμα Φορντ».

1) Έχω τη γνώμη ότι επιβάλλεται η, σύντομη έστω, διαπραγμάτευση των ηθικών, ιδεολογικών και ψυχολογι­κών προβλημάτων, τα οποία έφερε στην επιφάνεια ­–και απασχολούν μεγάλη μερίδα την κοινής γνώμης– τόσο η πρωτοβουλία των ιθυνόντων του ιδρύματος Φορντ να πε­ριλάβουν γενναιόψυχα και τους Έλληνες δημιουργούς υπό «τας χρυσάς πτέρυγας» της προστασίας τους, όσο και η σπουδή των διανοουμένων μας (πρεσβυτών και νεοσ­σών, καλλιτεχνών κι επιστημόνων, ατόμων και ομάδων) να ζητήσουν και να δεχτούν τη δωρεά. Πράγματι, θα ή­τανε σωστή στραβωμάρα αν δεν βλέπαμε ότι τ’ αποτελέ­σματα των πράξεων τούτων βαραίνουν ιδιαίτερα στην πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου κι ότι τέτοιες πράξεις ενσαρκώνουν μια νέα αντίληψη για το ήθος και την ευθύνη του διανοούμενου. Είναι, δηλαδή, φανερό ότι δεν πρόκειται για ιδιωτικό ζήτημα, που αφορά τα «συμ­βαλλόμενα» μέρη, κι ότι τούτο συμβαίνει ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις κι εξηγήσεις τους. Για τη σα­φή κι ολοκληρωμένη αντίληψη του προβλήματος δεν αρκεί (παρά τη χρησιμότητά της) η άντληση πληροφορι­ών από ξενόγλωσσα έντυπα και η υιοθέτηση γενικών απόψεων για τις προθέσεις και τη διεθνή δραστηριότη­τα του Ιδρύματος Φορντ, άλλα πρωταρχικά χρειάζεται ή συγκεκριμένη κι ανεξάρτητη ανάλυση των δεδομένων που έχουμε στη διάθεσή μας. Κατά συνέπεια, ούτε οι ιερές προκαταλήψεις των επικριτών, ούτε οι «ειλικρινείς» εξομολογήσεις των πρωταγωνιστών έχουν ουσιαστι­κή αξία — και αλλίμονο αν μετεωριστούμε ανάμεσά τους.
2) Ανάμεσα στις απρόβλεπτες συνέπειες από την α­νατροπή ενός συγκεκριμένου συστήματος πολιτικών σχέσε­ων είναι, κατά κανόνα, και η συνήθως ανεπιθύμητη απο­δέσμευση ατόμων και ομάδων διανοουμένων από συμφέροντα και σχέσεις, με τα οποία είχαν συμβιβαστεί και, το σημαντικώτερο, είχαν παγιδέψει τη σκέψη, την πρωτοβουλία και τη συνείδησή τους στο στενό ορίζοντα αυτού του συμβιβασμού. Η ανατροπή των πολιτικών σχέσεων, που ίσχυαν μέχρι το 1967, διετάραξε και την εξάρτηση των περισσό­τερων διανοουμένων από τους μέχρι τότε νομείς της εξου­σίας και κατεστημένους φορείς του κομματικού ανταγωνισμού. Η σοβαρότερη μερίδα της βολεμένης διανόησης βρέ­θηκε ακούσια στην σκληρή και ηθικά πλεονεκτική θέση της σχετικής ανεξαρτησίας, γιατί χάνοντας υλικά προνόμια απαλλάχτηκε και από την στενή πολιτική ποδηγέτηση. Η εξάτμιση των παλινορθωτικών ονείρων της, με την πάροδο του χρόνου, από τη μια, και από την άλλη η απόλυτη ψυ­χολογική δυσκολία να ενταχθεί στις σχέσεις που διαμόρ­φωσε η «μεταπολίτευση», έτειναν να μονιμοποιήσουν την αδεσμευσία της διανόησης. Συνεπώς υπήρχε η πιθανότητα ώστε η νέα υλική θέση των διανοουμένων, μαζί με την βαθμιαία αποβολή των αυταπατών, να τους φέρει κοντά στην κατάσταση και τα προβλήματα των μονίμως αδικούμενων και ταπεινωμένων. Κατά ιστορική συγκυρία, ήτανε πράγ­ματι δυνατό να μεταμορφωθούν σε συνειδητούς φορείς α­ληθινά λαϊκών προοπτικών ή τουλάχιστον, σε σοβαρούς εκ­φραστές βαθύτερων και κρισιμότερων προβλημάτων. Η προσέγγιση της διανόησης στην αληθινή ζωή του τόπου, και μάλιστα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της μι­κροπολιτικής, απόκτησε τη σημασία της μοναδικής διεξό­δου και αποτέλεσε μέρος εντελώς αντικειμενικών διαδικα­σιών. Η προοπτική για την προσέγγιση αυτή έγινε πραγ­ματικός εφιάλτης όχι τόσο των κορδωμένων χατζηαβάτηδων της επιφάνειας, όσο των έμπειρων και άγρυπνων κη­δεμόνων της «ελευθερίας» και της «ησυχίας» μας. Έτσι έγινε αναπόδραστη η ανάγκη για το σβήσιμο αυτής της προοπτικής, πράγμα που μόνο με λεπτή και μελετημένη παρέμβαση μπορούσε να γίνει. Το ευφυές εγχείρημα της Φορντ, η ψυχολογημένη τεχνική του κι η γαλαντόμα διάθεση των διαχειριστών της, έφεραν αποτελέσματα και η συγκομιδή υπήρξε πλούσια.
3) Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ψυχικού ρήγματος ανάμεσα στο λαό και στις ομάδες εκείνες της διανόησης, που, παρά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν τους, φάνηκε πως συμμερίζονταν τη θέση και τις αγωνίες του. Η μεταμόρφωση των διανοουμένων σε προικοδοτούμενους και τροφίμους αλλοδαπών ιδρυμάτων εξουδετέρωσε τις δυνατότητες επικοινωνίας και διέλυσε το κλίμα εμπιστο­σύνης ανάμεσά τους. Γιατί είναι απλή αλήθεια, βεβαιωμέ­νη από την ιστορική πείρα και μεταπλασμένη σε κοινή συ­νείδηση, ότι οι οικονομικές παροχές σε άτομα και ομάδες από τα διάφορα ιδρύματα, ανεξάρτητα από την υποκειμε­νική προαίρεση του κάθε αποδέχτη της παροχής, αποβλέπουν σε σκοπούς πέρα από κείνους που αναφέρουν οι επίσημες ανακοινώσεις και ότι οι ελέω μικροπρονομιούχοι που πα­ρουσιάζονται έτσι δεν αξίζουν την τιμή να τους εμπιστευ­θείς. Η αίτηση και η αποδοχή των χορηγήσεων από γνω­στά και μη πρόσωπα του πνευματικού κόσμου, εκτός των άλλων, φανέρωσε την πανικόβλητη μέριμνα για το προσωπικό προνόμιο και την ανικανότητα να καταλάβουν την πα­γίδα στην οποία τους οδήγησαν, δηλαδή την απομόνωση από το ανθρώπινο περιβάλλον τους και την συνακόλουθη ιδεο­λογική και συνειδησιακή συρρίκνωσή τους. Η σύμπραξη στην πρωτοβουλία της Φορντ από τη μια και από την άλ­λη η κραυγαλέα καταγγελία των δραστών για τις «δεσμεύ­σεις», που αναλάβανε τάχα προσωπικά για να εξασφαλίσουν την εύνοια, αποτέλεσαν την θετική και την αρνητική προϋπό­θεση για την ευόδωση των σχεδίων της Φορντ, δηλαδή την έκθεση, την απομόνωση και την πολιτική αχρήστευση της διανόησης. Με τον τρόπο αυτό δύο διαμετρικά αντίθετες στάσεις έγιναν την κρίσιμη ώρα, η μία εκούσια, η άλλη ακούσια, προωθητικοί παράγοντες του στόχου της Φορντ.
4) Οι χορηγοί του ιδρύματος Φορντ επιλέγουν τους «τυχερούς» μέσα από τις διάφορες αντιστασιακές λεγόμενες ομάδες. Τόσο προκλητική κι επίμονη είναι αυτή η εύνοια προς τους προοδευτικούς διανοούμενους, ώστε έγινε λαϊκό σκωπτικό αξίωμα η φράση: «Κάνεις αντίσταση—παίρνεις Φορντ». Αλλά εκτός από το λόγο που αναφέραμε παραπά­νω (ότι η κατηγορία αυτή των διανοουμένων έμεινε χωρίς πολιτικούς κηδεμόνες και, συνεπώς, είναι επικίνδυνη) υ­πάρχει και η ανάγκη να οροθετηθεί η αντίθεση στις κατα­στάσεις που εν τω μεταξύ προέκυψαν. Και την ανάγκη αυτή μόνο οι «αντιστασιαζόμενοι» διανοούμενοι είναι σε θέση να την καλύψουν. Γιατί μόνο αυτοί μπορούν να πλάσουν τα υποκατάστατα εκείνα που κάνουν να ξεχνιέται το πραγμα­τικό πρόβλημα και μας ανακουφίζουν από τις διάφορες πιέσεις. Άλλωστε, η απαγόρευση της ανοιχτής πολιτικής δραστηριότητας προκάλεσε την πολιτική φόρτιση της πνευματικής κι εκπολιτιστικής ζωής. Κάθε πρωτοβουλία κι εκδήλωση στον χώρο αυτό απόκτησε πολιτικό ενδιαφέ­ρον, βρέθηκε σε στράτευση, γιατί αντικειμενικά δεν υπήρ­χε θέση για την ουδετερότητα. Κι αυτό το αποτέλεσμα υπήρξε απόρροια αντικειμενικών συγκυριών και δεν ανα­χαιτίστηκε ούτε από τη «γραμμή» για «αποχή» και «σιωπή». Έτσι, όμως, άνοιγαν οι ασκοί του Αιόλου και όλοι οι θεσμοί, όλες οι κοινωνικές σχέσεις, όλες οι στάσεις απέ­ναντι στα μικρά και μεγάλα προβλήματα ήταν δυνατό να μπουν κάτω από την ανελέητη κριτική, πράγμα που θα συνεπέφερε νέες συνειδητοποιήσεις και πιθανά αποκρυσταλλώματα άλλου είδους. Αλλά, αντί να επιταχυνθεί και να βαθύνει η διαδικασία αυτή, επιχειρήθηκε το καναλιζάρισμα της αυθόρμητης ριζοσπαστικής τάσης και η διο­χέτευση του ενδιαφέροντος στα κραυγαλέα μικροζητήματα και στους άγονους χώρους των «αντιστασιακών» απω­θήσεων. Νοσταλγικοί εξωραϊσμοί του παρελθόντος, μεγα­λόσχημα επαναστατικά αναμασήματα και άλλα γνωστά τέτοια κάλυψαν τον ορίζοντα, εμπόδισαν τη διαδικασία του προσανατολισμού και συγκρότησαν το αλλοπρόσαλλο σύμπαν των «αντιστασιαζομένων». Και είναι βέβαιο ότι όποιος βρίσκεται μέσα στη στεγανή σφαίρα αυτού του σύμ­παντος, όσο κι αν έχει βολεμένη τη συνείδησή του, είναι ένας αχρηστευμένος πολίτης. Γιατί ο υποκατάστατος αυτός κόσμος που κατασκεύασαν οι διανοούμενοι (με δική τους ευθύνη κι έξοδα άλλων) δεν είναι τίποτα άλλο από πνευ­ματικό γηροκομείο, από το οποίο τίποτα καινούργιο δεν πρόκειται να προκύψει. Και κάθε δολάριο που ξοδεύε­ται για την άνετη οικοδόμηση ενός τέτοιου έργου είναι απόλυτα δικαιωμένο.
5) Η καταφυγή σε ορισμένες αξίες στις ώρες των κρίσεων αποκτά μεγάλη σημασία. Ακριβώς τις ώρες αυ­τές κρίνεται η συνέπεια των πράξεων στις άνετες διακη­ρύξεις άλλων εποχών. Αλλά η εύκολη ένταξη στο εκτρεφόμενο από το ίδρυμα Φορντ κοπάδι, η απεγνωσμένη αναζήτηση μαικηνών και η αυθάδης τακτοποίηση των ιδίων αναγκών δείχνουν ότι «εμωράνθη το άλας της γης», ότι η κιβωτός των δημιουργημένων με βάσανα και αίμα αξιών της εθνικής και λαϊκής μας ζωής προσβλήθηκε από τα τρωκτικά, τους ταγούς της πνευματικής ζωής. Η χα­μηλή συνείδηση της κοινωνικής ευθύνης, ο παρασιτικός χαρακτήρας και η προπέτικη ιδιοτέλεια τονίζουν τη φυ­σιογνωμία ευάριθμης κατηγορίας διανοουμένων (και πι­στοποιούν την ηθική τους χρεοκοπία). Η υποβολή, για αναγνώριση από τους διαχειριστές της Φορντ, της όποιας δημιουργίας τους, και όχι η αυτοδύναμη λειτουργία του έργου τους μέσα στο κοινό. η εξασφάλιση από τα αμερι­κανικά χρήματα, και όχι η απήχηση του έργου. η μετα­τροπή του διανοούμενου σε ικέτη αιτησιογράφο, και όχι η αξιοπρεπής άρνηση της «προστασίας» _ ιδού οι τρό­ποι των καιρών μας. Με δεδομένη τούτη την «ευαισθησία» οδηγεί σε «πολυτελή σχολαστικισμό» η εξέταση για την προέλευση των χρημάτων με τα οποία συντηρούνται και χάρη στα οποία μπορούν και «συνεχίζουν» την δημιουργική τους ανάπτυξη οι διανοούμενοί μας.
6) Στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας παρατη­ρούμε την εκδήλωση συμπλέγματος ενοχής στον τρόφιμο της Φορντ. Όταν φτάνει, ταπεινός αυτός ικέτης, στα α­πρόσιτα άδυτα των εκπροσώπων της Φορντ, από τη μια έχει παραμερίσει πολλούς ενοχλητικούς ενδοιασμούς και είναι πρόθυμος να διαβεβαιώσει για τις προθέσεις του (δηλ. είναι «ώριμος», που πάει να πει ότι έχουν συν­τελεστεί οι σχετικές συνειδησιακές αλλοιώσεις, χωρίς τις οποίες η αίτηση και η αποδοχή της δωρεάς είναι μια επονείδιστη πράξη) κι από την άλλη η μυωπία του τον εμποδίζει να αντιληφτεί τη μεγάλη παγίδα στην οποία πέφτει (με καλές ή κακές προθέσεις). Κι όταν φεύγει με τη βεβαιότητα της προσεχούς ικανοποίησής του, λευκός από «συμφωνίες» και «όρους», αλλά ολοκληρωτικά τυφλός ως προς την σημασία και το πολυσήμαντο της σύμπραξής του με την Φορντ, έχει ανοίξει λογαριασμούς με τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα στην επικοι­νωνία με το περιβάλλον του, στις κοινωνικές του σχέσεις, παρουσιάζονται τα συμπτώματα του «προβλήματός» του με φορτικότητα (που έχει χάσει το μέτρο της) και εμπι­στευτικά (σα να μιλάει στον ίδιο τον εαυτό του) σας δια­βεβαιώνει ότι «τους ξεγέλασε» (αυτός!), ότι «θα τους την φέρει» (εννοεί τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές), ότι εί­ναι «καθαρότατος» (δεν έκανε παραχωρήσεις) και δεν ξεχνά να σας παροτρύνει ν’ ακολουθήσετε και σεις το πα­ράδειγμά του, το μαγικό του τρόπο που συμβιβάζει τα α­συμβίβαστα. Η καταιγιστική ρητορεία του πραγματικά απευθύνεται στον χτεσινό εαυτό του, στη χτεσινή ανοι­χτή συνείδησή του που την κολόβωσε η ιδιοτελής σωφρο­σύνη του και πάει να την παρηγορήσει με «λογικές» πα­ραδοξότητες και με την άγρευση συνενόχων. Χαρακτηρι­στική αυτού του τελευταίου είναι η προτίμηση του να εμφα­νίζεται δημόσια, όταν είναι απαραίτητο, πάντοτε μαζί με άλλους «δωρεοδόχους». Έτσι διαμορφώνεται ο διχασμέ­νος και αυτάρκης «τύπος», ο φουκαράς κράχτης στο κο­πάδι της Φορντ, ο κατά κανόνα ανίκανος να δει κριτικά την πράξη του, ο «αντιστασιαζόμενος».
7) Παρά τα εγωιστικά πάθη και τις αμέτρητες μι­κρότητες, είναι πραγματική η τάση για συσπείρωση ανά­μεσα στους «αναγνωρισμένους» από (ή και από) τη Φορντ. Ήδη σημειώσαμε την προτίμηση τους για κοινή εμφάνι­ση. Το πνεύμα αυτό της καστοποίησης (δυστυχώς δεν μπορεί να ονομαστεί διαφορετικά, γιατί δεν υπάρχει καμμιά αναφορά σε κοινές αρχές) έχει ήδη ορισμένες θετι­κές και αρνητικές εκδηλώσεις. Χορηγοί και επιχορηγού­μενοι, κι ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, έχουν χρέος να αποδείξουν ότι τα δολλάρια που διατεθήκανε δεν πήγαν στο βρόντο, αλλά απέδωσαν δημιουργικά. Για να δικαιωθούν ή για να διασκεδάσουν την απορία των τρί­των (και επειδή η κάθε ατομική υπόθεση κρίνεται ως ένα βαθμό από τη γενικώτερη απόδοση της πρωτοβουλίας), έχουν εξασφαλίσει μονοπωλιακούς όρους προβολής και αλληλολιβανίσματος. Πολύς θόρυβος και σπατάλη μελανιού γίνεται για δημόσιες υποκλίσεις και φιλοφρονήσεις ανάμεσά τους. Η αποδοχή της επιχορήγησης φέρνει σε δεύτερη θέση κάθε προηγούμενη σχέση, αμβλύνει άλλες αν­τιθέσεις και γίνεται ο κοινός παρονομαστής της νέας συ­νοχής και της αναγνώρισης. Η επιλογή και η πρόταση για κάποιο νέο υποψήφιο για τη χορηγία γίνεται με τη «γνωμάτευση και τη σύσταση» κάποιων παλαιμάχων του κύκλου, σύσταση που δημιουργεί ιδιαίτερους ψυχικούς δεσμούς — όλους σε αναφορά προς τον απρόσωπο προστά­τη. Οι παρόμοιες διαδικασίες (φθοράς), η κοινή πηγή της ατομικής άνεσης και τα ίδια ψυχολογικά προβλήματα αποτελούν την πραγματική βάση της «αλληλεγγύης» και της αλληλοανοχής τους. Αλλά η παροχή σχέσεων, διευ­κολύνσεων και προνομίων μετατρέπεται σε περιφρόνηση κι εμπαθή άρνηση για όποιον αποτολμήσει να διαχωρίσει την ευθύνη του από το κοπάδι (υπήρξε μια τέτοια περί­πτωση στην πόλη μας, εδώ στη Θεσσαλονίκη).
8) Μέχρι που μπορεί να φτάσει η εξαχρείωση των δολλαριοβόρων τροφίμων της Φορντ, το δείχνει το κεί­μενο της συνέντευξης του παρεπιδημούντος ομογενούς σκη­νοθέτου του θεάτρου κ. Ν. Ψαχαρόπουλου, που πήρε και δημοσίευσε—με τον προφανή σκοπό να καμφθούν οι επιφυ­λάξεις («ορισμένοι αρνούνται να την δεχτούν», την υπο­τροφία) απέναντι στο ίδρυμα Φορντ και να εξοπλιστούν με επιχειρήματα οι εδώ απολογητές του—στην εφημερίδα «Τα Νέα» 22/5/72) ο κ. Γ. Κ. Πηλιχός. Αυτό το α­συνήθους θρασύτητας κείμενο δεν αρκείται στις δουλόφρονες ευχαριστίες προς την τροφό Φορντ, αλλά δικαιολογεί ακόμη και την πολεμική (στο Βιετνάμ) δραστηριότητά της. Ιδού τι αποφαίνεται ο κ. Ν. Ψ.: «Κατ’ αρχήν δεν είναι η Φορντ μονάχα που κερδίζει από τον πόλεμο. Ό­λες οι μεγάλες βιομηχανίες στην Αμερική κερδίζουν χρή­ματα από τον πόλεμο, αφού είναι υποχρεωμένες (δηλ. είναι υποχρεωμένες να κερδίζουν!) να παραστέ­κονται στο κράτος σε κατάσταση πολέμου. Συνεπώς, δεν είναι που η Φορντ επιζητά να κερδίσει σήμερα από τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά ότι είναι υποχρεωμένη όπως και οι άλλες αμερικανικές βιομηχανίες να συμπαρασταθεί στο αμερικανικό κράτος που έχει εμπλακεί στον πόλεμο του Βιετνάμ (για χάρη των Αμερικανών εργατών προφανώς, αφού οι βιομηχανίες εξαναγκάζον­ται!). Τώρα αν (sic) είναι δίκαιος ή άδικος τούτος ο πόλεμος, αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα κι άσχετο εντελώς (sic) με την Φορντ και την “υποτροφία” της». Με αυτές τις ασυνάρτητες σκέψεις οι ταλαίπωροι προστατευόμενοι της Φορντ προσπαθούν να δικαιολογήσουν την πράξη τους αλλά το μόνο που πετυχαίνουν εί­ναι να φιλοτεχνούν την κακόγουστη ρεκλάμα των πολε­μικών επιδόσεων του αμερικάνικου κατεστημένου. Μπλεγ­μένοι, με δική τους ευθύνη, στη διαλεκτική της ηθικής χρεωκοπίας φτάνουν στο τελευταίο σκαλί – στου κακού τη σκάλα. Άραγε τι να μας επιφυλάσσει ακόμα το μέλ­λον…
9) Μια άλλη όψη της θλιβερής αυτής ιστορίας εί­ναι ότι εγκαθιστά τον εγχώριο μηχανισμό του ιδρύματος Φορντ –δηλ. την «Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφο­ριών, δίδα Μυριβήλη» («Το Βήμα» 3-8-72, στήλη «Ρεπορτάζ αμέσου δράσεως»)– κριτή των πνευματικών αξιών του τόπου μας. Έτσι παρέχεται η «διευκόλυνση» σ’ ένα ξένο ίδρυμα (το οποίο, με την ευκαιρία, όχι μό­νο τρέφεται με το αίμα που ρουφάει η Φορντ από κει που ξέρουν οι Πηλιχοί και Ψαχαρόπουλοι, άλλα έχει μετο­χές σε πολλές άλλες ομογάλακτες επιχειρήσεις) να πα­ρεμβαίνει στην πνευματική μας ζωή. Το τι αξίζει ή όχι, το τι πρέπει να ενισχυθεί ή όχι αποφασίζεται με βάση τις σκοπιμότητες της Φορντ, από τους ανθρώπους της Φορντ και με την ηθική κάλυψη των μικρονόων ιδιοτελών τροφίμων της. Δεν χρειάζεται φαντασία για να προβλε­φτούν οι παραμορφώσεις των μεγεθών και οι εκφυλισμοί των αξιών. Από τα τώρα βλέπουμε να ανακηρύσσονται προικισμένοι και άξιοι λογοτέχνες, ζωγράφοι, σκηνοθέτες κ.λπ. άτομα, που επί σειρά ετών δεν παρουσίασαν τίποτε και είναι άγνωστοι έξω από τους τοίχους των σαλονιών όπου συχνάζουν, ενώ άλλοι (που δε δέχονται την προστατευτική θωπεία της Φορντ, και ακριβώς γι’ αυτό) αμφισβητούνται, συκοφαντούνται, περιλαμβάνονται στη «συνωμοσία σιωπής».
10) Τέλος, ένας γενικότερος συσχετισμός είναι α­παραίτητος. Βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο φαι­νόμενο: εκείνοι που διακηρύσσουν (ειλικρινώς ή υποκρι­τικά) την ανάγκη για την πολιτική κ.λπ. αποδέσμευση της χώρας από τις κηδεμονίες των ξένων και φιλολογούν «περί διευκολύνσεων κι ελλιμενισμών», εμπεδώνουν την κηδεμονία, την εξ­άρτηση και την επέμβαση των ξένων στους πιο νευραλγικούς τομείς της εθνικής μας ζωής, στην εθνική ψυχή, εκεί απ’ όπου δεν φτάνει να την βγάλει μια απόφαση. «Αν άλλοι χτίζουν φυλακές, τούτοι χαλκεύουν αλυσίδες, θολώνουν τα μυαλά και νοθεύουν τις συνειδήσεις». Αυτά, και σας ευχαριστώ.

Δ. Φ. Ελευθερίου
40 Εκκλησίες,
Θεσσαλονίκη, 16 Αυγούστου 1972

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ