1,3K
Συγγραφέας:
Γιώργος Χατζόπουλος
Άρδην τ. 56
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο που εξέδιδε ο Γιώργος Μιχαηλίδης στο τεύχος του Νοεμβρίου του 1972, είχε αποσταλεί ως επιστολή, για ευνόητους λόγους υπό το ψευδώνυμο Δ.Φ. Ελευθερίου. Σήμερα μπορούμε, τουλάχιστον, να δημοσιεύσουμε το όνομα του συγγραφέα, του Γιώργου Χατζόπουλου των εκδόσεων «Κάλβος» (Άρδην).
Της θαλάσσης καλύτερα φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν. […]. Παρά προστάτας νάχωμεν.
Ανδρέας Κάλβος
Αγαπητό Α.Θ.
Παρακαλώ να δημοσιεύσεις τις ακόλουθες απόψεις μου, που αναφέρονται στο γνωστό πια πανελλήνια γεγονός της «μαζικής» επιχορήγησης των συγκαιρινών μας Ελλήνων διανοουμένων από το «ίδρυμα Φορντ».
1) Έχω τη γνώμη ότι επιβάλλεται η, σύντομη έστω, διαπραγμάτευση των ηθικών, ιδεολογικών και ψυχολογικών προβλημάτων, τα οποία έφερε στην επιφάνεια –και απασχολούν μεγάλη μερίδα την κοινής γνώμης– τόσο η πρωτοβουλία των ιθυνόντων του ιδρύματος Φορντ να περιλάβουν γενναιόψυχα και τους Έλληνες δημιουργούς υπό «τας χρυσάς πτέρυγας» της προστασίας τους, όσο και η σπουδή των διανοουμένων μας (πρεσβυτών και νεοσσών, καλλιτεχνών κι επιστημόνων, ατόμων και ομάδων) να ζητήσουν και να δεχτούν τη δωρεά. Πράγματι, θα ήτανε σωστή στραβωμάρα αν δεν βλέπαμε ότι τ’ αποτελέσματα των πράξεων τούτων βαραίνουν ιδιαίτερα στην πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου κι ότι τέτοιες πράξεις ενσαρκώνουν μια νέα αντίληψη για το ήθος και την ευθύνη του διανοούμενου. Είναι, δηλαδή, φανερό ότι δεν πρόκειται για ιδιωτικό ζήτημα, που αφορά τα «συμβαλλόμενα» μέρη, κι ότι τούτο συμβαίνει ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις κι εξηγήσεις τους. Για τη σαφή κι ολοκληρωμένη αντίληψη του προβλήματος δεν αρκεί (παρά τη χρησιμότητά της) η άντληση πληροφοριών από ξενόγλωσσα έντυπα και η υιοθέτηση γενικών απόψεων για τις προθέσεις και τη διεθνή δραστηριότητα του Ιδρύματος Φορντ, άλλα πρωταρχικά χρειάζεται ή συγκεκριμένη κι ανεξάρτητη ανάλυση των δεδομένων που έχουμε στη διάθεσή μας. Κατά συνέπεια, ούτε οι ιερές προκαταλήψεις των επικριτών, ούτε οι «ειλικρινείς» εξομολογήσεις των πρωταγωνιστών έχουν ουσιαστική αξία — και αλλίμονο αν μετεωριστούμε ανάμεσά τους.
2) Ανάμεσα στις απρόβλεπτες συνέπειες από την ανατροπή ενός συγκεκριμένου συστήματος πολιτικών σχέσεων είναι, κατά κανόνα, και η συνήθως ανεπιθύμητη αποδέσμευση ατόμων και ομάδων διανοουμένων από συμφέροντα και σχέσεις, με τα οποία είχαν συμβιβαστεί και, το σημαντικώτερο, είχαν παγιδέψει τη σκέψη, την πρωτοβουλία και τη συνείδησή τους στο στενό ορίζοντα αυτού του συμβιβασμού. Η ανατροπή των πολιτικών σχέσεων, που ίσχυαν μέχρι το 1967, διετάραξε και την εξάρτηση των περισσότερων διανοουμένων από τους μέχρι τότε νομείς της εξουσίας και κατεστημένους φορείς του κομματικού ανταγωνισμού. Η σοβαρότερη μερίδα της βολεμένης διανόησης βρέθηκε ακούσια στην σκληρή και ηθικά πλεονεκτική θέση της σχετικής ανεξαρτησίας, γιατί χάνοντας υλικά προνόμια απαλλάχτηκε και από την στενή πολιτική ποδηγέτηση. Η εξάτμιση των παλινορθωτικών ονείρων της, με την πάροδο του χρόνου, από τη μια, και από την άλλη η απόλυτη ψυχολογική δυσκολία να ενταχθεί στις σχέσεις που διαμόρφωσε η «μεταπολίτευση», έτειναν να μονιμοποιήσουν την αδεσμευσία της διανόησης. Συνεπώς υπήρχε η πιθανότητα ώστε η νέα υλική θέση των διανοουμένων, μαζί με την βαθμιαία αποβολή των αυταπατών, να τους φέρει κοντά στην κατάσταση και τα προβλήματα των μονίμως αδικούμενων και ταπεινωμένων. Κατά ιστορική συγκυρία, ήτανε πράγματι δυνατό να μεταμορφωθούν σε συνειδητούς φορείς αληθινά λαϊκών προοπτικών ή τουλάχιστον, σε σοβαρούς εκφραστές βαθύτερων και κρισιμότερων προβλημάτων. Η προσέγγιση της διανόησης στην αληθινή ζωή του τόπου, και μάλιστα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της μικροπολιτικής, απόκτησε τη σημασία της μοναδικής διεξόδου και αποτέλεσε μέρος εντελώς αντικειμενικών διαδικασιών. Η προοπτική για την προσέγγιση αυτή έγινε πραγματικός εφιάλτης όχι τόσο των κορδωμένων χατζηαβάτηδων της επιφάνειας, όσο των έμπειρων και άγρυπνων κηδεμόνων της «ελευθερίας» και της «ησυχίας» μας. Έτσι έγινε αναπόδραστη η ανάγκη για το σβήσιμο αυτής της προοπτικής, πράγμα που μόνο με λεπτή και μελετημένη παρέμβαση μπορούσε να γίνει. Το ευφυές εγχείρημα της Φορντ, η ψυχολογημένη τεχνική του κι η γαλαντόμα διάθεση των διαχειριστών της, έφεραν αποτελέσματα και η συγκομιδή υπήρξε πλούσια.
3) Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ψυχικού ρήγματος ανάμεσα στο λαό και στις ομάδες εκείνες της διανόησης, που, παρά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν τους, φάνηκε πως συμμερίζονταν τη θέση και τις αγωνίες του. Η μεταμόρφωση των διανοουμένων σε προικοδοτούμενους και τροφίμους αλλοδαπών ιδρυμάτων εξουδετέρωσε τις δυνατότητες επικοινωνίας και διέλυσε το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσά τους. Γιατί είναι απλή αλήθεια, βεβαιωμένη από την ιστορική πείρα και μεταπλασμένη σε κοινή συνείδηση, ότι οι οικονομικές παροχές σε άτομα και ομάδες από τα διάφορα ιδρύματα, ανεξάρτητα από την υποκειμενική προαίρεση του κάθε αποδέχτη της παροχής, αποβλέπουν σε σκοπούς πέρα από κείνους που αναφέρουν οι επίσημες ανακοινώσεις και ότι οι ελέω μικροπρονομιούχοι που παρουσιάζονται έτσι δεν αξίζουν την τιμή να τους εμπιστευθείς. Η αίτηση και η αποδοχή των χορηγήσεων από γνωστά και μη πρόσωπα του πνευματικού κόσμου, εκτός των άλλων, φανέρωσε την πανικόβλητη μέριμνα για το προσωπικό προνόμιο και την ανικανότητα να καταλάβουν την παγίδα στην οποία τους οδήγησαν, δηλαδή την απομόνωση από το ανθρώπινο περιβάλλον τους και την συνακόλουθη ιδεολογική και συνειδησιακή συρρίκνωσή τους. Η σύμπραξη στην πρωτοβουλία της Φορντ από τη μια και από την άλλη η κραυγαλέα καταγγελία των δραστών για τις «δεσμεύσεις», που αναλάβανε τάχα προσωπικά για να εξασφαλίσουν την εύνοια, αποτέλεσαν την θετική και την αρνητική προϋπόθεση για την ευόδωση των σχεδίων της Φορντ, δηλαδή την έκθεση, την απομόνωση και την πολιτική αχρήστευση της διανόησης. Με τον τρόπο αυτό δύο διαμετρικά αντίθετες στάσεις έγιναν την κρίσιμη ώρα, η μία εκούσια, η άλλη ακούσια, προωθητικοί παράγοντες του στόχου της Φορντ.
4) Οι χορηγοί του ιδρύματος Φορντ επιλέγουν τους «τυχερούς» μέσα από τις διάφορες αντιστασιακές λεγόμενες ομάδες. Τόσο προκλητική κι επίμονη είναι αυτή η εύνοια προς τους προοδευτικούς διανοούμενους, ώστε έγινε λαϊκό σκωπτικό αξίωμα η φράση: «Κάνεις αντίσταση—παίρνεις Φορντ». Αλλά εκτός από το λόγο που αναφέραμε παραπάνω (ότι η κατηγορία αυτή των διανοουμένων έμεινε χωρίς πολιτικούς κηδεμόνες και, συνεπώς, είναι επικίνδυνη) υπάρχει και η ανάγκη να οροθετηθεί η αντίθεση στις καταστάσεις που εν τω μεταξύ προέκυψαν. Και την ανάγκη αυτή μόνο οι «αντιστασιαζόμενοι» διανοούμενοι είναι σε θέση να την καλύψουν. Γιατί μόνο αυτοί μπορούν να πλάσουν τα υποκατάστατα εκείνα που κάνουν να ξεχνιέται το πραγματικό πρόβλημα και μας ανακουφίζουν από τις διάφορες πιέσεις. Άλλωστε, η απαγόρευση της ανοιχτής πολιτικής δραστηριότητας προκάλεσε την πολιτική φόρτιση της πνευματικής κι εκπολιτιστικής ζωής. Κάθε πρωτοβουλία κι εκδήλωση στον χώρο αυτό απόκτησε πολιτικό ενδιαφέρον, βρέθηκε σε στράτευση, γιατί αντικειμενικά δεν υπήρχε θέση για την ουδετερότητα. Κι αυτό το αποτέλεσμα υπήρξε απόρροια αντικειμενικών συγκυριών και δεν αναχαιτίστηκε ούτε από τη «γραμμή» για «αποχή» και «σιωπή». Έτσι, όμως, άνοιγαν οι ασκοί του Αιόλου και όλοι οι θεσμοί, όλες οι κοινωνικές σχέσεις, όλες οι στάσεις απέναντι στα μικρά και μεγάλα προβλήματα ήταν δυνατό να μπουν κάτω από την ανελέητη κριτική, πράγμα που θα συνεπέφερε νέες συνειδητοποιήσεις και πιθανά αποκρυσταλλώματα άλλου είδους. Αλλά, αντί να επιταχυνθεί και να βαθύνει η διαδικασία αυτή, επιχειρήθηκε το καναλιζάρισμα της αυθόρμητης ριζοσπαστικής τάσης και η διοχέτευση του ενδιαφέροντος στα κραυγαλέα μικροζητήματα και στους άγονους χώρους των «αντιστασιακών» απωθήσεων. Νοσταλγικοί εξωραϊσμοί του παρελθόντος, μεγαλόσχημα επαναστατικά αναμασήματα και άλλα γνωστά τέτοια κάλυψαν τον ορίζοντα, εμπόδισαν τη διαδικασία του προσανατολισμού και συγκρότησαν το αλλοπρόσαλλο σύμπαν των «αντιστασιαζομένων». Και είναι βέβαιο ότι όποιος βρίσκεται μέσα στη στεγανή σφαίρα αυτού του σύμπαντος, όσο κι αν έχει βολεμένη τη συνείδησή του, είναι ένας αχρηστευμένος πολίτης. Γιατί ο υποκατάστατος αυτός κόσμος που κατασκεύασαν οι διανοούμενοι (με δική τους ευθύνη κι έξοδα άλλων) δεν είναι τίποτα άλλο από πνευματικό γηροκομείο, από το οποίο τίποτα καινούργιο δεν πρόκειται να προκύψει. Και κάθε δολάριο που ξοδεύεται για την άνετη οικοδόμηση ενός τέτοιου έργου είναι απόλυτα δικαιωμένο.
5) Η καταφυγή σε ορισμένες αξίες στις ώρες των κρίσεων αποκτά μεγάλη σημασία. Ακριβώς τις ώρες αυτές κρίνεται η συνέπεια των πράξεων στις άνετες διακηρύξεις άλλων εποχών. Αλλά η εύκολη ένταξη στο εκτρεφόμενο από το ίδρυμα Φορντ κοπάδι, η απεγνωσμένη αναζήτηση μαικηνών και η αυθάδης τακτοποίηση των ιδίων αναγκών δείχνουν ότι «εμωράνθη το άλας της γης», ότι η κιβωτός των δημιουργημένων με βάσανα και αίμα αξιών της εθνικής και λαϊκής μας ζωής προσβλήθηκε από τα τρωκτικά, τους ταγούς της πνευματικής ζωής. Η χαμηλή συνείδηση της κοινωνικής ευθύνης, ο παρασιτικός χαρακτήρας και η προπέτικη ιδιοτέλεια τονίζουν τη φυσιογνωμία ευάριθμης κατηγορίας διανοουμένων (και πιστοποιούν την ηθική τους χρεοκοπία). Η υποβολή, για αναγνώριση από τους διαχειριστές της Φορντ, της όποιας δημιουργίας τους, και όχι η αυτοδύναμη λειτουργία του έργου τους μέσα στο κοινό. η εξασφάλιση από τα αμερικανικά χρήματα, και όχι η απήχηση του έργου. η μετατροπή του διανοούμενου σε ικέτη αιτησιογράφο, και όχι η αξιοπρεπής άρνηση της «προστασίας» _ ιδού οι τρόποι των καιρών μας. Με δεδομένη τούτη την «ευαισθησία» οδηγεί σε «πολυτελή σχολαστικισμό» η εξέταση για την προέλευση των χρημάτων με τα οποία συντηρούνται και χάρη στα οποία μπορούν και «συνεχίζουν» την δημιουργική τους ανάπτυξη οι διανοούμενοί μας.
6) Στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας παρατηρούμε την εκδήλωση συμπλέγματος ενοχής στον τρόφιμο της Φορντ. Όταν φτάνει, ταπεινός αυτός ικέτης, στα απρόσιτα άδυτα των εκπροσώπων της Φορντ, από τη μια έχει παραμερίσει πολλούς ενοχλητικούς ενδοιασμούς και είναι πρόθυμος να διαβεβαιώσει για τις προθέσεις του (δηλ. είναι «ώριμος», που πάει να πει ότι έχουν συντελεστεί οι σχετικές συνειδησιακές αλλοιώσεις, χωρίς τις οποίες η αίτηση και η αποδοχή της δωρεάς είναι μια επονείδιστη πράξη) κι από την άλλη η μυωπία του τον εμποδίζει να αντιληφτεί τη μεγάλη παγίδα στην οποία πέφτει (με καλές ή κακές προθέσεις). Κι όταν φεύγει με τη βεβαιότητα της προσεχούς ικανοποίησής του, λευκός από «συμφωνίες» και «όρους», αλλά ολοκληρωτικά τυφλός ως προς την σημασία και το πολυσήμαντο της σύμπραξής του με την Φορντ, έχει ανοίξει λογαριασμούς με τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα στην επικοινωνία με το περιβάλλον του, στις κοινωνικές του σχέσεις, παρουσιάζονται τα συμπτώματα του «προβλήματός» του με φορτικότητα (που έχει χάσει το μέτρο της) και εμπιστευτικά (σα να μιλάει στον ίδιο τον εαυτό του) σας διαβεβαιώνει ότι «τους ξεγέλασε» (αυτός!), ότι «θα τους την φέρει» (εννοεί τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές), ότι είναι «καθαρότατος» (δεν έκανε παραχωρήσεις) και δεν ξεχνά να σας παροτρύνει ν’ ακολουθήσετε και σεις το παράδειγμά του, το μαγικό του τρόπο που συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα. Η καταιγιστική ρητορεία του πραγματικά απευθύνεται στον χτεσινό εαυτό του, στη χτεσινή ανοιχτή συνείδησή του που την κολόβωσε η ιδιοτελής σωφροσύνη του και πάει να την παρηγορήσει με «λογικές» παραδοξότητες και με την άγρευση συνενόχων. Χαρακτηριστική αυτού του τελευταίου είναι η προτίμηση του να εμφανίζεται δημόσια, όταν είναι απαραίτητο, πάντοτε μαζί με άλλους «δωρεοδόχους». Έτσι διαμορφώνεται ο διχασμένος και αυτάρκης «τύπος», ο φουκαράς κράχτης στο κοπάδι της Φορντ, ο κατά κανόνα ανίκανος να δει κριτικά την πράξη του, ο «αντιστασιαζόμενος».
6) Στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας παρατηρούμε την εκδήλωση συμπλέγματος ενοχής στον τρόφιμο της Φορντ. Όταν φτάνει, ταπεινός αυτός ικέτης, στα απρόσιτα άδυτα των εκπροσώπων της Φορντ, από τη μια έχει παραμερίσει πολλούς ενοχλητικούς ενδοιασμούς και είναι πρόθυμος να διαβεβαιώσει για τις προθέσεις του (δηλ. είναι «ώριμος», που πάει να πει ότι έχουν συντελεστεί οι σχετικές συνειδησιακές αλλοιώσεις, χωρίς τις οποίες η αίτηση και η αποδοχή της δωρεάς είναι μια επονείδιστη πράξη) κι από την άλλη η μυωπία του τον εμποδίζει να αντιληφτεί τη μεγάλη παγίδα στην οποία πέφτει (με καλές ή κακές προθέσεις). Κι όταν φεύγει με τη βεβαιότητα της προσεχούς ικανοποίησής του, λευκός από «συμφωνίες» και «όρους», αλλά ολοκληρωτικά τυφλός ως προς την σημασία και το πολυσήμαντο της σύμπραξής του με την Φορντ, έχει ανοίξει λογαριασμούς με τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα στην επικοινωνία με το περιβάλλον του, στις κοινωνικές του σχέσεις, παρουσιάζονται τα συμπτώματα του «προβλήματός» του με φορτικότητα (που έχει χάσει το μέτρο της) και εμπιστευτικά (σα να μιλάει στον ίδιο τον εαυτό του) σας διαβεβαιώνει ότι «τους ξεγέλασε» (αυτός!), ότι «θα τους την φέρει» (εννοεί τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές), ότι είναι «καθαρότατος» (δεν έκανε παραχωρήσεις) και δεν ξεχνά να σας παροτρύνει ν’ ακολουθήσετε και σεις το παράδειγμά του, το μαγικό του τρόπο που συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα. Η καταιγιστική ρητορεία του πραγματικά απευθύνεται στον χτεσινό εαυτό του, στη χτεσινή ανοιχτή συνείδησή του που την κολόβωσε η ιδιοτελής σωφροσύνη του και πάει να την παρηγορήσει με «λογικές» παραδοξότητες και με την άγρευση συνενόχων. Χαρακτηριστική αυτού του τελευταίου είναι η προτίμηση του να εμφανίζεται δημόσια, όταν είναι απαραίτητο, πάντοτε μαζί με άλλους «δωρεοδόχους». Έτσι διαμορφώνεται ο διχασμένος και αυτάρκης «τύπος», ο φουκαράς κράχτης στο κοπάδι της Φορντ, ο κατά κανόνα ανίκανος να δει κριτικά την πράξη του, ο «αντιστασιαζόμενος».
7) Παρά τα εγωιστικά πάθη και τις αμέτρητες μικρότητες, είναι πραγματική η τάση για συσπείρωση ανάμεσα στους «αναγνωρισμένους» από (ή και από) τη Φορντ. Ήδη σημειώσαμε την προτίμηση τους για κοινή εμφάνιση. Το πνεύμα αυτό της καστοποίησης (δυστυχώς δεν μπορεί να ονομαστεί διαφορετικά, γιατί δεν υπάρχει καμμιά αναφορά σε κοινές αρχές) έχει ήδη ορισμένες θετικές και αρνητικές εκδηλώσεις. Χορηγοί και επιχορηγούμενοι, κι ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, έχουν χρέος να αποδείξουν ότι τα δολλάρια που διατεθήκανε δεν πήγαν στο βρόντο, αλλά απέδωσαν δημιουργικά. Για να δικαιωθούν ή για να διασκεδάσουν την απορία των τρίτων (και επειδή η κάθε ατομική υπόθεση κρίνεται ως ένα βαθμό από τη γενικώτερη απόδοση της πρωτοβουλίας), έχουν εξασφαλίσει μονοπωλιακούς όρους προβολής και αλληλολιβανίσματος. Πολύς θόρυβος και σπατάλη μελανιού γίνεται για δημόσιες υποκλίσεις και φιλοφρονήσεις ανάμεσά τους. Η αποδοχή της επιχορήγησης φέρνει σε δεύτερη θέση κάθε προηγούμενη σχέση, αμβλύνει άλλες αντιθέσεις και γίνεται ο κοινός παρονομαστής της νέας συνοχής και της αναγνώρισης. Η επιλογή και η πρόταση για κάποιο νέο υποψήφιο για τη χορηγία γίνεται με τη «γνωμάτευση και τη σύσταση» κάποιων παλαιμάχων του κύκλου, σύσταση που δημιουργεί ιδιαίτερους ψυχικούς δεσμούς — όλους σε αναφορά προς τον απρόσωπο προστάτη. Οι παρόμοιες διαδικασίες (φθοράς), η κοινή πηγή της ατομικής άνεσης και τα ίδια ψυχολογικά προβλήματα αποτελούν την πραγματική βάση της «αλληλεγγύης» και της αλληλοανοχής τους. Αλλά η παροχή σχέσεων, διευκολύνσεων και προνομίων μετατρέπεται σε περιφρόνηση κι εμπαθή άρνηση για όποιον αποτολμήσει να διαχωρίσει την ευθύνη του από το κοπάδι (υπήρξε μια τέτοια περίπτωση στην πόλη μας, εδώ στη Θεσσαλονίκη).
8) Μέχρι που μπορεί να φτάσει η εξαχρείωση των δολλαριοβόρων τροφίμων της Φορντ, το δείχνει το κείμενο της συνέντευξης του παρεπιδημούντος ομογενούς σκηνοθέτου του θεάτρου κ. Ν. Ψαχαρόπουλου, που πήρε και δημοσίευσε—με τον προφανή σκοπό να καμφθούν οι επιφυλάξεις («ορισμένοι αρνούνται να την δεχτούν», την υποτροφία) απέναντι στο ίδρυμα Φορντ και να εξοπλιστούν με επιχειρήματα οι εδώ απολογητές του—στην εφημερίδα «Τα Νέα» 22/5/72) ο κ. Γ. Κ. Πηλιχός. Αυτό το ασυνήθους θρασύτητας κείμενο δεν αρκείται στις δουλόφρονες ευχαριστίες προς την τροφό Φορντ, αλλά δικαιολογεί ακόμη και την πολεμική (στο Βιετνάμ) δραστηριότητά της. Ιδού τι αποφαίνεται ο κ. Ν. Ψ.: «Κατ’ αρχήν δεν είναι η Φορντ μονάχα που κερδίζει από τον πόλεμο. Όλες οι μεγάλες βιομηχανίες στην Αμερική κερδίζουν χρήματα από τον πόλεμο, αφού είναι υποχρεωμένες (δηλ. είναι υποχρεωμένες να κερδίζουν!) να παραστέκονται στο κράτος σε κατάσταση πολέμου. Συνεπώς, δεν είναι που η Φορντ επιζητά να κερδίσει σήμερα από τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά ότι είναι υποχρεωμένη όπως και οι άλλες αμερικανικές βιομηχανίες να συμπαρασταθεί στο αμερικανικό κράτος που έχει εμπλακεί στον πόλεμο του Βιετνάμ (για χάρη των Αμερικανών εργατών προφανώς, αφού οι βιομηχανίες εξαναγκάζονται!). Τώρα αν (sic) είναι δίκαιος ή άδικος τούτος ο πόλεμος, αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα κι άσχετο εντελώς (sic) με την Φορντ και την “υποτροφία” της». Με αυτές τις ασυνάρτητες σκέψεις οι ταλαίπωροι προστατευόμενοι της Φορντ προσπαθούν να δικαιολογήσουν την πράξη τους αλλά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να φιλοτεχνούν την κακόγουστη ρεκλάμα των πολεμικών επιδόσεων του αμερικάνικου κατεστημένου. Μπλεγμένοι, με δική τους ευθύνη, στη διαλεκτική της ηθικής χρεωκοπίας φτάνουν στο τελευταίο σκαλί – στου κακού τη σκάλα. Άραγε τι να μας επιφυλάσσει ακόμα το μέλλον…
9) Μια άλλη όψη της θλιβερής αυτής ιστορίας είναι ότι εγκαθιστά τον εγχώριο μηχανισμό του ιδρύματος Φορντ –δηλ. την «Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών, δίδα Μυριβήλη» («Το Βήμα» 3-8-72, στήλη «Ρεπορτάζ αμέσου δράσεως»)– κριτή των πνευματικών αξιών του τόπου μας. Έτσι παρέχεται η «διευκόλυνση» σ’ ένα ξένο ίδρυμα (το οποίο, με την ευκαιρία, όχι μόνο τρέφεται με το αίμα που ρουφάει η Φορντ από κει που ξέρουν οι Πηλιχοί και Ψαχαρόπουλοι, άλλα έχει μετοχές σε πολλές άλλες ομογάλακτες επιχειρήσεις) να παρεμβαίνει στην πνευματική μας ζωή. Το τι αξίζει ή όχι, το τι πρέπει να ενισχυθεί ή όχι αποφασίζεται με βάση τις σκοπιμότητες της Φορντ, από τους ανθρώπους της Φορντ και με την ηθική κάλυψη των μικρονόων ιδιοτελών τροφίμων της. Δεν χρειάζεται φαντασία για να προβλεφτούν οι παραμορφώσεις των μεγεθών και οι εκφυλισμοί των αξιών. Από τα τώρα βλέπουμε να ανακηρύσσονται προικισμένοι και άξιοι λογοτέχνες, ζωγράφοι, σκηνοθέτες κ.λπ. άτομα, που επί σειρά ετών δεν παρουσίασαν τίποτε και είναι άγνωστοι έξω από τους τοίχους των σαλονιών όπου συχνάζουν, ενώ άλλοι (που δε δέχονται την προστατευτική θωπεία της Φορντ, και ακριβώς γι’ αυτό) αμφισβητούνται, συκοφαντούνται, περιλαμβάνονται στη «συνωμοσία σιωπής».
10) Τέλος, ένας γενικότερος συσχετισμός είναι απαραίτητος. Βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο φαινόμενο: εκείνοι που διακηρύσσουν (ειλικρινώς ή υποκριτικά) την ανάγκη για την πολιτική κ.λπ. αποδέσμευση της χώρας από τις κηδεμονίες των ξένων και φιλολογούν «περί διευκολύνσεων κι ελλιμενισμών», εμπεδώνουν την κηδεμονία, την εξάρτηση και την επέμβαση των ξένων στους πιο νευραλγικούς τομείς της εθνικής μας ζωής, στην εθνική ψυχή, εκεί απ’ όπου δεν φτάνει να την βγάλει μια απόφαση. «Αν άλλοι χτίζουν φυλακές, τούτοι χαλκεύουν αλυσίδες, θολώνουν τα μυαλά και νοθεύουν τις συνειδήσεις». Αυτά, και σας ευχαριστώ.
Δ. Φ. Ελευθερίου
40 Εκκλησίες,
Θεσσαλονίκη, 16 Αυγούστου 1972