Αρχική » Το κόστος της ανάπτυξης

Το κόστος της ανάπτυξης

από admin
Συγγραφέας: Της Σύνταξης
Άρδην τ. 59
«[η αστική τάξη] απέδειξε τι μπορεί να κατορθώσει η ανθρώπινη δραστηριότητα. Πραγματοποίησε θαύματα που ξεπερνούν κατά πολύ τις πυραμίδες της Αιγύπτου, τα ρωμαϊκά υδραγωγεία και τις γοτθικές μητροπόλεις».
Κομμουνιστικό Μανιφέστο
Γ ια ποια θαύματα μιλάει στο μανιφέστο του ο Κάρολος Μαρξ; Όχι. Δεν πρόκειται για τα πνευματικά και τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της νεωτερικότητας. Πρόκειται για την ραγδαία πρόοδο που έχουν επιτελέσει οι δυνάμεις της οικονομίας εκτοξεύοντας την παραγωγή πλούτου και αγαθών σε πρωτόγνωρα επίπεδα για την παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας.
Πρόκειται για την αφύπνιση ενός νέου Προμηθέα – των ανεξάντλητων παραγωγικών δυνάμεων που μέχρι σήμερα βρίσκονταν «κρυμμένες στους κόλπους της κοινωνικής εργασίας». Ο Μαρξ, βέβαια, δεν θα μπορούσε να φανταστεί στα 1848 ότι αυτά τα «θαύματα» θα αποκτούσαν τις σημερινές τους διαστάσεις. Παρόλα αυτά, ήταν αρκετά προφητικός για να μπορέσει να συλλάβει έστω την κατεύθυνση, το περίγραμμα της σύγχρονης πραγματικότητας και των ρυθμών με τους οποίους αυτή κινείται.
Πολλοί στοχαστές παραδέχονται ότι τουλάχιστον στον πλούσιο Βορρά η κοινωνία της αφθονίας είναι γεγονός. Κι όμως! Αν όλα αυτά συμβαίνουν όντως σήμερα, εκείνο που απομακρύνεται είναι ο στόχος της διαδικασίας: η βελτίωση των όρων του ανθρώπινου βίου πάνω στον πλανήτη. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η ανθρωπότητα μοιάζει να λυγίζει κάτω από τον πολλαπλασιασμό αδιεξόδων: το πετρέλαιο ακριβαίνει. το νερό σπανίζει. το φαινόμενο του θερμοκηπίου απειλεί να προκαλέσει παγκόσμια υπερθέρμανση. απανωτοί πόλεμοι απειλούν την παγκόσμια ασφάλεια. η φτώχεια αναγκάζει εκατομμύρια ανθρώπων να εγκαταλείπουν τις εστίες τους. η παγκόσμια υπερθέρμανση προκαλεί καιρικά φαινόμενα βιβλικών διαστάσεων. οι μητροπόλεις παραπαίουν μέσα στα ναρκωτικά, τους άστεγους, τις ανεξέλεγκτες συγκρούσεις εγκληματικών συμμοριών. Ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να έχει φτάσει στα όριά του από κάθε σκοπιά. Ο πλούσιος Βορράς παραπαίει μέσα στο υπαρξιακό κενό που δημιουργεί αυτός ο υπερτεχνολογικός, υπερκαταναλωτικός, χαοτικός κόσμος και ο Νότος ζει στα όρια της φυσικής επιβίωσης.
Η πιο δημοφιλής λέξη των δημόσιων συζητήσεων των τελευταίων χρόνων είναι η «κρίση». Όλοι έχουν επίγνωση και όλοι συζητούν γι’ αυτή. Είναι αυτό όμως αρκετό; Το εύρος της κρίσης καθορίζει και το βάθος της αναζήτησης των πιθανών διεξόδων από αυτήν. Και σήμερα, επειδή βιώνουμε μια καθολική κρίση, οι απαντήσεις μας πρέπει να είναι ριζικές. Τούτο σημαίνει πως θα πρέπει να επανεξετάσουμε σημείο προς σημείο το παρόν μοντέλο, η κυριαρχία του οποίου ευθύνεται για την έλευση των αδιεξόδων. Σ’ αυτά τα πλαίσια δεν διασώζεται ούτε η λογική της Ανάπτυξης, η οποία εξ άλλου εντοπίζεται στα θεμέλια του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου.
Σε τι συνίσταται αυτή η λογική; Είναι η αδιάκοπη συσσώρευση κεφαλαίου μέσα από τη διαρκή διεύρυνση του πεδίου της οικονομικής δραστηριότητας. Η ανάπτυξη προϋποθέτει, όπως εξηγεί ο Σέρζ Λατούς, αξίες που βρίσκονται στον πυρήνα του Δυτικού Πολιτισμού. Πρόκειται για τις: «“αξίες” της προόδου, του οικουμενισμού, της κυριαρχίας πάνω στη φύση και του ορθολογισμού που ποσοτικοποιεί»1.
Ας το θέσουμε πιο απλά. Η σύγχρονη οικονομία είναι μία μεγαμηχανή που αντλεί πόρους από τις ανθρώπινες κοινωνίες και το περιβάλλον προκειμένου να παράγει αγαθά. Η λογική της ανάπτυξης λέει πως, προκειμένου να επιβιώσει αυτή η μεγαμηχανή, θα πρέπει να διευρύνεται διαρκώς και να παράγει ολοένα και περισσότερα. Το περιεχόμενο της παραγωγής, βέβαια, δεν έχει σημασία: μπορεί να είναι υλικό ή άυλο, μπορεί να είναι χρήσιμο ή υπό άλλες συνθήκες να ήταν άχρηστο ή μπορεί –τέλος– να είναι μία νέα ανάγκη που θα επιτρέψει σε άλλους κλάδους της οικονομίας να παράγουν νέα προϊόντα. Σημασία έχει η διεύρυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η ποσοστιαία αύξηση των δεικτών και όχι οι ποιοτικές κοινωνικές μεταβολές.
Αυτός ο αδηφάγος οικονομισμός, όμως, έχει δύο σημαντικές αδυναμίες οι οποίες εν πολλοίς ευθύνονται για τις παρούσες κοινωνικές, εθνικές και οικολογικές ανισορροπίες του παγκόσμιου συστήματος.

Το οικολογικό και κοινωνικό κόστος
Η πρώτη αφορά τον υπολογισμό του κόστους που έχει η λειτουργία της οικονομικής μεγαμηχανής για την κοινωνία και το περιβάλλον. Στα πλαίσια της επικρατούσας εκδοχής της οικονομικής επιστήμης, το κόστος παραγωγής υπολογίζεται με την στενότερή του έννοια. Αφορά τα έξοδα της επιχείρησης –η οποιασδήποτε άλλης οικονομικής μονάδας– για την εξασφάλιση όλων των παραγωγικών συντελεστών (πόροι, εργασία, λειτουργικά έξοδα κ.ο.κ.). Αυτό όμως δεν είναι το πραγματικό κόστος για την παραγωγή ενός προϊόντος. Οι παραγωγικές και καταναλωτικές διαδικασίες συνεπάγονται ένα κοινωνικό και ένα οικολογικό κόστος το οποίο δεν καταγράφεται στους ισολογισμούς και δεν επιβαρύνει την ίδια την επιχείρηση-παραγωγό αλλά ολόκληρη την κοινωνία και το περιβάλλον. Αντίστοιχα, παρόμοιο κόστος έχει και η κατανάλωση των προϊόντων, το οποίο φυσικά δεν καταγράφεται στους οικονομικούς δείκτες.

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Η μαζική παραγωγή και χρήση ενός ιδιωτικού αυτοκινήτου έχει έμμεσο και άμεσο κόστος. Το άμεσο κόστος το γνωρίζουμε, είναι τα έξοδα της κατασκευής του και ενσωματώνονται στην τιμή. Το έμμεσο κόστος περιέχει την ύπαρξη και την συντήρηση ενός οδικού δικτύου, τις δαπάνες για την διατήρηση υπηρεσιών πρόληψης και διαχείρισης των οδικών ατυχημάτων (Τροχαία, Νοσοκομειακή περίθαλψη κ.λ.π.), την πολλαπλή κινητοποίηση για την εξασφάλιση φθηνών μη-ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων (ό,τι χρειάζεται δηλαδή σε επίπεδο πολιτικής και οικονομίας για να εξασφαλιστεί η παροχή φθηνής βενζίνης στον καταναλωτή), τους εκπεμπόμενους ρύπους και τις συνέπειες που αυτοί έχουν στην υγεία των κατοίκων της πόλης και το περιβάλλον κ.ο.κ. Φυσικά ο κατάλογος δεν σταματάει εδώ. Για να έχουμε μία συνοπτική εικόνα αρκεί να πούμε ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινωνικών και οικολογικών επιπτώσεων που συνεπάγεται η μαζική παραγωγή και χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου καθώς και το σύνολο των οικονομικών και των πολιτικών προϋποθέσεων για να γίνει αυτή εφικτή.
Σε μακρο-οικονομικό επίπεδο έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την δημιουργία ενός δείκτη που να περιλαμβάνει πτυχές αυτής της διευρυμένης προσέγγισης του κόστους. Ο Σέρζ Λατούς αναφέρει έναν από αυτούς μαζί με τα αποτελέσματα που εξήχθησαν από την εφαρμογή του στην αμερικανική οικονομία:
«Ο Χέρμαν Ντάλι έχει δημιουργήσει ένα σύνθετο δείκτη, τον Αυθεντικό Δείκτη Προόδου (ΙΡΑ: Genuine Progress Indicator), ο οποίος διορθώνει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, αφαιρώντας το κόστος που συνεπάγεται η ρύπανση και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Εφάρμοσε δε αυτόν τον δείκτη στην οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών από τη δεκατία του 1970: ενώ το ΑΕΠ της χώρας ακολουθεί ανοδικούς ρυθμούς, ο ΑΔΠ βρίσκεται σε στασιμότητα ή είναι αρνητικός2».
Μέσα από την αξιολόγηση του οικολογικού και του κοινωνικού κόστους της παραγωγικής διαδικασίας, η λογική του περισσότερα αγαθά-καλύτερη ποιότητα ζωής δεν ευσταθεί. Τουναντίον, αυτό που ισχύει είναι ένας γενικότερος κανόνας που επαληθεύεται σ’ όλους τους έμβιους οργανισμούς: υπάρχουν όρια στην μεγέθυνση. Αν οτιδήποτε αναπτυχθεί πέρα από αυτά τα όρια, παρακμάζει, τείνει να καταργήσει τον εαυτό του. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θαύματα της οικονομικής ανάπτυξης και αυτό το βιώνουμε καθημερινά στις ζωές μας.

Η ανάπτυξη δημιουργεί φτώχεια στον Τρίτο Κόσμο
Η δεύτερη αδυναμία συνίσταται στον άνισο τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στο παγκόσμιο σύστημα ο λεγόμενος υπανάπτυκτος κόσμος. Η κυρίαρχη ρητορική περί παγκοσμιοποίησης θέλει την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και τη διεθνοποίηση της παραγωγής να ωφελεί κυρίως τον τρίτο κόσμο μίας και: α) στον παγκόσμιο καταμερισμό αναδεικνύει πολλές από τις υπανάπτυκτες χώρες ως παραγωγούς βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων β) οι επενδύσεις σ’ αυτές τις χώρες φέρνουν πληθώρα κεφαλαίων στις οικονομίες τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, λένε, περιορίζεται το χάσμα της φτώχειας ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο.

Η πραγματικότητα, όμως, τους διαψεύδει κατηγορηματικά. Πολλές από τις χώρες του Νότου –αν όχι όλες, που εντάσσονται στο παγκόσμιο σύστημα της διεθνούς αγοράς, βιώνουν φαινόμενα παρόμοια μ’ αυτά που προκάλεσε η βιομηχανική επανάσταση στη Δύση. Οι κοινωνικές σχέσεις και η κουλτούρα της υπαίθρου του Νότου αποσαθρώνεται εντελώς και εκατομμύρια ανθρώπων μεταναστεύουν στις μεγα-πόλεις του Νότου και τις μητροπόλεις του Βορρά.
Πριν να συμβούν όλα αυτά, ο βίος των ανθρώπων ήταν δομημένος πάνω σε ισορροπίες που βρίσκονταν έξω από την λογική της αγοράς και της βιομηχανοποίησης. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η στέγαση και η περίθαλψη ήταν κοινοτικά διαχειριζόμενες. Επίσης, η τεχνογνωσία της αγροτικής παραγωγής, όπως και οι σπόροι, τα φυσικά λιπάσματα και φάρμακα κ.ο.κ. ήταν ελεύθερα να τα χρησιμοποιεί οποιοσδήποτε. Με την έλευση των μηχανισμών της αγοράς, όλα αυτά εμπορευματοποιήθηκαν. Αυτό ήταν μία καταστροφή για κοινωνίες όπου η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ακολουθούσε ένα μοντέλο που βασιζόταν στην αυτοκατανάλωση, τον μικρό κλήρο, τις πολυ-καλλιέργειες και την αγροτό-κτηνοτροφική δραστηριότητα και κατά συνέπεια δεν διέθετε χρήματα για ν’ αγοράσει τα μέσα της επιβίωσης.
Ταυτόχρονα, η αγροτική παραγωγή αναδιαρθρώθηκε με βάση ένα άκρως βιομηχανοποιημένο μοντέλο που απαιτεί μεγάλες εκτάσεις, πληθώρα κεφαλαίων για τις δαπάνες του εξοπλισμού, των χημικών λιπασμάτων και των μεταλλαγμένων σπόρων. Αυτός ο μετασχηματισμός έθεσε την αγροτική οικονομία σ’ ένα επίπεδο απροσπέλαστο στα νοικοκυριά της υπαίθρου κι έτσι επήλθε η οικονομική καταστροφή, που κατέστησε μόνη διέξοδο την απελπισία του ξεριζωμού.
Η λογική της ανάπτυξης μετέτρεψε, λοιπόν, τους ανεξάρτητους μικροκαλλιεργητές σε παρίες των πόλεων του Βορρά και του Νότου. Ο εκσυγχρονισμός, ευαγγελιζόμενος την πρόοδο, δημιουργεί καταστάσεις αντίθετες, συνθήκες απόλυτης ανέχειας που πιέζουν το πλεονάζον εργατικό δυναμικό να απορροφηθεί στις τεράστιες τριτοκοσμικές βιομηχανίες με τις γνωστές σε όλους μας δουλοκτητικές σχέσεις και τους επαχθέστατους όρους εργασίας. Η Δύση, βέβαια, κερδίζει μέσα από αυτήν την διαδικασία φθηνότερα προϊόντα, αφού το εργατικό κόστος σ’ αυτές τις συνθήκες συμπιέζεται δραματικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναπαράγονται και οι αποικιακές σχέσεις μεταξύ του Βορρά και του Νότου κι έτσι, συμβαίνει αυτό για το οποίο μιλά ο Francois Partant:
«Τα ανεπτυγμένα έθνη έχουν εφεύρει μία νέα αποστολή για τον εαυτό τους- να βοηθήσουν τον 3ο κόσμο να βρει τον δρόμο του προς την ανάπτυξη. Αυτή η αποστολή δεν διαφέρει σε τίποτε απ’ ό,τι έχει υποστεί ο υπόλοιπος κόσμος από την Δύση κατά τους τελευταίους αιώνες»3.

Για την Κοινωνία της Ποιότητας και όχι της Ποσότητας
Πως μπορούν ν’ αντιστραφούν αυτές οι διαδικασίες; Αυτό που απαιτείται είναι ένα ολόκληρο σχέδιο που θα αναπροσανατολίσει τις κοινωνίες και τις οικονομίες σε άλλες κατευθύνσεις- πέρα από τη συσσώρευση πλούτου και προϊόντων. Οι ακόλουθες κινήσεις συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς όμως να συνιστούν μία ολοκληρωμένη πρόταση.
•    Περιορισμό του παγκόσμιου εμπορίου και τοπικοποίηση της παραγωγής. Αναδιοργάνωση των οικονομιών με κριτήριο την αυτάρκεια και όχι τις εξαγωγές.
•    Αποεμπορευματοποίηση αγαθών και υπηρεσιών που ικανοποιούν ανάγκες τις οποίες μέχρι πρότινος η κοινωνία κάλυπτε και μπορεί να καλύψει μέσα από συνεργατικές σχέσεις αλληλεγγύης (όπως είναι η βιομηχανία της ψυχαγωγίας, η βιομηχανία της ψυχικής υγείας).
•    Περιορισμός των αναλώσιμων καταναλωτικών προϊόντων, προσανατολισμός στην κατασκευή ανθεκτικών πολυχρηστικών προϊόντων που να καλύπτουν ταυτόχρονα πολλές ανάγκες. Προώθηση της συλλογικής κατανάλωσης έναντι της ατομικής.
•    Ριζική μείωση του χρόνου εργασίας με ταυτόχρονη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων εκείνων που ενισχύουν την συνοχή και προάγουν συλλογικές μορφές οργάνωσης για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
•    Υιοθέτηση ήπιων εναλλακτικών μορφών ενέργειας.
•    Αποκέντρωση – αποσυμφόρηση των μητροπόλεων. Δραστικός περιορισμός της χρήσης του ιδιωτικού αυτοκινήτου και ριζική αναβάθμιση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς.

Μπορεί αυτές οι κινήσεις να μοιάζουν άσχετες μεταξύ τους. Δεν είναι όμως έτσι. Η τοπικοποίηση της παραγωγής θα μειώσει δραστικά τις ενεργοβόρες μεταφορές προϊόντων ενώ η αυτάρκεια θα επιλύσει εν πολλοίς το πρόβλημα της φτώχειας και της εξάρτησης των χωρών του Νότου. Οι καταναλωτικοί περιορισμοί θα επιτρέψουν τη ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, και αυτή με τη σειρά της θα δώσει την δυνατότητα ν’ αναπτυχθούν κοινωνικές δραστηριότητες που καλύπτουν πολλές από τις συλλογικές μας ανάγκες μη-εμπορευματικά. Η αποκέντρωση και η αποσυμφόρηση των μητροπόλεων θα καταστήσει τον βίο σ’ αυτές ευκολότερο επιλύοντας ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα υγείας και κοινωνικής συνοχής που σήμερα εκτοξεύουν τις κοινωνικές δαπάνες στα ύψη αλλά και που δημιουργούν νέα προνομιακά πεδία παρέμβασης της αγοράς.
Σύμφωνα με την επικρατούσα οικονομική θεωρία, βέβαια, όλα αυτά ισοδυναμούν με καταστροφή. Η υιοθέτηση τέτοιων μέτρων θα οδηγήσει σίγουρα τους οικονομικούς δείκτες σε μία μελαγχολική στασιμότητα. Είναι καιρός όμως να πάψουμε να καταδυναστευόμαστε από τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων, γιατί, πέρα από αυτές, όπως απλά το έθεσε ο Ζακ Ελύλ: «[…]Θα μπορούσε να αντλήσει κανείς απόλυτα θετική ικανοποίηση από το να τρώει υγιεινά τρόφιμα, να υφίσταται λιγότερο θόρυβο, να ζει μέσα σε ένα ισορροπημένο περιβάλλον, να μην υφίσταται πια τους καταναγκασμούς του κυκλοφοριακού…». Και είναι αυτή η ικανοποίηση που δεν μπορεί να εκφραστεί στους οικονομικούς δείκτες ούτε και να επιτευχθεί απ’ αυτούς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σέρζ Λατούς, Κοινωνία της Ποσότητας ή της Ποιότητας;, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 22/02/2004
2. Σέρζ Λατούς, Κοινωνία της Ποσότητας ή της Ποιότητας;, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 22/02/2004
3. François Partant, 1982- La Fin du Développement. François Maspero Paris 1982.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ