του Σάββα Παύλου
Σ’ όλα τα μέρη του ελληνισμού παλιά και μέχρι σήμερα, οι ιδιαιτερότητες των διαφόρων περιοχών ήταν και είναι σε ποικίλες μορφές ανταγωνισμού και αντίθεσης με τα επικρατήσαντα γενικά και, κυρίως, εκπορευόμενα από το κέντρο. Οι αντιθέσεις αυτές, νόμιμες και γόνιμες, δεν λειτουργούν στη βάση του αλληλοαποκλεισμού, όπου η θέση του ενός προϋποθέτει την άρση του άλλου, αλλά προκαλούν μια νέα μίξη και δημιουργικότητα μέσα στο γενικότερο αίσθημα σύμπλευσης και συμπόρευσης. Χαρακτηριστικά, τα τελευταία χρόνια, σημειώνεται σ’ όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας η ανάδυση του τοπικού (περιφερειακά λογοτεχνικά περιοδικά, εκδόσεις, ανθολογίες σύγχρονης λογοτεχνικής κατάθεσης διαφόρων περιοχών, μελέτες για την τοπική λογοτεχνία και πνευματική ζωή, κ.λπ.) που δίνει νέες προεκτάσεις στη σύγχρονη πολιτιστική ζωή της χώρας. Πέραν της ανάπτυξης του πάντοτε ζωογόνου πολυκεντρισμού, με την τάση αυτή αναδεικνύονται μορφές και δημιουργίες ικανές και άξιες που αγνοούνται -εκδηλώνεται πολλές φορές η αντίθεση στην αξιολόγηση και τον Κανόνα που επέβαλε η κυρίαρχη οπτική του αθηναϊκού μονοκεντρισμού- ή, ακόμη, προτείνοντας μια πιο λιτή και υπόγεια παρουσία, εκφράζεται η άρνηση στη σύγχρονη εκδοτική δραστηριότητα του κέντρου που χαρακτηρίζεται από τις συνταγές της εμπορικότητας, τις δημόσιες σχέσεις, την εξάρτηση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα φώτα δημοσιότητας και γενικότερα τη φιλολογική και λογοτεχνική γκλαμουριά.
Γι’ αυτό πρέπει να διευκρινίσω εδώ ότι, μελετώντας την κυπριακή ιδιαιτερότητα και τις ιδεολογικές χρήσεις της, δεν αναφέρομαι στις γόνιμες και νόμιμες αντιθέσεις της σύμπλευσης και της συμπόρευσης αλλά σ’ εκείνη τη στάση που καθιερώνει και θεσμοθετεί την κυπριακή απομόνωση και την επαρχιακή επανάπαυση καθώς και τον περιορισμό στα καθ’ ημάς, την τάση αναγωγής του κυπριακού επαρχιωτισμού σε αύταρκες πολιτιστικό μόρφωμα, της περιχαράκωσης από το νεοελληνικό.
Γιατί η κυπριακή ιδιαιτερότητα απέκτησε ιδιαίτερο υπερτονισμό, προήχθη σε κυρίαρχο στοιχείο που διαχωρίζεται από το ευρύτερο νεοελληνικό. Πιστεύω ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της ήττας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Κύπρου λόγω κυρίως της τουρκικής ανάσχεσης, των εσωτερικών αδυναμιών και του ρόλου των ξένων συμφερόντων στην περιοχή.
Η πρότασή μου αυτή προς το παρόν παραμένει αναπόδεικτη, ίσως η ολοκλήρωση της εισήγησής μου να τη στηρίξει εν μέρει.
Παλαιότερα, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, οι αναφορές στον κυπριακό ελληνισμό τόσον εκ μέρους των Τούρκων και των ξένων όσον, κυρίως, εκ μέρους των Κυπρίων και των άλλων Ελλήνων, δεν διαφοροποιούσε την Κύπρο από τον υπόλοιπο ελληνισμό. Στην παίζουσα άμα και σπουδάζουσα Βαβυλωνία του Βυζάντιου, παρά τις αντιθέσεις, ιδιωματικές διαφορές και παρεξηγήσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών της, ανάμεσά τους και ο Κύπριος, κατ’ αρχάς και εν τέλει, όλοι ομονοούν και συμπορεύονται.
Ο υπερτονισμός και η χρήση της κυπριακής ιδιαιτερότητας ως στοιχείο διαχωρισμού της Κύπρου από τον υπόλοιπο ελληνισμό εγκαινιάζεται από την αγγλοκρατία. Για να αντιμετωπίσουν τις διεκδικήσεις και το ανερχόμενο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της ελληνικής πλειοψηφίας για αυτοδιάθεση και ένωση με τον ελληνικό μητροπολιτικό κορμό, οι Άγγλοι κινούνται στα πλαίσια ενός προγράμματος εξαγγλισμού, που τακτικά το παραμερίζουν λόγω των αντιδράσεων και των δυσκολιών για επίτευξή του, και ενός προγράμματος εθνικού αποχρωματισμού των Ελλήνων του νησιού με τον υπερτονισμό της ιδιωματικής ταυτότητας και των διαφοροποιών, από τον υπόλοιπο ελληνισμό, στοιχείων για τη δημιουργία μιας κυπροκεντρικής εθνικής συνείδησης που δεν θα προσανατολίζεται προς την Ελλάδα2. Την ίδια ώρα, και πρέπει να το προσέξουμε αυτό, για να αυξήσουν τις δυσκολίες στο ενωτικό κίνημα και για να εδραιώσουν καλύτερα τα ερείσματά τους, ενίσχυαν τον εκτουρκισμό και την δημιουργία τουρκικής εθνικής συνείδησης στα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας, που αρκετά απ’ αυτά ελληνοφωνούσαν αφού ήταν απόγονοι εξισλαμισθέντων, σε δύσκολες περιόδους, Ελλήνων3.
Εξ άλλου η διαδικασία της εθνογένεσης, με την έννοια του σύγχρονου έθνους-κράτους, είχε βραδύτερους ρυθμούς στους τουρκόφωνους πληθυσμούς, τόσον στην Κύπρο όσο και στην πολυεθνική Οθωμανική αυτοκρατορία. Η τακτικά, δυστυχώς, επαναλαμβανόμενη θέση (είτε για λόγους σύμβασης με κυρίαρχα μοντέλα ανάδυσης είτε για λόγους τήρησης ίσων αποστάσεων όπως επιβάλλει μια προοδευτίζουσα ιδεολογία) ότι, δηλαδή, ο νεοκυπριακισμός ήταν μια προσπάθεια των Άγγλων που απευθυνόταν και στους Τουρκοκυπρίους αποδεικνύεται, από τα ιστορικά δεδομένα, ως κατασκευασμένη και αστήρικτη. Οι απαιτήσεις της μουσουλμανικής μειονότητας του νησιού δεν προκαλούσαν κανένα πρόβλημα στην αποικιοκρατία. Το πρόβλημα ήταν πάντα οι απελευθερωτικές διεκδικήσεις του κυπριακού ελληνισμού4.
Μπροστά λοιπόν στην αγγλική τακτική η οποία, για να αντιμετωπίσει το αίτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, τόνιζε τη διάκριση του κυπριακού πολιτισμού από τον ευρύτερο ελληνικό, την ύπαρξη δηλ. ιδιαίτερων γνωρισμάτων [=κυπριακή ιδιαιτερότητα] που τον διαφοροποιούσαν σημαντικά, αρκετοί Κύπριοι διανοούμενοι εγκολπώθηκαν την άποψη ότι η εμμονή σε ιδιωματικά στοιχεία ενίσχυε το οπλοστάσιο του εχθρού, γι’ αυτό πρότειναν την πλήρη εναρμόνιση με τα πανελληνίως καθιερωμένα όσον αφορά, κυρίως, τη γλωσσική έκφραση και τη θεματογραφία5.
Ενδεικτικό παράδειγμα: Το 1950, ο Γλαύκος Αλιθέρσης έστειλε στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα ένα μέρος από τα ποιήματά του που ήταν γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο, όμως η διεύθυνση του περιοδικού τα απέρριψε. Σε επιστολή του προς τον Αλιθέρση, σχετική με τη μη δημοσίευσή τους, ο Νίκος Κρανιδιώτης ανέφερε και τα ακόλουθα χαρακτηριστικά λόγια:
“Ωραία, γνήσια, καλοδουλεμένα. Μα εμείς πολεμούμε τώρα αυτή τη τακτική. Αν κάποτε λόγοι ιστορικοί επέβαλαν τη δημιουργία κυπριακής ιδιωματικής ποίησης, σήμερα, ιστορικοί λόγοι επιβάλλουν ακριβώς το αντίθετο. Δε θέλουμε να ενισχύσουμε την προσπάθεια της [αποικιακής] κυβέρνησης να μας παρουσιάζει σαν ‘ιδιάζουσα εθνικότητα’ -εμάς τους Κύπριους- με ιδιαίτερη γλώσσα, ιδιαίτερη λογοτεχνία, ιδιαίτερες παραδόσεις κ.λπ.”6
Στη συζήτηση για τα θέματα αυτά αξιοσημείωτη είναι και η παρέμβαση του Στρατή Τσίρκα με αφορμή τη μελέτη του Γλαύκου Αλιθέρση γιά τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Παρουσιάζοντας τη μελέτη στην εφημερίδα του Καΐρου Πάροικος, ο Στρατής Τσίρκας συνιστούσε προσοχή για το θέμα του ιδιώματος, γιατί, όπως ο Χίτλερ στον τελευταίο πόλεμο αποκαλύφθηκε αυτόκλητος προστάτης της λογοτεχνίας στις διαλέκτους της Προβηγκίας και της Βρεττάνης, αφού ό,τι μπορούσε να διασπάσει την εθνική ενότητα της κατακτημένης Γαλλίας ήτανε καλό και συμφέρον γι αυτόν, έτσι και οι άνθρωποι της αποικιοκρατίας μπορεί να προκαλούσαν παρόμοια, ειδικά την εποχή αυτή που υπήρχε προπαγάνδιση ιδεών για κυπριακό έθνος και κυπριακό κράτος7.
Ενδεικτικό των τοποθετήσεων και της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε γύρω από το θέμα αυτό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή Κώστα Μόντη: “θυμάμαι, όταν εξέδωσα τα πρώτα μου ποιήματα στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα, ελέχθη από κοντόφθαλμο κριτικό πως αυτά τα πράγματα μας αποκόπτουν από τον εθνικό κορμό. Είναι ακριβώς το αντίθετο που συμβαίνει. Το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα είναι μια ρίζα της πανελλήνιας γλώσσας. Μια ρίζα που δεν έδωσε ακόμα τους καρπούς και τους χυμούς που μπορούσε να δώσει εις την πανελλήνια γλώσσα”8.
Αυτή η εποχή, των έντονων προβληματισμών και συζητήσεων για τα ιδιαίτερα πολιτιστικά στοιχεία του νησιού, συμπίπτει με τις επισκέψεις του Γ. Σεφέρη στην Κύπρο. Μας ενδιαφέρει, πιστεύω, να δούμε πως αντιμετώπισε το θέμα ο ποιητής. Ο Σεφέρης πληροφορείται αμέσως για τους προβληματισμούς των κυπριακών πνευματικών κύκλων. Τη δεύτερη μέρα της πρώτης επίσκεψής του στο νησί, το 1953, καταγράφει τη συζήτησή του με τον γιατρό και λόγιο Κύπρο Χρυσάνθη που του ανέφερε ότι αποφεύγουν να στραφούν στις τοπικές παραδόσεις και στην ιδιαίτερη λαογραφία, γλώσσα κτλ. του νησιού, για να μη γίνει εκμετάλλευση από τους Άγγλους ότι η Κύπρος δεν είναι ελληνική9.
Φαίνεται ότι αυτές οι απόψεις προβλημάτισαν έντονα τον Σεφέρη γι αυτό και τις ενσωμάτωσε στο ανέκδοτο μυθιστόρημά του Βαρνάβας Καλοστέφανος δίνοντας ταυτοχρόνως και τη δική του απάντηση: Ο Παναγιώτης, Κύπριος ήρωας του μυθιστορήματος που είναι μελετητής της ιστορίας και των παραδόσεων του νησιού, αναφέρει στον Σταύρο, τον Ελλαδίτη αφηγητή, ότι η κυπρολογική μελέτη που καταπιάνεται “είναι ακόμη μια δουλειά που θα πρέπει να βγει όταν ελευθερωθούμε”. Στην απορία του Σταύρου, γιατί αυτή η στάση, απαντά: “Γιατί τώρα, όπως είναι τα πράγματα, κάθε εργασία που δείχνει την ιδιορρυθμία της Κύπρου μας βλάπτει. Έχω την εντύπωση πως θα την αρπάξουν αυτοί (εννοούσε τους Άγγλους) για να προσθέσουν ένα ακόμη επιχείρημα πως δεν είμαστε Έλληνες[…]”.
Η απάντηση του Κύπριου μελετητή προκαλεί την αντίδραση του Σταύρου που θα τονίσει: “Μα όλη η Ελλάδα είναι έτσι, όπου και να πας, θα βρεις μια τοπική παράδοση ακόμη και στα άτομα είναι το ίδιο”. Ο Σταύρος θα προσθέσει ακόμη πιο έντονα: “Τέτοια είναι η ιδιοσυγκρασία μας, δε δεχτήκαμε ποτέ τους οδοστρωτήρες”10.
Φαίνεται ότι η συζήτηση του Σεφέρη με τους Κύπριους λόγιους, για το θέμα των ιδιωματικών στοιχείων, συνεχίστηκε γιατί στην πρόταξη της συνέντευξης που πήρε από τον ποιητή για το περιοδικό Κυπριακά Γράμματα, ο Κύπρος Χρυσάνθης θα τονίσει και τα ακόλουθα:
“Είναι φανερό πως η ζωντανή παράδοση που ζει ακόμα στην επαρχία, προπαντός στα απομονωμένα μέρη που δεν τα έπνιξε η σωρεία των λογίων γυπών, κατασπαράζοντας την ελληνική αγνότητα αισθήματος, διανοήματος και εκφράσεως, έχει κατακυριεύσει τον Σεφέρη. Δυο τρεις φορές έχω αντιληφθή μια ευχή του να συνεργαστεί με την επαρχία, γιατί βρίσκει τόση παράδοση σ’ αυτή. Μου φαίνεται πως δε θ’ αργήσει να γίνει πραγματικότητα η ευχή του, αρχίζοντας τη συνεργασία με τα Κυπριακά Γράμματα. Αυτό όμως μας οδηγεί και κάπου αλλού: στην τόνωση της πίστεώς μας στα δικά μας ιδιάζοντα στοιχεία. Πιστεύουμε, δηλαδή, πως από τα δικά μας στοιχεία τα ιδιάζοντα στην ελληνική επαρχία, όπως είναι η Κύπρος (όχι βέβαια διοικητικής), μπορούμε να δημιουργήσουμε έργο ιδιότυπο χωρίς να προδώσουμε το ελληνικό στοιχείο. Κάτι τέτοιο πιστεύει ο Σεφέρης: πως κάθε επαρχία από τα ιδιάζοντα στοιχεία της μπορεί να δώσει έργα ανώτερης πνοής, χαρακτηριστικά μάλιστα του φυλετικού μας συνόλου”11.
Εδώ θα ήταν αρκετά διαφωτιστικό για τους σκοπούς της μελέτης μας να σταθούμε σε μια συζήτηση και ιδεολογική πάλη για την ταυτότητα των Κυπρίων με αφορμή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Αφορμή ο “κύπριος χαρακτήρ” του Αισχύλου. Ως γνωστόν ο χαρακτήρ στη γραμματική αποτελεί και το σημείο εκκίνησης της διαφοράς= της κατάληξης. Στη συζήτηση εμπλέκονται Άγγλοι, Κύπριοι και ο Σεφέρης. Στις Ικέτιδες λοιπόν του Αισχύλου, όταν ο χορός των γυναικών διακηρύσσει ότι το γένος τους είναι από το Άργος, ο Βασιλιάς το αποκλείει
Και Νείλος αν θρέψειε τοιούτον φυτόν,
Κύπριος χαρακτήρ τ’ εν γυναικείοις τύποις
εικώς πέπληκται τεκτόνων προς αρσένων·
Τέτοια σπορά ο Νείλος
μοναχά τήνε θρέφει, ή κι ακόμα,
θυμίζετε Κυπραίικο κοντύλι
νάχει χαράξει την μορφή ολωνών σας
οδηγημένη από αντρίκιο χέρι
[μετ. Α. Τάσου]
Ο “κύπριος χαρακτήρ” του Αισχύλου έγινε λάβαρο και τακτικά “χρησιμοποιήθηκε ως το αναντίρρητο και αμετακίνητο φιλολογικό τεκμήριο της μη ελληνικότητας της Κύπρου”12.
Χαρακτηριστικά ο Χιλλ, στο έργο του A History of Cyprus, αναφερόμενος στον “Κύπριο χαρακτήρα” του Αισχύλου έγραψε τα εξής:“Obviously, in the face of such a fact, attempts which have been made, and will doubtless continue to be made, to prove that the Cypriots were pure Greeks, must be futile”13.
Η χρήση αυτού του αποσπάσματος του Αισχύλου από τους υποστηριχτές του αποκλεισμού της Κύπρου από τον ελληνικό κόσμο προκάλεσε λοιπόν συζητήσεις που συνεχίζονται ακόμη μέχρι σήμερα, συσσωρεύοντας αρκετές μελέτες. Χαρακτηριστικά τις θέσεις του Χιλλ αναπαράγει και επαναλαμβάνει και ο Κώστας Γραικός, ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του κυπριακού απομονωτισμού, στην Κυπριακή Ιστορία του που εκδόθηκε το 198014.
Στον Χιλλ απάντησε αμέσως ο Λοΐζος Φιλίππου και ο Κωνσταντίνος Σπυριδάκις και αργότερα στη συζήτηση μπήκαν και οι Κυριάκος Χατζηϊωάννου, με τρία δημοσιεύματα, Στέλιος Χατζηστυλλής και Κ. Ε. Χατζηστεφάνου. Στη συζήτηση αυτή, οι Κύπριοι μελετητές αντέκρουσαν τον Χιλλ υποστηρίζοντας κυρίως ότι το “κύπριος χαρακτήρ” εκφράζει τοπική και όχι εθνολογική διάκριση (Σπυριδάκις, Χατζηστυλλής), ότι απλώς σημαίνει “χάλκινο κοντύλι” (Χατζηιωάννου) ή ότι ο στίχος πρέπει να αντικατασταθεί (Χατζηστεφάνου)15.
Ο Σεφέρης σχολιάζει και αντικρούει την άποψη του Χιλλ, παραπέμποντας, στον στίχο 887 της τραγωδίας Πέρσαι όπου ο Αισχύλος, αναφέροντας διάφορα ελληνικά μέρη, συμπεριλαμβάνει και τις κυπριακές πόλεις Πάφος, Σόλοι και Σαλαμίνα. Στο απόσπασμα αυτό του Αισχύλου περιέχονται και οι στίχοι:
Σαλαμίνα τε
τας νυν ματρόπολις των δ’
αιτία στεναγμών
που ο ποιητής έθεσε ως επιγραφή στο ποίημα “Σαλαμίνα της Κύπρος” ώστε εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ενέργειά του αυτή λειτουργεί και ως απάντηση στην άποψη του Χιλλ. Στον Βαρνάβα Καλοστέφανο θα αναφέρει ξανά την άποψη του Χιλλ και με αγανάκτηση θα τη σχολιάσει. Παραπέμποντας στα ιδανικά του “άλλου πολέμου” θα αναφωνήσει: “Μα για ν’ ακούμε τέτοια πολεμήσαμε;” Ακόμη, την άποψη του Χιλλ θα την ταυτίσει με τους SS και τους ναζήδες που υποτόνιζαν την πολιτιστική συνέχεια και πρόβαλλαν τη φυλετική και αιματολογική καθαρότητα.
Μετά το 1960, με την αποχώρηση της αποικιοκρατίας, εγκαθιδρύεται το κυπριακό κράτος. Επίσημη γλώσσα του είναι η ελληνική για τους Έλληνες πολίτες και η τουρκική για τους Τούρκους. Και παρά τη διαιώνιση της αγγλικής στη λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής, και παρά την κρίση της εθνικής συνείδησης (όπως καίρια έχει σημειώσει ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος, λόγω της συμβίωσης με την επιλογή του κυπριακού κράτους ενώ προηγουμένως υπήρχαν άλλοι στόχοι και προσανατολισμοί16) οι κύκλοι των διανοουμένων και των κυπριακών πνευματικών θεσμών έχουν βρει ένα modus vivendi στο θέμα των διαλεκτικών στοιχείων και των πανελληνίως καθιερωμένων που ισχύει και σήμερα και λύνει το πρόβλημα απλά και πιστεύω ορθά: Στα επίσημα περιβάλλοντα, χρήση της πανελλήνιας γλωσσικής έκφρασης, στα ιδιωτικά περιβάλλοντα, “ό,τι βούλεταί τις τούτω χρήτω”.
Μετά την εθνική καταστροφή του 1974, η κατάσταση αλλάζει. Εκμεταλλευόμενοι τα κολοσσιαία συναισθήματα που προκάλεσε η προδοσία της Χούντας και η τουρκική κατοχή κι ακόμη το αίσθημα εγκατάλειψης, φόβου και ανασφάλειας, διάφοροι κύκλοι, συνεπικουρούμενοι από ισχυρά ξένα κέντρα, προωθούν τη νεοκυπριακή ιδεολογία, όρος που παγιώνεται αυτή την περίοδο και γίνεται παγκοίνως γνωστός. Προτείνεται πια και προβάλλεται με πείσμα η αποκοπή και από τους πολιτιστικούς δεσμούς με τον ευρύτερο ελληνικό χώρο και η δημιουργία μιας νέας εθνικής ταυτότητας, της νεοκυπριακής, που θα συμπεριλαμβάνει Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Οι αργόσυρτες, μέσα στους αιώνες, πολυσύνθετες διαδικασίες της εθνογένεσης έγιναν ένα απλό πάτημα κουμπιού που οι νεοκυπριακές καταστάσεις πίεζαν με επιμονή για να κατοχυρωθεί αυτή η καινούργια, αυτόματη και in vitro, εθνογένεση. Η ιδεολογική αυτή πλεκτάνη των νεοκυπρίων υπέστη όμως ανελέητο σφυροκόπημα από τους κύκλους εκείνους του νησιού που συνειδητοποίησαν έγκαιρα πόσο αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη ήταν. Εν τέλει οι νεοκύπριοι αναδιπλώθηκαν,·δεν προωθούν την ιδεολογία της απομόνωσης με τόσο θρασύ, χοντροκομμένο και κακόγουστο τρόπο, αλλά με πιο ήπιες και πιο επεξεργασμένες διαδικασίες.
Μέσα σ’ αυτά τα δεδομένα, της εύσχημης και soft έκφρασης της απομονωτικής ιδεολογίας, εντάσσεται και η χρήση του καβαφικού ποιήματος “Επάνοδος από την Ελλάδα” που σημειώνεται τώρα τελευταία σε μερικούς κύκλους.
Οι εκάστοτε επιλογές και προβολές ποιημάτων που δημιουργούν αλλεπάλληλες συζητήσεις και προβληματισμούς δεν είναι τυχαίες αλλά εντάσσονται στην πολιτική συγκυρία και στα ιδεολογικά ζητούμενα. Στην περίπτωση του Καβάφη υπάρχουν και άλλα ποιήματά του που διαπλέκονται με τις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες τμημάτων ελληνισμού και θα μπορούσαν να προσφερθούν στη συζήτησή μας για τα ιδιαίτερα τοπικά στοιχεία των Ελλήνων της Κύπρου. Οι “Ποσειδωνιάται” π.χ., οι Ιταλιώτες Έλληνες που ξέχασαν την ελληνική τους γλώσσα, ξέπεσαν και άρχισαν να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά “βγαλμένοι -ω συμφορά!- απ’ τον ελληνισμό”. Ή το ποίημα “Πάρθεν” που αναφέρεται στο “Τραπεζούντιον άσμα” στη “λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων, που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη” όμως θα ακούσουν σε λίγο το φοβερό “η Ρωμανία πάρθεν”. Τα δύο καβαφικά ποιήματα, με την αλλοτρίωση των Ποσειδωνιατών και το πως βιώνει ένα τμήμα του ελληνισμού, στον μακρινό Πόντο, την πτώση της Πόλης, είναι απαραίτητα για την κατανόηση της κυπριακής ιδιαιτερότητας που ζει τον κίνδυνο του αφανισμού μαζί με ποικιλώνυμες αλλοτριώσεις ταυτοχρόνως. Στο ποίημα “Επάνοδος από την Ελλάδα” αναφέρονται τα “νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου/ αγαπημένα των πατρίδων μας νερά”, τα ποιητικά υποκείμενα- εκπρόσωποι της ελληνιστικής περιόδου, διατυπώνουν ευκρινώς: “Είμεθα Έλληνες κ’ εμείς – τι άλλο είμεθα;-/ αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας,/ αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις/ που κάποτε ξενίζουν τον ελληνισμό.”
Η αναφορά στο ποίημα αυτό γίνεται πολλές φορές για τη νομιμοποίηση των διαφόρων ιδεολογημάτων που συνοδεύουν την προβολή της κυπριακής ιδιαιτερότητας, φορτίζοντας τους στίχους του με διάφορες μεγεθύνσεις, υπερτονισμούς και ερμηνευτικά τερτίπια που η συνολική θέση του ποιήματος τα απορρίπτει. Γιατί στο ποίημα έχουμε την ενοποιό και διεισδυτική δύναμη του ελληνισμού μιας εποχής που νικηφόρα απλώνεται, ενσωματώνει και ενσωματώνεται στο χώρο της Ανατολής, όταν η ελληνική λαλιά είχε φτάσει στον Ινδό ποταμό. Έτσι όπως προβάλλεται στην Κύπρο, σε ώρες καταστροφής και συρρίκνωσης, αναπαράγει ιδεολογία, δεν αντιστοιχεί με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης του κυπριακού ελληνισμού, και από την διαφορά, μέσα στο νικηφόρο και ενοποιό πνεύμα, μεταβαίνουμε σε πράξεις απομόνωσης και αποκοπής, εν ώρα ήττας.
Μεταβαίνω τώρα σε ένα άλλο θέμα της σύγχρονης διαπάλης και αντιπαράθεσης με άξονα την κυπριακή ιδιαιτερότητα και/ή πανελλήνια πρακτική: Αναφέρομαι στην έκδοση διαβατηρίων αφήνοντας, λόγω ελλείψεως χρόνου, το σημαντικό θέμα της τυποποίησης των τοπωνυμίων και των γεωγραφικών ονομάτων όπου η διαπάλη αυτή κορυφώθηκε.
Λοιπόν, ύστερα από μακρόχρονες προσπάθειες, οι Κύπριοι απέκτησαν διαβατήρια με αναγραφή του ονόματός τους στα ελληνικά για πρώτη φορά. Προηγουμένως ήταν στα αγγλικά. Μαζί με το όνομα στα ελληνικά θα υπήρχε και η λατινική μεταγραφή του για την επικοινωνία του κατόχου με το διεθνές περιβάλλον. Για το θέμα αυτό, η κυπριακή Επιτροπή για την τυποποίηση των ονομάτων, μαζί με την αντίστοιχη ελλαδική, υπέβαλαν το κοινό έγγραφο στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, το 1987, για τον τρόπο μεταγραφής των ονομάτων που κάλυπτε και τον τομέα των διαβατηρίων της Κύπρου και της Ελλάδας. Το έγγραφο έγινε επίσημα δεκτό από τα Ηνωμένα Έθνη και αποτελεί ένδειξη αναγνώρισης, εκ μέρους των ξένων, των δεσμών της Κύπρου και της Ελλάδας, τουλάχιστον στο θέμα της γλώσσας.
Η Επιτροπή Τυποποίησης ονομάτων εισηγήθηκε και δύο πρόνοιες που αποδεικνύουν ότι κινήθηκε με σεβασμό για διάφορες ιδιομορφίες και δεν έδρασε ισοπεδωτικά: Ο πολίτης αναγράφει το όνομά του στα ελληνικά όπως ο ίδιος επιθυμεί (π.χ. Γεώργιος, Γιώργος, Γιωργής, Γιωργάκης) κι αυτό μεταγράφεται στα λατινικά σύμφωνα με τους κανόνες μεταγραφής και, ακόμη, για όσους Κύπριους πολίτες έχουν συμφέροντα στο εξωτερικό από παλιά που τα έχουν κατοχυρώσει με το όνομα του παλιού διαβατηρίου, όπου το όνομά τους ήταν γραμμένο με τον ξεπερασμένο αγγλόστροφο τρόπο, θα αναγράφεται και η παλαιότερη μορφή.
Όμως, με απόφαση της Βουλής, όλα ανετράπησαν και επιστρέψαμε εν πολλοίς στον παλιό αγγλόστροφο τρόπο της μεταγραφής των ελληνικών ονομάτων. Προβλήθηκε πάλι το θέμα της κυπριακής ιδιαιτερότητας όμως, κατ’ ακρίβειαν, η ενέργεια αυτή ήταν υπεράσπιση της αγγλικής νοοτροπίας και παράδοσης που επέβαλε η αποικιοκρατία. Προσωπικά πιστεύω ότι το σύστημα μεταγραφής που υπέδειξε η Επιτροπή Τυποποίησης είναι σωστό και ικανοποιητικό. Όμως αν κάποιος διαφωνεί σε μερικά σημεία, πρέπει, για την αλλαγή τους, να έλθει σε επαφή και με τις αντίστοιχες ελλαδικές καταστάσεις και θεσμούς, ούτως ώστε οι αλλαγές που θα επέλθουν να αποφασιστούν από κοινού και όχι όπως γίνεται τώρα που η κυπριακή Βουλή αποκόπτει σε φέτες τον ενιαίο γλωσσικό χώρο της Ελλάδας και της Κύπρου.
Γιατί πράγματι αυτό έγινε. Με την αιτιολογία της κυπριακής ιδιαιτερότητας, προωθήθηκε η διχοτομική λογική και υπονομεύθηκε η ενιαία στάση της ελληνικής γλώσσας απέναντι στα διεθνή περιβάλλοντα. Έτσι ο κάτοικος της Ελλάδας που ονομάζεται π.χ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ θα μεταγράφεται στα λατινικά GEORGIOS KLIRIDIS ενώ ο κάτοικος της Κύπρου με το ίδιο όνομα θα μεταγράφεται GEORGE CLERIDES17.
Κυρίες και κύριοι
αναφέραμε προηγουμένως τη θέση του ποιητή Κώστα Μόντη, ότι το γλωσσικό ιδίωμα είναι μια ρίζα της πανελλήνιας κοινής που μπορεί να δώσει καρπούς και χυμούς στην πανελλήνια γλώσσα, τη θέση του ποιητή Γ. Σεφέρη πως κάθε επαρχία, από τα ιδιάζοντα στοιχεία της, μπορεί να δώσει έργα ανώτερης πνοής, χαρακτηριστικά μάλιστα του εθνικού μας συνόλου.
Κλείνω με τα λόγια του κ. Τραχανά, διευθυντή των Πανεπιστημιακών εκδόσεων Κρήτης που τόσα συνεισέφεραν στον εμπλουτισμό της ελληνικής βιβλιογραφίας για τις θετικές, κυρίως, αλλά και τις ανθρωπιστικές επιστήμες18. Αναφερόμενος λοιπόν στους λόγους της επιτυχίας αυτών των εκδόσεων τόνισε:
“Εκ των υστέρων είναι εύκολο να δει κανείς ότι, για ένα τέτοιο πείραμα εθνικής εμβέλειας, η Κρήτη αποτελούσε το ιδανικό περιβάλλον. Μεταξύ άλλων και για ένα λόγο πολύ ιδιαίτερο. Ότι ο κρητικός τοπικισμός δεν ήταν ποτέ εσωστρεφής και επαρχιώτικος. Είχε πάντα -και κυρίως από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου- μια ισχυρή εθνική συνιστώσα. Εμπεριείχε πάντα και μια πρόταση προς το έθνος.”19
Πώς ξεφεύγει από την απομόνωση και τον επαρχιωτισμό της, ποια πρόταση προς το έθνος εμπεριέχει η ιδεολογία και πρακτική της Κύπρου;
Σημειώσεις
1. Εισήγηση στο Συνέδριο: Η Ελληνική Λογοτεχνία στο Κέντρο και στην Κύπρο (Αθήνα 17-19 Σεπτεμβρίου 1998. Συνδιοργανωτές: Εταιρεία Συγγραφέων, Ελληνική Εταιρεία Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σπίτι της Κύπρου).
2. Η αγγλική αποικιοκρατία διέδιδε συστηματικά ότι οι Κύπριοι δεν ήταν Έλληνες αλλά ασσυριακής ή φοινικικής καταγωγής (Αλέξης Αδ. Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική, Αθήνα 1955, σ. 367 – 368. Βλ. και Κ. Καραμάνος, Κύπρος, Αθήνα ,1954, σ. 3). Τις απόψεις αυτές πρόβαλλαν κατά κόρον και οι τουρκικές υπηρεσίες. Βλ. Turkish Views on Cyprus, εκδ. Turkish Information Office, Νέα Υόρκη, (1955), όπου υποστηρίζεται ότι η Κύπρος δεν είχε οποιοδήποτε ιστορικό ή γεωγραφικό δεσμό με την Ελλάδα. Ακόμη ότι οι Κύπριοι δεν είχαν οποιοδήποτε φυλετικό δεσμό με την Ελλάδα γιατί “they belong to a race which historians describe as Mediterranean, or Mediterranean “Levantines” (σ. 8-9).
3. Κώστας Π. Κύρρης, “Η τουρκική εκπαίδευση (1850-1905)” με αναφορά στην εκπαίδευση της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου. Λευκωσία 1990, αρ. 1, σ. 239-272. Για τις ιδεολογικές κατασκευές της αγγλοκρατίας βλ. ακόμη Michael Given, “Inventing the Eteocypriots: Imperialist Archaeology and the Manipulation of Ethnic identity”, στο Journal of Mediterranean Archaeology, Μεγάλη Βρετανία, 11.1 (1998), σ. 3-29, και “Star of the Parthenon, Cypriot Melange: Education and Representation in Colonial Cyprus”, στο Journal of Mediterranean Archaeology, Μεγάλη Βρετανία, 1997, νοl. 7, Νο 1, σ. 59 – 82.
4. Πάνω στην Πράσινη γραμμή [συζήτηση], περ. Πλανόδιον, Αθήνα, Δεκέμβριος 1994, αρ. 21, σ. 616. Αυτή η θέση επαναλαμβάνεται και στο κείμενο του Μ. Πιερή, “Όψεις της ‘νεοκυπριακής’ ιδεολογίας”, περ. Πλανόδιον, Αθήνα, Δεκέμβριος 1996, αρ. 24, σ. 646.
5. Το μέρος αυτό καθώς και τα δύο επόμενα (= στάση του Σεφέρη και “Κύπριος χαρακτήρ”) στηρίζονται στην ανέκδοτη διδακτορική μου διατριβή: Σεφέρης και Κύπρος, Λευκωσία 1994, σ. 176 – 188 και 284 – 290.
6. Ανδρέας Παστελλάς, “Από το ανέκδοτο έργο του Γλαύκου Αλιθέρση”, περ. Επιθεώρησις Λόγου και Τέχνης, Λευκωσία, Φεβρουάριος 1970, αρ. 2, σ. 78.
7. Στρατής Τσίρκας, “Γλαύκου Αλιθέρση ‘Βασίλης Μιχαηλίδης’”, εφ. Πάροικος, Κάιρο, 21 Αυγούστου 1957.
8. Τάκης Χατζηγεωργίου, Κώστας Μόντης. Συνέντευξη-ανατομία των ποιητικών μας πραγμάτων, εφ. Κήρυκας, Λευκωσία, 29 Δεκεμβρίου 1985, σ. 17. Η συζήτηση για τη χρήση της διαλέκτου στη λογοτεχνία, βέβαια κάτω από διαφορετικά δεδομένα, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Βλ. Κώστας Μόντης, “Γιατί οι Κύπριοι πρέπει να γράφουν και στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα”, Μιχάλης Πασιαρδής, “Διαλεκτική ποίηση”, στον τόμο: Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, Συμπόσιο Ποίησης και κριτικής, Λευκωσία 1980, σ. 49-52 και 72-73 αντιστοίχως. Βλ. και Κ. Γ. Γιαγκουλλής, Η κυπριακή διάλεκτος στη Λογοτεχνία (Από τον 11ο αιώνα ως σήμερα), Λευκωσία 1986, σ. 53-55. Βλ. ακόμη: Ανδρέας Παστελλάς, “Ένα Πρόβλημα: Διαλεκτική ποίηση”, (που γράφτηκε με αφορμή την ποιητική συλλογή Οι καμοί του Χωρκάτη του Κώστα Μαρκίδη) περ. Κυπριακά Χρονικά, Λευκωσία, Σεπτέμβριος 1961, αρ. 11, σ. 467-469.
9. Γ. Σεφέρης, Μέρες ΣΤ΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1986, σ. 100.
10. Βαρνάβας Καλοστέφανος, σ.χ. 25.
11. Κύπρος Χρυσάνθης, “Μια συνέντευξη με τον ποιητή Γ. Σεφέρη”, περ. Κυπριακά Γράμματα, Λευκωσία, Ιανουάριος 1954, αρ. 223, σ. 37 – 38.
12. Κ. Ε. Χατζηστεφάνου, “Ο φερόμενος ως ‘Κύπριος Χαρακτήρ’ του Αισχύλου και η διάλυση ενός μύθου. Μια νέα διόρθωση και ερμηνεία των Αισχύλου Ικετίδων” 282 – 283, στον τόμο: Μελέται και υπομνήματα ΙΙ,1992, έκδ. Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, Λευκωσία, 1992, σ. 301.
13. George Hill, A History of Cyprus, Cambridge University Press, ανατ. 1972, τομος Ι σ. 94.
14. Κώστας Γραικός, Κυπριακή Ιστορία, Λευκωσία 1980, σ. 46.
15. Λοΐζος Φίλιππου, Sir George Hill: “A History of Cyprus” Vol. I, περ. Πάφος, Ιούνιος 1940, αρ. 6, σ. 231 – 234, Κωνσταντίνος Σπυριδάκις, “ ‘Κύπριος Χαρακτήρ’ παρ’ Αισχύλω”, Κυπριακαί Σπουδαί, Λευκωσία 1948, τόμος Ι’, ο. 37- 43. Και ανάτυπο. (Βλ. τώρα: Κωνσταντίνος Σπυριδάκης, Μελέται, Διαλέξεις, Λόγοι, Άρθρα, Λευκωσία 1972, τόμος Α’, μέρος Β’, σ. 125 – 130). Kyriakos Hadjioannou, “On the interpretation of the ‘Κύπριος Χαρακτήρ’ of Aeschylus”, Stelios Hadjistyllis, “ ‘Κύπριος Χαρακτήρ’ (A. Supp. 282): A discussion of a new interpretation”, (και οι δύο μελέτες στον τόμο: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Πρακτικά Β’ Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου, τόμος Α’, Αρχαίον Τμήμα, Λευκωσία 1985, σ. 509 – 513 και 515 – 520 αντιστοίχως. Και οι δύο μελέτες κυκλοφόρησαν και ως ανάτυπα). Κυριάκος Χατζηϊωάννου, Η αρχαία Κύπρος εις τας ελληνικάς πηγάς, τόμος Γ’ μέρος Α’, Λευκωσία 1975, σ. 402 – 405 και τόμος Ε’, Λευκωσία 1983, σ. 111 – 115. Κ. Ε. Χατζηστεφάνου, “Ο φερόμενος ως ‘Κύπριος Χαρακτήρ’ του Αισχύλου και η διάλυση ενός μύθου. Μια νέα διόρθωση και ερμηνεία των Αισχύλου Ικετίδων” 282 – 283, στον τόμο: Μελέται και υπομνήματα II, 1992, έκδ. Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, Λευκωσία 1992, σ. 301.
16. Θεόδωρος Παπαδόπουλος, “Η κρίσις της κυπριακής συνειδήσεως”, στον τόμο: ΕΠΟΚ, Φιλολογική Κύπρος 1964, Λευκωσία 1964, σ. 204 – 209. Βλ. ακόμη γιά τους προβληματισμούς αυτής της περιόδου: Τάκης Χατζηδημητρίου, “Κυπριακό πρόβλημα”, περ. Κυπριακά Χρονικά, Λευκωσία, Ιούλιος – Αύγουστος 1961, αρ. 9, σ. 383 – 366, Αλέκος Κωνσταντινίδης, “Η κατάρρευση της χρυσής γέφυρας”, περ. Κυπριακά Χρονικά, Λευκωσία, Ιανουάριος – Μάιος 1964, αρ. 39 – 43, σ. 468 – 472, Ήβη Μελεάγρου, “Ανατομία μιας εξαετίας”, περ. Κυπριακά Χρονικά, Λευκωσία, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1967, αρ. 56, σ. 3 – 9
17. Σάββας Παύλου, “Βουλή και διαβατήρια ή περί ενίων βλαχοδημάρχων”, εφ. Το Παρασκήνιο, Λευκωσία, 15 Μαρτίου 1996, σ. 2. Βλ. και επηυξημένη μορφή στην εφ. Η Σημερινή. Λευκωσία, 17 Μαρτίου 1996, σ. 10.
18. Σάββας Παύλου, “Κρήτη – Κύπρος και η σύγχρονη πνευματική κατάθεσή τους”, εφ. Η Σημερινή, Λευκωσία, 14 Οκτωβρίου 1996, σ. 5.
19. εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 1996, ένθετο 7 Ημέρες, σ. 30.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Μια διευκρινιστική ερώτηση.
Σε ένα σημείο αναφέρεται:
“Ο Σεφέρης σχολιάζει και αντικρούει την άποψη του Χιλλ, παραπέμποντας, στον στίχο 887 της τραγωδίας Πέρσαι”
Μπορείτε να μου δώσετε τη βιβλιογραφική παραπομπή; Πού γίνεται αυτός ο σχολιασμός και η αντίκρουση;