του Γιώργου Καραμπελιά
Μετά τον πρώτο, τον Χρήστο Κασίμη, ένας δεύτερος νεκρός του αντάρτικου των πόλεων στην Ελλάδα, ο δεύτερος Χρήστος, ο Χρήστος Τσουτσουβής. Και από μια τραγική σύμπτωση ήταν και σύντροφοι, ο Τσουτσουβής βρέθηκε δίπλα στο Κασίμη την ώρα του θανάτου του. Μερικά χρόνια αργότερα τον ακολούθησε πεθαίνοντας, ίσως όπως θα ήθελε, σε μια σύγκρουση με τους “μπάτσους”, με το κράτος, το τόσο μισητό. Κι αυτός ο θάνατος μάς αφορά όλους, ο Χρήστος Τσουτσουβής είναι κάποιος δικός μας, ένα κομμάτι από εκείνη την αριστερά που εδώ και είκοσι χρόνια ξεσηκώθηκε σ’ όλο τον κόσμο, θέλοντας να τον αλλάξει “εδώ και τώρα”. Ο Χρήστος ήταν ένας επαναστάτης, ένας επαναστάτης σε δύσκολους καιρούς, σε καιρούς μικρόψυχους, χωρίς ανάταση, χωρίς ορίζοντες και όραμα.
Η “Λαϊκή Βία”
Σ’ όλη την Ευρώπη, μετά την κρίση της επαναστατικής απόπειρας του 1968, και στην Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση, εκατοντάδες και χιλιάδες σύντροφοί μας πήραν τον ίδιο δρόμο. Δεν μπορούσαν να ανεχτούν ένα κόσμο όπου το επαναστατικό όραμα, το όραμα μιας άμεσης ανατροπής, αναβαλλόταν για μια ακόμα φορά. Άλλοι πήραν το δρόμο της “ενσωμάτωσης” –οι πιο πολλοί– άλλοι προσπάθησαν να διερευνήσουν νέους δρόμους και απόπειρες για το τι μπορεί να σημαίνει επανάσταση στην εποχή του σοσιαλ-καπιταλισμού ή του ύστερου καπιταλισμού. Τέλος, αρκετοί πήραν το δρόμο του αντάρτη των πόλεων.
Θαμπωμένοι από τις μολότωφ που φωταγώγησαν όλες τις πρωτεύουσες της Δύσης στην δεκαετία 60-70 και την Ελλάδα του Πολυτεχνείου του ’73, μη όντας διατεθειμένοι να δεχτούν την καθημερινή μιζέρια, αδυνατώντας να κατανοήσουν την λογική ενός μακρόχρονου “πολέμου θέσεων”, πέρασαν “αντίκρυ”.
Και η πορεία ήταν ίδια για όλους αυτούς τους παλιούς συντρόφους μας. Ξεκίνησαν από τους εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες, απόρριψαν τους συμβιβασμούς των συνδικάτων και των επίσημων φορέων, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τη βία σαν υποστήριξη των εργατικών αγώνων, μια βία “όχι ξεκομμένη από τις μάζες, μια βία στην υπηρεσία των μαζών”. Έτσι οι πρώτες ενέργειες που γίνονται στην Ιταλία, από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τις οργανώσεις της αυτονομίας, είναι ενέργειες υποστήριξης των εργατικών αγώνων, με απαγωγή διευθυντών, ξυλοκόπημα απεργοσπαστών κ.λπ. Είναι ενέργειες μόλις λίγο πιο πάνω από την αυθόρμητη βία των ίδιων των εργατών. Και στη Γαλλία, η “Προλεταριακή Αριστερά” κάνει την πρώτη μεγάλη της ενέργεια με την απαγωγή του διευθυντή της Ρενώ. Στην Ελλάδα, οι πρώτες ενέργειες στη μεταπολίτευση έχουν σαν στόχο τα αμερικάνικα αυτοκίνητα, τους πράκτορες της CΙΑ, τους βασανιστές και επιχειρήσεις όπου είχαν διεξαχθεί ή συνεχίζονταν εργατικοί αγώνες .
Στην Ελλάδα έχουμε μια ιδιομορφία. Η ύπαρξη της δικτατορίας φέρνει ευρύτερα στρώματα σε επαφή με την επαναστατική βία, με τις βόμβες ενάντια στη δικτατορία. Οι βόμβες μπαίνουν τότε και από μετέπειτα ευηπόληπτους πολίτες, από τη “Δημοκρατική Άμυνα”, ακόμα και από το ΠΑΚ και το ΠΑΜ. Οργανώσεις σαν την “20 Οκτώβρη”, την ΛΕΑ κ.λπ. προσπαθούν να συστηματοποιήσουν τη λαϊκή βία, και είναι προφανές ότι μια πιθανή επιβίωση της χούντας μετά το 1974 θα οδηγούσε σε ανάπτυξη του αντάρτικου. Ξαφνικά, με την κατάρρευση στην Κύπρο, έρχεται η μεταπολίτευση. Τι άλλαξε; Τίποτε σχεδόν, λεει όλη η άκρα αριστερά… και ο Ανδρέας Παπανδρέου, “αλλαγή φρουράς του ιμπεριαλισμού”, όπως διακηρύσσει από το εξωτερικό.
Επομένως ο “αγώνας συνεχίζεται”. Μόνο που τώρα διεξάγεται σε νέες συνθήκες. Συνθήκες ανάπτυξης εργατικών αγώνων, συνθήκες ανάπτυξης του αντιαμερικανισμού, συνθήκες “τιμωρίας των χουντικών”. Εκατοντάδες νέοι και παλιότεροι αγωνιστές παρεμβαίνουν με ενέργειες σ’ αυτές τις συνθήκες. Και βέβαια με κέντρο πάντα μια ιδέα. “Ο λύκος την τρίχα αλλάζει μόνο, όχι τη φύση του”. Η ελληνική αντίδραση, όσο και αν προσπαθεί να το παίξει “μοντέρνα”, θα γυρίσει αργά ή γρήγορα στα γνωστά της μονοπάτια, της ανοιχτής καταστολής, της λιτότητας, ίσως και μιας νέας χούντας. Τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, αυτές οι επιλογές έχουν μια ευρύτατη λαϊκή συναίνεση. Η πλειοψηφία του κόσμου σκέφτεται και αντιδράει έτσι. Οι εργατικοί αγώνες, τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, είναι κάποιοι νικηφόροι και σκληροί αγώνες μέσα σε συνθήκες “παρανομίας”, για τη συγκέντρωση των πρώτων υπογραφών για τα σωματεία. Εκείνα τα χρόνια, συχνά, εργάτες, μαζί με συντρόφους που τους βοηθάνε, τιμωρούν τα “αφεντικά” και τους απεργοσπάστες· στις απεργίες της Λάρκο και του Νέου Κόκκινου κόβονται σύρριζα οι ελιές των απεργοσπαστών και καίγονται τα αυτοκίνητα των χαφιέδων. Σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας, μικρές ομάδες με στοιχειώδη μέσα καίνε αμερικάνικα αυτοκίνητα. Υπάρχει δηλαδή μια διάχυτη λαϊκή βία. Είναι φανερό ότι μέσα σε τέτοιες συνθήκες ζει και ο Χρήστος Τσουτσουβής, που μαζί με το Χρήστο Κασίμη και άλλους συντρόφους τους –όπως βγαίνει πια από τις ανακοινώσεις και τα στοιχεία που έχουν δοθεί– παρεμβαίνουν και κάνουν ένα μεγάλο έργο αντιπληροφόρησης γύρω από τους εργατικούς αγώνες και τις γενικότερες εκδηλώσεις λαϊκής βίας. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, το 1975 και 1976, στις 23 Ιούλη και στις 25 Μάη, σε όλη την Αθήνα διεξάγονται συγκρούσεις ανάμεσα σε εργάτες και αστυνομία, που τα κόμματα καταδικάζουν βαφτίζοντας τους εργάτες αριστεροχουντικούς.
Σ’ αυτές τις συνθήκες δεν… υπάρχουν τρομοκράτες. Ακόμα και όσοι έχουν μια τέτοια λογική κινούνται σαν το ψάρι στο νερό, είναι κομμάτι ενός κινήματος. Γι’ αυτό και όταν σκοτώνεται ο βασανιστής Μάλλιος από την “17 Νοέμβρη”, εμείς, η ΟΠΑ τότε, κυκλοφορούμε μια προκήρυξη με τον τίτλο “γεια στα χέρια τους”, αντιμετωπίζοντας την αποστροφή της “Άκρας Αριστεράς” της εποχής, που “καταδικάζει” σύσσωμη με ανακοινώσεις στις εφημερίδες την “τρομοκρατία”, ενώ βέβαια μπαίνουμε στο αστυνομικό στόχαστρο. Αυτό το κάναμε τότε ακριβώς γιατί δεν θεωρούσαμε την εκτέλεση ενός βασανιστή σαν τρομοκρατική πράξη, έστω και αν γινόταν από “τρομοκράτες”, την θεωρούσαμε σαν μια δίκαιη έκφραση λαϊκής αγανάκτησης για την ατιμωρησία των βασανιστών-δολοφόνων.
Να λοιπόν το πραγματικό κλίμα εκείνης της εποχής. Μέσα σ’ αυτό κινείται ο Χρήστος Τσουτσουβής. Που εγκαταλείπει τις σπουδές στο μακρινό Γκρατς, και τους αιώνιους φοιτητές του, για να έρθει στην Ελλάδα, να αλλάξει την κοινωνία, να συνεχίσει τον αγώνα που μόλις άρχισε στα 1973, τον αγώνα για το “βάθαιμα” της μεταπολίτευσης, όπως λέγαμε τότε, τον αγώνα για την εργατική επανάσταση. Απ’ ότι φαίνεται μπαίνει σε εργοστάσια, δουλεύει, συμβάλλει στη γέννηση του εργοστασιακού συνδικαλισμού, γνωρίζει τη λαϊκή βία.
Η αντίστροφη πορεία
Όμως, όπως έχουμε δείξει τόσες φορές, ο Μάης του ’76 ήταν ένα ορόσημο, όπως την ίδια εποχή –Μάη– οι εκλογές στην Ιταλία. Στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα αρχίζει να υποχωρεί και στο πρώτο πλάνο θα περάσουν σιγά-σιγά τα κόμματα –ιδιαίτερα από τις εκλογές του 1977 και μετά. Στην Ιταλία, με τις εκλογές του 1976, οδηγούνται σε κρίση οι μεγαλύτερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς. Τώρα πια και στις δυο χώρες, με διαφορετικούς ρυθμούς και σε διαφορετικό επίπεδο, ανοίγει μια περίοδος κρίσης με πολλαπλές συνέπειες.
Το εργατικό κίνημα μπαίνει σε μια περίοδο υποχώρησης και “ομαλοποίησης”, ο αυθόρμητος αντιαμερικανισμός μεταβάλλεται όλο και περισσότερο σε “φράση”, καθώς η αμερικάνικη παρουσία υποχωρεί στην Ελλάδα. Η πολιτική παρέμβαση απαιτεί νέους χώρους και επίπεδα. Όλη η άκρα αριστερά, ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες του “εκσυχρονισμού”, μπαίνει σε κρίση, τόσο οι “αντιμπεριαλιστές” των διαφόρων “μ-λ”, όσο και οι “εργατιστές”, τα δίκτυα εργατικής αντιπληροφόρησης και η ΟΠΑ. Για μερικά χρόνια, δοκιμάζουμε να προωθήσουμε μια “ομοσπονδία εργοστασιακών σωματείων” που θα καταλήξει στον σημερινό… ΟΒΕΣ υπό Πασοκικό έλεγχο.
Σ’ αυτές τις συνθήκες διεξάγεται μια πάλη για την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει το επαναστατικό κίνημα. Μια πάλη που έχει σαν αντικείμενό της, τότε, το ζήτημα της “ένοπλης πάλης” και της βίας. Κάτω από την ώθηση και των αντίστοιχων εξελίξεων στην Ιταλία και τη Γερμανία, ένα αυξανόμενο κομμάτι συντρόφων περνάει στη λογική της “ένοπλης πάλης”. Όχι πια ενέργειες υποστήριξης της λαϊκής βίας, της “συστηματοποίησης” της λαϊκής βίας, αλλά ενέργειες “αυτόνομης επαναστατικής βίας”, προετοιμασίας για το αντάρτικο πόλεων. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο αρχίζουμε την πολεμική και την αντιπαράθεσή μας με τους συντρόφους και διεξάγουμε μια πάλη για να κινηθεί το κίνημά μας σε πραγματικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και όχι να πάρει αδιέξοδους δρόμους μιας μάχης έξω και πέρα από τις μάζες. Απ’ ότι φαίνεται από την ανακοίνωση του “ΕΛΑ”, εκείνη την εποχή ο Τσουτσουβής, αλλά και ο ίδιος ο ΕΛΑ, αρχίζουν να περνάνε στη συστηματοποίηση της “ένοπλης πάλης”. Η διαφωνία μας μεγαλώνει. Για δυο ή τρία χρόνια δίνουμε μια μακρόχρονη σύγκρουση μέσα στο κίνημα, σύγκρουση που μόνο η αστυνομία παρακολουθούσε με τον τρόπο της, γύρω από τον προσανατολισμό μας.
Αυτές οι αντιθέσεις εκδηλώνονται όλο και πιο συστηματικά γύρω από το θέμα της πάλης ενάντια στην κρατική τρομοκρατία. Τότε κάναμε μια ανάλυση που έλεγε πως η μεταπολίτευση αποτελεί μια φάση “συναίνεσης” και όχι καταστολής σαν κύρια πλευρά. Επομένως μια φάση όπου η πάλη του κινήματος ενάντια στην κρατική τρομοκρατία μπορεί να κερδηθεί στο επίπεδο των μαζών και των συμμαχιών που μπορούμε να κατακτήσουμε. Αντίθετα, η ανάλυση των συντρόφων της “ένοπλης πάλης” ήταν πως το “κράτος είναι κράτος”, δεν μπορεί να κάνει καμιά υποχώρηση και επομένως είναι ματαιοπονία το να θέλει κανείς να το αντιμετωπίσει στο επίπεδο της ανοιχτής πολιτικής πάλης. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη βίαιη και παράνομη αντιπαράθεση. Αυτή η διαφορά και διαπάλη παίχτηκε ακριβώς στο επίπεδο της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Και χάθηκε από τους “ένοπλους”. Η πρώτη αντιπαράθεση έγινε γύρω από το ζήτημα του Σερίφη –του συντρόφου εργάτη από την ΑΕG που φυλακίστηκε για 16 μήνες μετά την ενέργεια που έγινε εκεί– (στην οποία όπως μαθαίνουμε τώρα συμμετείχε και ο Χρήστος Τσουτσουβής μαζί με τον Χρήστο Κασίμη) μετά την δολοφονία των ηγετών της ΡΑΦ στα κελιά τους.
Υποστηρίζαμε τότε ότι είναι δυνατό αυτή η μάχη να κερδηθεί και η κρατική τρομοκρατία να αντιμετωπιστεί στο έδαφος της πολιτικής σύγκρουσης, γι’ αυτό και πιστεύαμε πως ήταν δυνατή η απελευθέρωση του Σερίφη. Οι “ένοπλοι σύντροφοι” αναπτύσσουν μια άλλη λογική –όπως βγαίνει από κείμενά τους. Όχι, ο Σερίφης δεν είναι δυνατό να απελευθερωθεί, η καμπάνια της επιτροπής δεν έχει νόημα παρά μόνο για να δημιουργήσει σε τελική ανάλυση ευνοϊκό κλίμα για την ένοπλη πάλη, να φανεί η αναγκαιότητά της. Αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση του Σερίφη και την πολιτική νίκη που κέρδισε το κίνημά μας. Εμείς, σαν ΟΠΑ αρχικά και σαν ΡΗΞΗ στη συνέχεια, αντιμετωπίζουμε το κύριο βάρος της κρατικής τρομοκρατίας. Η αστυνομία, είτε γιατί της ήταν βολικό, είτε γιατί εν μέρει το πίστευε, μας μεταβάλλει στον κεντρικό της στόχο μαζί με άλλους ανοργάνωτους αγωνιστές (όπως τον Βότση κ.λπ.). Σε κάθε ένοπλη ενέργεια εισβάλλουν με τα αυτόματα σπίτι μας (από τον Μπάμπαλη μέχρι τους Πέτρο και Σταμούλη), μας στήνουν δεκάδες μικρόφωνα, εγκαθιστούν έναν μπάτσο σε σπίτι απέναντι από τα γραφεία μας για να φωτογραφίζει και καταλήγουν με την επιχείρηση “Χανιά”, που έφαγε και τον ίδιο τον Μπάλκο. Σ’ αυτή την περίοδο λοιπόν και μ’ αυτές τις συνθήκες της καθημερινής (κυριολεκτικά καθημερινής) αντιπαράθεσης με τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής, αγωνιζόμαστε να αποδείξουμε την ορθότητα της άποψής μας και το λαθεμένο της ένοπλης λογικής. Πράγματι ήταν μια δύσκολη περίοδος. Η αστυνομία προσπαθούσε να μας κολλήσει τον ρόλο του τρομοκράτη, ή να μας αναγκάσει να μεταβληθούμε τελικά σε “τρομοκράτες”, μπροστά στις καθημερινές της επιθέσεις, ή αντίστροφα να υποχρεωθούμε να κάνουμε “δήλωση μετάνοιας” και να πάψουμε να ασχολούμαστε με την κρατική τρομοκρατία, όπως έκαναν όλοι οι αριστεριστές τότε, εκτός από την ΟΣΕ και τον “Μαχητή” σ’ ένα βαθμό. Παράδοξα, αυτή την προσδοκία είχαν και οι σύντροφοι του “ένοπλου” αγώνα. Να πάμε είτε από δω είτε από κει, να πάψουμε με τη “μεσοβέζικη λογική” μας να χαλάμε την “πιάτσα!”
Πιστεύουμε ότι σε εκείνη τη φάση τελικά η μάχη κερδήθηκε και ο χώρος μας, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, κατανόησε την ανάγκη μιας ανυποχώρητης μεν αλλά μακρόχρονης και με όρους μαζικού κινήματος πολιτικής πάλης.
Όμως, έτσι, η οποιαδήποτε πολιτική σχέση με τους “συντρόφους του ένοπλου” έγινε ακόμα πιο μακρινή.
Είναι προφανές. Μέσα στις νέες συνθήκες που οδηγούσαν στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, που σήμαιναν ένα νέο άλμα στη συναινετική πολιτική, μια ένοπλη λογική δεν μπορούσε πια να έχει στοιχειώδεις δυνατότητες μαζικότητας, υποχρεωτικά θα έπρεπε να καταφύγει σε ακόμα βαθύτερο κόψιμο από τον κοινωνικό περίγυρο και την πραγματικότητα. Τελειώνει και η δεύτερη περίοδος του “ένοπλου”, η μεταβατική, για να περάσουμε στην τρίτη, στη φάση της “τρομοκρατίας”.
Η ψυχή της “τρομοκρατίας”
Τώρα πια η οριστική απομάκρυνση του ένοπλου κινήματος από τις κοινωνικό-πολιτικές πραγματικότητες αποδείχνεται από την ίδια τη φύση των ενεργειών. Δεν πρόκειται πλέον για ενέργειες που έχουν σχέση με τις διαδικασίες κινήματος, ή που έστω αναφέρονται “από μακριά” σ’ αυτό. Πρόκειται για ενέργειες που σκοπεύουν στο γενικό πολιτικό πεδίο με το ίδιο το αυτόνομο αποσταθεροποιητικό περιεχόμενό τους. Η 17 Νοέμβρη δρα πλέον σε ένα επίπεδο “γενικής πολιτικής”, Αμερικάνοι, Μομφεράτος κ.λπ., ενώ ακόμα και άνθρωποι που είναι δεμένοι με ενέργειες “συμβολικού τύπου”, όπως ο Χρήστος Τσουτσουβής, περνούν σε οργάνωση “εκτελέσεων”, όπως ο Θεοφανόπουλος (αν ισχύει βέβαια η αστυνομική πληροφόρηση). Η πορεία είναι παρόμοια με την αντίστοιχη εξέλιξη των οργανώσεων του εξωτερικού, που έχει περιγράψει ο Κλάιν, παλιό μέλος της “2 Ιούνη”.
Η ίδια η διαδικασία της αντιπαράθεσης σπρώχνει όλο και πιο βαθειά στην παρανομία, όλο και πιο μακριά από τον συνδυασμό μαζικού αγώνα και ένοπλης πάλης, όλο και πιο μακριά από οποιαδήποτε διαδικασία κινήματος. Μέσα σε 10 χρόνια από την πτώση της χούντας, ένα κίνημα που ξεκίνησε από απλή “συστηματοποίηση” των ενεργειών λαϊκής αντίστασης μεταβάλλεται σε ένα δίκτυο στεγανών οργανώσεων έξω και πέρα από οποιοδήποτε κίνημα, που παρεμβαίνουν στην πολιτική σκηνή “αυτόνομα” με κάποιες πολιτικές δολοφονίες που οι ίδιες αποφασίζουν και εκτελούν, γιατί βέβαια όσο πιο ξεκομμένος είσαι από το πραγματικό κίνημα τόσο “ανώτερες” ενέργειες χρειάζεσαι.
Χρήστος Τσουτσουβής
Και ο Χρήστος μέσα σ’ αυτά; Φανταζόμαστε πως ακολούθησε αυτή την πορεία, μ’ όλη την τραγικότητα, την απομόνωση, την σχιζοφρένεια που μπορεί να έχει. Όλο και πιο απομονωμένος από παλιούς συντρόφους, από κινήματα, από συγγενείς και φίλους, υποχρεωτικά όλο και πιο μοναχικός, έχοντας σαν αποκλειστικό σημείο αναφοράς την μικρή ομάδα, βαδίζοντας σαν από πείσμα σε ένα δρόμο αδιέξοδο, ενώ γύρω όλο και περισσότεροι τον εγκατέλειπαν. Και αυτός, ένα παιδί από αγροτική προέλευση, που παράτησε την Αυστρία για να κάνει την “επανάσταση”, όπως όλοι μας, ίσως με μεγαλύτερο πάθος από μας τους υπόλοιπους που μπορέσαμε να “προσαρμοστούμε”, κυνηγούσε ένα “άπιαστο όνειρο”, την επανάσταση, αλλά όλο και περισσότερο την συγκίνηση της άμεσης, της σωματικής αντιπαράθεσης, την συγκίνηση της επαφής με τον εχθρό, τον κίνδυνο. Ενώ γύρω του όλοι το ρίχναν στα ουζάδικα, την ιδιώτευση, την ένταξη στην εξουσία, ο Χρήστος συνέχιζε να κυνηγάει μια άλλη επανάσταση, συνέχιζε να κυνηγάει την επανάσταση “εδώ και τώρα”.
Είναι γνωστό σε όλους ότι εμείς, από τη “Ρήξη”, έχουμε τα τελευταία χρόνια επιτεθεί με τον πιο βίαιο τρόπο ενάντια στους “παλιούς συντρόφους” του ένοπλου και έχουμε επισημάνει ότι, στο σύνολο της Ευρώπης, πολλά από τα δίκτυα των τρομοκρατικών οργανώσεων –όπως πια ονομάζουμε τις παλιές ένοπλες οργανώσεις– έχουν μεταβληθεί στη χειρότερη περίπτωση σε ενεργούμενα, άμεσα ή έμμεσα, υπηρεσιών των διαφόρων δυνάμεων, είτε του Καντάφι, είτε μέσω των Παλαιστινίων και της “λογιστικής υποστήριξης”, υπηρεσιών των Ανατολικών χωρών, της Περσίας κ.λπ., ενώ στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνται από διάφορες πολιτικές δυνάμεις, άσχετα με τις προθέσεις τους, γιατί όταν δεν έχεις καμιά πολιτική μαζική παρέμβαση, τότε τις ενέργειές σου τις χρησιμοποιεί κάποιος άλλος.
Έχουμε επιτεθεί με τον πιο βίαιο τρόπο στην τρομοκρατική λογική, σαν λογική που διαγράφει την ίδια την κίνηση των μαζών και επικεντρώνεται στη λογική της θέλησης της ομάδας. Η ομάδα και οι επιλογές της γίνονται ο ομφαλός της γης, ενώ οι μάζες, ο λαός για τον οποίο υποτίθεται γίνεται η επανάσταση, παρακολουθούν όχι μόνο απ’ έξω, όπως έγραφε ο Λένιν για την τρομοκρατία, αλλά και συχνά ενάντια στους “πρωτοπόρους”.
Όμως αυτή η σκληρή πολιτική κριτική μας, που φτάνει να λέμε στην τελευταία μας προκήρυξη πως πολιτικά δεν τους θεωρούμε πια συντρόφους, δεν αναιρεί ότι, στο προσωπικό επίπεδο, ο θάνατος του Χρήστου ήταν ο θάνατος ενός δικού μας. [ ]
Εμείς μπορούμε να μιλάμε μ’ αυτό τον τρόπο για το ένοπλο, γιατί ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε, γιατί έχουμε νιώσει την ισχυρή πίεση να μεταβληθούμε σε “εκδικητές”, γιατί έχουμε γνωρίσει τις καθημερινές δολοφονίες-ατυχήματα των αφεντικών, γιατί έχουμε γνωρίσει την κρατική καταστολή, γιατί, στο κάτω-κάτω της γραφής, σύντροφοί μας σ’ όλο τον κόσμο ήταν εκείνοι πού πήραν αυτό το δρόμο. Γιατί σύντροφοι μας ήταν στη Γαλλία αυτοί που πήραν το δρόμο του ένοπλου, παλιοί της “Προλεταριακής Αριστεράς”· ο Κούρτσιο και οι δικοί του που έκαναν τις “Ερυθρές Ταξιαρχίες” ήταν παλιοί σύντροφοι που είχαν δημιουργήσει το 1970 την “Προλεταριακή Αριστερά” στην Ιταλία –γιατί η “Πρώτη Γραμμή” βγήκε από την Οργάνωση “Συνεχής Αγώνας” (Λόττα Κοντίνουα) και στην συνέχεια τόσες άλλες από την “Εργατική Αυτονομία”. Επειδή στην Ελλάδα έχουμε παλέψει και μεις στην κατεύθυνση του εργατικού κινήματος και της εργατικής αντίστασης τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, επειδή, υπάρχουν ατέλειωτα επειδή· για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύουμε πως μπορούμε να μιλάμε πολιτικά και να κριτικάρουμε με τον πιο βίαιο τρόπο κάποιους που υπήρξαν σύντροφοί μας, αλλά από την άλλη να εξακολουθούμε να θεωρούμε συντρόφους μας στο προσωπικό επίπεδο αυτούς που πήραν το δρόμο της τρομοκρατίας και έπεσαν όπως ο σύντροφος Χρήστος. Γιατί ξέρουμε πως στη θέση του θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι, είναι κομμάτι από μας.
Γιατί ξέρουμε τελικά πως το αδιέξοδο του συντρόφου Χρήστου ήταν το αδιέξοδο μιας ολόκληρης αντίληψης, το αδιέξοδο μιας ορισμένης αντίληψης του Λενινισμού και της πρωτοπορίας, αδιέξοδο που βιώσαμε με τον πιο έντονο τρόπο χιλιάδες σύντροφοι σ’ όλη την Δυτική Ευρώπη.
Το αδιέξοδο μιας αντίληψης
Είναι το αδιέξοδο μιας ολόκληρης αντίληψης για την πρωτοπορία και την επανάσταση. Μιας αντίληψης που θεωρεί πως στην Ευρώπη είναι σήμερα δυνατή μια διαδικασία επανάστασης όπου μια πρωτοπορία θα ανοίξει το δρόμο της ένοπλης ανατροπής του καθεστώτος, και οι μάζες θα πειστούν, μιας αντίληψης που δεν έχει κατανοήσει πως, όσο οι μάζες δεν βλέπουν οι ίδιες με την πείρα τους πως δεν έχουν κανέναν άλλο δρόμο εκτός από την βίαιη επανάσταση και την ένοπλη εξέγερση, τότε δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα πραγματικής ανατροπής. Και σ’ όλη την Ευρώπη, εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια, δεν υπάρχει τέτοια πραγματικότητα. Εμείς που, με το κίνημα της δεκαετίας του 60-70, πιστέψαμε πως αυτή η μεγάλη η “ένοπλη” επανάσταση, η μεγάλη ανατροπή είναι και πάλι δυνατή, νιώσαμε πάνω το πετσί μας το αδιέξοδο αυτού του δρόμου. Αδιέξοδο που το βιώσαμε και με τον θάνατο συντρόφων μας, τόσων συντρόφων μας σ’ όλη την Ευρώπη, με τον θάνατο του Χρήστου Κασίμη αρχικά, του Χρήστου Τσουτσουβή τώρα. [ ]
Πιστεύουμε πως σήμερα δεν αρμόζει μια νεκρολογία για το θάνατο του Χρήστου Τσουτσουβή, αλλά η συνέχεια ενός αγώνα, ενός αγώνα που δεν θα οδηγεί τους καλύτερους και τους πιο αποφασισμένους συντρόφους σε δρόμους αδιέξοδους. Γιατί έτσι συμβαίνει. Κάθε φορά –και το ξέρουμε– επιβιώνουν όχι οι καλύτεροι, αλλά εκείνοι που ξέρουν να ελίσσονται, οι καλύτεροι σύντροφοί μας χάνονται με τον ένα ή άλλο τρόπο. Εδώ και χρόνια ακολουθούμε ένα όραμα. Ίσως άπιαστο πως οι καλύτεροι σύντροφοί μας δεν θα μπουν σε δρόμους προσωπικούς και αδιέξοδους, αλλά θα εντάξουν το δυναμικό τους στην πραγματική αντιπαράθεση που γίνεται σήμερα, εδώ και τώρα, πως άνθρωποι σαν τον Χρήστο και τους συντρόφους του θα βρίσκονται ανάμεσα στο λαό, εκεί που ανήκουν, και θα χρησιμοποιούν το καταπληκτικό δυναμικό τους για την επανάσταση σήμερα, για την επανάσταση μαζί με τις μάζες. [ ]
Και θέλω να πιστεύω πως οι σύντροφοί του αυτό το δίδαγμα θα βγάλουν, σήμερα όσο δεν είναι αργά, θα κατανοήσουν το αδιέξοδο ενός δρόμου, θα κατανοήσουν πως αυτός ο δρόμος τούς οδηγεί στα όρια του τραγικού, της απομόνωσης και της χρησιμοποίησης, τους οδηγεί στο να εκμεταλλεύονται την μέχρι τη θυσία πάλη τους οι ακριβώς αντίθετες δυνάμεις. Σήμερα είναι μια κομβική στιγμή. Αυτοί οι σύντροφοι μπορούν ακόμα να αλλάξουν πορεία, γιατί αύριο θα είναι αργά, μια και δεν θα υπάρχει δυνατότητα επιστροφής.
Είναι ακόμα ανοιχτός ο δρόμος του αγώνα εδώ, μέσα στις πραγματικότητες της καθημερινής ζωής και πάλης σήμερα, δεκαπέντε χρόνια πριν το 2000, για την απόρριψη της “επαναστατικής σχιζοφρένειας”. Είναι αντίστροφα βέβαιο ότι, αν οι σύντροφοι συνεχίσουν αυτό το δρόμο, θα είμαστε πολιτικά αντίπαλοι, και αντίπαλοι κάθετοι, χωρίς καμιά ταλάντευση.
Το ξαναλέμε, επειδή έχουμε γνωρίσει αυτή τη λογική, επειδή έχουμε δει τις συνέπειες του “ένοπλου” στην Ιταλία, ή τη Γερμανία, την Αμερική κ.λπ., επειδή ξέρουμε τι τεράστιες καταστροφές προκάλεσε στο κίνημα, επειδή αυτό το κίνημα το θεωρούμε σάρκα από την ίδια τη σάρκα μας, δεν πρόκειται να έχουμε καμιά στάση “συνοδοιπόρου”, όπως έχουν διάφοροι σύντροφοι που, είτε γιατί είναι νεώτεροι είτε γιατί ήταν μακριά απ’ αυτό το φαινόμενο δεν έχουν γνωρίσει τις καταστροφές που προκάλεσε, σε επίπεδο προσωπικό και συλλογικό. Εμείς, σύντροφοι του “ένοπλου”, επειδή δεν νιώθουμε συνοδοιπόροι, επειδή έχουμε την ίδια προέλευση, θα είμαστε οι πιο απόλυτοι απ’ όλους. Ενώ, και το ξέρετε, είμαστε εκείνοι που βρεθήκαμε πιο κοντά σας, σα λογική, γι’ αυτό ίσως είμαστε και οι πιο αποφασισμένοι να αντιπαλέψουμε τη λογική σας, στο βαθμό που δεν αφοράει μόνο την προσωπική σας ζωή και μοίρα, αλλά την κατεύθυνση ενός ολόκληρου κινήματος.
Έτσι λοιπόν ο θάνατος του Χρήστου είναι ένα σημείο προβληματισμού, ένα σημείο που ελπίζουμε δεν θα οδηγήσει σε ακόμα περισσότερη απομάκρυνση από την πραγματικότητα μέσα σε μια τραγική βεντέτα, αλλά αντίστροφα θα αποτελέσει ένα σημείο επιστροφής για πολλούς συντρόφους. Σύντροφοι, δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, έχουμε την ιστορική ευκαιρία να μάθουμε από τα λάθη των άλλων.
Γεια χαρά, Χρήστο.
Μάης 1985