Αρχική » REQUIEM (στον Χρήστο Τσουτσουβή)

REQUIEM (στον Χρήστο Τσουτσουβή)

από Άρδην - Ρήξη

του Γιώργου Καραμπελιά

Με­τά τον πρώ­το, τον Χρή­στο Κα­σί­μη, έ­νας δεύ­τε­ρος νε­κρός του α­ντάρ­τι­κου των πό­λε­ων στην Ελ­λά­δα, ο δεύ­τε­ρος Χρή­στος, ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής. Και α­πό μια τρα­γι­κή σύ­μπτω­ση ή­ταν και σύ­ντρο­φοι, ο Τσου­τσου­βής βρέ­θη­κε δί­πλα στο Κα­σί­μη την ώ­ρα του θα­νά­του του. Με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα τον α­κο­λού­θη­σε πε­θαί­νο­ντας, ί­σως ό­πως θα ή­θε­λε, σε μια σύ­γκρου­ση με τους “μπά­τσους”, με το κρά­τος, το τό­σο μι­ση­τό. Κι αυ­τός ο θά­να­τος μάς α­φο­ρά ό­λους, ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής είναι κάποιος δικός μας, έ­να κομ­μά­τι α­πό ε­κεί­νη την α­ρι­στε­ρά που ε­δώ και εί­κο­σι χρό­νια ξε­ση­κώ­θη­κε σ’ ό­λο τον κό­σμο, θέ­λο­ντας να τον αλ­λά­ξει “ε­δώ και τώ­ρα”. Ο Χρή­στος ή­ταν έ­νας ε­πα­να­στά­της, έ­νας ε­πα­να­στά­της σε δύ­σκο­λους και­ρούς, σε και­ρούς μι­κρό­ψυ­χους, χω­ρίς α­νά­τα­ση, χω­ρίς ο­ρί­ζο­ντες και ό­ρα­μα.

Η “Λα­ϊ­κή Βί­α”

Σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, με­τά την κρί­ση της ε­πα­να­στα­τι­κής α­πό­πει­ρας του 1968, και στην Ελ­λά­δα με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, ε­κα­το­ντά­δες και χι­λιά­δες σύ­ντρο­φοί μας πή­ραν τον ί­διο δρό­μο. Δεν μπο­ρού­σαν να α­νε­χτούν έ­να κό­σμο ό­που το ε­πα­να­στα­τι­κό ό­ρα­μα, το ό­ρα­μα μιας ά­με­σης α­να­τρο­πής, α­να­βαλ­λό­ταν για μια α­κό­μα φο­ρά. Άλ­λοι πή­ραν το δρό­μο της “εν­σω­μά­τω­σης” –­οι πιο πολ­λοί–­ άλ­λοι προ­σπά­θη­σαν να διε­ρευ­νή­σουν νέ­ους δρό­μους και α­πό­πει­ρες για το τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει ε­πα­νά­στα­ση στην ε­πο­χή του σο­σιαλ-κα­πι­τα­λι­σμού ή του ύ­στε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού. Τέ­λος, αρ­κε­τοί πή­ραν το δρό­μο του α­ντάρ­τη των πό­λε­ων.
Θα­μπω­μέ­νοι α­πό τις μο­λό­τωφ που φω­τα­γώ­γη­σαν ό­λες τις πρω­τεύ­ου­σες της Δύ­σης στην δε­κα­ε­τί­α 60-70 και την Ελ­λά­δα του Πο­λυ­τε­χνεί­ου του ’73, μη ό­ντας δια­τε­θει­μέ­νοι να δε­χτούν την κα­θη­με­ρι­νή μι­ζέ­ρια, α­δυ­να­τώ­ντας να κα­τα­νο­ή­σουν την λο­γι­κή ε­νός μα­κρό­χρο­νου “πο­λέ­μου θέ­σε­ων”, πέ­ρα­σαν “α­ντί­κρυ”.
Και η πο­ρεί­α ή­ταν ί­δια για ό­λους αυ­τούς τους πα­λιούς συ­ντρό­φους μας. Ξε­κί­νη­σαν α­πό τους ερ­γα­τι­κούς και νε­ο­λαι­ί­στι­κους α­γώ­νες, α­πόρ­ρι­ψαν τους συμ­βι­βα­σμούς των συν­δι­κά­των και των ε­πί­ση­μων φο­ρέ­ων, α­πο­φά­σι­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τη βί­α σαν υ­πο­στή­ρι­ξη των ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, μια βί­α “ό­χι ξε­κομ­μέ­νη α­πό τις μά­ζες, μια βί­α στην υ­πη­ρε­σί­α των μα­ζών”. Έ­τσι οι πρώ­τες ε­νέρ­γειες που γί­νο­νται στην Ι­τα­λί­α, α­πό τις Ε­ρυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες και τις ορ­γα­νώ­σεις της αυ­το­νο­μί­ας, εί­ναι ε­νέρ­γειες υ­πο­στή­ρι­ξης των ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, με α­πα­γω­γή διευ­θυ­ντών, ξυ­λο­κό­πη­μα α­περ­γο­σπα­στών κ.λπ. Εί­ναι ε­νέρ­γειες μό­λις λί­γο πιο πά­νω α­πό την αυ­θόρ­μη­τη βί­α των ί­διων των ερ­γα­τών. Και στη Γαλ­λί­α, η “Προ­λε­τα­ρια­κή Α­ρι­στε­ρά” κά­νει την πρώ­τη με­γά­λη της ε­νέρ­γεια με την α­πα­γω­γή του διευ­θυ­ντή της Ρε­νώ. Στην Ελ­λά­δα, οι πρώ­τες ε­νέρ­γειες στη με­τα­πο­λί­τευ­ση έ­χουν σαν στό­χο τα α­με­ρι­κά­νι­κα αυ­το­κί­νη­τα, τους πρά­κτο­ρες της CΙΑ, τους βα­σα­νι­στές και ε­πι­χει­ρή­σεις ό­που εί­χαν διε­ξα­χθεί ή συ­νε­χί­ζο­νταν ερ­γα­τι­κοί α­γώ­νες .
Στην Ελ­λά­δα έ­χου­με μια ι­διο­μορ­φί­α. Η ύ­παρ­ξη της δι­κτα­το­ρί­ας φέρ­νει ευ­ρύ­τε­ρα στρώ­μα­τα σε ε­πα­φή με την ε­πα­να­στα­τι­κή βί­α, με τις βόμ­βες ε­νά­ντια στη δι­κτα­το­ρί­α. Οι βόμ­βες μπαί­νουν τό­τε και α­πό με­τέ­πει­τα ευ­η­πό­λη­πτους πο­λί­τες, α­πό τη “Δη­μο­κρα­τι­κή Ά­μυ­να”, α­κό­μα και α­πό το ΠΑΚ και το ΠΑΜ. Ορ­γα­νώ­σεις σαν την “20 Ο­κτώ­βρη”, την ΛΕ­Α κ.λπ. προ­σπα­θούν να συ­στη­μα­το­ποι­ή­σουν τη λα­ϊ­κή βί­α, και εί­ναι προ­φα­νές ό­τι μια πι­θα­νή ε­πι­βί­ω­ση της χού­ντας με­τά το 1974 θα ο­δη­γού­σε σε  α­νά­πτυ­ξη του α­ντάρ­τι­κου. Ξαφ­νι­κά, με την κα­τάρ­ρευ­ση  στην Κύ­προ, έρ­χε­ται η με­τα­πο­λί­τευ­ση. Τι άλ­λα­ξε; Τί­πο­τε σχε­δόν, λε­ει ό­λη η ά­κρα α­ρι­στε­ρά… και ο Αν­δρέ­ας Πα­παν­δρέ­ου, “αλ­λα­γή φρου­ράς του ι­μπε­ρια­λι­σμού”, ό­πως δια­κη­ρύσ­σει α­πό το ε­ξω­τε­ρι­κό.
Ε­πο­μέ­νως ο “α­γώ­νας συ­νε­χί­ζε­ται”. Μό­νο που τώ­ρα διε­ξά­γε­ται σε νέ­ες συν­θή­κες. Συν­θή­κες α­νά­πτυ­ξης ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, συν­θή­κες α­νά­πτυ­ξης του α­ντια­με­ρι­κα­νι­σμού, συν­θή­κες “τι­μω­ρί­ας των χου­ντι­κών”. Ε­κα­το­ντά­δες νέ­οι και πα­λιό­τε­ροι α­γω­νι­στές πα­ρεμ­βαί­νουν με ε­νέρ­γειες σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες. Και βέ­βαια με κέ­ντρο πά­ντα μια ι­δέ­α. “Ο λύ­κος την τρί­χα αλ­λά­ζει μό­νο, ό­χι τη φύ­ση του”. Η ελ­λη­νι­κή α­ντί­δρα­ση, ό­σο και αν προ­σπα­θεί να το παί­ξει “μο­ντέρ­να”, θα γυ­ρί­σει αρ­γά ή γρή­γο­ρα στα γνω­στά της μο­νο­πά­τια, της α­νοι­χτής κα­τα­στο­λής, της λι­τό­τη­τας, ί­σως και μιας νέ­ας χού­ντας. Τα πρώ­τα χρό­νια με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, αυ­τές οι ε­πι­λο­γές έ­χουν μια ευ­ρύ­τα­τη λα­ϊ­κή συ­ναί­νε­ση. Η πλειο­ψη­φί­α του κό­σμου σκέ­φτε­ται και α­ντι­δρά­ει έ­τσι. Οι ερ­γα­τι­κοί α­γώ­νες, τα πρώ­τα χρό­νια με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, εί­ναι κά­ποιοι ν­ι­κη­φό­ροι και σκλη­ροί α­γώ­νες μέ­σα σε συν­θή­κες “πα­ρα­νο­μί­ας”, για τη συ­γκέ­ντρω­ση των πρώ­των υ­πο­γρα­φών για τα σω­μα­τεί­α. Ε­κεί­να τα χρό­νια, συ­χνά, ερ­γά­τες, μα­ζί με συ­ντρό­φους που τους βο­η­θά­νε, τι­μω­ρούν τα “α­φε­ντι­κά” και τους α­περ­γο­σπά­στες· στις α­περ­γίες της Λάρ­κο και του Νέ­ου Κόκ­κι­νου κό­βο­νται σύρ­ρι­ζα οι ε­λιές των α­περ­γο­σπα­στών και καί­γο­νται τα αυ­το­κί­νη­τα των χα­φιέ­δων. Σε ό­λες τις γει­το­νιές της Α­θή­νας, μι­κρές ο­μά­δες με στοι­χειώ­δη μέ­σα καίνε α­με­ρι­κά­νι­κα αυ­το­κί­νη­τα. Υ­πάρ­χει δη­λα­δή μια διά­χυ­τη λα­ϊ­κή βί­α. Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι μέ­σα σε τέ­τοιες συν­θή­κες ζει και ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής, που μα­ζί με το Χρή­στο Κα­σί­μη και άλ­λους συ­ντρό­φους τους –ό­πως βγαί­νει πια α­πό τις α­να­κοι­νώ­σεις και τα στοι­χεί­α που έ­χουν δο­θεί– πα­ρεμ­βαί­νουν και κά­νουν έ­να με­γά­λο έρ­γο α­ντι­πλη­ρο­φό­ρη­σης γύ­ρω α­πό τους ερ­γα­τι­κούς α­γώ­νες και τις γε­νι­κότε­ρες εκ­δη­λώ­σεις λα­ϊ­κής βί­ας. Ε­ξάλ­λου δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ό­τι, το 1975 και 1976, στις 23 Ιού­λη και στις 25 Μά­η, σε ό­λη την Α­θή­να διε­ξά­γο­νται συ­γκρού­σεις α­νά­με­σα σε ερ­γά­τες και α­στυ­νο­μί­α, που τα κόμ­μα­τα κα­τα­δι­κά­ζουν βαφτίζοντας τους ερ­γά­τες α­ρι­στε­ρο­χου­ντι­κούς.
Σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες δεν… υ­πάρ­χουν τρο­μο­κρά­τες. Α­κό­μα και ό­σοι έ­χουν μια τέ­τοια λο­γι­κή κι­νού­νται σαν το ψά­ρι στο νε­ρό, εί­ναι κομ­μά­τι ε­νός κι­νή­μα­τος. Γι’ αυ­τό και ό­ταν σκο­τώ­νε­ται ο βα­σα­νι­στής Μάλ­λιος α­πό την “17 Νο­έμ­βρη”, ε­μείς, η Ο­ΠΑ τό­τε, κυ­κλο­φο­ρού­με μια προ­κή­ρυ­ξη με τον τί­τλο “γεια στα χέ­ρια τους”, α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας την α­πο­στρο­φή της “Ά­κρας Α­ρι­στε­ράς” της ε­πο­χής, που “κα­τα­δι­κά­ζει” σύσ­σω­μη με α­να­κοι­νώ­σεις στις ε­φη­με­ρί­δες την “τρο­μο­κρα­τί­α”, ε­νώ βέ­βαια μπαί­νου­με στο α­στυ­νο­μι­κό στό­χα­στρο. Αυ­τό το κά­να­με τό­τε α­κρι­βώς για­τί δεν θε­ω­ρού­σα­με την ε­κτέ­λε­ση ε­νός βα­σα­νι­στή σαν τρο­μο­κρα­τι­κή πρά­ξη, έ­στω και αν γι­νό­ταν α­πό “τρο­μο­κρά­τες”, την θε­ω­ρού­σα­με σαν μια δί­και­η έκ­φρα­ση λα­ϊ­κής α­γα­νά­κτη­σης για την α­τι­μω­ρη­σί­α των βα­σα­νι­στών-δο­λο­φό­νων.
Να λοι­πόν το πραγ­μα­τι­κό κλί­μα ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Μέ­σα σ’ αυ­τό κι­νεί­ται ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής. Που ε­γκα­τα­λεί­πει τις σπου­δές στο μα­κρι­νό Γκρατ­ς, και τους αιώ­νιους φοι­τη­τές του, για να έρ­θει στην Ελ­λά­δα, να αλ­λά­ξει την κοι­νω­νί­α, να συ­νε­χί­σει τον α­γώ­να που μό­λις άρ­χι­σε στα 1973, τον α­γώ­να για το “βά­θαι­μα” της με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­πως λέ­γα­με τό­τε, τον α­γώ­να για την ερ­γα­τι­κή ε­πα­νά­στα­ση. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται μπαί­νει σε ερ­γο­στά­σια, δου­λεύ­ει, συμ­βά­λλει στη γέν­νη­ση του ερ­γο­στα­σια­κού συν­δι­κα­λι­σμού, γνω­ρί­ζει τη λα­ϊ­κή βί­α.

Η α­ντί­στρο­φη πο­ρεί­α
Ό­μως, ό­πως έ­χου­με δεί­ξει τό­σες φο­ρές, ο Μά­ης του ’76 ή­ταν έ­να ο­ρό­ση­μο, ό­πως την ί­δια ε­πο­χή –Μά­η– οι ε­κλο­γές στην Ι­τα­λί­α. Στην Ελ­λά­δα το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα αρ­χί­ζει να υ­πο­χω­ρεί και στο πρώ­το πλά­νο θα πε­ρά­σουν σι­γά-σι­γά τα κόμ­μα­τα –­ιδιαί­τε­ρα α­πό τις ε­κλο­γές του 1977 και με­τά. Στην Ι­τα­λί­α, με τις ε­κλο­γές του 1976, ο­δη­γού­νται σε κρί­ση οι με­γα­λύ­τε­ρες ορ­γα­νώ­σεις της ά­κρας α­ρι­στε­ράς. Τώ­ρα πια και στις δυο χώ­ρες, με δια­φο­ρε­τι­κούς ρυθ­μούς και σε δια­φο­ρε­τι­κό ε­πί­πε­δο, α­νοί­γει μια πε­ρί­ο­δος κρί­σης με πολ­λα­πλές συ­νέ­πειες.
Το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα μπαί­νει σε μια πε­ρί­ο­δο υ­πο­χώ­ρη­σης και “ο­μα­λο­ποί­η­σης”, ο αυ­θόρ­μη­τος α­ντια­με­ρι­κα­νι­σμός με­τα­βάλ­λε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο σε “φρά­ση”, κα­θώς η α­με­ρι­κά­νι­κη πα­ρου­σί­α υ­πο­χω­ρεί στην Ελ­λά­δα. Η πο­λι­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση α­παι­τεί νέ­ους χώ­ρους και ε­πί­πε­δα. Ό­λη η ά­κρα α­ρι­στε­ρά, α­νέ­τοι­μη να α­ντι­με­τω­πί­σει τις νέ­ες συν­θή­κες του “εκ­συ­χρο­νι­σμού”, μπαί­νει σε κρί­ση, τό­σο οι “α­ντι­μπε­ρια­λι­στές” των δια­φό­ρων “μ-λ”, ό­σο και οι “ερ­γα­τι­στές”, τα δί­κτυα ερ­γα­τι­κής α­ντι­πλη­ρο­φό­ρη­σης και η Ο­ΠΑ. Για με­ρι­κά χρό­νια, δο­κι­μά­ζου­με να προ­ω­θή­σου­με μια “ο­μο­σπον­δί­α ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων” που θα κα­τα­λή­ξει στον ση­με­ρι­νό… Ο­ΒΕΣ υ­πό Πα­σο­κι­κό έ­λεγ­χο.
Σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες διε­ξά­γε­ται μια πά­λη για την κα­τεύ­θυν­ση που θα πρέ­πει να πά­ρει το ε­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα. Μια πά­λη που έ­χει σαν α­ντι­κεί­με­νό της, τό­τε, το ζή­τη­μα της “έ­νο­πλης πά­λης” και της βί­ας. Κά­τω α­πό την ώ­θη­ση και των α­ντί­στοι­χων ε­ξε­λί­ξε­ων στην Ι­τα­λί­α και τη Γερ­μα­νί­α, έ­να αυ­ξα­νό­με­νο κομ­μά­τι συ­ντρό­φων περ­νά­ει στη λο­γι­κή της “έ­νο­πλης πά­λης”. Ό­χι πια ε­νέρ­γειες υ­πο­στή­ρι­ξης της λα­ϊ­κής βί­ας, της “συ­στη­μα­το­ποί­η­σης” της λα­ϊ­κής βί­ας, αλ­λά ε­νέρ­γειες “αυ­τό­νο­μης ε­πα­να­στα­τι­κής βί­ας”, προ­ε­τοι­μα­σί­ας για το α­ντάρ­τι­κο πό­λε­ων. Σε ε­κεί­νο α­κρι­βώς το ση­μεί­ο αρ­χί­ζου­με την πο­λε­μι­κή και την α­ντι­πα­ρά­θε­σή μας με τους συ­ντρό­φους και διε­ξά­γου­με μια πά­λη για να κι­νη­θεί το κί­νη­μά μας σε πραγ­μα­τι­κούς κοι­νω­νι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς και ό­χι να πά­ρει α­διέ­ξο­δους δρό­μους μιας μά­χης έ­ξω και πέ­ρα α­πό τις μά­ζες. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται α­πό την α­να­κοί­νω­ση του “Ε­ΛΑ”, ε­κεί­νη την ε­πο­χή ο Τσου­τσου­βής, αλ­λά και ο ί­διος ο Ε­ΛΑ, αρ­χί­ζουν να περ­νά­νε στη συ­στη­μα­το­ποί­η­ση της “έ­νο­πλης πά­λης”. Η δια­φω­νί­α μας με­γα­λώ­νει. Για δυο ή τρί­α χρό­νια δί­νου­με μια μακρό­χρο­νη σύ­γκρου­ση μέ­σα στο κί­νη­μα, σύ­γκρου­ση που μό­νο η α­στυ­νο­μί­α πα­ρα­κο­λου­θού­σε με τον τρό­πο της, γύ­ρω α­πό τον προ­σα­να­το­λι­σμό μας.
Αυ­τές οι α­ντι­θέ­σεις εκ­δη­λώ­νο­νται ό­λο και πιο συ­στη­μα­τι­κά γύ­ρω α­πό το θέ­μα της πά­λης ε­νά­ντια στην κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α. Τό­τε κά­να­με μια α­νά­λυ­ση που έ­λε­γε πως η με­τα­πο­λί­τευ­ση α­πο­τε­λεί μια φά­ση “συ­ναί­νε­σης” και ό­χι κα­τα­στο­λής σαν κύ­ρια πλευ­ρά. Ε­πο­μέ­νως μια φά­ση ό­που η πά­λη του κι­νή­μα­τος ε­νά­ντια στην κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α μπο­ρεί να κερ­δη­θεί στο ε­πί­πε­δο των μα­ζών και των συμ­μα­χιών που μπο­ρού­με να κα­τα­κτή­σου­με. Α­ντί­θε­τα, η α­νά­λυ­ση των συ­ντρό­φων της “έ­νο­πλης πά­λης” ή­ταν πως το “κρά­τος εί­ναι κρά­τος”, δεν μπο­ρεί να κά­νει κα­μιά υ­πο­χώ­ρη­ση και ε­πο­μέ­νως εί­ναι μα­ταιο­πο­νί­α το να θέ­λει κα­νείς να το α­ντι­με­τω­πί­σει στο ε­πί­πε­δο της α­νοι­χτής πο­λι­τι­κής πά­λης. Δεν υ­πάρ­χει άλ­λος δρό­μος α­πό τη βί­αι­η και πα­ρά­νο­μη α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Αυ­τή η δια­φο­ρά και δια­πά­λη παί­χτη­κε α­κρι­βώς στο ε­πί­πε­δο της κρα­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας και κα­τα­στο­λής. Και χά­θη­κε α­πό τους “έ­νο­πλους”. Η πρώ­τη α­ντι­πα­ρά­θε­ση έ­γι­νε γύ­ρω α­πό το ζή­τη­μα του Σε­ρί­φη –του συ­ντρό­φου ερ­γά­τη α­πό την Α­ΕG που φυ­λα­κί­στη­κε για 16 μή­νες με­τά την ε­νέρ­γεια που έ­γι­νε ε­κεί– (στην ο­ποί­α ό­πως μα­θαί­νουμε τώ­ρα συμ­με­τεί­χε και ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής μα­ζί με τον Χρή­στο Κα­σί­μη) με­τά την δο­λο­φο­νί­α των η­γε­τών της ΡΑΦ στα κε­λιά τους.
Υ­πο­στη­ρί­ζα­με τό­τε ό­τι εί­ναι δυ­να­τό αυ­τή η μά­χη να κερ­δη­θεί και η κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α να α­ντι­με­τω­πι­στεί στο έ­δα­φος της πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης, γι’ αυ­τό και πι­στεύ­α­με πως ή­ταν δυ­να­τή η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του Σε­ρί­φη. Οι “έ­νο­πλοι σύ­ντρο­φοι” α­να­πτύσ­σουν μια άλ­λη λο­γι­κή –ό­πως βγαί­νει α­πό κεί­με­νά τους. Ό­χι, ο Σε­ρί­φης δεν εί­ναι δυ­να­τό να α­πε­λευ­θε­ρω­θεί, η κα­μπά­νια της ε­πι­τρο­πής δεν έ­χει νό­η­μα πα­ρά μό­νο για να δη­μιουρ­γή­σει σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση ευ­νο­ϊ­κό κλί­μα για την έ­νο­πλη πά­λη, να φα­νεί η α­να­γκαιό­τη­τά της. Αυ­τή η δια­μά­χη συ­νε­χί­στη­κε και με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του Σε­ρί­φη και την πο­λι­τι­κή νί­κη που κέρ­δι­σε το κί­νη­μά μας. Ε­μείς, σαν Ο­ΠΑ αρ­χι­κά και σαν ΡΗ­ΞΗ στη συ­νέ­χεια, α­ντι­με­τω­πί­ζου­με το κύ­ριο βά­ρος της κρα­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας. Η α­στυ­νο­μί­α, εί­τε για­τί της ή­ταν βο­λι­κό, εί­τε για­τί εν μέ­ρει το πί­στευε, μας με­τα­βά­λλει στον κε­ντρι­κό της στό­χο μα­ζί με άλ­λους α­νορ­γά­νω­τους α­γω­νι­στές (ό­πως τον Βό­τση κ.λπ.). Σε κά­θε έ­νο­πλη ε­νέρ­γεια ει­σβά­λλουν με τα αυ­τό­μα­τα σπί­τι μας (α­πό τον Μπά­μπα­λη μέ­χρι τους Πέ­τρο και Στα­μού­λη), μας στή­νουν δε­κά­δες μι­κρό­φω­να, ε­γκα­θιστούν έ­ναν μπά­τσο σε σπί­τι α­πέ­να­ντι α­πό τα γρα­φεί­α μας για να φω­το­γρα­φί­ζει και κα­τα­λή­γουν με την ε­πι­χεί­ρη­ση “Χα­νιά”, που έ­φα­γε και τον ί­διο τον Μπάλ­κο. Σ’ αυ­τή την πε­ρί­ο­δο λοι­πόν και μ’ αυ­τές τις συν­θή­κες της κα­θη­με­ρι­νής (κυ­ριο­λε­κτι­κά κα­θη­με­ρι­νής) α­ντι­πα­ρά­θε­σης με τους κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς κα­τα­στο­λής, α­γω­νι­ζό­μα­στε να α­πο­δεί­ξου­με την ορ­θό­τη­τα της ά­πο­ψής μας και το λα­θε­μέ­νο της έ­νο­πλης λο­γι­κής. Πράγ­μα­τι ή­ταν μια δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δος. Η α­στυ­νο­μί­α προ­σπα­θού­σε να μας κολ­λή­σει τον ρό­λο του τρο­μο­κρά­τη, ή να μας α­να­γκά­σει να με­τα­βλη­θού­με τε­λι­κά σε “τρο­μο­κρά­τες”, μπρο­στά στις κα­θη­με­ρι­νές της ε­πι­θέ­σεις, ή α­ντί­στρο­φα να υ­πο­χρε­ω­θού­με να κά­νου­με “δή­λω­ση με­τά­νοιας” και να πά­ψου­με να α­σχο­λού­μα­στε με την κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α, ό­πως έ­κα­ναν ό­λοι οι α­ρι­στε­ρι­στές τό­τε, ε­κτός α­πό την Ο­ΣΕ και τον “Μα­χη­τή” σ’ έ­να βαθ­μό. Πα­ρά­δο­ξα, αυ­τή την προσ­δο­κί­α εί­χαν και οι σύ­ντρο­φοι του “έ­νο­πλου” α­γώ­να. Να πά­με εί­τε α­πό δω εί­τε α­πό κει, να πά­ψου­με με τη “με­σο­βέ­ζι­κη λο­γι­κή” μας να χα­λά­με την “πιά­τσα!”
Πι­στεύ­ου­με ό­τι σε ε­κεί­νη τη φά­ση τε­λι­κά η μά­χη κερ­δή­θη­κε και ο χώ­ρος μας, σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο, κα­τα­νό­η­σε την α­νά­γκη μιας α­νυ­πο­χώ­ρη­της μεν αλ­λά μα­κρό­χρο­νης και με ό­ρους μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος πο­λι­τι­κής πά­λης.
Ό­μως, έ­τσι, η ο­ποια­δή­πο­τε πο­λι­τι­κή σχέ­ση με τους “συ­ντρό­φους του έ­νο­πλου” έ­γι­νε α­κό­μα πιο μα­κρι­νή.
Εί­ναι προ­φα­νές. Μέ­σα στις νέ­ες συν­θή­κες που ο­δη­γού­σαν στην ά­νο­δο του ΠΑ­ΣΟΚ στην ε­ξου­σί­α, που σή­μαι­ναν έ­να νέ­ο άλ­μα στη συ­ναι­νε­τι­κή πο­λι­τι­κή, μια έ­νο­πλη λο­γι­κή δεν μπο­ρού­σε πια να έ­χει στοι­χειώ­δεις δυ­να­τό­τη­τες μα­ζι­κό­τη­τας, υ­πο­χρε­ω­τι­κά θα έ­πρε­πε να κα­τα­φύ­γει σε α­κό­μα βα­θύ­τε­ρο κό­ψι­μο α­πό τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τε­λειώ­νει και η δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δος του “έ­νο­πλου”, η με­τα­βα­τι­κή, για να πε­ρά­σου­με στην τρί­τη, στη φά­ση της “τρο­μο­κρα­τί­ας”.

Η ψυ­χή της “τρο­μο­κρα­τί­ας”
Τώ­ρα πια η ο­ρι­στι­κή α­πο­μά­κρυν­ση του έ­νο­πλου κι­νή­μα­τος α­πό τις κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες α­πο­δεί­χνε­ται α­πό την ί­δια τη φύ­ση των ε­νερ­γειών. Δεν πρό­κει­ται πλέ­ον για ε­νέρ­γειες που έ­χουν σχέ­ση με τις δια­δι­κα­σί­ες κι­νή­μα­τος, ή που έ­στω α­να­φέ­ρο­νται “α­πό μα­κριά” σ’ αυ­τό. Πρό­κει­ται για ε­νέρ­γειες που σκο­πεύ­ουν στο γε­νι­κό πο­λι­τι­κό πε­δί­ο με το ί­διο το αυ­τό­νο­μο α­πο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κό πε­ριε­χό­με­νό τους. Η 17 Νο­έμ­βρη δρα πλέ­ον σε έ­να ε­πί­πε­δο “γε­νι­κής πο­λι­τι­κής”, Α­με­ρι­κά­νοι, Μομ­φε­ρά­τος κ.λπ., ε­νώ α­κό­μα και άνθρωποι που είναι δεμένοι με ενέργειες “συμ­βο­λι­κού τύ­που”, ό­πως ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής, περ­νούν σε ορ­γά­νω­ση “ε­κτε­λέ­σε­ων”, ό­πως ο Θε­ο­φα­νό­που­λος (αν ι­σχύ­ει βέ­βαια η α­στυ­νο­μι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση). Η πο­ρεί­α εί­ναι πα­ρό­μοια με την α­ντί­στοι­χη ε­ξέ­λι­ξη των ορ­γα­νώ­σε­ων του ε­ξω­τε­ρι­κού, που έ­χει πε­ρι­γρά­ψει ο Κλά­ιν, πα­λιό μέ­λος της “2 Ιού­νη”.
Η ί­δια η δια­δι­κα­σί­α της α­ντι­πα­ρά­θε­σης σπρώ­χνει ό­λο και πιο βα­θειά στην πα­ρα­νο­μί­α, ό­λο και πιο μα­κριά α­πό τον συν­δυα­σμό μα­ζι­κού α­γώ­να και έ­νο­πλης πά­λης, ό­λο και πιο μα­κριά α­πό ο­ποια­δή­πο­τε δια­δι­κα­σί­α κι­νή­μα­τος. Μέ­σα σε 10 χρό­νια α­πό την πτώ­ση της χού­ντας, έ­να κί­νη­μα που ξε­κί­νη­σε α­πό α­πλή “συ­στη­μα­το­ποί­η­ση” των ε­νερ­γειών λα­ϊ­κής α­ντί­στα­σης με­τα­βάλ­λε­ται σε έ­να δί­κτυο στε­γα­νών ορ­γα­νώ­σε­ων έ­ξω και πέ­ρα α­πό ο­ποιο­δή­πο­τε κί­νη­μα, που πα­ρεμ­βαί­νουν στην πο­λι­τι­κή σκη­νή “αυ­τό­νο­μα” με κά­ποιες πο­λι­τι­κές δο­λο­φο­νί­ες που οι ί­διες α­πο­φα­σί­ζουν και ε­κτε­λούν, για­τί βέ­βαια ό­σο πιο ξε­κομ­μέ­νος εί­σαι α­πό το πραγ­μα­τι­κό κί­νη­μα τό­σο “α­νώ­τε­ρες” ε­νέρ­γειες χρειά­ζε­σαι.

Χρή­στος Τσου­τσου­βής

Και ο Χρή­στος μέ­σα σ’ αυ­τά; Φα­ντα­ζό­μα­στε πως α­κο­λού­θη­σε αυ­τή την πο­ρεί­α, μ’ ό­λη την τρα­γι­κό­τη­τα, την α­πο­μό­νω­ση, την σχι­ζο­φρέ­νεια που μπο­ρεί να έ­χει. Ό­λο και πιο α­πο­μο­νω­μέ­νος α­πό πα­λιούς συ­ντρό­φους, α­πό κι­νή­μα­τα, α­πό συγ­γε­νείς και φί­λους, υ­πο­χρε­ω­τι­κά ό­λο και πιο μο­να­χι­κός, έ­χο­ντας σαν α­πο­κλει­στι­κό ση­μεί­ο α­να­φο­ράς την μι­κρή ο­μά­δα, βα­δί­ζο­ντας σαν α­πό πεί­σμα σε έ­να δρό­μο α­διέ­ξο­δο, ε­νώ γύ­ρω ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι τον ε­γκα­τέ­λει­παν. Και αυ­τός, έ­να παι­δί α­πό α­γρο­τι­κή προ­έ­λευ­ση, που πα­ρά­τη­σε την Αυ­στρί­α για να κά­νει την “ε­πα­νά­στα­ση”, ό­πως ό­λοι μας, ί­σως με με­γα­λύ­τε­ρο πά­θος α­πό μας τους υ­πό­λοι­πους που μπο­ρέ­σα­με να “προ­σαρ­μο­στού­με”, κυ­νηγούσε έ­να “ά­πια­στο ό­νει­ρο”, την ε­πα­νά­στα­ση, αλ­λά ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο την συ­γκί­νη­ση της ά­με­σης, της σω­μα­τι­κής α­ντι­πα­ρά­θε­σης, την συ­γκί­νη­ση της ε­πα­φής με τον ε­χθρό, τον κίν­δυ­νο. Ε­νώ γύ­ρω του ό­λοι το ρί­χναν στα ου­ζά­δι­κα, την ι­διώ­τευ­ση, την έ­ντα­ξη στην ε­ξου­σί­α, ο Χρή­στος συ­νέ­χι­ζε να κυ­νη­γά­ει μια άλ­λη ε­πα­νά­στα­ση, συ­νέ­χι­ζε να κυ­νη­γά­ει την ε­πα­νά­στα­ση “ε­δώ και τώ­ρα”.
Εί­ναι γνω­στό σε ό­λους ό­τι ε­μείς, α­πό τη “Ρή­ξη”, έ­χου­με τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια ε­πι­τε­θεί με τον πιο βί­αιο τρό­πο ε­νά­ντια στους “πα­λιούς συ­ντρό­φους” του έ­νο­πλου και έ­χου­με ε­πι­ση­μά­νει ό­τι, στο σύ­νο­λο της Ευ­ρώ­πης, πολ­λά α­πό τα δί­κτυα των τρο­μο­κρα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων –ό­πως πια ο­νο­μά­ζου­με τις πα­λιές έ­νο­πλες ορ­γα­νώ­σεις– έ­χουν με­τα­βλη­θεί στη χει­ρό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση σε ε­νερ­γού­με­να, ά­με­σα ή έμ­με­σα, υ­πη­ρε­σιών των δια­φό­ρων δυ­νά­με­ων, εί­τε του Κα­ντά­φι, εί­τε μέ­σω των Πα­λαι­στι­νί­ων και της “λο­γι­στι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης”, υ­πη­ρε­σιών των Α­να­το­λι­κών χω­ρών, της Περ­σί­ας κ.λπ., ε­νώ στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση χρη­σι­μο­ποιού­νται α­πό διά­φο­ρες πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις, ά­σχε­τα με τις προ­θέ­σεις τους, για­τί ό­ταν δεν έ­χεις κα­μιά πο­λι­τι­κή μα­ζι­κή πα­ρέμ­βα­ση, τό­τε τις ε­νέρ­γειές σου τις χρη­σι­μο­ποιεί κά­ποιος άλ­λος.
Έ­χου­με ε­πι­τε­θεί με τον πιο βί­αιο τρό­πο στην τρο­μο­κρα­τι­κή λο­γι­κή, σαν λο­γι­κή που δια­γρά­φει την ί­δια την κί­νη­ση των μα­ζών και ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στη λο­γι­κή της θέ­λη­σης της ο­μά­δας. Η ο­μά­δα και οι ε­πι­λο­γές της γί­νο­νται ο ομ­φα­λός της γης, ε­νώ οι μά­ζες, ο λα­ός για τον ο­ποί­ο υ­πο­τί­θε­ται γί­νε­ται η ε­πα­νά­στα­ση, πα­ρα­κο­λου­θούν ό­χι μό­νο απ’ έ­ξω, ό­πως έ­γρα­φε ο Λέ­νιν για την τρο­μο­κρα­τί­α, αλ­λά και συ­χνά ε­νά­ντια στους “πρω­το­πό­ρους”.
Ό­μως αυ­τή η σκλη­ρή πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή μας, που φτά­νει να λέ­με στην τε­λευ­ταί­α μας προ­κή­ρυ­ξη πως πο­λι­τι­κά δεν τους θε­ω­ρού­με πια συ­ντρό­φους, δεν α­ναι­ρεί ό­τι, στο προ­σω­πι­κό ε­πί­πε­δο, ο θά­να­τος του Χρή­στου ή­ταν ο θά­να­τος ε­νός δι­κού μας. [ ]
Ε­μείς μπο­ρού­με να μι­λά­με μ’ αυ­τό τον τρό­πο για το έ­νο­πλο, για­τί ξέ­ρου­με για τι πράγ­μα μι­λά­με, για­τί έ­χου­με νιώ­σει την ι­σχυ­ρή πί­ε­ση να με­τα­βλη­θού­με σε “εκ­δι­κη­τές”, για­τί έ­χου­με γνω­ρί­σει τις κα­θη­με­ρι­νές δο­λο­φο­νί­ες-α­τυ­χή­μα­τα των α­φε­ντι­κών, για­τί έ­χου­με γνω­ρί­σει την κρα­τι­κή κα­τα­στο­λή, για­τί, στο κά­τω-κά­τω της γρα­φής, σύ­ντρο­φοί μας σ’ ό­λο τον κό­σμο ή­ταν ε­κεί­νοι πού πή­ραν αυ­τό το δρό­μο. Για­τί σύ­ντρο­φοι μας ή­ταν στη Γαλ­λί­α αυ­τοί που πή­ραν το δρό­μο του έ­νο­πλου, πα­λιοί της “Προ­λε­τα­ρια­κής Α­ρι­στε­ράς”· ο Κούρ­τσιο και οι δι­κοί του που έ­κα­ναν τις “Ε­ρυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες” ή­ταν πα­λιοί σύ­ντρο­φοι που εί­χαν δη­μιουρ­γή­σει το 1970 την “Προ­λε­τα­ρια­κή Α­ρι­στε­ρά” στην Ι­τα­λί­α –για­τί η “Πρώ­τη Γραμ­μή” βγή­κε α­πό την Ορ­γά­νω­ση “Συ­νε­χής Α­γώ­νας” (Λότ­τα Κο­ντί­νουα) και στην συ­νέ­χεια τό­σες άλ­λες α­πό την “Εργα­τι­κή Αυ­το­νο­μί­α”. Ε­πει­δή στην Ελ­λά­δα έ­χου­με πα­λέ­ψει και μεις στην κα­τεύ­θυν­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της ερ­γα­τι­κής α­ντί­στα­σης τα πρώ­τα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια, ε­πει­δή, υ­πάρ­χουν α­τέ­λειω­τα ε­πει­δή· για ό­λους αυ­τούς τους λό­γους πι­στεύ­ου­με πως μπο­ρού­με να μι­λά­με πο­λι­τι­κά και να κρι­τι­κά­ρου­με με τον πιο βί­αιο τρό­πο κά­ποιους που υ­πήρ­ξαν σύ­ντρο­φοί μας, αλ­λά α­πό την άλ­λη να ε­ξα­κο­λου­θού­με να θε­ω­ρού­με συ­ντρό­φους μας στο προ­σω­πι­κό ε­πί­πε­δο αυ­τούς που πή­ραν το δρό­μο της τρο­μο­κρα­τί­ας και έ­πε­σαν ό­πως ο σύ­ντρο­φος Χρή­στος. Για­τί ξέ­ρου­με πως στη θέ­ση του θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε ε­μείς οι ί­διοι, εί­ναι κομ­μά­τι α­πό μας.
Για­τί ξέ­ρου­με τε­λι­κά πως το α­διέ­ξο­δο του συ­ντρό­φου Χρή­στου ή­ταν το α­διέ­ξο­δο μιας ο­λό­κλη­ρης α­ντί­λη­ψης, το α­διέ­ξο­δο μιας ο­ρι­σμέ­νης α­ντί­λη­ψης του Λε­νι­νι­σμού και της πρω­το­πο­ρί­ας, α­διέ­ξο­δο που βιώ­σα­με με τον πιο έ­ντο­νο τρό­πο χι­λιά­δες σύ­ντρο­φοι σ’ ό­λη την Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη.

Το α­διέ­ξο­δο μιας α­ντί­λη­ψης
Εί­ναι το α­διέ­ξο­δο μιας ο­λό­κλη­ρης α­ντί­λη­ψης για την πρω­το­πο­ρί­α και την ε­πα­νά­στα­ση. Μιας α­ντί­λη­ψης που θε­ω­ρεί πως στην Ευ­ρώ­πη εί­ναι σή­με­ρα δυ­να­τή μια δια­δι­κα­σί­α ε­πα­νά­στα­σης ό­που μια πρω­το­πο­ρί­α θα α­νοί­ξει το δρό­μο της έ­νο­πλης α­να­τρο­πής του κα­θε­στώ­τος, και οι μά­ζες θα πει­στούν, μιας α­ντί­λη­ψης που δεν έ­χει κα­τα­νο­ή­σει πως, ό­σο οι μά­ζες δεν βλέ­πουν οι ί­διες με την πεί­ρα τους πως δεν έ­χουν κα­νέ­ναν άλ­λο δρό­μο ε­κτός α­πό την βί­αι­η ε­πα­νά­στα­ση και την έ­νο­πλη ε­ξέ­γερ­ση, τό­τε δεν υ­πάρ­χει κα­μιά δυ­να­τό­τη­τα πραγ­μα­τι­κής α­να­τρο­πής. Και σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, ε­δώ και του­λά­χι­στον 40 χρό­νια, δεν υ­πάρ­χει τέ­τοια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ε­μείς που, με το κί­νη­μα της δε­κα­ε­τί­ας του 60-70, πι­στέ­ψα­με πως αυ­τή η με­γά­λη η “έ­νο­πλη” ε­πα­νά­στα­ση, η με­γά­λη α­να­τρο­πή εί­ναι και πά­λι δυ­να­τή, νιώ­σα­με πά­νω το πε­τσί μας το α­διέ­ξο­δο αυ­τού του δρό­μου. Α­διέ­ξο­δο που το βιώ­σα­με και με τον θά­να­το συ­ντρό­φων μας, τό­σων συ­ντρό­φων μας σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, με τον θά­να­το του Χρή­στου Κα­σί­μη αρ­χι­κά, του Χρή­στου Τσου­τσου­βή τώ­ρα. [ ]
Πι­στεύ­ου­με πως σή­με­ρα δεν αρ­μό­ζει μια νε­κρο­λο­γί­α για το θά­να­το του Χρή­στου Τσου­τσου­βή, αλ­λά η συ­νέ­χεια ε­νός α­γώ­να, ε­νός α­γώ­να που δεν θα ο­δη­γεί τους κα­λύ­τε­ρους και τους πιο α­πο­φα­σι­σμέ­νους συ­ντρό­φους σε δρό­μους α­διέ­ξο­δους. Για­τί έ­τσι συμ­βαί­νει. Κά­θε φο­ρά –και το ξέ­ρου­με– ε­πι­βιώ­νουν ό­χι οι κα­λύ­τε­ροι, αλ­λά ε­κεί­νοι που ξέ­ρουν να ε­λίσ­σο­νται, οι κα­λύ­τε­ροι σύ­ντρο­φοί μας χά­νο­νται με τον έ­να ή άλ­λο τρό­πο. Ε­δώ και χρό­νια α­κο­λου­θού­με έ­να ό­ρα­μα. Ί­σως ά­πια­στο πως οι κα­λύ­τε­ροι σύ­ντρο­φοί μας δεν θα μπουν σε δρό­μους προ­σω­πι­κούς και α­διέ­ξο­δους, αλ­λά θα ε­ντά­ξουν το δυ­να­μι­κό τους στην πραγ­μα­τι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση που γί­νε­ται σή­με­ρα, ε­δώ και τώ­ρα, πως άν­θρω­ποι σαν τον Χρή­στο και τους συ­ντρό­φους του θα βρί­σκο­νται α­νά­με­σα στο λα­ό, ε­κεί που α­νή­κουν, και θα χρη­σι­μο­ποιούν το κα­τα­πλη­κτι­κό δυ­να­μι­κό τους για την ε­πα­νά­στα­ση σή­με­ρα, για την ε­πα­νά­στα­ση μα­ζί με τις μά­ζες. [ ]
Και θέ­λω να πι­στεύ­ω πως οι σύ­ντρο­φοί του αυ­τό το δί­δαγ­μα θα βγά­λουν, σή­με­ρα ό­σο δεν εί­ναι αρ­γά, θα κα­τα­νο­ή­σουν το α­διέ­ξο­δο ε­νός δρό­μου, θα κα­τα­νο­ή­σουν πως αυ­τός ο δρό­μος τούς ο­δη­γεί στα ό­ρια του τρα­γι­κού, της α­πο­μό­νω­σης και της χρη­σι­μο­ποί­η­σης, τους ο­δη­γεί στο να εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται την μέ­χρι τη θυ­σί­α πά­λη τους οι α­κρι­βώς α­ντί­θε­τες δυ­νά­μεις. Σή­με­ρα εί­ναι μια κομ­βι­κή στιγ­μή. Αυ­τοί οι σύ­ντρο­φοι μπο­ρούν α­κό­μα να αλ­λά­ξουν πο­ρεί­α, για­τί αύ­ριο θα εί­ναι αρ­γά, μια και δεν θα υ­πάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα ε­πι­στρο­φής.
Εί­ναι α­κό­μα α­νοι­χτός ο δρό­μος του α­γώ­να ε­δώ, μέ­σα στις πραγ­μα­τι­κό­τη­τες της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής και πά­λης σή­με­ρα, δε­κα­πέ­ντε χρό­νια πριν το 2000, για την α­πόρ­ρι­ψη της “ε­πα­να­στα­τι­κής σχι­ζο­φρέ­νειας”. Εί­ναι α­ντί­στρο­φα βέ­βαιο ό­τι, αν οι σύ­ντρο­φοι συ­νε­χί­σουν αυ­τό το δρό­μο, θα εί­μα­στε πο­λι­τι­κά α­ντί­πα­λοι, και α­ντί­πα­λοι κά­θε­τοι, χω­ρίς κα­μιά τα­λά­ντευ­ση.
Το ξα­να­λέ­με, ε­πει­δή έ­χου­με γνω­ρί­σει αυ­τή τη λο­γι­κή, ε­πει­δή έ­χου­με δει τις συ­νέ­πειες του “έ­νο­πλου” στην Ι­τα­λί­α, ή τη Γερ­μα­νί­α, την Α­με­ρι­κή κ.λπ., ε­πει­δή ξέ­ρου­με τι τε­ρά­στιες κα­τα­στρο­φές προ­κά­λε­σε στο κί­νη­μα, ε­πει­δή αυ­τό το κί­νη­μα το θε­ω­ρού­με σάρ­κα α­πό την ί­δια τη σάρ­κα μας, δεν πρό­κει­ται να έ­χου­με κα­μιά στά­ση “συ­νο­δοι­πό­ρου”, ό­πως έ­χουν διά­φο­ροι σύ­ντρο­φοι που, είτε γιατί είναι νεώτεροι είτε γιατί ή­ταν μα­κριά απ’ αυ­τό το φαι­νό­με­νο δεν έ­χουν γνω­ρί­σει τις κα­τα­στρο­φές που προ­κά­λε­σε, σε ε­πί­πε­δο προ­σω­πι­κό και συλ­λο­γι­κό. Ε­μείς, σύ­ντρο­φοι του “έ­νο­πλου”, ε­πει­δή δεν νιώ­θου­με συ­νο­δοι­πό­ροι, ε­πει­δή έ­χου­με την ί­δια προ­έ­λευ­ση, θα εί­μα­στε οι πιο α­πό­λυ­τοι απ’ ό­λους. Ε­νώ, και το ξέ­ρε­τε, εί­μα­στε ε­κεί­νοι που βρε­θή­κα­με πιο κο­ντά σας, σα λο­γι­κή, γι’ αυ­τό ί­σως εί­μα­στε και οι πιο α­πο­φα­σι­σμέ­νοι να α­ντι­πα­λέ­ψου­με τη λο­γι­κή σας, στο βαθ­μό που δεν α­φο­ρά­ει μό­νο την προ­σω­πι­κή σας ζω­ή και μοί­ρα, αλ­λά την κα­τεύ­θυν­ση ε­νός ο­λό­κλη­ρου κι­νή­μα­τος.
Έ­τσι λοι­πόν ο θά­να­τος του Χρή­στου εί­ναι έ­να ση­μεί­ο προ­βλη­μα­τι­σμού, έ­να ση­μεί­ο που ελ­πί­ζου­με δεν θα ο­δη­γή­σει σε α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη α­πο­μά­κρυν­ση α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα σε μια τρα­γι­κή βε­ντέ­τα, αλ­λά α­ντί­στρο­φα θα α­πο­τε­λέ­σει έ­να ση­μεί­ο ε­πι­στρο­φής για πολ­λούς συ­ντρό­φους. Σύ­ντρο­φοι, δεν εί­ναι α­νά­γκη να ε­πα­να­λά­βου­με τα ί­δια λά­θη, έ­χου­με την ι­στο­ρι­κή ευ­και­ρί­α να μά­θου­με α­πό τα λά­θη των άλ­λων.
Γεια χα­ρά, Χρή­στο.

Μά­ης 1985

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ