Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 130
Εμποράκος
Όταν οι κινηματογράφοι παίζουν καλές ή, για διάφορους λόγους, ενδιαφέρουσες ταινίες, τότε και ο κριτικός πάει σινεμά μαζί με τον πολύ κόσμο. Πρέπει να μιλήσει για αυτό που μιλούν όλοι. Οι τελευταίες εβδομάδες έφεραν, λοιπόν, ταινίες, κάποιες από αυτές με μεγάλες υπογραφές, που κρατάνε το θεατή.
Ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ας πούμε, αποφάσισε να γίνει ιησουίτης και να τσαλαβουτήξει σε κάτι γιαπωνέζικα νερά που, καυτά όπως είναι, τον τσουλούφρησαν. Στη Σιωπή διατείνεται, ως καλός ιησουίτης –τι άλλο;– ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο ιδρυματικός και, φευ, χωρίς πίστη χριστιανισμός γίνεται όπλο στην πιο στυγνή φάση της αποικιοκρατίας, κάπου στα 1600, συναντώντας τα σκληρά αντίμετρα των ιαπωνικών αρχών. Ένας ιησουίτης παπάς πείθει τους Ιάπωνες χωρικούς χριστιανούς να πατούν τις εικόνες για να γλιτώσουν. Να πώς βλέπει τους σκληρούς διωγμούς ένας Νεοϋορκέζος, που μοιάζει να ασπάζεται το δόγμα της Γουόλ Στριτ: Σιγά! Τι βουδιστής τι χριστιανός, τι σημασία έχει, αφού έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύεις. Μια γυναίκα, μια περιουσία, και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Αίφνης ο άνθρωπος γίνεται ποντίκι. Όσο για κινηματογραφικές αρετές, ο Σκορτσέζε ρίχνει κάτι ομίχλες, πιστεύοντας ότι έτσι θα μοιάσει στους γίγαντες του σινεμά, σαν τον Μιζογκούτσι. Μόνο που εκείνος ο γίγας, μακρυά από ιησουίτικες λίμπεραλ «λογικές», έκανε τους Σταυρωμένους εραστές (1954), ένα αριστούργημα καρτερίας και αφοσίωσης, βάζοντας τους ήρωές του, αντί να προδίδουν για να σώσουν τάχα τους άλλους, να θυσιάζονται ο ένας για τον άλλον. Κι έκανε ένα σινεμά ατόφιο χρυσάφι, σε αντίθεση με τις ψευτοφιλοσοφίες του Σκορτσέζε.
Είδατε; Παρασύρθηκα. Γιατί η πρόθεσή μου ήταν να γράψω για μια άλλη ταινία, που παίρνει τους ανθρώπους και τα πάθη τους πολύ πιο σοβαρά από τους μοδάτους της Νέας Υόρκης –βάλτε και τον Γούντι Άλεν από δίπλα. Αν και συνομιλεί με έναν παλιό Νεοϋορκέζο.
Οι ήρωες του Ασγκάρ Φαραντί ζουν στην Τεχεράνη. Δεν έχει σημασία που ο Εμάντ και η Ράνα υποδύονται στο θέατρο τον Γουίλι και την Λίντα, από το έργο του Άρθρουρ Μίλλερ. Ή μήπως έχει; Η Τεχεράνη δεν είναι Νέα Υόρκη. Μη σας ξεγελούν τα αυτοκίνητα και τα κινητά. Εδώ τα θέματα είναι άλλα. Σκηνοθέτης γυναικών ο Φαραντί, έχει την ευκαιρία να δώσει τις διαφορετικές πτυχώσεις της εκδίκησης, του ψυχικού πόνου, της αφοσίωσης.
Μια πολυκατοικία έχει υποστεί ρήγματα και εκκενώνεται. Ο Εμάντ και η Ράνα εγκαταλείπουν το σπίτι τους μέσα στον πανικό. Για να εξοικονομήσουν χρήματα και να βρουν νέο διαμέρισμα, θα πρέπει να πουλήσουν το αυτοκίνητό τους. Ο Εμάντ διδάσκει φιλολογία και οι δυο τους είναι ηθοποιοί. Πρωταγωνιστούν, στους ρόλους του Γουίλι και της Λίντας Λόμαν, στο έργο του Άρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου» (1949). Πίσω στη Νέα Υόρκη! Ο σκηνοθέτης του έργου τούς διαθέτει ένα μικρό διαμέρισμα που πρόσφατα έχει εγκαταλείψει μια νοικάρισσά του, χωρίς όμως να πάρει τα πράγματά της. Αυτά τα πράγματα θα γίνουν ο πυροκροτητής που θα δώσουν την ιστορία της ταινίας. Η πρώην νοικάρισσα, «αμφιβόλου ηθικής», δεν ξεκαθαρίζεται αν είναι ερωτομανής ή περιστασιακή πόρνη. Μια μέρα στο διαμέρισμα θα τρυπώσει ένας ηλικιωμένος πρώην φίλος της και η ιστορία της Ράνα και του Εμάντ θα πάρει άλλη τροπή. Η εκδίκηση από την πλευρά του Εμάντ και η ψυχοσωματικοί πόνοι της Ράνα θα καθοδηγήσουν το τέλος ανάμεσα στην εκδίκηση, τόσο κοινότοπη στον ισλαμικό κόσμο και στο έλεος, terra incognita στον ανελέητο αστικό κόσμο, που ζώνει φυσικά και την Τεχεράνη.
Το ενδιαφέρον με τον Φαραντί είναι ότι στις ιστορίες του περισσότερο υπαινίσετται παρά εξηγεί. Έτσι οι χαρακτήρες του κυκλώνονται από ένα μυστήριο και οι πράξεις τους γίνονται απρόβλεπτες. Η ταινία βραβεύτηκε για το σενάριό της στις Κάννες και πράγματι υπάρχει πολλή λεπτοδουλειά εκεί.
Η σύνδεση της ιστορίας του με το έργο του Μίλερ δεν είναι σύνδεση αναλογίας. Ο Εμάντ δεν είναι έμπορος και η Ράνα δεν ειναι η μεσήλικας σύζυγος. Αλλά οι δυο τους μιλούν μεταξύ τους πιο ειλικρινά την ώρα της παράστασης, με τα λόγια των ρόλων τους. Τα ανθρώπινα αισθήματα δεν είναι διακοινώσιμα, λέει ο Φαραντί. Απλώς οι συνέπειές τους στις καθημερινές πράξεις ματώνουν.
Ο Φαραντί χρησιμοποιεί έναν ενδιαφέροντα κινηματογραφικό ρυθμό που άλλοτε επιταχύνεται άλλοτε χαλαρώνει, πάντα με όχημα τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του. Δεν ξεφεύγει ποτέ από τα ανθρώπινα βλέμματα. Που συνήθως δεν κοιτούν στα μάτια. Η πόλη γύρω, μια μικροαστική γειτονιά της Τεχεράνης, σχεδόν υπαινίσσεται, σε αυτόν τον μινιμαλισμό του σκηνοθέτη.
Όλο το ψαχνό είναι τα πρόσωπα. Πολύ ενδιαφέρουσες οι ερμηνείες, ο Σαχάμπ Χοσεϊνί έχει βραβευτεί στον ρόλο του Εμάντ, αλλά και στο ρόλο της Ράνα η Ταράνεχ Αλιντούστι, δίνει μια χαμηλόφωνη ερμηνεία εσωτερικού ρυθμού πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Μπορεί η συνοχή του έργου να μη φτάνει στα είκοσι δύο καράτια της Έλις ή στο ακριβοζυγισμένο Ένας χωρισμός (2011), αλλά ο Εμποράκος κρατάει ψηλά τον πήχη και ο Φαραντί είναι και πάλι στον προθάλαμο των Όσκαρ.
Πάτερσον
Ένα ζευγάρι πιο νέο και πιο χαλαρό ορίζει και τον κόσμο του Paterson, της νέας ταινίας του Τζιμ Τζάρμους, που οι ουρές των θεατών του έδωσαν μια άλλη διάσταση στη χιονισμένη Αθήνα. Το Πάτερσον είναι μια επαρχιακή μικρή πόλη του Νιού Τζέρσεϊ, είναι ένα ποίημα του ποιητή Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς και είναι επίσης το όνομα του οδηγού λεωφορείου στην πόλη, του πρωταγωνιστή του έργου –ο ηθοποιός επίσης κατά σύμπτωση (;) ονομάζεται Άνταμ Ντράιβερ (οδηγός). Πολλές λοιπόν οι συμπτώσεις, όπως και η σύμπτωση του Πάτερσον με τη Λάρα, ένα αρμονικό ζευγάρι μη λευκών αμερικανών, ισπανο-αραβο-ιρανικής καταγωγής. Μια άλλη Αμερική. Με κλειστά εργοστάσια μεταξουργίας, που ο Πάτερσον διασχίζει καθημερινά για να πάει στη δουλειά του. Απόγονοι των παλιών μεταναστών-εργατών οι περισσότεροι στην ξεχασμένη αυτή πόλη, ζουν γενικά ξεχασμένοι. Αν κανείς δει αυτή την ταινία και τη χρονολογία της, θα υποθέσει ότι ο κόσμος στα 2016 έχει αποξεχαστεί σε μια ακύμαντη ειρήνη. Λίγο απέχει ο χαζοχαρουμενισμός.
Αλλά ο Πάτερσον είναι ένας οδηγός που γράφει ποίηση. Διαβάζει ποίηση, λατρεύει τον συντοπίτη του (έζησε στο Ράθερφορντ του Νιου Τζέρσεϋ) Γουίλιαμς και προσπαθεί να του μοιάσει στους στίχους που γράφει. Μια ακύμαντη καθημερινότητα. Να ο κόσμος του Πάτερσον, ιδού ο κόσμος του Τζάρμους! Λυρικός πάντοτε, ο Τζάρμους, σε αντίθεση με τον Φαραντί, αφήνει την πόλη να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ήρωες. Χιούμορ, χαλαρή διάθεση, ερωτική διάθεση, όλα συντείνουν σε μια ταινία που βρίσκεται σε ένα όριο.
Ο Τζάρμους, ποιητής ο ίδιος με το σινεμά του, ισορροπεί τελικά σε μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ του ανιαρού και του γοητευτικού. Ο Πάτερσον κάνει κάθε μέρα τα ίδια. Ξυπνάει λίγο μετά τις έξι, ενώ η φίλη του ακόμα κοιμάται, πάει στη δουλειά, οδηγεί ως το μεσημέρι, γευματίζει σε μια ήσυχη γωνιά με φαγητό από το σπίτι, σχολάει αργά το απόγευμα, γυρίζει σπίτι, δειπνεί με τη Λάρα, βγάζει τον σκύλο βόλτα, πίνει μια μπύρα στο μπαρ, γυρίζει όταν η φίλη του κοιμάται. Γράφει στο σημειωματάριό του στίχους στα διαλείμματα της δουλειάς. Αυτά. Κι ομως, όλη αυτή η τελετουργία της καθημερινότητας γίνεται στα χέρια του Τζάρμους μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να στοχαστεί πάνω στην ήπια μελαγχολία, που μοιάζει να κινεί τις ζωές μας. Κι αν στην πιο έντονη ζωή μπορεί να μη γίνεται εύκολα φανερή, στην ήσυχη ζωή του Πάτερσον λάμπει.
Μην απορείτε. Έτσι είναι το Νιου Τζέρσεϊ. Αν διασχίσει κανείς την Πολιτεία, που συνορεύει με τη πολύβουη μεγάπολη της Νέας Υόρκης, θα νομίσει είτε ότι βρίσκεται σε έναν ψεύτικο κόσμο είτε ότι πέθανε και πήγε στον παράδεισο. Ο Τζάρμους δίνει αυτό το κλίμα με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Και το μεταπλάθει σε έναν μετα-τόπο ηρεμίας των αισθημάτων. Εδώ όχι, δεν πρόκειται να γίνει καμιά έκρηξη, όπως φοβούνται οι επιβάτες του παλιού λεωφορείου όταν χαλάει. Το πολύ πολύ ο σκύλος να φάει το σημειωματάριο των ποιημάτων.
Γοητευτικός ο Άνταμ Ντράιβερ –Λατίνος– στον ρόλο του Πάτερσον, δροσερή η Γκολσιφτέ Φαραχανί –Ιρανή– στον ρόλο της Λάρα, του κοριτσιού που μαθαίνει κιθάρα μέσω γιουτιούμπ και προσπαθεί να βγάλει τα έξοδά της φτιάχνοντας κεκάκια, εκφραστικός ο Μπάρι Σαμπάκα Χένλεϊ –Αφροαμερικανός–, στον ρόλο του μπάρμαν-φιλόσοφου Ντοκ και ο Ρίζβαν Μανζί –Ινδός;– στον ρόλο του γκρινιάρη Ντόνι. Είπαμε. Μια άλλη Αμερική. Επαρχία. Τα μάτια του Τζάρμους τη βλέπουν παραδεισένια. Του Πόε θα την έβλεπαν απειλητική. Ας είναι. Σε αγαπάμε, Τζιμ.
Ίσως το La La Land, του Νταμιέν Σαζέλ, που κάνει αλλιώτικο το χαζοχαρούμενο μιούζικαλ –πάλι ο έρωτας, των νέων ο εξολκέας–, να πετυχαίνει καλύτερα. Αλλά ας μην επεκταθώ. Είπαμε, αρκετές οι ενδιαφέρουσες ταινίες. Και ο κριτικός πάει με τους πολλούς σινεμά.
Καλή χρονιά!