Αρχική » Εισαγωγή στη Βυζαντινή στρατηγική: Η αλεπού και το λιοντάρι

Εισαγωγή στη Βυζαντινή στρατηγική: Η αλεπού και το λιοντάρι

από Άρδην - Ρήξη

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* από την ιστοσελίδα cognoscoteam.gr

«Οι αρχές της στρατηγικής αποτελούν, στον μεν πόλεμο προγυμνάσματα για τη νίκη, στον δε καιρό της ειρήνης μαθήματα για την εξάσκηση της διάνοιας.»
(Πολύαινος)

«Η τέχνη του πολέμου είναι ζωτικής σημασίας για το κράτος.  Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, ο δρόμος είτε για την ασφάλεια είτε για την καταστροφή.  Συνεπώς είναι ένα θέμα μελέτης το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παραμεληθεί.»
(Σουν Τζου)

Η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέχει ένα ρεκόρ από τα πιο αξιοζήλευτα:  βρίσκεται μέσα στις πλέον μακρόβιες δυνάμεις της ιστορίας.  Ανάλογα από το που θα ορίσουμε την αρχή της Βυζαντινής ιστορίας, ουσιαστικά της μεταβάσεως από την αρχαία, «καθαυτό ρωμαϊκή» εποχή στον ελληνοχριστιανικό «Μεσαίωνα», η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως κράτησε πάνω από 1000-1100 έτη.  Ένας ωκεανός χρόνου χωρίζει τις κοσμοϊστορικές στιγμές της οικοδομήσεως της Νέας Ρώμης από τον Μέγα Κωνσταντίνο ή της αναγορεύσεως του χριστιανισμού ως επισήμου θρησκείας από το Θεοδόσιο, με την εσχάτη Άλωση από τους Οθωμανούς.

Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σε αυτήν την εκπληκτική μακροβιότητα-και μάλιστα σε πείσμα παθογενειών όπως οι συχνές εναλλαγές δυναστειών, οι εμφύλιοι πόλεμοι και το ευάλωτο της γεωγραφίας.  Η άψογη τοποθεσία και οχύρωσης της Κωνσταντινουπόλεως απέτρεψε πολλές φορές τον χαμό της αυτοκρατορίας σε κρίσιμες στιγμές.  Η ρωμαϊκή διοικητική κληρονομιά παρείχε ένα εξεζητημένο νομικό σύστημα, οργανωμένη γραφειοκρατία και ένα πανίσχυρο νόμισμα.  Η ευρύτατη επέκταση της ελληνικής γλώσσης και της ορθοδόξου πίστεως υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες εσωτερικής συνοχής και εξωτερικής ακτινοβολίας.

Σε μία περίοδο τόσο ασταθή και επικίνδυνη όσο ο Μεσαίωνας και μία περιοχή τόσο μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας όσο η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, η αμυντική ικανότητα της αυτοκρατορίας ήταν πρωταρχικής σημασίας.  Αυτό είναι αλήθεια για κάθε κράτος κάθε εποχής, όμως συγκεκριμένοι παράγοντες καθιστούσαν τη Ρωμανία πιο προσφιλή στόχο αφ’ ενός και περισσότερο ευάλωτη αφ’ ετέρου.  Το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος ήταν από τους πιο ανεπτυγμένους, υλικά και πνευματικά, πολιτισμούς.  Πολλές περιοχές του, όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Μικρά Ασία ήταν, στην απώτερη αρχαιότητα και τα όρια της προϊστορίας, κοιτίδες της γεωργίας, του μονίμως εγκατεστημένου βίου και μήτρες σπουδαίων αυτοκρατοριών.  Η Ρωμανία ήταν σπαρμένη από μεγάλες και μεσαίες πόλεις, κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας, δελεαστικοί στόχοι για κάθε επίδοξο επιδρομέα.  Ο υψηλός εκχρηματισμός της οικονομίας σήμαινε την ευρεία κυκλοφορία χρυσού, ο οποίος συσσωρευόταν και στις μεγάλες εκκλησίες και μονές με την μορφή δωρεών, πολυτελών εικόνων και υφασμάτων κ.α.  Είτε μιλάμε για μία αντίπαλη οργανωμένη αυτοκρατορία ή μία ληστοσυμμορία νομάδων, σε κάθε περίπτωση τα άπληστα μάτια θα στρέφονταν προς την Ρωμανία.  Από την άλλη, η καίρια γεωγραφική της θέση μεταξύ Νοτιοανατολικής Ευρώπης-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής και Μεσογείου-Ευξείνου Πόντου-Ευρασιατικής Στέπας-Καυκάσου την καθιστούσε αναγκαστικά δίοδο ή εμπόδιο σε μεγάλες μεταναστεύσεις λαών ή την κατακτητική πορεία νεαρών δυνάμεων.  Μέχρι και σήμερα αυτοί οι χώροι είναι διαφιλονικούμενοι από τις παγκόσμιες δυνάμεις και πεδία ανελέητου ανταγωνισμού, όπως έχει δείξει η μεταψυχροπολεμική εποχή, από τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας μέχρι τα ανοικτά μέτωπα της Συρίας και της Ουκρανίας.

Αυτό συνεπάγεται πως η αυτοκρατορία δεχόταν πιέσεις από το βορρά (Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Άβαροι, Ρώσοι, νομάδες της στέπας), τη δύση (Φράγκοι, Γερμανοί, Νορμανδοί), και την ανατολή (Πέρσες, Άραβες, Τούρκοι).  Η διάσπαση της χερσαίας μάζας της αυτοκρατορίας σε δύο μέρη χωριζόμενα από θάλασσα, κυρίως την Μικρά Ασία και την χερσόνησο του Αίμου, περιέπλεκε ακόμη περισσότερο την κατάσταση από άποψη επικοινωνιών, επιμελητείας κ.α.  Αυτό γίνεται ακόμη χειρότερο αν χρειαστεί να προσθέσουμε τις αποκομμένες κτήσεις στα Παρευξείνια (Κριμαία), την Ιταλία, την Αφρική ή το εφήμερο προγεφύρωμα της Ισπανίας (6-7ος αι.).  Τέλος, η αίγλη της Βασιλίσσης των Πόλεων και του ρωμαϊκού θρόνου τα καθιστούσαν βαρύτιμα τρόπαια που ονειρεύονταν ξένοι βασιλείς, χάνοι και σουλτάνοι.

Απέναντι σε τόσες προκλήσεις, σε κάθε μέτωπο και σε βάθος χρόνου, η μόνη περίπτωση να επιβιώσει και να ευημερήσει η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν να ελιχθεί.  Εάν αντιμετώπιζε κάθε αντίπαλο με κατά μέτωπον επίθεση και ωμή βία, πολύ γρήγορα το έμψυχο και υλικό δυναμικό της θα κατέρρεε.  Η βασιλείας της Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο δυνάμεων ισοτίμων ή και ισχυροτέρων από εκείνη (Σασσανιδική Περσία, Αραβικό Χαλιφάτο, αυτοκρατορίες των Φραγκο-Γερμανών), ενώ και μικρότερες δυνάμεις μπόρεσαν να αποτελέσουν μόνιμη πληγή και επικίνδυνο ανταγωνιστή στο πεδίο της μάχης (Πατζινάκες, Βούλγαροι, Νορμανδοί).  Ακόμη χειρότερα, συνήθως οι ξένες απειλές συνέπιπταν μεταξύ τους:  η καταστροφή του 11ου αιώνος ήρθε μέσα από τη σύμπτωση των επιθέσεων (κατά σειρά σημαντικότητος) Ούγγρων, Πατζινάκων, Νορμανδών και Σελτζούκων Τούρκων.  Την εποχή των Ισαύρων (8ος αι.) η άμυνα κατά του Χαλιφάτου συνδυάστηκε με δράση περιορισμού της Βουλγαρικής απειλής και των σλαβικών επιδρομών-μεταναστεύσεων.  Η αυτοκρατορία της Νικαίας ήταν εγκλωβισμένη μεταξύ των Σταυροφόρων κατακτητών της Πόλεως και των τουρκικών φύλων της Μικράς Ασίας.  Ακόμη και στις περιόδους της μεγαλύτερης ακμής, πλούτου και ισχύος, όπως του Ιουστινιανού ή του Βασιλείου Β’, η Νέα Ρώμη δεν είχε το περιθώριο απλά να συνθλίβει τους εχθρούς της δια του σιδήρου.  Φυσικά η αυτοκρατορία παρέτασσε, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, στρατούς προετοιμασμένους, πειθαρχημένους και εκπαιδευμένους, επίφοβο μέσο αποτροπής για κάθε εχθρό.  Αλλά η δύναμη είχε τα όρια της.  Κανείς δεν μπορεί να δρα συνεχώς σαν λιοντάρι, πρέπει να σκέπτεται και σαν αλεπού.  Ακόμη και όταν γινόταν χρήση βίας, έπρεπε να είναι προσεκτική, ειδάλλως παραμόνευε η καταστροφή.  Οι Ρωμαίοι είχαν πλήρη συνείδηση πως για να επιτευχθεί η απαραίτητη οικονομία δυνάμεων, έπρεπε στο παιχνίδι να μπουν όροι όπως η διπλωματία, η κατασκοπία και το τέχνασμα.  Οι τακτικές αυτές άρμοζαν απολύτως σε μία δύναμη καθεστωτική-status quo όπως η Ρωμανία, η οποία ενδιαφερόταν πρωτίστως να διαφυλάξει τα εκτεταμένα εδάφη και πλούτη της και όχι να κάνει νέες κατακτήσεις.  Προς μεγάλη απογοήτευση των αντιπάλων της, που συχνά εκλάμβαναν αυτήν την εξεζητημένη έμμεση προσέγγιση ως δείγμα δειλίας και ατιμίας, η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χρησιμοποίησε όλη την εργαλειοθήκη της ισχύος με δεξιοτεχνία, από τις αίθουσες του Ιερού Παλατίου μέχρι το αιματοβαμμένο πεδίο της μάχης.

Πόλεμος, ειρήνη και τάξη στην Ρωμαϊκή κοσμοθεωρία

Για τις αντιλήψεις των «Βυζαντινών» γύρω από τις σκοπιμότητες του πολέμου και τις αξίες της πολιτικής τάξεως και εξουσίας, μαζί με τα ηθικά προβλήματα που ανακύπτουν, έχουμε μιλήσει λεπτομερώς αλλού.  Πριν όμως μπούμε στο δια ταύτα, στην καρδιά της αυτοκρατορικής στρατηγικής, πρέπει να κάνουμε μία μικρή ανακεφαλαίωση.  Αν ο πόλεμος, όπως είχε γράψει ο Κλάουζεβιτς, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, τότε πρέπει να οριστεί ποιο είναι το πολιτικό πρόγραμμα και οι πολιτικές αρχές που εξυπηρετούν οι στρατιωτικές εφαρμογές και ο συναφής σχεδιασμός.

Η ανατολική θεολογία ποτέ δεν ανέπτυξε θεωρία δικαίου ή ιερού πολέμου. Παρ’ ότι η Εκκλησία ευλογούσε την «υπέρ πίστεως και πατρίδος» προσπάθεια, ενεθάρρυνε τους στρατιώτες και διαβεβαίωνε πως στον ιερό αγώνα της Νέας Ιερουσαλήμ (Κωνσταντινούπολη) και του Νέου Ισραήλ (Ρωμαίοι) ο Θεός στηρίζει τον λαό του (Nobiscum Deus), η ίδια η έννοια του πολέμου και του φόνου σε αυτόν παρέμενε ακανθώδης.  Δεν δημιουργήθηκε πλαίσιο δικαιολόγησης αλλά περισσότερο συγκατάβασης. Κανένας πόλεμος δεν είναι δίκαιος, ορισμένοι απλά είναι αναγκαίες κακίες Ο φονεύων στον πόλεμο ναι μεν αντιμετωπίζει κατανόηση, αλλά εξακολουθεί να διαπράττει αμάρτημα και η ψυχή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο Μέγας Βασίλειος φθάνει στο σημείο να συνιστά επιτίμιο τριετούς αποχής από τη Θεία Ευχαριστία για τους στρατιώτες που είχαν σκοτώσει εχθρούς. Ο Θεός ευλογεί τους πιστούς που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να υπερασπίσουν την αυτοκρατορία και τους κατοίκους της (το Νέο Ισραήλ), να διαφυλάξουν και να ανακτήσουν τα όσια και ιερά της Εκκλησίας (Άγιο Μανδήλιο της Εδέσσης, Τίμιος Σταυρός), η ίδια η Θεοτόκος εμφανίζεται φοβερή στις επάλξεις της Κωνσταντινουπόλεως για να συντρίψει τους Αβάρους και τους Βαράγγους, όμως αυτά γίνονται κατ’ οικονομίαν και υπέρβασιν του θείου νόμου, όχι ως απόρροια του.

Ο αυτοκράτορας, ως ισαπόστολος του Χριστού και τοποτηρητής του στη Γη, είχε καθήκον την εδραίωση της ειρήνης και την αποτροπή του πολέμου-από τους πιο επιφανείς τίτλους του ήταν αυτός του ειρηνοποιού (pacificus). Διαπραγματευόμενος με τους Σασσανίδες Πέρσες, ο απεσταλμένος του Ιουστινιανού Ιωάννης Πατρίκιος δηλώνει «Μολονότι έχουμε σίγουρη την νίκη, επιλέγουμε την ειρήνη, γιατί πιστεύουμε ότι οι νικητές ζουν κάκιστα και υποφέρουν από τα δάκρυα που χύνουν οι νικημένοι». Ο πόλεμος ήταν καταφύγιο έσχατου ανάγκης και καθήκον που οι χριστιανοί έπρεπε να αναλαμβάνουν «βαριά τη καρδία». Όπως αναφέρει ο Runciman για τη βυζαντινή αντίληψη,«ο πόλεμος κατά των απίστων είναι οικτρός και εναντίον αδελφών χριστιανών διπλά ολέθριος».

Στα πλαίσια του «καθρεπτισμού» της Βασιλείας των Ουρανών στην Βασιλεία των Ρωμαίων, ο αυτοκράτορας δρούσε ως θεματοφύλακας και υπερασπιστής της «τάξεως», η οποία διασφαλιζόταν από την σύμπνοια των ανθρωπίνων κοινωνιών στην άμεσο ή έμμεσο εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως, σε πνεύμα χριστιανικής αγάπης.  Ο βασιλεύς είναι ο πατήρ  της οικογενείας των πεπολιτισμένων, πιστών λαών, προστατεύοντας και κολάζοντας αναλόγως τις συνθήκες.  Καθήκον έχει την υπεράσπιση των κτήσεων της αυτοκρατορίας και την ανάκτηση των απολεσθέντων, ενώ ιδιαίτερης σημασίας είναι η υπεράσπιση της Εκκλησίας από τους απίστους, οι οποίοι πρέπει να ευαγγελίσθούν ή να απομακρυνθούν δια των όπλων.

Η ρωμαϊκή τάση προς την διπλωματία και την έμμεση προσέγγιση τροφοδοτείται από την «ιδεολογική» αποστροφή προς την βία και την άσκοπη αιματοχυσία, από την οποία στο κάτω κάτω νικητής έβγαινε μόνο ο Σατανάς.  Φυσικά υπάρχουν και πολλά πρακτικά οφέλη όπως είδαμε παραπάνω.  Η υψηλή και στρατιωτική στρατηγική της Κωνσταντινουπόλεως έδινε πολύ μεγάλο βάρος στις διαπραγματεύσεις, την ευελιξία και την συγκάλυψη, την κατασκοπία και την εξαπάτηση.  Ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχει καλή πληροφόρηση για τους γείτονες (δυνητικούς συμμάχους ή εχθρούς), να έχει η ημετέρα πλευρά γνώση των αδυναμιών και των συμφερόντων τους, να ξέρει ο αυτοκράτορας που να καλοπιάσει με δώρα, που να προτείνει συνοικέσια, που να εξαγοράσει με χρήμα ή να απειλήσει με αιματηρά αντίποινα.  Στρατός, στόλος και κυβέρνηση εξαρτούσαν την αποτελεσματικότητα τους από την λεπτομερή μελέτη και τον σχεδιασμό, την οργανωμένη επιμελητεία για την υποστήριξη των πολεμιστών, αποθέματα χρημάτων και τροφίμων, ακόμη και ειδικευμένα βιβλία με συμβουλές για τους στρατηγούς.  Η δε λήψη αποφάσεων έπρεπε να γίνεται υπολογισμένα και προσεκτικά, σε καθεστώς νηφαλιότητας και ψυχραιμίας.

Αυτή η έκθεση λοιπόν των γεωπολιτικών συνθηκών και των αρχών της υψηλής στρατηγικής του Βυζαντίου μας επιτρέπουν να περάσουμε στο κύριο μέρος, στις ακριβείς μεθόδους δηλαδή με τις οποίες οι Ρωμαίοι βασιλείς και πολέμαρχοι διαφύλασσαν την αυτοκρατορία από τους εχθρούς.

Για τις τακτικές και την ευρύτερη στρατηγική των Βυζαντινών στον πόλεμο λαμβάνουμε πληροφορίες από τα διάφορα χρονικά και ιστορικά συγγράμματα, που περιλαμβάνουν λεπτομερείς περιγραφές μαχών και εκστρατειών, και από στρατιωτικά εγχειρίδια. Αντλώντας από τις γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων αλλά και τη δική τους εμπειρία, πολεμικοί άνδρες της αυτοκρατορίας συγκέντρωναν και συστηματοποιούσαν κανόνες και συμβουλές σε βιβλία προς χρήση του στρατηγού. Τέτοια βιβλία υπήρξαν το «Στρατηγικόν» του αυτοκράτορος Μαυρικίου τον 6ο αιώνα και τα «Τακτικά» του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού στο μεταίχμιο 9-10ου αιώνος. Η έρευνα του καθηγητού Νέστορος Κουράκη για το δεύτερο έργο (Διαχρονικές αρχές βυζαντινής στρατηγικής και τακτικής, εκδόσεις Ποιότητα) αποτελεί και βασική πηγή αυτού του άρθρου.

Όπως αναφέρει ο κ. Κουράκης αλλά και φαίνεται καθαρά στον σχετικά εξοικειωμένο αναγνώστη, η αυτοκρατορική στρατηγική όπως διαφαίνεται μέσα από τις σελίδες των «Τακτικών» παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες με εκείνην της αρχαίας Κίνας στο κλασσικό έργο του Σουν Τζου «Η Τέχνη του Πολέμου». Η έμφαση στην προσεκτική ετοιμασία, την έμμεση προσέγγιση, την χρήση τεχνασμάτων και την αποφυγή μακροχρονίων, αιματηρών συγκρούσεων ενώνει τις δύο αυτοκρατορίες, καθώς είχαν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Αμφότερες ήταν αρχαία και πλούσια κράτη, που προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τους πόρους και τα εδάφη τους από επιδρομείς, συχνά νομάδες, λιγότερο εξελιγμένους αλλά συχνά πιο σκληροτράχηλους και ευέλικτους, Ο Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός δίνουν μεγάλη αξία στην ειρήνη και την τάξη, συνεπώς ο πόλεμος απαιτείται να είναι όσο το δυνατόν πιο αναίμακτος και σύντομος. Σήμερα, τα αειθαλή συμπεράσματα του Σουν Τζου όχι μόνο διδάσκονται στις στρατιωτικές ακαδημίες όλου του πλανήτη, αλλά είναι εξαιρετικά δημοφιλή μεταξύ επιχειρηματιών, πολιτικών και κάθε ανθρώπου που θεωρεί πως μπορεί να έχει οφέλη στην καθημερινή του ζωή από αυτά. Η Βυζαντινή στρατηγική και τακτική, με την πληρότητα και ευελιξία που την χαρακτηρίζει, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει θησαυρό γνώσεων και τροφή για την σκέψη του αναγνώστη.

Παρακάτω θα εκθέσουμε μερικά διδάγματα της αυτοκρατορικής πολεμικής σκέψεως, χάρη στα οποία η Ανατολική Ρώμη άντεξε και μεγαλούργησε επί χίλια χρόνια.

Μην είσαι χωρίς λόγο ριψοκίνδυνος

Στον πόλεμο έχει μεγάλη σημασία το εάν και πότε θα δοθεί η μάχη. Μία μεγάλη ήττα θα μπορούσε να υπονομεύσει σφοδρά ένα συγκεκριμένο μέτωπο ή την ασφάλεια ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Η απώλεια εμπείρων βετεράνων ή ενός ικανού στρατηγού είναι δυσαναπλήρωτη. Η πάγια ρωμαϊκή αρχή περί οικονομίας δυνάμεων σήμαινε πως η κατασπατάληση στρατευμάτων σε άσκοπες ή μη αναγκαίες επιχειρήσεις ήταν απαράδεκτη. Η ένοπλη δράση επιλέγεται όταν είναι το μόνο ή το πλέον πρόσφορο μέσον να αποκρουσθεί μία επίθεση ή να προκληθεί ζημιά στον αντίπαλο, να καταληφθεί μία σημαντική θέση ή γενικώς ένα πλεονέκτημα: «άνευ ωφελείας ή ανάγκης επί τινι πράγματι ου δέον παρακινδυνεύειν». Τα «Τακτικά» προειδοποιούν τον στρατηγό να μην δελεάζεται από την απατηλή όψη της επιτυχίας, ούτε να ζηλεύει τους παρατόλμους συναδέλφους του που την κέρδισαν. Εκείνοι μπορεί απλά να στάθηκαν τυχεροί, η στρατιωτική διοίκηση όμως δνε μπορεί να εξαρτάται από την τύχη, Φυσικά όταν το ημέτερο στράτευμα μειονεκτεί, πρέπει να αποφεύγει την μάχη. Όπως λέει (παραλλήλως και μερικούς αιώνες νωρίτερα) ο Σουν Τζου, «να μην μετακινείσαι εάν δεν διακρίνεις κάποιο πλεονέκτημα. Να μην χρησιμοποιείς τα στρατεύματα σου εκτός εάν πρόκειται να κερδίσεις κάτι».

Πολύ προτιμότερο είναι να στραφεί μία άλλη δύναμη κατά των εχθρών, ώστε και να μη φθαρούν ημέτερα στρατεύματα στη μάχη – με τον κίνδυνο μιας ήττας μονίμως υπαρκτό – και η κατάληξη να είναι, ακόμη και εάν δεν υπάρξει σαφής συμμαχική νίκη, η εξάντληση όλων των πλευρών, με την αυτοκρατορία άθικτη και ρυθμίστρια: «ή θα αλληλοεξοντωθούν ή θα επικρατήσει ο ένας από τους δύο, αφού όμως πρώτα αυτός θα έχει απολέσει πολλούς ικανούς στρατιώτες κατά την αντιπαράθεση της μάχης. Οπότε, το αποτέλεσμα θα είναι να εξασθενίσουν και οι δύο αντίπαλοι τη στιγμή που το ημέτερο στράτευμα θα παραμείνει σώο και αβλαβές και θα αναδειχθεί εν τέλει ισχυρότερο των άλλων». Οι Ρωμαίοι συχνά πλήρωναν τον έναν ηγεμόνα να πολεμάει τον άλλον ή να καλύπτει προληπτικά τα σύνορα τους (ή έστω να μην τους επιτίθεται). Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι χορηγίες θύμιζαν φόρο υποτελείας, όταν η Ρωμανία βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση έναντι ισχυροτέρου αντιπάλου (Περσία, Χαλιφάτο), όμως ήταν σαφώς προτιμότερο από την πλήρη καταστροφή και την συνέχεια ενός αποτυχημένου πολέμου. Το «διαίρει και βασίλευε» χρησιμοποίησε δεξιοτεχνικά ο Αλέξιος Κομνηνός για να οδηγήσει τα τουρκομανικά εμιράτα της Μικράς Ασίας σε αλληλοσπαραγμό. Η τακτική αυτή βεβαίως εμπεριείχε το ρίσκο να αποδειχθεί ο νέος συνεργάτης χειρότερος από τον προηγούμενο εχθρό. Όταν ο Νικηφόρος Φωκάς κάλεσε τους Ρως να επιτεθούν στους Βουλγάρους, εκείνοι το έκαναν με τεράστια επιτυχία. Στη συνέχεια όμως θέλησαν να κρατήσουν τη Βουλγαρία ως κτήση τους και να επεκταθούν εις βάρος της αυτοκρατορίας. Χρειάστηκαν αιματηροί αγώνες από τον Ιωάννη Τσιμισκή για να αποσοβηθεί αυτή η απειλή.

Νίκησε τον εχθρό με στρατηγήματα

Και εδώ η αρχή είναι ίδια με την παραπάνω. Είναι πολύ προτιμότερο να ηττάται ο εχθρός με τεχνάσματα και προσποιήσεις, δίχως να χρειαστεί άμεση σύγκρουση, παρά να ριχτεί ο ημέτερος στρατός στη μάχη, διακινδυνεύοντας απώλειες και ίσως την ήττα: «δια βουλής μάλλον και στρατηγίας κρατείν των εχθρών… ή τω χειρί βιάζεσθαι και δυνάμει και προς τας κατά πρόσωπον μάχας αποκινδυνεύειν». Η άσκοπη φθορά πρέπει να αποφεύγεται, προς όφελος της νίκης «άνευ μάχης» ή «άνευ φανερού πολέμου». Όπως αναφέρει ίσως το γνωστότερο απόφθεγμα του Σουν Τζου, «Το να πολεμάει κανείς και να νικάει όλες τις μάχες δεν είναι δείγμα μέγιστης ικανότητας. Η μέγιστη ικανότητα συνίσταται στην διάλυση της εχθρικής αντίστασης δίχως μάχη».

Για να παραπλανήσουν τον εχθρό, οι στρατοί της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατέφευγαν σε πληθώρα μέσων εξαπάτησης. Τα στρατιωτικά εγχειρίδια περιέχουν σχετικά παραδείγματα. Στρατιώτες έφεραν τα ενδύματα ή τα σήματα του εχθρού για να τον πλησιάσουν δίχως να γίνουν αντιληπτοί. Σε άλλες περιπτώσεις συνίστατο η κατασκευή προχείρων οχυρωματικών έργων στο πεδίο της μάχης, ώστε να λειτουργήσουν ως προκάλυμμα για την υποχώρηση του στρατού ή να κάνουν τον εχθρό να απαντήσει με δικές του οχυρώσεις, οπότε θα χάσει την ευελιξία του και θα είναι ευάλωτος σε επίθεση. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι καλύτερο ο ημέτερος στρατός να μοιάζει μικρότερος από ότι είναι, ώστε ο αντίπαλος π.χ. να παρασυρθεί σε μία ασύνετη επίθεση. Για αυτό το τέχνασμα περισσότεροι στρατιώτες μένουν στην ίδια σκηνή, η φάλαγγα παρατάσσεται σε μεγάλο βάθος και τα πλοία δένονται μεταξύ τους ώστε από μακριά να μοιάζουν σαν ένα. Αν αντίθετα θέλουμε η δύναμη μας να μοιάζει μεγαλύτερη (για να φοβίσουμε τον εχθρό ή να τον κάνουμε να αγκιστρώσει περισσότερες δυνάμεις σε μία περιοχή), τότε λαμβάνονται τα αντίθετα μέτρα. Τις νύχτες, για παράδειγμα, οι στρατιώτες ανάβουν πολύ περισσότερες φωτιές από ότι χρειάζονται, και τις ημέρες υψώνονται περισσότερα λάβαρα στρατιωτικών μονάδων.

Διαβάστε τις συνέχειες: 

Παρέλυσε τους εχθρούς σου: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Β’)

Μάθε να προσαρμόζεσαι: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Γ’)

Πρόσεχε τους συμμάχους σου: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Δ’)

Οι ιδιότητες του καλού στρατηγού: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Ε’)

*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.com)

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ