Μια παράσταση για τον Πόντο
«Πένθιμες ορδές ακονίζαν τα μαχαίρια. Αγέλες δολοφόνων ολόκληρες. Είχαν θανατερές ορμές. Αιμοχαρείς. Αιμοσταγείς. Εκτελεστές αιμοδιψείς. Είχαν την άγρια μανία. Το μίσος το τυφλό, το άγριο. Αφάνιζαν κατά χιλιάδες. Βασάνιζαν κατά χιλιάδες. Αιμοβόροι σαν ταύροι μαινόμενοι. Τον όλεθρο σπέρναν. Τις φαλτσές σηκώναν για την αιμάτινη πράξη.»
Από το πρόγραμμα της παράστασης
Του Κώστα Σαμάντη από την Ρήξη που κυκλοφορεί
Στις 19 Μαΐου 1919, ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Κεμάλ Πασάς, ο οποίος αργότερα θα μετονομασθεί Ατατούρκ, αποβιβάζεται με την υποστήριξη των Άγγλων στη Σαμψούντα για να καταστείλει το δυναμικό ποντιακό αντάρτικο… Ο Κεμάλ σύντομα αυτονομείται και αρχίζει τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος… Τα χαρακτηριστικά του κεμαλικού κινήματος είναι η τυραννία και η εκμετάλλευση. Ο φιλοναζισμός και άλλες αντίστοιχες ιδεολογίες είναι η νομοτέλεια του κεμαλισμού. (1) Τα χρόνια που ακολούθησαν τη γενοκτονία, ο ποντιακός ελληνισμός πάλευε και παλεύει για την αναγνώρισή της. Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα τη Διακήρυξη της 19ης Μαΐου για τη γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο. Ακολούθησαν άλλες τρείς χώρες (Σουηδία, Αρμενία και Ολλανδία) βάζοντας τη δική τους ψηφίδα στον αγώνα για τη διεθνή αναγνώριση.
Τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την έναρξη της γενοκτονίας, με τους Ποντίους ανά τον κόσμο να διοργανώνουν εκδηλώσεις και επετειακά αφιερώματα μνήμης κόντρα σε όλους όσοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν το γεγονός, δέσμιοι μιας πολιτικής κατευνασμού της Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό, άνθρωποι του θεάτρου όπως ο Δήμος Αβδελιώδης και ο Άρης Μπινιάρης επέλεξαν να ανεβάσουν παραστάσεις με αναφορά στη γενοκτονία. Ειδικά ο Μπινιάρης ανεβάζει ‘’Τον Χορό της Φωτιάς’’ σε κείμενο, δραματουργία και σκηνοθεσία δική του. Μετά την περσινή παράσταση (Ύψωμα 731), στην οποία ανέδειξε ένα εν πολλοίς άγνωστο αντιστασιακό γεγονός κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, επανέρχεται προτείνοντας, ακόμη μία φορά, παράσταση με ιστορικό περιεχόμενο. Μέσα από κείμενα που αναφέρονται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά και έχοντας πολύτιμη βοήθεια από συλλόγους Ποντίων, προχωρά σε ένα ποιητικό κείμενο το οποίο καταγράφει, όσο είναι δυνατόν να καταγραφεί, το μέγεθος της γενοκτονικής θηριωδίας. Έχει επιλέξει τη μνήμη ως βασικό τόπο του σήμερα, ως έναν τόπο που συμπληρώνει την καταγραφή της συλλογικής ιδιοπροσωπίας. Η επιλογή της μνήμης διαπερνά με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο τα έργα του, πράγμα που τον καθιστά σημαντικό δημιουργό στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας. Και σίγουρα με την επιλογή αυτή τον φέρνει αντιμέτωπο με πλείστες όσες αντιρρήσεις.
Στη σκηνική φόρμα της παράστασης μεταφέρει, με έναν επίσης ποιητικό τρόπο, το κείμενο. Αποφεύγει η πρότασή του να ενταχθεί σε έναν τυποποιημένο τρόπο ανεβάσματος, χρησιμοποιώντας την κίνηση, την ερμηνεία και τον φωτισμό ως μέσα που απευθύνονται στο θυμικό, το συναίσθημα, αλλά ταυτόχρονα και στη λογική. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει τη συναισθηματική «δέσμευση» του θεατή και τον κάνει κοινωνό του ανθρώπινου δράματος.
Στην παράσταση κάθε τι είναι μελετημένο με ακρίβεια. Τα ενδύματα των ηθοποιών, με αναφορές στους πολύπτυχους μανδύες των ελληνικών αγαλμάτων της κλασικής περιόδου, μετατρέπονται σταδιακά στις παραδοσιακές φορεσιές του Πόντου, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του Ελληνισμού και την αδιάλειπτη συνέχειά του ανά τους αιώνες. Ακόμη και τα χτενίσματα των ηθοποιών εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Οι ηθοποιοί, ως χορός που ξεπροβάλλει από κείμενο της αρχαίας τραγωδίας, κινούνται αρμονικά στον χώρο, αναδεικνύοντας τη συλλογική ταυτότητα της κοινότητας. Ο φωτισμός, βασικό συμπλήρωμα της παράστασης, τονίζει την τραγικότητα των γεγονότων και συμβάλλει στη δραματουργική επεξεργασία, ενώ η μουσική για μία ακόμη φορά δίνει τον τόπο μέσα από τον οποίο εξελίσσεται η δράση. Όλα αυτά ζυγισμένα, ισορροπημένα και άρτια, συνδράμουν σε μια καθηλωτική παράσταση στην οποία τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη.
Ο σκηνοθέτης διευθύνει επίσης ιδανικά τους ηθοποιούς του, κατορθώνοντας να εκμαιεύσει υποδειγματικές ερμηνείες από τους δύο κορυφαίους, τον Χρήστο Λούλη και την Ιωάννα Παππά.
Σε στιγμή κρίσιμη για την ελληνική κοινωνία, κατά την οποία διακυβεύεται ακόμη και η ύπαρξή της ως συλλογικό υποκείμενο, με τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία που αυτή κουβαλά, προτάσεις σαν αυτή του Άρη Μπινιάρη είναι όχι μόνο σημαντικές αλλά πολύ περισσότερο καθοριστικές. Είναι καιρός οι δημιουργοί σε αυτό τον τόπο να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να συμβάλουν ο καθένας από τη μεριά του στην ανάδειξη και την υπεράσπιση της συλλογικής ταυτότητας. Πολλώ δε μάλλον με τον τρόπο που έχει επιλέξει ο Μπινιάρης, έναν τρόπο ο οποίος δεν αναπαριστά απλώς, αλλά προτείνει, εκσυγχρονίζει θα τολμούσαμε να πούμε, μια σύγχρονη οπτική για τις ανάγκες των καιρών. Και με το δεδομένο αυτό τολμούμε να πούμε ότι ο σκηνοθέτης έχει εγγράψει το στίγμα του, δημιουργώντας θεμιτές απαιτήσεις για το μέλλον. Είμαστε σίγουροι ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν θα διαψευστούν.
Βλάση Αγτζίδη, Πόντος, Ένα Ανοικτό Ζήτημα. 2008 Εναλλακτικές Εκδόσεις.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Σκηνοθεσία- κείμενο-δραματουργία: Άρης Μπινιάρης
Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα
Σκηνικά: Κωστής Καραντάνης
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Διακουμοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Δώρα Ξαγοράρη
Video Artist: Γιώργος Δασκαλόπουλος
Έως 5 Ιανουαρίου 2020
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά