Αρχική » 1204: Συμπεράσματα για την ταυτότητα και το μέλλον του Ελληνισμού

1204: Συμπεράσματα για την ταυτότητα και το μέλλον του Ελληνισμού

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006

(Από τον επίλογο του βιβλίου του Γ. Καραμπελιά, 1204)


Φθάνοντας στο τέλος αυτού του ταξιδιού, θα ήθελα να εξομολογηθώ πώς είχα πολύ συχνά την αίσθηση ότι πασχίζω, εν τέλει, να αποδείξω τα αυταπόδεικτα. Διότι είναι όντως προφανή, εδραιωμένα από πολύ παλιά στη λαϊκή συνείδηση, αποδεδειγμένα από τους «δασκάλους του γένους» –Έλληνες και ξένους–, αυτά που προσπάθησα να καταδείξω: ότι, δηλαδή, ο νεώτερος ελληνισμός διαμορφώνεται οριστικά κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο και, κατ’ επέκτασιν, ότι διαπιστώνεται η συνέχεια του ελληνισμού, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, παρά τις τομές, τα ρήγματα, τις συρρικνώσεις.

Αυτά τα γνώριζε ο λαός και είχε μεταβάλει σε λαϊκό ύμνο τους θρήνους για την Άλωση. τα εγνώριζε ο Ρήγας Φεραίος και, στο πρώτο φύλλο της «Χάρτας» του, το 1796, αρχίζει με την περιγραφή της Κωνσταντινούπολης και αναπαράγει ένα νόμισμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ενώ είχε ήδη εκδώσει και τις «Προφητείες του Αγαθάγγελου» για την ανασύσταση του βυζαντινού κράτους. αυτά τα γνώριζε βαθιά μέσα του ο εθνικός μας ζωγράφος, ο Θεόφιλος. Τα έχουν καταδείξει, πέραν κάθε αμφισβητήσεως, οι δάσκαλοί μας, από τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, τον Δημητράκη Καταρτζή, τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο μέχρι τον Νικόλαο Πολίτη και τον Νίκο Σβορώνο, από τον Κρουμπάχερ και τον Βασίλιεφ έως τον Ράνσιμαν και τον Κλάους Όλλερ, από τον Φαίδωνα Κουκουλέ έως τον Ευάγγελο Παπανούτσο… Από αυτή την πραγματικότητα θα εμπνευστεί ο άγνωστος του 12ου αιώνα τον Διγενή Ακρίτα, ο Παλαμάς τη Φλογέρα του Βασιλιά, ο Καβάφης το σύνολο του έργου του.

Εμείς, οι απόγονοί τους, ζώντας μετά το 1922, σε μια «ψωροκώσταινα» που θέλει να πεθάνει μέσα στη λήθη και την «ευρωστία της σαρκός», εξ ανάγκης επιστρέφουμε στα αυταπόδεικτα. Αντί να ξανοιγόμαστε απ’ ευθείας στα οράματα του μέλλοντος ώστε να απεγκυστώσουμε, επί τέλους, την παράδοσή μας, πρέπει να αντιπαλεύουμε με «Λαιστρυγόνες» που αρνούνται τη συνέχεια του έθνους μας, κορυβαντιούν σε Πανεπιστήμια και Ακαδημίες. θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε τριών χιλιάδων χρόνων ιστορία, να μας υποχρεώσουν να αναπολούμε την «πολυπολιτισμικότητα» των… Οθωμανών ή να θεωρούμε αφετηρία του νεώτερου ελληνισμού τον Βολταίρο και την «Εγκυκλοπαίδεια» του Ντιντερό. Κι ας συσσωρεύονται καθημερινά νέες ιστορικές και φιλολογικές μαρτυρίες, καθώς επεκτείνονται και βαθαίνουν οι βυζαντινές σπουδές. Ελάχιστοι και δακτυλοδεικτούμενοι στον επιστημονικό χώρο, για λόγους καθαρά ιδεολογικής και πολιτικής προκατάληψης, θα αρνούνται τα προφανή. Και όμως… [ ]


Όποιος προσεγγίζει απροκατάληπτα τη βυζαντινή ιστορία είναι υποχρεωμένος να αναμετράται διαρκώς με πλήθος από βαθιά ριζωμένες στρεβλώσεις που έχουν συσσωρευτεί επί αιώνες σε επάλληλα και αδιαφανή στρώματα: αρχικώς, θα πρέπει να αποτινάξει τη βαθύτατη προκατάληψη πως το Βυζάντιο, ιδιαίτερα στην ύστερη περίοδό του, ήταν ένας κόσμος παρακμής, καταδικασμένος να χαθεί και να μην αφήσει τίποτε πίσω του, παρά μόνο προλήψεις, «καλογερισμό» και ερείπια. Ήταν το σχήμα του Γίββωνα και του Βολταίρου, που θα το ενστερνιστεί, εν πολλοίς, ο Κοραής και ο ελληνικός κλασικισμός, το οποίο και θα παραμένει κυρίαρχο μέχρι σήμερα στην κοινή συνείδηση του δυτικού κόσμου και των «προοδευτικών» εγγραμμάτων Ελλήνων.

Όταν ο διαφωτισμός στη Δύση, και προπαντός στην Ελλάδα, στοχάζεται το Βυζάντιο, συγκρίνει τη Δύση του 18ου και 19ου αιώνα με την… τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.[ ] Κατά συνέπεια, οι Δυτικοί αλλά και αρκετοί από τους Έλληνες διαφωτιστές αντίκριζαν(ουν) το Βυζάντιο με τα ματογυάλια του οριενταλισμού, συσκοτίζοντας την ίδια τη φύση του, τη συνέχειά του με τον ελληνισμό, παλιό και νέο, τον αποφασιστικό ρόλο του στη διαμόρφωση του νεώτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Μόνον η ορθοδοξία και η λαϊκή θρησκευτικότητα θα επιμένουν να αντιμετωπίζουν το Βυζάντιο ως την ορθόδοξη αυτοκρατορία του ελληνισμού. Έτσι το διέσωζαν στη λαϊκή συνείδηση, παράλληλα όμως επέτειναν τη μονόπλευρη και σχεδόν αποκλειστική ταύτισή του με τη θρησκευτική του διάστασή. Διότι το Βυζάντιο ήταν χριστιανικό και ορθόδοξο, αλλά ήταν ταυτόχρονα και φορέας και συνεχιστής της ελληνικής παράδοσης, της φιλοσοφίας, της τέχνης, διαστάσεις που μετά την τουρκική κατάκτηση είχαν παρασιωπηθεί και λησμονηθεί.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, θα αρχίσει η μεγάλη αναθεώρηση. Ο ρόλος του Βυζαντίου ως της κιβωτού του ελληνισμού και ως έκφρασης ενός πρωτότυπου πολιτισμού θα αρχίσει να αναγνωρίζεται και να κατανοείται, τόσο στην Ελλάδα, με τον Ζαμπέλιο, τον Παπαρρηγόπουλο και τη «Μεγάλη Ιδέα», έως τον Τατάκη και τον Κουκουλέ, όσο και στη Δύση, από τον Κρουμπάχερ ή τον Χάιζεμπεργκ μέχρι τον Χούνγκερ, τον Οστρογκόρσκυ, τον Μπεκ ή τον Ράνσιμαν. Η φιλολογία, παράλληλα με την επισήμανση του ρόλου του Βυζαντίου για τη διάσωση π.χ. της αρχαίας γραμματείας, θα αρχίσει να αποκαλύπτει τον πλούτο μιας πρωτότυπης παράδοσης, η οποία από τον «Διγενή Ακρίτα» εγκαινιάζει τη νεώτερη ελληνική γραμματεία. Η λαογραφία θα καταδείξει τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας Ελλάδας, Βυζαντίου και νεώτερων χρόνων. η ιστοριογραφία της ιατρικής θα περιγράψει την γέννηση του νοσοκομείου στο Βυζάντιο. ενώ η νομική επιστήμη θα καταρρίψει τα φληναφήματα περί θεοκρατίας και θα διακρίνει το βυζαντινό «κράτος δικαίου». Η ιστορία της τέχνης θα θεωρήσει τη βυζαντινή τέχνη ως υψηλή κατάκτηση του ελληνισμού, που θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη δυτική Αναγέννηση και θα της προσφέρει το υψηλότερο δημιούργημά της, τον Θεοτοκόπουλο. Η βυζαντινή επιστήμη και φιλοσοφία, συνεχίζοντας την ελληνική και ελληνιστική παράδοση, θα διασώσουν τα ελληνικά χειρόγραφα, αλλά θα γράψουν και νέες πρωτότυπες σελίδες που σήμερα σταδιακά αποκαλύπτονται καθώς η αξία τους επανεκτιμάται θετικά, ενώ θα δώσουν την τελική ώθηση, τον 15ο αιώνα, για τη διαμόρφωση του ανθρωπισμού της Αναγέννησης.

Τέλος, η βυζαντινή θεολογία αρχίζει να αποκαθίσταται ως ένα υψηλού επίπεδου διανοητικό κατόρθωμα που, από τους Καππαδόκες πατέρες μέχρι τον ησυχασμό, θα εκφράσει την ελληνική χριστιανική σύνθεση στο θρησκευτικό και το φιλοσοφικό πεδίο και θα ανοίξει τον δρόμο για την απόρριψη της νοησιαρχίας και τη διατύπωση μιας τόσο απαραίτητης σήμερα – και εκπεφρασμένη με τους όρους της δικής μας παράδοσης– οντολογίας του προσώπου. Από τους Κολυβάδες στους Ρώσους σλαβόφιλους, τον 19ο αιώνα, και από τη ρώσικη ορθόδοξη διασπορά του 20ού αιώνα μέχρι το Άγιο Όρος και την ελληνική «νεο-ορθοδοξία», η βυζαντινή θεολογία όχι απλώς επανεκτιμάται αλλά μεταβάλλεται σε αφετηρία προβληματισμού για το παρόν και το μέλλον. [ ]

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, εκατοντάδες –κυριολεκτικά– φορές, συνάντησα το κυρίαρχο στους καλοπροαίρετους βυζαντινολόγους, ιστορικούς και θεολόγους, σχήμα: η φιλοσοφία, η τέχνη, η θεολογία, η ιστοριογραφία, η νομική επιστήμη κ.λπ. όντως γνωρίζουν μία άνθηση στην ύστερη βυζαντινή εποχή που αποδίδεται με τους όρους, «Κομνήνεια Αναγέννηση», ή «Παλαιολόγεια Αναγέννηση», «πλατωνική αναγέννηση του Μυστρά», «βυζαντινός ανθρωπισμός» στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, «ησυχασμός» και θεολογία του προσώπου. Όλα αυτά επιτυγχάνονται παρ’ όλο που το βυζαντινό κράτος συρρικνώνεται, η μεγάλη γαιοκτησία περιορίζει τους ανεξάρτητους χωρικούς, οι περιφέρειες εξεγείρονται, οι εμφύλιες έριδες –κοινωνικές, δυναστικές και θρησκευτικές– πολλαπλασιάζονται, οι Ιταλοί έμποροι ελέγχουν το εμπόριο και απομυζούν την οικονομία, οι σταυροφόροι απειλούν και καταλαμβάνουν το κράτος και την πρωτεύουσα, οι Τούρκοι σταδιακώς επεκτείνονται, οι Σλάβοι ξεσηκώνονται.

Αντίθετα, Η γιββώνια αντίληψη ήταν συνεπής με τον εαυτό της: η πολιτικοκοινωνική παρακμή συμβαδίζει με την πνευματική. Πώς όμως μπορούμε να δεχθούμε μια παρατεταμένη παρακμή αιώνων και μια ανάλογη, εξ ίσου μακρόχρονη, παράλληλη πνευματική ακμή; Διότι, αν όντως ισχύει το σχήμα της υλικής, κοινωνικής και πολιτικής παρακμής, τότε καθίσταται αδύνατο να ερμηνεύσουμε, στη μεγάλη διάρκεια, την παράλληλη άνθηση σε όλα σχεδόν τα πεδία της πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής. Μπορεί ίσως η θεωρία του «κύκνειου άσματος» να ερμηνεύσει την έσχατη αναλαμπή του Μυστρά, δεν μπορεί όμως να εξηγήσει αυτές τις αλλεπάλληλες «αναγεννήσεις», παρά τις καταστροφές, τις δηώσεις, την οικονομική δυσπραγία και απομύζηση. Όταν, αντίθετα, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Ελλάδα, θα περάσουν σχεδόν διακόσια χρόνια για να ξανανάψουν τα φώτα της παιδείας και του πολιτισμού1, ενώ, παράλληλα, ακόμα και στην ενετοκρατούμενη Κρήτη, η πνευματική ακμή θα συνεχιστεί, θα γεννηθούν μορφές όπως ο Κύριλλος Λούκαρις και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και θα δημιουργηθούν λογοτεχνικά αριστουργήματα όπως ο Ερωτόκριτος.

Κατά συνέπεια, είμαστε υποχρεωμένοι να εγκύψουμε με περισσότερη περίσκεψη και στον πρώτο όρο αυτής της σύμβασης, την πολιτικο-κοινωνική παρακμή. Γι’ αυτό και οι νεώτερες εργασίες θα αρχίσουν να στρέφονται προς τη σταδιακή επανεξέταση της θεωρίας της παρακμής εν τω συνόλω της. Ο Άλαν Χάρβεϋ, στην Οικονομική Ανάπτυξη στο Βυζάντιο 900-12002, θα δείξει, για παράδειγμα, πως η αγροτική παραγωγή και η δημογραφική εξέλιξη γνώρισαν ανοδική πορεία κατά την υπό εξέταση περίοδο και μάλιστα στον «παρακμιακό» δωδέκατο αιώνα, ενώ στις ίδιες διαπιστώσεις θα καταλήξει και η Αγγελική Λαΐου στο έργο της Αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή3. Ο αγροτικός πληθυσμός και η αγροτική παραγωγή στη Μακεδονία, π.χ., συρρικνώνονται μόνο κατά τον 14ο αιώνα, όταν οι πόλεμοι και οι κάθε είδους καταστροφές γίνονται καθημερινή πραγματικότητα. Ο Κάζνταν και η Χουάρτον Επστάιν θα διερευνήσουν τις Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα και θα επιβεβαιώσουν τις τάσεις στην αποκέντρωση του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων του, στην επέκταση της εξατομίκευσης κ.λπ. Και θα τονίσουν πως «μπορεί βάσιμα να υποστηρίξει κανείς ότι το Βυζάντιο του 11ου και του 12ου αιώνα ήταν ώριμο για αλλαγές»4.

Αυτές οι αλλαγές οδηγούσαν ασφαλώς σε κρίση το παραδοσιακό πολυεθνικό κράτος του μεσαιωνικού ελληνισμού, που θα έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της διαμόρφωσης ενός –τουλά­χιστον– εθνικού κράτους. Η εκφεουδαλοποίηση της αγροτικής παραγωγής, η απίσχνανση της κεντρικής εξουσίας, η ανάπτυξη των περιφερειακών πόλεων μετά από πολλούς αιώνες συρρίκνωσης, η εξατομίκευση των συμπεριφορών, συμβαδίζουν με αυτές τις τάσεις της αλλαγής και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν «παρακμή» αλλά, αντίθετα, ισχυρές δυνάμεις μετασχηματισμού. Στο πνευματικό πεδίο, συμπορεύονται με την αναβάθμιση της αρχαίας παράδοσης, την ανάπτυξη της λογοτεχνικής παραγωγής, τις κλασικιστικές τάσεις στην τέχνη. Δηλαδή, η ακμή της πνευματικής παραγωγής συναρτάται άμεσα με τις ισχυρότατες τάσεις των κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών.

Όμως, μια κοινωνία σε μετάβαση μπορεί ευκολότερα να μεταβληθεί σε λεία εξωγενών δυνάμεων. Η εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας μετά τους Μακεδόνες, με τις συχνές εναλλαγές αυτοκρατόρων, και η άνοδος στην εξουσία των Κομνηνών επιτρέπουν στους Ενετούς να ελέγξουν το εμπόριο, στους Τούρκους να εισέλθουν στη Μικρά Ασία, στους Νορμανδούς να καταλάβουν τη Νότια Ιταλία και να αποβιβαστούν στο Δυρράχιο. Η ενδογενής δυναμική θα υποταχθεί στο εξής στην εξωτερική παρέμβαση σε μια καθοδική σπείρα. Οι δε αλλεπάλληλες πνευματικές αναγεννήσεις, έκφραση των βαθύτατων αλλαγών που κυοφορούσε η ελληνική κοινωνία του ύστερου Βυζαντίου, θα μείνουν και αυτές ημιτελείς και θα δώσουν πολύ λιγότερους καρπούς από τις δυνατότητες που έδειχνε να διαθέτει το Βυζάντιο κατά τον 11ο αιώνα. Μια κοινωνία που ήταν έτοιμη να περάσει το κατώφλι, πρώτη αυτή, των νεώτερων χρόνων, με όλους τους σπασμούς και τις αντιθέσεις αυτής της μετάβασης, θα υποχρεωθεί να αγωνίζεται, σχεδόν για τετρακόσια χρόνια –μέχρι το 1453–, να επιβιώσει. θα επιστρατεύσει ένα μεγάλο μέρος και των πνευματικών της δυνάμεων σε αυτή την προσπάθεια και παρά τις αντιξοότητες θα δώσει μερικά εξαίσια δείγματα αυτών των δυνατοτήτων.

Το Βυζάντιο έπεσε λοιπόν όχι γιατί παρέμενε άκαμπτο και αδιάβροχο στους «νεωτερικούς», κοινωνικούς και πολιτισμικούς, μετασχηματισμούς, αλλά αντίθετα γιατί τους… εγκαινίασε τη στιγμή που Ανατολή και Δύση στρέφονταν ενάντιά του. Είχε ίσως ήδη αργήσει ή άραγε άρχισε πολύ νωρίς;


[ ] Η ήττα του 1922 και ο ενταφιασμός των ονείρων της αποκατάστασης του ελληνισμού στη «σκλαβωμένη πρωτεύουσά» του, την Κωνσταντινούπολη, λειτούργησαν αποφασιστικά προς την κατεύθυνση της υποτίμησης του Βυζαντίου. Και ψυχολογικά, για ένα τουλάχιστον διάστημα, μια τέτοια στάση ήταν ίσως κατανοητή. Μετά από μια τέτοια κοσμοϊστορική απώλεια, η επικέντρωση στην ελλαδική χερσόνησο και την αρχαιοελληνική παράδοση, προέβαλλε ως ανάγκη για την επούλωση των πληγών του πρόσφατου ακρωτηριασμού. Έτσι το Βυζάντιο θα υποτιμηθεί, για μια ακόμα φορά, από τους Έλληνες διανοουμένους.

Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και μετά την επανάσταση του 1821, όταν τα όνειρα της αποκατάστασης του πρώτου ελληνικού έθνους-κράτους, του βυζαντινού, που έτρεφαν τον Ρήγα, τη Φιλική Εταιρεία και τη λαϊκή μυθοπλασία, θα γίνουν συντρίμμια και στη θέση τους θα αναδυθεί η Ελλάδα της Μελούνας. Και τότε –κατευθυνόμενοι και από τη δυτική προστασία που επιθυμούσε μίαν μικράν αλλά έντιμον Ελλάδα–, οι Έλληνες διανοούμενοι θα προσχωρήσουν σε έναν κλασικιστικό ελλαδισμό, θα ανυψώσουν την αρχαιότητα και θα βυθίσουν στα Τάρταρα τη «Βυζαντίδα». Η ελλαδική εκκλησία θα γίνει αυτοκέφαλη και θα επιχειρηθεί να σπάσει ο ομφάλιος λώρος της Ελλάδας με τον αλύτρωτο ελληνισμό. Όμως αυτός συνέχισε να υπάρχει, η Οθωμανική αυτοκρατορία να καταρρέει, και πολύ σύντομα, η «Μεγάλη Ιδέα» θα αναβαθμίσει και πάλι την εικόνα του Βυζαντίου, από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο έως τον Παλαμά και τον Καβάφη.
Ό,τι όμως συνέβη το 1922 ήταν τραγικά τελεσίδικο, ξερίζωσε την ίδια τη βάση του «βυζαντινισμού», τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας και του Πόντου, και έβαλε τις βάσεις για την εξάλειψή του και από την Κωνσταντινούπολη.

Η «Μεγάλη Ιδέα» θα μεταβληθεί σε ανάθεμα. Αυτή πλέον θα ευθύνεται για τις σφαγές και την προσφυγιά και όχι οι κατακτητές. Σταδιακώς, η αντίληψη αυτή θα επεκταθεί τόσο, ώστε η ίδια η έκφραση να θεωρείται ύβρις. Ιδιαίτερα οι προερχόμενοι από την Αριστερά, θα ανατραφούμε με την απέχθεια για τον «μεγαλοϊδεατισμό» και, συναφώς, το Βυζάντιο. Η Αριστερά ήταν εξ άλλου η μόνη που είχε αντιταχθεί συστηματικά στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Και αν μέχρι το 1974, το νικηφόρο στον εμφύλιο πόλεμο στρατόπεδο των «εθνικοφρόνων» θα συνεχίζει, παράλληλα με την αρχαία Ελλάδα, να αναφέρεται και στο Βυζάντιο, ωστόσο η «ελληνοτουρκική φιλία» και ο «από Βορρά κίνδυνος» είχαν μετατοπίσει τον «βυζαντινισμό» της άρχουσας τάξης προς τα Μυστικά του Βάλτου και τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου, υποβαθμίζοντας την αντιπαράθεση με τους Οθωμανούς και συσκοτίζοντας απόλυτα εκείνη με τους «Λατίνους». Παράλληλα, ο επίσημος εκκλησιαστικός θεσμός, σύμμαχος της εθνικοφροσύνης, προωθούσε σχεδόν αποκλειστικά μια «καλογερίστικη» εκδοχή του Βυζαντίου, αποσιωπώντας τις κοινωνικές αντιθέσεις και συσκοτίζοντας την ταξική υφή του Βυζαντίου.

Η δικτατορία, οδηγώντας τον «ελληνοχριστιανισμό» στην πλήρη γελοιοποίηση, θα τον συκοφαντήσει σε τέτοιο βάθος και έκταση ώστε η μεταπολίτευση θα ξεκινήσει με μια πανίσχυρη αντιβυζαντινή προκατάληψη η οποία θα επεκταθεί σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η εκσυγχρονιστική αριστερά συγκροτούσε εξ άλλου την ηγεμονική δύναμη της μεταπολιτευτικής διανόησης. Επιπλέον, η νέα, κυρίαρχη, σοσιαλίζουσα και ελευθεριακή, ιδεολογία πολύ δύσκολα μπορούσε να συμβιβαστεί με ένα Βυζάντιο συρρικνωμένο στη θρησκευτική και μοναστική του διάσταση ενώ, αντίθετα, αναζητούσε την έμπνευσή της στην «αυτόνομη» Αθήνα του Κορνήλιου Καστοριάδη.

Τέλος, η ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς, θεσμούς και ιδεολογίες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ευρωατλαντισμός, ευνοούσαν με τη σειρά τους το ιδεολόγημα ενός ex nihilo κατασκευασθέντος νεο-ελληνικού κράτους, ενταγμένου στη δυτική παράδοση χωρίς καμιά σύνδεση με τη βυζαντινή. Εξ ου και η σχεδόν αποκλειστική επιμονή στον δυτικό διαφωτισμό, ως αφετηρία του νεώτερου ελληνικού κράτους, και η συνακόλουθη συσκότιση των σχέσεών του με το Βυζάντιο.

Όμως η μεταπολίτευση σφραγίζεται και από μια άλλη, πολύ πιο απειλητική, ανάδυση, την τουρκική. Στον βαθμό που η κεμαλική Τουρκία κατόρθωσε να διασφαλίσει την κυριαρχία της οθωμανικής στρατιωτικο-διοικητικής τάξης στη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, η επιστροφή στις γεωπολιτικές σταθερές του χώρου, αργά ή γρήγορα, θα πραγματοποιούνταν. Όποιος κυριαρχεί στη Μικρά Ασία και την Πόλη, αργά ή γρήγορα θα ηγεμονεύσει –ή τουλάχιστον θα το επιχειρήσει– και στο Αρχιπέλαγος και τα Βαλκάνια. Έτσι συνέβη μετά το 1261, το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί και σήμερα. Με μια προϋπόθεση, πως τα Βαλκάνια θα είναι κομματιασμένα. Ό,τι συνέβη μετά το 1354, όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Ευρώπη, το ίδιο μοιάζει να ισχύει και σήμερα.

Στα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν την εισβολή στην Κύπρο, η οποία εγκαινιάζει τη νέα γεωπολιτική επιβεβαίωση της Τουρκίας, οι συσχετισμοί δύναμης θα γίνουν πιο αρνητικοί από άποψη πληθυσμιακή, οικονομική, στρατιωτική: ο ορθόδοξος κόσμος, από τη Ρωσία έως τη Σερβία, έχει αποδυναμωθεί μετά την επίθεση της Δύσης και ο τουρανο-τουρκικός έχει ενισχυθεί. Βιώνουμε κατά συνέπεια συνθήκες εξόχως… «υστεροβυζαντινές»! Εξ ου και η παρόξυνση των αντιπαραθέσεων γύρω από τα ζητήματα της ιστορίας, με το Βυζάντιο να τοποθετείται στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης.
Εσχάτως, υπό το φως των απογοητευτικών εξελίξεων στα Βαλκάνια και την αρνητική εξέλιξη του συσχετισμού των δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας, πληθαίνουν οι φωνές που [ ] «αμφιβάλλουν» για την πορεία των εκατό χρόνων η οποία, από το 1821 έως το 1922, επιζητούσε την εθνική ολοκλήρωση. Το «κόμμα της προστασίας», είναι σήμερα διατεθειμένο να αποδεχθεί ταυτόχρονα και τη δυτική τιάρα και το ανατολικό σαρίκι!
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, είχε ήδη εκφραστεί, από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, η πρόταση μιας ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας διατυπωμένη από τον μέντορά του, Δ. Κιτσίκη. Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, θα ακουστεί από την… εξωκοινοβουλευτική Αριστερά το σύνθημα «Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία, Ομοσπονδία» (sic!), η επίσημη Αριστερά θα εκθειάζει διαχρονικά την «ελληνοτουρκική φιλία», αποσιωπώντας ή υποβαθμίζοντας την κατοχή της Κύπρου ενώ και ένα μέρος της νεο-ορθοδοξίας καλλιεργεί τη νοσταλγία του «ανατολικού» δρόμου.

Η δαιμονοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» από την Αριστερά, η οποία ουσιαστικώς αμφισβητεί τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα των ελληνικών διεκδικήσεων του 19ου αιώνα, ήλθε να συναντήσει τη μικροελλαδική αντίληψη του Λαϊκού Κόμματος και τη νοσταλγία για μια μυθική οικουμενική ορθόδοξη κοινότητα, όπως είχε ήδη συμβεί κατά το 1920. Όλο και πιο συχνά, αμφισβητείται η ίδια η επανάσταση του 1821, επιστρέφοντας, a posteriori, στις κοραϊκές επιφυλάξεις και φόβους για το πρόωρο ξέσπασμά της, ή στην επιδίωξη μιας εκ των ένδον άλωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προτείνεται μάλιστα ένας συνδυασμός δυτικού και ανατολικού προσανατολισμού: «ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας και η ελληνοτουρκική προσέγγιση, παραμερίζοντας τις οποιεσδήποτε “δευτερεύουσες” διενέξεις, μπορεί να προσφέρει μια νέα ευκαιρία σύνθεσης του ανατολικού και δυτι-κού δρόμου», υπερβαίνοντας το δίλημμα της επιλογής ενός εκ των δύο.[ ]

Η «νεο-ορθοδοξία» αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα προς την αναδιατύπωση αντιλήψεων και συμμαχιών, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αναβάθμιση του ενδιαφέροντος για το Βυζάντιο, τον ησυχασμό, την πατερική θεολογία και φιλοσοφία και την ένταξη ενός μέρους της αριστερής διανόησης –με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Κώστα Μοσκώφ, τον Κώστα Ζουράρι ή τον Διονύση Σαββόπουλο– σε μια νέα συμμαχία.

Παραδόξως, μια ανάλογη κίνηση από την πλευρά της παραδοσιακής αριστερής διανόησης θα εκφραστεί από τον Νίκο Σβορώνο, τον σημαντικότερο ιστορικό της «ανανεωτικής αριστεράς» στην Ελλάδα. Ο Σβορώνος θα επιμείνει στη σημασία του ύστερου Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας για τη διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού πλήττοντας καίρια την κατασκευή των Λιάκου-Κιτρομηλίδη για το νεοπαγές, κατασκευασθέν από το κράτος, ελληνικό έθνος – δηλαδή το σχήμα του Μάνγκο, που δια μακρών πραγματευτήκαμε.Και δεν ήταν μόνος σε αυτό το διάβημα. Οι περισσότεροι από τους «επαγγελματίες» της βυζαντινής τέχνης και πολιτισμού, τεχνοκριτικοί της βυζαντινής ζωγραφικής, φιλόλογοι, λαογράφοι, ιστορικοί –όπως ο Μιχάλης Μερακλής, ο Νάσος Βαγενάς, ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Ερατοσθένης Καψωμένος– συμμερίζονται τις απόψεις του.

Σήμερα, είναι ανάγκη να γίνει ένα βήμα πάρα πέρα στην όσμωση ανάμεσα στις διαφορετικές προσεγγίσεις, τόσο εκείνης που επιμένει στην ιδιαιτερότητα της βυζαντινής και ορθόδοξης πνευματικότητας όσο και αυτής που ενδιαφέρεται μάλλον για το Βυζάντιο ως κοιτίδας του νεώτερου ελληνισμού. Αυτή την απόπειρα υπηρετεί και το πόνημα του υποφαινόμένου: Το Βυζάντιο, στην ακεραιότητά του, υπήρξε ταυτόχρονα έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητας, συνεχιστής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, πρωτοπόρο στην «Αναγέννηση» των νέων χρόνων και –μετά τον 11ο ή τον 12ο αιώνα– πρώτη πολιτισμική και πολιτειακή έκφραση του νέου ελληνισμού.


Όπως, θα έχει πλέον αντιληφθεί ο αναγνώστης, το ζητούμενο δεν είναι ένας νέος «ιερός πόλεμος», έστω και ιδεολογικός, με τη Δύση. η αναδρομή στο 1204, εκτός από την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, ανταποκρίνεται και σε δύο βαθύτατες ανάγκες της παρούσας συγκυρίας.

Κατ’ αρχάς, η επικέντρωση στο 1204, ως συμβολικής αφετηρίας του νεώτερου ελληνισμού, εμπεριέχει και την αναγνώριση και την ψηλάφηση ενός ανεπούλωτου τραύματος. Την αναγνώριση του γεγονότος πως η θρη-σκευτική ρήξη του 1054 και η Άλωση της Πόλης προκάλεσαν ένα βαθύτατο σχίσμα στην κοινή ευρωπαϊκή παράδοση, θεμελιωμένη έως τότε στον ελληνικό πολιτισμό, το ρωμαϊκό imperium και τον χριστιανισμό. Αυτή η ρήξη επέπρωτο να διχοτομήσει την κάποτε ενιαία «Ρωμανία» ανάμεσα στη ρωμαιοκαθολική παράδοση –και την προτεσταντική της μετεξέλιξη– από τη μία, και τον oρθόδοξο, ελληνικό και σλαβικό κόσμο, από την άλλη.
Το 1204 σηματοδοτεί την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ «λατινικής» και ελληνικής παράδοσης, μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, υπέρ της πρώτης. Γι’ αυτό και συνιστά τον θεμέλιο λίθο της ιδιο-προσωπίας του νεώτερου ελληνισμού ως αντιστασιακής εθνικής ταυτότητας, δεδομένου ότι η διαμόρφωση των εθνών είναι, πριν απ’ όλα, η ρήξη με τον εγγύτερο «άλλο» και η σταδιακή διαφοροποίηση από αυτόν. Και αν αυτή η διαφοροποίηση, θεμελιώνεται ήδη στον διαχωρισμό μεταξύ ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου και εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η διαδικασία της ρήξης επιταχύνεται από τον 11ο μέχρι τουλάχιστον τον 18ο αιώνα. Στη συνέχεια, οι δύο κόσμοι θα αρχίσουν να πλησιάζουν και πάλι, αλλά πλέον με όρους σχεδόν απόλυτης ανισοτιμίας. Η Δύση συνιστά το παγκόσμιο «κέντρο», ενώ ο ελληνικός ορθόδοξος κόσμος, άλλοτε επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μετεβλήθη σε ημιπεριφέρεια και «παρασιτική απόφυση» του δυτικού παραδείγματος.

Για δύο ή τρεις αιώνες πορευτήκαμε προσπαθώντας να διασφαλίσουμε την εύνοια και τη στήριξη αυτού του παγκόσμιου Κέντρου, ως οι πειθήνιοι πελάτες-εκπρόσωποί του στην Ανατολή. Και «πότε με τις αρχαιότητες», πότε με την ένταξή μας στους δυτικούς μηχανισμούς, κατορθώσαμε να επιβιώσουμε. Σήμερα, όμως, η απλή προσκόλληση στη Δύση δεν είναι αρκετή ακόμα και για την επιβίωση: επειδή ζούμε στο σύνορο μιας πάνοπλης Δύσης που υποχωρεί, και μιας Ανατολής που «έρχεται», απειλούμεθα, όπως και το «1204», με σύνθλιψη. Η Δύση, στην κυρίαρχη σήμερα ατλαντική εκδοχή της, μάλλον δεν είναι διατεθειμένη να «μας προστατεύσει», όπως και τότε, και πιθανώς θέλει να μας «προσφέρει» ως αντάλλαγμα για την «εξημέρωση» της τουρκικής «Ανατολής».Αυτό είναι το πικρό δίδαγμα της μεταπολιτευτικής ιστορίας μας, αυτό κατέδειξε η οδυνηρή εμπειρία της Κύπρου. Για να διατηρήσει τις προσβάσεις και τα συμφέροντά της στο στρατόπεδο της «Ανατολής», η Δύση καίει τα «μετόπισθέν» της. Εμείς και οι ορθόδοξοι πληθυσμοί των Βαλκανίων ανήκουμε, άραγε, σε αυτά τα ορθόδοξα «μετόπισθεν», ή θα ήταν δυνατή η ανασυγκρότηση μιας «Ορθόδοξης» Ευρώπης ως ισότιμου συνομιλητή της Δυτικής, όπου οι Έλληνες θα έπαιζαν ένα ρόλο συνδετικού κρίκου μεταξύ τους;

Επειδή, λοιπόν, βρισκόμαστε και πάλι σε ένα αποφασιστικό σταυροδρόμι ανασύνθεσης της ευρωπαϊκής ταυτότητας, οκτώ αιώνες μετά το 1204, γι’ αυτό και είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέξουμε στη στιγμή της παραδειγματικής γέννησης της νεώτερης ταυτότητάς μας, η οποία είναι ταυτόχρονα και η πράξη της γένεσης μιας κατακτητικής, ληστρικής Ευρώπης. Οι σταυροφορίες, και κυρίως η αποικιακή εκμετάλλευση και διάλυση του Βυζαντί-ου, σφράγισαν την ανάδυση της Δυτικής Ευρώπης ως μιας δύναμης που συγκροτήθηκε δια της εκμεταλλεύσεως, η οποία και επεκτάθηκε εν συνεχεία σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ταυτόχρονα και παράλληλα με τον Τζιότο, τον Αρετίνο και τον Έρασμο, που είχαν βυθιστεί στην ελληνική κουλτούρα του Βυζαντίου, θα αναδείξει ως παραδειγματικές της μορφές τον Ερρίκο Δάνδολο και τον Κάρολο τον Ανδεγαυικό, τον Βιλαρδουίνο και την Κατα-λανική Εταιρεία. Σε ένα ευρύτερο, πλανητικό, πεδίο, δίπλα στον Ντα Βίντσι ή τον Γαλιλαίο, θα βρίσκεται ο Κορτές και ο Πισάρο που θα καταστρέψουν τους λαούς της Λατινικής Αμερικής.
Συνεπώς, η «συγνώμη» της Δυτικής Ευρώπης προς τον ελληνικό και Ορθόδοξο κόσμο, δεν αποτελεί απλώς μια αναγκαία ιστορική αποκατάστα-ση –όπως έκανε ο Πάπας το 2004 στην Αθήνα– αλλά και την απαραίτητη ιδεολογική προϋπόθεση για την αποτίναξη της αποικιακής κληρονομιάς και την επανενοποίηση της Ευρώπης. Θα πρέπει να μεταβληθεί σε εγχείρημα αλλαγής παραδείγματος, σε «αυτοκριτική» του δυτικού πολιτισμού, σε αφετηριακή βάση για την αναγνώριση ενός τουλάχιστον μέρους των αξιών του ελληνικού/ορθόδοξου κόσμου ως των πλέον κατάλληλων για τη διαμόρφωση μιας νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Διότι, η «ρωμαϊκή», δυναμοκεντρική και κατακτητική εκδοχή της Ευρώπης, ηγεμονική από τότε που ανατράπηκε η ισορροπία σε βάρος του ελ-ληνικού κόσμου, είναι ανίκανη να απαντήσει στις ίδιες τις απαιτήσεις της εποχής. είναι λοιπόν καιρός να υποχωρήσει μπροστά στην επανεπιβεβαίω-ση της «ελληνικής» διάστασης της Ευρώπης, η οποία στηρίζεται κατ’εξοχήν στην πολιτισμική διάσταση, την ισορροπία μεταξύ Φύσεως και Ιστορίας, μεταξύ ύλης και πνεύματος: η Ευρώπη είναι, λοι-πόν,υποχρεωμένη να μετακινηθεί «ανατολικότερα» και να συναντήσει τη βυζαντινή της καταγωγή που όχι απλώς είχε αποκρύψει αλλά και την είχε βίαια ποδοπατήσει.
Η αναγνώριση του 1204 ως της καταγωγικής αδελφοκτονίας της Δύσης έναντι της ελληνικής Ανατολής, είναι ένα εγχείρημα απαραίτητο στην ιδεολογική ενοποίηση/αναδόμηση της Ευρώπης, καθόσον, μάλιστα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια διερώτηση οντολογικο-φιλοσοφικής, κοινωνικής, και πολιτειακής φύσεως:

Η εξάντληση της δυτικής ηγεμονίας, «παραδόξως», εμφανίζεται και ως εκφυλισμός του δυτικού διαφωτισμού στην εργαλειακότητα, τον καταναλωτισμό και τον μηδενισμό, και υποχρεώνει τους λαούς όλου του κόσμου στην ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν το όραμα του κόσμου τους. Έτσι προσφεύγουν όλο και περισσότερο στην παράδοσή τους, εκεί μάλιστα που τη «σταμάτησε» η δυτική εξάπλωση. Το Ισλάμ «επιστρέφει» στη «χρυσή εποχή» των μεγάλων χαλίφηδων και απορρίπτει την κυρίαρχη Δύση. Οι Ινδιάνοι της Λατινικής Αμερικής «επιστρέφουν» στην προκολομβιανή Αμερική. Οι λαοί αναζητούν στην παράδοσή τους εκείνα τα στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να εισέλθουν σε μια «μετα-νεωτερικότητα» που δεν θα είναι η κόλαση του ατομοκεντρισμού ούτε η οικολογική καταστροφή που φέρνει η απόλυτη κυριαρχία του εμπορεύματος.

Στην Ελλάδα, αυτή η επιστροφή ενδύεται όλες τις εκδοχές, ακόμα και τις πιο περιθωριακές, για παράδειγμα την επιστροφή στη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, που κατά κάποιο μαγικοθρησκευτικό τρόπο θα αναστήσει και την αρχαία ελληνική λαμπρότητα. Σημαντικότερη, διόλου περιθωριακή και άξια κάθε προσοχής, είναι η «επιστροφή» στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και πολιτισμό ως πρότυπο μιας μη χρησιμοθηρικής κοινωνικής μορφής. Τέλος, δίπλα μας, βρίσκεται το Βυζάντιο και μάλιστα η τελευταία εποχή του. Τότε που ακόμα δεν είχε κριθεί ο δρόμος που επρόκειτο να πάρει ο σύγχρονος πολιτισμός, όταν η ελληνική απάντηση –της βυζαντινής σύνθεσης ύλης και πνεύματος, ατόμου και συλλογικότητας – αποτυπωνόταν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια στα ψηφιδωτά του Δαφνιού και της Μονής της Χώρας ή ακόμα και στο Πρωτάτον του Πανσέληνου. Αυτός ο ελληνικός «δρόμος» δεν διέθετε πλέον προϋποθέσεις καθολικότητας και έτσι η νεωτερικότητα σφραγίστηκε από τη λατρεία του κέρδους, της δύναμης, της ιεραρχίας, της νοησιαρχίας – του cogito ergo sum. Και στη συνέχεια, παρότι η παράδοσή μας υπέμνησκε την ύπαρξη ενός διαφορετικού δρόμου, αναπροσαρμοστήκαμε συρρικνούμενοι σε μια απόφυση της Δύσης, εξ ου και η σχιζοφρένειά μας ανάμεσα στη μεγαλαυχία για τους μακρινούς προγόνους και τη μειονεξία έναντι των Δυτικών.

Μπορούμε άραγε να «ξαναμεγαλώσουμε»; Ή μήπως είμαστε καταδικασμένοι να χαθούμε στους μαιάνδρους της ιστορίας και στην αγκάλη του νεο-οθωμανισμού; Αν το σημερινό δυναμοκεντρικό μοντέλο συνεχίσει να κυριαρχεί, δεν έχουμε καμία τύχη. Η λογική των μεγεθών οδηγεί σε παραπέρα συρρίκνωσή μας. Και τη μάχη των μεγεθών την έχουμε χάσει – οριστικά. Αν, αντίθετα, το κυρίαρχο πρότυπο υποχωρήσει μπροστά στα γεωπολιτικά, οικονομικά, οικολογικά και οντολογικά αδιέξοδά του, όχι μόνο μπορούμε να αποφύγουμε τη συρρίκνωση αλλά ίσως και μπορέσουμε πάλι να ψηλώσουμε για να συναντήσουμε αυτά που αφήσαμε ημιτελή μετά το 1204. Αυτή η αλλαγή προτύπου, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, είμαι βέβαι­ος ότι θα συμβεί, το ερώτημα είναι αν εμείς θα έχουμε ανθέξει έως τότε.

Μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο θα μπορούσαμε να νιώσουμε και πάλι μια ισότιμη συνιστώσα, όταν τα πάντα θα έχουν αναπροσαρμοστεί προς το μικρό μέγεθος σε ό,τι αφορά τα υλικά μεγέθη και θα έχουν ψηλώσει στο πνευματικό πεδίο. Σε έναν κόσμο όπου η Μικρά Ασία θα είναι επιτέλους δημοκρατική και κατά συνέπεια οι λαοί και οι περιφέρειές της θα έχουν ανακτήσει το δικαίωμα της αυτοέκφρασής τους, σε έναν κόσμο όπου οι βαλκανικοί λαοί θα έχουν ξεπεράσει τις διαμάχες τους και το όραμα του Ρήγα θα μπορεί να γίνει πράξη, όπου η παραγωγή θα έχει έρθει κοντά στους ανθρώπους και ο καταναλωτισμός θα έχει υποχωρήσει. Μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο, το πρότυπο της βυζαντινής πνευματικότητας, της περιστολής του αχαλίνωτου κέρδους, της κοινωνικής αλληλεγγύης, θα μπορούσε και πάλι, σαν τον «μαρμαρωμένο βασιλιά», να αναστηθεί με σύγχρονους όρους. Εμπνεόμενοι από μια καινούργια «Μεγάλη Ιδέα», τη σύνθεση ανάμεσα στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και «τον ένδοξό μας βυζαντινισμό», ίσως θα μπορούσαμε και πάλι να κάνουμε το πανάρχαιο δράμα να λειτουργήσει.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Κυρίτσης Δημήτρης, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και το τέλος του βυζαντινού πολιτισμού», στο, Πανεπιστήμιο Κρήτης 1453, Η άλωση,. σσ. 161-172.
  2. Βλέπε Alan Harvey, Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 900-1200, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997.
  3. Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, ό.π. Βλ και Peter Charanis, «Observations on the Demogra­phy of the Byzantine Empire», Thirteenth International Congress of Byzantine Studies, Οξφόρδη 1966.
  4. A.P. Kazhdan / Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 351.

*Το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, θα κυκλοφορήσει από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις τον Νοέμβριο του 2006.


ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ