του R. Beaton, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Η κρητική παράδοση ιστορικά αλληλοκαλύπτεται με την παράδοση των μυθιστοριών και της λογοτεχνίας που γράφτηκε στην «κοινή» λογοτεχνική δημώδη γλώσσα, σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ όσο είχαμε συνειδητοποιήσει στο παρελθόν. Η συγγραφική σταδιοδρομία του Στέφανου Σαχλίκη, του πρώτου γνωστού ποιητή που εισήγαγε την κρητική διάλεκτο στη γλώσσα του και τον ρυθμό, την ομοιοκαταληξία, στο μετρικό του πρότυπο, έχει χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Το σατιρικό και αυτοβιογραφικό ποίημα του Σαχλίκη εισάγει ένα νέο κωμικό στοιχείο στην ελληνική λογοτεχνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πραγματικές και φανταστικές δραστηριότητες των πορνών του Χάνδακα, οι απερίσκεπτες συναλλαγές του αφηγητή μαζί τους και η σκληρή πραγματικότητα της φυλακής, όπου οδηγήθηκε. Στο ποίημα αυτό επισημαίνουμε την εντονότερη επιρροή του Βοκκάκιου παρά του Μιχαήλ Γλυκά και της αίτησής του για αποφυλάκιση ή των δημωδών ποιημάτων που αποδίδονται στον Πτωχο-πρόδρομο και που αποτελούν διακωμώδηση της στερημένης του ζωής. Παρόλα αυτά, συνολικά τα έργα του 12ου αιώνα θα πρέπει ν’ αναγνωριστούν ως πρόδρομοι του Σαχλίκη. [ ]
Τα στοιχεία που αποδεικνύουν πως ο Σαχλίκης γνώριζε ορισμένες από τις πρωτότυπες ελληνικές μυθιστορίες μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα πειστικά αλλά αξίζει να ερευνηθούν. Η Ἀφήγησις Παράξενος του Σαχλίκη είναι μια σειρά επεισοδίων με χαλαρή σύνδεση – άλλα από αυτά τα επεισόδια είναι αυτοβιογραφικά και άλλα φανταστικά. Το έργο τελειώνει με το «Κοινοβούλιο τῶν Πορνῶν» και το ακολουθεί μια «Μονομαχία Πορνῶν» και σ’ ένα από τα τρία υπάρχοντα χειρόγραφα υπάρχει μια παρωδία ύμνου στην αρχι-προαγωγό, που είναι καλύτερη απ’ όλες τις άλλες πόρνες μαζί. Το «Κοινοβούλιο» και η «Μονομαχία» βρίσκουν πολλές παραλληλίες στην όψιμη δυτική μεσαιωνική λογοτεχνία· αλλά και τη γυναίκα που παίζει τον ρόλο του πολεμιστή την συναντούμε νωρίτερα στον ελληνικό Διγενή· ενώ τέλος, έχει επισημανθεί ένας τόνος παρωδίας αυτού του έργου, στην αρχή του αποσπάσματος στο οποίο εξυμνείται η αρχι-προαγωγός. Ορισμένα από τα ονόματα αυτών που συμμετέχουν στη μονομαχία χρησιμοποιούνται ακριβώς για να προσθέσουν αισχρότητα ή για να ρεζιλέψουν ακόμη περισσότερο τα ονόματα των κανονικών ανθρώπων και η δομή τους θυμίζει τα ονόματα των ηρώων και των ηρωίδων των μυθιστοριών: τέτοια είναι τα Αειδού [πρβλ. Αηδία], Πορδομάραινα, κοπελομοσκάρα (ως επίθετο) και Πορδομίλαινα. Ένα παρόμοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να επιδίωκε το όνομα της αρχι-προαγωγού, το ακριβές αντίστοιχο της οποίας θα έπρεπε ν’ αναζητηθεί στην οικογένεια των Giustiniani: το όνομα της είναι Ποθοτσουτσουνιά και θα πρέπει να προέκυψε, όπως οι πολυάριθμες σύνθετες λέξεις, με πρώτο συνθετικό τον πόθο, που βρίσκονται στις μυθιστορίες και ειδικά στον Λίβιστρο. Δεν μπορούμε ν’ απορρίψουμε την πιθανότητα το επεισόδιο αυτό ν’ αναφέρεται στον διαγωνισμό ομορφιάς του Βέλθανδρου.
Μια πολύ πιο επιτηδευμένη λογοτεχνική προσωπικότητα της Κρήτης υπήρξε ο Μαρίνος Φαλιέρος, εύπορο μέλος της καθολικής εξέχουσας τάξης, που μορφώθηκε στα ιταλικά και τα λατινικά, αλλά για τον οποίο η κρητική διάλεκτος ήταν η μητρική του γλώσσα. Ο Φαλιέρος γεννήθηκε λίγο μετά το 1397 (περίπου την εποχή που πέθανε ο Σαχλίκης) και για τη σταδιοδρομία του ως το 1474, που πέθανε, σώζονται πολλά στοιχεία, πράγμα γενικά ασυνήθιστο. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ο Φαλιέρος ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία ως πάρεργο, μόνο κατά τα νεανικά του χρόνια. Τα πέντε ποιήματά του που σώζονται γράφτηκαν όλα στη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα. Δύο από τα ποιήματα αυτά θα μας απασχολήσουν εδώ: το Ἱστορία καὶ Ὄνειρο και το Ἐρωτικὸν ἐνύπνιον.
Το πρώτο από αυτά παρουσιάζεται σε δραματουργική μορφή, πράγμα ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα αυτής της περιόδου, και διηγείται ότι ο Φαλιέρος ξύπνησε ένα βράδυ από ένα όνειρο στο οποίο είδε τη Μοίρα του, η οποία, ύστερα από κάποιους αστεϊσμούς, τον έπεισε να πάει στο σπίτι της κόρης που αγαπούσε, της Αθούσας· η μοίρα του είχε κανονίσει γι’ αυτόν ένα βράδυ ευτυχίας. Στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, ο ποιητής συνομιλεί με την κόρη που ποθεί από το ανοιχτό παράθυρο· η μοίρα του και η προσωποποιημένη επιθυμία (ποθούλα) μεσολαβούν για χάρη του. Οι παρακλήσεις του κυμαίνονται από τον λυρισμό στην άκομψη ανυπομονησία. Τελικά, η κόρη τον βάζει να της δώσει όρκο πίστης (ο γάμος δεν αναφέρεται) και το ποίημα τελειώνει με την αγωνία του ποιητή, καθώς την κρίσιμή στιγμή ένας ψύλλος τον τσιμπά και ξυπνάει. Το ποίημα αποτελείται από 758 στίχους.
Το δεύτερο ποίημα είναι πολύ πιο σύντομο και αριθμεί μόνο 130 στίχους, μερικοί από τους οποίους, σύμφωνα με τον εκδότη του, αποτελούν προσθήκες παρμένες από το προηγούμενο ποίημα.[ ] Μια κόρη, τις προτάσεις της οποίας ο αφηγητής έχει απορρίψει, τον επισκέπτεται στο όνειρό του συνοδευόμενη από ένα μικρό φτερωτό έρωτα, απεσταλμένο του τρομερού βασιλιά της αγάπης, Έρωτα. Οι δύο επισκέπτες συζητούν ποιο μέρος του σώματος του αφηγητή θα πρέπει να λαβώσει το τόξο του φτερωτού έρωτα· τότε ο αφηγητής, έντρομος (βυθισμένος ακόμη στον ύπνο του), ξυπνά και αποφασίζει χαριτωμένα να παραδοθεί. Στη συνέχεια, ο φτερωτός έρωτας του αφηγείται πως η κόρη έφτασε παραπονεμένη στην αυτοκρατορία του Έρωτα (Ἐρωτοκρατία) και ζήτησε την υποστήριξη του δεσπότη, του Πρώτου Έρωτα. Καθώς ο αφηγητής ετοιμάζεται να υπακούσει στην επιταγή του Έρωτα και να κάνει έρωτα με την κόρη, ένας κόκκορας λαλεί και ο αφηγητής ξυπνά απογοητευμένος. [ ]
Ο Arnold van Gemert, στη σχολαστική εισαγωγή των δύο αυτών ποιημάτων, επικέντρωσε την προσοχή του στον εντοπισμό δυτικών προτύπων στο έργο του Φαλιέρου. τα πιο ενδιαφέροντα πρότυπα προέρχονται από την Ολλανδία και τη βόρεια Γερμανία και ο van Gemert αναγκάστηκε, στο τέλος, να παραδεχθεί ότι είναι απίθανο ν’ άσκησαν, στην πραγματικότητα, κάποια επιρροή στη δημιουργία αυτών των ποιημάτων. Στη συνέχεια, ενώ αναγνωρίζει το γεγονός ότι τα λογοτεχνικά όνειρα του Φαλιέρου θα πρέπει να είχαν κάποια συγγένεια με τα αντίστοιχα επεισόδια της μυθιστορίας Ὑσμίνη καὶ Ὑσμινίας καθώς και του Λίβιστρου, επισημαίνει τις ριζικές διαφορές αυτών των ποιημάτων από τις συμβάσεις των βυζαντινών κειμένων: «η ατμόσφαιρα δεν είναι πλέον ιπποτική, το ιπποτικό λεξιλόγιο χρησιμοποιείται ακόμη στην προσωποποίηση [του Έρωτα], …αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει. Η προσωποποίηση του Έρωτα έχει απομυθοποιηθεί και δεν εμπνέει πια τρόμο ή δέος». Αν και η αλλαγή αυτή είναι σημαντική, η αυθεντικότητα και η «φύση» των ποιημάτων του Φαλιέρου μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα, αν αναγνωρίσουμε την πραγματική τους ταυτότητα· τα ποιήματα αυτά δεν είναι άλλο από παρωδιακές αναγνώσεις του Ὑσμίνη καὶ Ὑσμινίας, του Λίβιστρου, καθώς και του Βέλθανδρου από έναν Έλληνα συγγραφέα, η παιδεία του οποίου ανήκε στον κόσμο της σκέψης της αναγέννησης.
Η σχέση αυτή είχε γίνει αντιληπτή και από τους αντιγραφείς χειρογράφων, οι οποίοι εργάστηκαν έναν αιώνα μετά τη συγγραφή των ποιημάτων. Ένα από τα τρία χειρόγραφα του 16ου αιώνα, στα οποία παραδίδονται τα κείμενα, είναι το φημισμένο χειρόγραφο της Νεάπολης, το οποίο συμπεριλαμβάνει την Ἀχιλληίδα, τον Βελισσάριο και τον Ἰμπέριο, αν και τα ποιήματα του Φαλιέρου σταχώθηκαν στο συγκεκριμένο χειρόγραφο μερικές δεκαετίες μετά την αντιγραφή αυτών των κειμένων. Ένα άλλο χειρόγραφο περιέχει τη μυθιστορία του 12ου αιώνα Ὑσμίνη καὶ Ὑσμινίας, έργο με το οποίο τα ποιήματα του Φαλιέρου παρουσιάζουν τις περισσότερες συγγένειες. Η πιο σημαντική ομοιότητα με τις μυθιστορίες είναι η περιπαικτική φύση του κειμένου: η κλιμάκωση της σεξουαλικής ικανοποίησης, που περιγράφεται, φτάνει στην πιο τολμηρή στιγμή της την ώρα που ο αφηγητής ξυπνάει απογοητευμένος. [ ] Το πασίγνωστο όνειρο, όπου ο Υσμινίας, κάτι περισσότερο από παραδομένος στην αγάπη της Υσμίνης, περπατάει στον κήπο μαζί της, περιγράφεται περίφημα από την Margaret Alexiou. Ωστόσο, ο πόθος του Υσμινία δεν ματαιώνεται από κάποιο ξύπνημα. Ο Λίβιστρος, σε μια ανάλογη περίπτωση, ξυπνάει από τη δύναμη του πάθους του και, όπως ο Caliban του Σαίξπηρ, «ζητά απεγνωσμένα να επιστρέψει στον ύπνο».
Όλη αυτή η κατάσταση, στο δεύτερο ποίημα του Φαλιέρου, όπου ο Έρωτας απειλεί να τιμωρήσει την άρνηση του αφηγητή στην κόρη, αποτελεί άμεσο δάνειο από το πρώτο όνειρο του Υσμινία στη μυθιστορία του Μακρεμβολίτη. Εκεί, αφού ο ήρωας έχει απορρίψει, με άσχημο τρόπο, την πρόταση της ηρωίδας σε δείπνο, ονειρεύεται πως ο Έρωτας, μαζί με τη βασιλική του συνοδεία, μπαίνει ορμητικά στο υπνοδωμάτιό του και τον κατηγορεί: «την ἑμήν φίλην Ὑσμίνην αἰσχύναντα». Το ασυνήθιστο αφηγηματικό εύρημα, που απαντά και στα δύο ποιήματα του Φαλιέρου και όπου κάποιος υπερφυσικός επισκέπτης ξυπνά αυτόν που ονειρεύεται στον ύπνο του, προέρχεται, κατά πάσα πιθανότητα, από το τρίτο όνειρο του Λίβιστρου, όπου ο Έρωτας ξυπνά τον ήρωα για να τον προτρέψει να βιαστεί για να φλερτάρει τη Ροδάμνη.
Συγκεκριμένες αναφορές στις μυθιστορίες υπάρχουν και στα ερωτικά όνειρα του Φαλιέρου. [ ] Η γλώσσα στην οποία η μοίρα αναγγέλλει στον Φαλιέρο πως τελικά η σκληρόκαρδη Αθούσα θα του παραδοθεί αναφέρεται αμέσως σε μια εντυπωσιακή εικόνα από την ερωτική αλληλογραφία του Λίβιστρου με τη Ροδάμνη:
ΜΟΙΡΑ …Πουρὶ ὁ σταλαγμὸς τοῦ πόθου
βάρει βάρει
νὰ τρύπησε τὸ μάρμαρο, νὰ ’λύσε τὸ λιθάρι;
Το γράμμα του Λίβιστρου στη Ροδάμνη
αρχίζει ως εξής:
Λέγουν εἰς πέτρα ἂν σταλαγμὸς συχνάσῃ
νὰ σταλάζῃ,
κἂν οἷος ἑνὶ ὁ σταλαγμὸς καὶ οἷον τὸ λιθάριν,
[ἐκ τοῦ δαρμοῦ πρὸς τὸν δαρμὸν
τρυπᾶ το τὸ λιθάριν,]
ἐκ τοῦ νεροῦ τὸν σταλαγμὸν τὸν ἔχει ἀπαραιτήτως.
[ ] Είναι βέβαιο πως η εντολή που δίνεται στον ήρωα να μην καθυστερεί αλλά να πράξει, «Μηδὲν ὀκνεῖς καὶ κάμε το…», αναπαράγει τη συμβουλή που δίνεται στον Λίβιστρο με παρόμοιο περιεχόμενο: «πλὴν τοῦτο συμβουλεύγομαι, ποίησε το, μὴν τὸ ὀκνήσῃς». Στο κείμενο αυτό απαντούν και άλλοι λεξικολογικοί απόηχοι των μυθιστοριών, όπως οι σύνθετες λέξεις: ἐρωτοκρατίας, ποθοκρατούντας, ποθομολογάται, ἐκαρδιοδάκασε.
Στο δεύτερο ποίημα, το Ἐρωτικὸν ἐνύπνιον, οι αναφορές είναι ακόμη πιο προφανείς. Η κόρη οδηγείται στο όνειρο του εραστή της από ένα μικρό φτερωτό έρωτα, όπως ακριβώς στο δεύτερο όνειρο του Λίβιστρου, όπου όταν ο ήρωας συναντά τη Ροδάμνη για πρώτη φορά επικρατεί η παιδική μορφή του τερατώδους Έρωτα.110 Μια περίεργη και ασυνήθιστα σκληρή προσθήκη στα παραδοσιακά δυτικά εμβλήματα του φτερωτού έρωτα είναι μια θήκη γεμάτη βέλη:
ὡς ἔδειξαν μ’ ἐφάνησαν νὰ ἦσαν αἱματωμένες,
ὄλες ἐξ αἵματος καρδίας μ’ ἐφάνησαν ὅτ’ ἦσαν.
Ο van Gemert, εντυπωσιασμένος, αναζήτησε κάποιο δυτικό πρότυπο γι’ αυτή την αναφορά του Φαλιέρου και επισημαίνει, επιπλέον, σε αυτούς τους στίχους τον ασυνήθιστο αρχαϊσμό «ἐξ αἵματος». Το απόσπασμα ερμηνεύεται καλύτερα ως αναφορά στην περιγραφή του αλληγορικού αγάλματος ενός άνδρα που είναι πληγωμένος στην καρδιά από το τόξο του έρωτα και από το τραυματισμένο κορμί του οποίου πηγάζει το πύρινο στοιχείο του μυστηριώδους ποταμού, γεγονότα που συναντούμε στον Βέλθανδρο. Μια άλλη αναφορά στην ίδια μυθιστορία παρατηρείται στο όνομα που χρησιμοποιείται για τον βασιλιά του έρωτα: τον Πρώτον Έρωτα, ο Πρώτος των Ερώτων. Τέλος, στον διάλογο ανάμεσα στον φτερωτό έρωτα και την κόρη, φαίνεται ότι ο ήρωας είχε προηγουμένως ορκιστεί αφοσίωση στον Έρωτα με τον ίδιο τρόπο που το είχαν κάνει όλοι οι ήρωες των μυθιστοριών, ο Υσμινίας, ο Βέλθανδρος και ο Λίβιστρος. [ ]
- Απόσπασμα από το βιβλίο του Roderick Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, μετάφρ. Νίκη Τσιρώνη, σσ. 254-259.
** Ο Roderick Beaton είναι καθηγητής της έδρας του τμήματος Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών στο King’s College London.