από το Άρδην τ. 57, Δεκέμβριος 2005 – Ιανουάριος 2006
Νίκαιας με τ’ όνομα της Ελλάδας. Ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος II Λάσκαρις (1254–1258) δεν περιμένει καμμιά βοήθεια απ’ τα άλλα έθνη[ ], ξεχωρίζει το ελληνικό έθνος και ξέρει πως μόνον αυτό βοηθεί εαυτώ. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, που είχεν ακμάσει στον ΙΓ’ αιώνα, δε διστάζει να ονομάσει το Βυζαντινό Κράτος ελληνίδα επικράτειαν.
Η Ρωμαΐς του χρονογράφου των Παλαιολόγων του Παχυμέρη, που γεννήθηκε στα 1242 στη Νίκαια, ταυτίζει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία με την πάτριο χώρα ενός μόνου λαού, του ελληνικού.[ ]
Ο Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννην Ε΄ (1341–1376)21 ω της Ελλάδος Ήλιε Βασιλεύ κ’ εξορκίζει αργότερα τον Κωνσταντίνο Δραγάση (1448-1453), που ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ, να λάβει τον τίτλο του Βασιλιά των Ελλήνων.[ ]
Η εποχή, που άκουε τις πιο απαισιόδοξες προφητείες για τα έσχατα της Πόλεως και τα πιο θλιβερά μοιρολόγια για το τέλος του Βυζαντίου, έτρεφε συνάμα και τις πιο μεγάλες ελπίδες, την πιο μεγάλη ιδέα για την Ελλάδα22.
Δεν θα χρειαζόταν ίσως να προσθέσουμε τίποτε άλλο. Ο Δανιηλίδης συνομολογεί πως μετά το 1204 κυριαρχεί η ελληνική συνείδηση, σε αντίθεση με τις ίδιες τις γενικότερες αντιλήψεις του.
Όμως η «φυσιολογική» μετεξέλιξη της μεσαιωνικής ελληνικής ταυτότητας στη νεώτερη, η οποία αρχίζει ήδη από τον 10ο αιώνα και ολοκληρώνεται σχεδόν στη διάρκεια του 13ου, καταδεικνύει την αδιάσπαστη ενότητά τους και την προτεραιότητα του ελληνικού στοιχείου, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής του Βυζαντίου, σε αντίθεση με την άποψη πως: «Προήλθε από τη μακραίωνα εξέλιξη και τον εξανατολισμό των λαών και των πολιτισμών, που απ’ τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχαν αρχίσει να συναντούνται και να συγκεντρώνουνται στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου»23. Παραθεωρείται έτσι το αποφασιστικότερο στοιχείο της βυζαντινής ταυτότητας, ο παράλληλος με τον «εξανατολισμό» αποφασιστικότερος εξελληνισμός «των λαών και πολιτισμών», εξελληνισμός που αρχίζει στα ελληνιστικά χρόνια, συνεχίζεται ακόμα και κάτω από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και την εμφάνιση του χριστιανισμού και επανεπιβεβαιώνεται, για να γίνει κυρίαρχος, στην «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία».
Πράγματι, στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες, συνυπάρχουν διαφορετικά πολιτιστικά στοιχεία, εκ παραλλήλου με τα ελληνικά: εβραϊκά, ανατολικά και κυρίως ρωμαϊκά, ο δε βυζαντινός ελληνισμός, σε επαφή με αυτά τα στοιχεία, καθώς και υπό την καταλυτική επίδραση του χριστιανισμού, διαφοροποιείται από τον αρχαίο. ωστόσο, ποτέ δεν έπαψε η ελληνική διάσταση να παραμένει η αποφασιστική συνιστώσα, όπως μαρτυρείται από τη γλώσσα, την παιδεία και τη σταδιακή αναζήτηση ιδεολογικών προτύπων και αναφορών στους αρχαίους Έλληνες, ιδιαίτερα μετά τον 9ο αιώνα. Και όπως τονίζει ο Χαρανής:
Όσοι αναφέρονταν πλέον με την ονομασία «Ρωμαίοι» ήταν στην πραγματικότητα Έλληνες, δηλαδή Έλληνες στην γλώσσα και τον πολιτισμό. Η βυζαντινή αυτοκρατορία περιλάμβανε επίσης, σχεδόν μέχρι το τέλος της, πολλές ακόμα εθνικές ομάδες –Αρμενίους, Ίβηρες (Γεωργιανούς), Σλάβους, Βουλγάρους και ορισμένους άλλους, αλλά αυτές οι ομάδες αναφέρονταν πάντα με τα εθνικά τους ονόματα ως Αρμένιοι, Ίβηρες, Σλάβοι, κ.λπ. και όχι ως Ρωμαίοι. Oι Ρωμαίοι ήσαν όσοι μιλούσαν ελληνικά. Αντιπροσωπεύουν τη μεσαιωνική φάση του ελληνικού λαού24.
Κατά συνέπεια, το Βυζάντιο αποτελεί την περίοδο του μεσαιωνικού ελληνισμού. Ο Δανιηλίδης διαθέτει –και παραθέτει αρκετά– όλα τα δεδομένα που οδηγούν σε αυτό το –εξ άλλου προφανές– συμπέρασμα. Καταλήγει δε στις αντιφάσεις που περιγράψαμε εξ αιτίας των ιδεολογικών του παρωπίδων.
[Αν υπάρχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας που, για μια ιστορική διαδρομή τουλάχιστον οκτώ αιώνων, διαφορίζεται από την παλαιότερη, βυζαντινή ή αρχαιοελληνική, είναι το γεγονός ότι συγκροτείται ως κατ’ εξοχήν αντιστασιακή ταυτότητα25. Οι αρχαίοι Έλληνες αποίκισαν ολόκληρη τη Μεσόγειο και με τους Μακεδόνες κατέκτησαν την Ανατολή. Στο Βυζάντιο, η ελληνική πολιτιστική υπεροχή θα οδηγήσει στη σταδιακή επανελληνοποίηση του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, που περιλάμβανε περισσότερους λαούς και έθνη. Αντιθέτως, ο νεώτερος ελληνισμός θα αναδυθεί ως αποτέλεσμα και επακόλουθο της συρρίκνωσης του Βυζαντίου και της σταδιακής απώλειας των εξωελληνικών περιοχών και πληθυσμών και θα διαμορφωθεί μέσα από μια πολύμορφη αντίσταση, στρατιωτική, οικονομική, θρησκευτική, γλωσσική. Γι’ αυτό και ο νεώτερος ελληνισμός θα βιώσει με τραγικό τρόπο τη συρρίκνωση της ελληνικής οικουμένης σε ένα μικρό έθνος της Ανατολικής Μεσογείου.]