του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
η απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2004 να καθοριστεί ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων για την εισδοχή της Τουρκίας στην Ε.Ε δικαίως θεωρείται από πολλούς αναλυτές ορόσημο στην ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. Γιατί αυτό που διακυβεύεται με τη νέα διεύρυνση της Ε.Ε. δεν είναι μόνο η πολιτική της αυτονομία ή το ευρωπαϊκό σύστημα αξιών και αρχών, αλλά η εν γένει φυσιογνωμία μιας ηπείρου με τεράστιο ιστορικό, πολιτιστικό και οικονομικό εκτόπισμα. Το στοίχημα αφορά όμως και την Τουρκία η οποία καλείται, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, να κάνει ένα πρωτοφανές στην ιστορία πολιτιστικό και οικονομικό άλμα από το σκοτεινό παρελθόν στο άδηλο μέλλον.
Σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης η αντιπαράθεση για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπήρξε έντονη και ενίοτε με στοιχεία υπερβολής1. Αντίθετα στην Ελλάδα, ο διάλογος για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ήταν σε γενικές γραμμές υποτονικός, ίσως γιατί και τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, που υποστηρίζουν με θέρμη την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., δεν επιθυμούσαν τη σφαιρική ενημέρωση της κοινής γνώμης, ούτε ασφαλώς τη κριτική σε μια πολιτική επιλογή τους, που έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με τη θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Άλλωστε ποιος θα μπορούσε να αντικρούσει, για παράδειγμα, την άποψη ότι η Κοινή Αγροτική Πολιτική με την Τουρκία στην Ε.Ε. δεν θα είναι καταστροφική για τους Έλληνες αγρότες, που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρότατο πρόβλημα επιβίωσης2.
Το παράτολμο οικονομικό στοίχημα της ένταξης
Παρά τα όσα λέγονται, η Ε.Ε. παραμένει, κατά κύριο λόγο, μια οικονομική ένωση, γι’ αυτό και θα περίμενε κανείς να είναι το οικονομικό περιβάλλον αυτό που θα καθόριζε την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής για την Τουρκία. Ενώ συνήθως η οικονομία είναι στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτή τη φορά τα οικονομικά θέματα περιορίστηκαν στο ελάχιστο, ίσως γιατί είναι προφανές ότι η οικονομική διάσταση της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα αποτελούσε μια σχεδόν απαγορευτική παράμετρο για τη διεύρυνση.
Τα στοιχεία για την οικονομική επιβάρυνση της Ε.Ε. από την ένταξη είναι αμείλικτα σε όλες τις σχετικές εκθέσεις, όσο και αν οι υποστηρικτές της Τουρκίας προβάλλουν μόνο το εύρος της τουρκικής αγοράς, το χαμηλό εργατικό κόστος και την όντως αξιοσημείωτη οικονομική της ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τεκμηριωμένη μελέτη του Ινστιτούτου Ανατολικής Ευρώπης3 που εδρεύει στο Μόναχο, το μέσο εισόδημα στην Τουρκία ανέρχεται σήμερα στο 23% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όσον αφορά στην αγοραστική δύναμη, και μόλις στο 13% αν ληφθεί υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία. Το ποσοστό αυτό, για τα εκατομμύρια των Τούρκων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας (κυρίως εξαθλιωμένοι αγρότες που αποτελούν το ένα τρίτο του τουρκικού πληθυσμού), δεν ξεπερνά το 7%. Στις 13 Περιφέρειες της ΝΑ Τουρκίας όπου κατοικεί κυρίως το κουρδικό στοιχείο, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 5 έως 8%. Γενικά, η εισοδηματική απόκλιση ανάμεσα στις δυτικές τουρκικές περιφέρειες και το Κουρδιστάν είναι της τάξης του 1: 10. Εκτός όμως από αποκλίσεις τέτοιας μορφής υπάρχουν και χαοτικές κοινωνικές αποκλίσεις, καθώς το 20% του πληθυσμού κατέχει το 57,4% του εθνικού εισοδήματος, ενώ το 20% των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων μόνο το 3,4%. Συνολικά το 80% του πληθυσμού της Τουρκίας αρκείται στο 42% του εθνικού εισοδήματος. Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι μόνο 12 εκατομμύρια από το σύνολο των 35 εκατομμυρίων εργαζομένων έχουν κοινωνική ασφάλιση4.
Ακόμη και στην περίπτωση που η Τουρκία εξακολουθήσει για πολλά χρόνια να σημειώνει θεαματικά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης δεν πρόκειται να σημειωθεί μια αξιομνημόνευτη οικονομική σύγκλιση με την Ε.Ε. πριν περάσουν αρκετές δεκαετίες και με την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα δημιουργήσει ικανούς και αξιόπιστους φορείς που θα συμβάλουν επιτυχώς στην εκταμίευση πολλών Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και Ταμείων Συνοχής. Έτσι, στην περίπτωση της πλήρους ενσωμάτωσης της Άγκυρας στην υφιστάμενη πολιτική σύγκλισης της Ε.Ε. αναμένεται, για το 2014, μια καθαρή εισροή κεφαλαίων προς την Τουρκία της τάξης των 21 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Η ίδια η Επιτροπή εκτιμά ότι το ετήσιο κόστος στην περίπτωση της Τουρκίας θα είναι από 16 έως 28 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και σε κάθε περίπτωση θα είναι μεγαλύτερο από αυτό των 10 νέων κρατών-μελών συνολικά5. Μόνο για την εναρμόνιση της Τουρκίας με την Ε.Ε. για θέματα περιβάλλοντος απαιτούνται, σύμφωνα με την τουρκική κυβέρνηση, μέχρι και 60 δισεκατομμύρια ευρώ6.
Επιπλέον, σαν μια προέκταση της οικονομικής διάστασης του θέματος, υπογραμμίζεται από τους πολιτικούς αναλυτές το γεγονός ότι εφόσον η οικονομική σύγκλιση θα παραμένει ένα πρόβλημα πολλών δεκαετιών, και με δεδομένο ότι στη Γερμανία λειτουργεί από χρόνια ένα καλά οργανωμένο δίκτυο μεταφοράς στην Ευρώπη μεταναστών από την Τουρκία, υπολογίζεται ότι οι Τούρκοι μετανάστες, μόνο στη Γερμανία, θα αυξηθούν κατά 4 εκατομμύρια7.
Με τα παραπάνω δεδομένα το ερώτημα που τίθεται είναι πόσο ρεαλιστική μπορεί να θεωρηθεί η υπάρχουσα πολιτική προώθησης κεφαλαίων, στο πλαίσιο της διεύρυνσης της Ε.Ε. με την Τουρκία. Ιδιαίτερα όταν είναι γνωστό πόσο αυστηροί και γραφειοκρατικοί είναι οι ευρωπαϊκοί Κανονισμοί για τα διαρθρωτικά ταμεία και ποια είναι η σχετική υποδομή του τουρκικού κράτους. Το ερώτημα αυτό γίνεται ακόμη πιο βασανιστικό αν συνυπολογιστούν και τα προβλήματα οικονομικής σύγκλισης εντός της Ε.Ε. και κατ’ επέκταση το εκρηκτικό κοινωνικοπολιτικό δυναμικό σαν αποτέλεσμα της μεγάλης κοινωνικής ανισότητας, η οποία δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ των κρατών – μελών8 αλλά και μεταξύ των περιφερειών στα ίδια τα κράτη – μέλη (διάγραμμα 1)9. Οι αποκλίσεις αυτές, υπολογιζόμενες σε αγοραστική δύναμη, είναι της τάξης του 1 : 10 και παρά τα τεράστια χρηματοδοτικά προγράμματα οι αποκλίσεις μεταξύ των περιφερειών διευρύνονται, καθώς η περιφερειακή ανάπτυξη είναι εντελώς ανισόρροπη.
Το σύστημα αξιών και αρχών Ευρώπης και Τουρκίας
Οι πολιτιστικές αντιθέσεις και οι διαφορετικές αξίες ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Τουρκία κατέχουν διαχρονικά δεσπόζουσα θέση στην πολιτική αντιπαράθεση για την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε10. Όπως ήταν αναμενόμενο, στη πρόσφατη διάσκεψη του Συμβουλίου Κορυφής, κριτήρια όπως αυτό της θρησκείας δεν ελήφθησαν υπόψη, όπως άλλωστε και τα κριτήρια για το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία ως γνωστόν συνεχίζουν συστηματικά να καταπατούνται στη Τουρκία, παρά τα οκτώ πακέτα μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Ερντογάν11.
Οι έρευνες που έγιναν στη βάση κοινά αποδεκτών αξιών από τους πολίτες της Ε.Ε. έδειξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας, οι οποίες ουσιαστικά δικαιώνουν όσους ορίζουν την «ευρωπαϊκή ταυτότητα» σε σχέση με την ιστορία και τον πολιτισμό. Μια απάντηση για το μέγεθος που η θρησκεία επηρεάζει τη ζωή και τη πολιτική στάση των πολιτών της Ε.Ε. και της Τουρκίας δίνει ο πίνακας 1. Είναι σαφές ότι, σε αντίθεση με τους ευρωπαίους πολίτες, η θρησκεία κατέχει δεσπόζουσα θέση στη ζωή των Τούρκων, οι οποίοι απορρίπτουν τον διαχωρισμό θρησκείας και πολιτικής με πολύ μεγάλα ποσοστά. Σε άλλη έρευνα φαίνεται ότι και η θρησκευτική ανεκτικότητα στη Τουρκία είναι πολύ λιγότερο αναπτυγμένη απ’ ό,τι στην Ευρώπη : το 49,1 % των ερωτηθέντων Τούρκων δεν επιθυμεί χριστιανούς στη γειτονιά του.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο πίνακας 2 που αναφέρεται σε θέματα δημοκρατίας και κοινωνίας των πολιτών, καθώς όλη η λειτουργία της Ε.Ε. στηρίζεται στην αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ενώ το ποσοστό των πολιτών σε Ε.Ε. και Τουρκία που δέχονται ότι η δημοκρατία είναι συγκριτικά το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης είναι πολύ υψηλό, παρατηρείται μεγάλη απόκλιση όσον αφορά στην αποδοχή ισχυρών ηγετών με αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης. Σχεδόν τα δύο τρίτα των κατοίκων της Τουρκίας θα μπορούσαν να αποδεχτούν μια τέτοιας μορφής διακυβέρνηση, σε αντίθεση με την Ε.Ε. όπου μόνο το ένα τέταρτο των πολιτών συμφωνεί με τέτοιες απόψεις. Εξίσου σημαντικές είναι και οι διαπιστώσεις από τις έρευνες σχετικά με την κοινωνία των πολιτών, καθώς για τα ευρωπαϊκά όργανα ο διάλογος με τους πολίτες, τις οργανώσεις και τα συλλογικά τους όργανα είναι υποχρέωση και θεμελιώδης αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το πολύ μικρό ποσοστό συμμετοχής των Τούρκων σε τέτοιες οργανώσεις υποδηλώνει, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους πολίτες, ότι η κοινωνία των πολιτών στη χώρα αυτή δεν έχει αναπτυχθεί ικανοποιητικά. Ανάλογες αποκλίσεις μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. παρατηρούνται και σε θέματα ισότητας των φύλων, όπως φαίνεται στη στήλη του πίνακα 2 για τα εργασιακά θέματα.
Παρότι το πλαίσιο αυτών των ερευνών είναι γενικό, φαίνεται ότι οι αξίες που για την Ε.Ε. είναι σημαντικές γίνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό αποδεκτές από τους πολίτες της Ε.Ε., όχι όμως τους κατοίκους της Τουρκίας.
Η αντίθεση αυτή γίνεται ιδιαίτερα σημαντική επειδή τα πληθυσμιακά δεδομένα της Τουρκίας είναι τέτοια που σε μια δεκαπενταετία θα είναι η ισχυρότερη πληθυσμιακά χώρα της Ε.Ε. — εφόσον τελικά ενταχθεί σε αυτήν. Η αλλαγή νοοτροπιών και αξιών σε μια κοινωνία «βαθιά συντηρητική» είναι αναμφίβολα χρονοβόρα και εξαρτάται από μια πληθώρα παραγόντων, που θα πρέπει να εξελιχθούν θετικά. Με τα σημερινά κοινωνικά – πολιτιστικά δεδομένα της Τουρκίας, ακόμη και αν η οικονομική σύγκλιση Ευρώπης – Τουρκίας πραγματοποιηθεί σε έναν αποδεκτό βαθμό, οι πιθανότητες αλλαγών σε επίπεδο αξιών πρέπει να θεωρούνται ελάχιστες. Το ερώτημα ασφαλώς που τίθεται είναι αν οι επιστημονικές έρευνες και διαπιστώσεις αναφορικά με αξίες, αρχές και νοοτροπίες εκατομμυρίων ανθρώπων είναι ικανές να επηρεάσουν τη πολιτική βούληση των σημερινών κυβερνήσεων της Ε.Ε. Στην περίπτωση αυτή, όπως έδειξε η απόφαση του Συμβουλίου, μάλλον δεν έπαιξαν κανένα σημαντικό ρόλο.
Το γεωπολιτικό «πλεονέκτημα» της Τουρκίας
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η γεωστρατηγική σπουδαιότητα της Τουρκίας αποτέλεσε την καθοριστική προϋπόθεση προκειμένου η πολιτική ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ορίσει ημερομηνία για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Υποβαθμίζοντας ιστορικά, κοινωνιολογικά, γεωγραφικά, θρησκευτικά, δημογραφικά, πολιτιστικά ακόμη και οικονομικά κριτήρια για μια τόσο κολοσσιαία διεύρυνση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες προέβαλλαν κυρίως τις γεωστρατηγικές επιταγές της Ε.Ε. ισχυριζόμενοι ότι, με την Τουρκία στους κόλπους της, η Ε.Ε. θα γίνει επιτέλους «παγκόσμιος παίκτης» (Φερχόιγκεν) και ότι σε 20 χρόνια η Ευρώπη μπορεί να γίνει «η σημαντικότερη παγκόσμια δύναμη» (Θαπατέρο)12.
Βεβαίως, αυτήν την υπέρμετρη αισιοδοξία δεν συμμερίζεται πληθώρα καταξιωμένων πολιτικών αναλυτών, που ναι μεν αποδέχονται τους διευρυμένους γεωπολιτικούς ορίζοντες της Ε.Ε. λόγω Τουρκίας, δεν ξεχνούν όμως να συμπληρώσουν ότι θα πρόκειται για θολούς ορίζοντες με αρκετά «μειωμένη ορατότητα». Επισημαίνουν, μεταξύ πολλών άλλων, ότι επειδή η Τουρκία συνορεύει με πολλές περιοχές κρίσεων και διενέξεων, η Ε.Ε. μελλοντικά θα δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο στη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερα σε θέματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής13. Η πίστη των Ευρωπαίων πολιτικών ότι με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα υπάρξει σταθερότητα στην γειτονιά της Τουρκίας, υποδηλώνει τουλάχιστον έλλειψη ρεαλισμού αν όχι αφέλεια14.
Στο πλαίσιο αυτό τίθεται υπό αμφισβήτηση και το «μετριοπαθές» τουρκικό ισλαμικό μοντέλο Brzezinski15 ως εναλλακτικό προς αυτό του Ιράν, καθώς δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα το αποδεχτεί ο υπόλοιπος μουσουλμανικός κόσμος. Ταυτόχρονα επισημαίνουν ότι και στην ίδια την Τουρκία αναδύεται ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός, που στην ακραία του μορφή φτάνει ήδη ως τις παρυφές της Αλ Κάιντα. Κανείς εχέφρων παρατηρητής δεν μπορεί να πιστέψει σήμερα ότι ο Ερντογάν και το ισλαμικό του κόμμα θα πάψουν να επιδιώκουν, εφόσον προηγουμένως πετύχουν με ευρωπαϊκή βοήθεια την πλήρη εξουδετέρωση του Κεμαλισμού, την εγκαθίδρυση ενός καθαρόαιμου ισλαμικού καθεστώτος ή ότι η περιφερειακή δύναμη Τουρκία θα εγκαταλείψει ποτέ τη προσπάθειά της για διεύρυνση της ηγεμονικής επιρροής της, πέρα από τις στρατηγικές επιταγές της Ε.Ε ή ακόμη και αυτές των ΗΠΑ και του Ισραήλ16.
Ένταξη à la carte
Η ενδεχόμενη εισδοχή της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν είναι απλά ένα παράτολμο οικονομικό στοίχημα ή μια απερίσκεπτη επέκταση, ούτε βέβαια μόνο ένα ιστορικό – πολιτιστικό παράδοξο, που προκάλεσαν ο πολιτικός κυνισμός της ευρωπαϊκής ελίτ και ο απροκάλυπτος παρεμβατισμός των ΗΠΑ. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι για κάθε μια από τις παραμέτρους αυτές θα μπορούσε να εξευρεθεί μια κάποια λύση, η συνέργεια και ο μεταξύ τους συσχετισμός είναι που καθιστούν την ένταξη της Τουρκίας εν τέλει προβληματική αν όχι απίθανη. Γι‘ αυτό δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί αναλυτές που υποστηρίζουν ότι αν η Ε.Ε. επιμείνει σ’ ένα σύστημα αξιών που χαρακτήριζε την μέχρι πρότινος πορεία της, να υποχρεωθεί η Τουρκία να σταματήσει η ίδια τις διαπραγματεύσεις ένταξης17. Δεν αποκλείεται όμως και η Ε.Ε. να υποχρεωθεί, αν αντιληφθεί ότι το όλο εγχείρημα ξεπερνά τις δυνατότητές της, να βρει το τρόπο να ξεφύγει από την περιπέτεια της νέας διεύρυνσης που εν κατακλείδι μπορεί να σημάνει και την αυτοαναίρεσή της. Εφόσον η Ε.Ε. επιμείνει σταθερά στην τήρηση των κριτηρίων ένταξης και στα 31 πεδία διαπραγμάτευσης που συμφωνήθηκαν στις Βρυξέλλες, οι δυσκολίες της Τουρκίας ν’ αντεπεξέλθει θα είναι τεράστιες.
Εκτός βέβαια αν η πολιτική υποκρισία απογειωθεί σε πρωτόγνωρα ύψη και τελικά προκύψει μια ένταξη à la carte, οπότε θα καταρρεύσουν παταγωδώς και οι διάφοροι μύθοι για την Ε.Ε. και το όραμα για τις μελλοντικές «Η. Π. της Ευρώπης» θα ενταφιασθεί μια για πάντα. Ασφαλώς οι πιθανότητες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι μικρές. Όμως δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί, καθώς και σήμερα παρατηρούμε ότι ο βαθμός υποκρισίας της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ κινείται ήδη σε υψηλά επίπεδα. Διακατεχόμενοι πράγματι από τη νοοτροπία «εμπόρων χαλιών», κατανοούν κάθε επιθυμία, λεονταρισμό και «επιφυλάξεις» της Τουρκίας και ανέχονται να υποτιμά ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε, του οποίου παρανόμως κατέχει ένα τμήμα ή να απειλεί ένα άλλο κράτος-μέλος με πόλεμο εάν εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο. Επιδεικνύουν απίστευτη μεγαλοψυχία απέναντι στην Κροατία, παρότι η χώρα αυτή πεισματικά αρνείται τη συνεργασία με το ειδικό δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, που η ίδια η Ε.Ε. έχει συστήσει. Δέχονται απερίσκεπτα τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία στους κόλπους της Ε.Ε. παρότι οι χώρες αυτές, κατά κοινή ομολογία, θα έχουν τεράστιες δυσκολίες να λειτουργήσουν ισότιμα στην Ε.Ε. και επιπλέον ελέγχονται, με δική τους επιλογή, πλήρως από τις ΗΠΑ.
Η δαμόκλειος σπάθη του Δημοψηφίσματος
Είναι πλέον σαφές ότι, στη προσπάθειά της για περισσότερη εξουσία και γιγαντισμό, η Ε.Ε. εξασθενεί όλο και περισσότερο. Παραμελεί απερίσκεπτα την εμβάθυνση των διαδικασιών εσωτερικής ενοποίησης, συνοχής και αλληλεγγύης και εγκαταλείπει τις όποιες προσπάθειες ανάδειξης της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» πολιτισμού, στο πλαίσιο της μακρόχρονης ιστορικής της διαδρομής και της μεγάλης πολιτιστικής της κληρονομιάς. Αν δεν υπάρξει σύντομα αλλαγή πορείας, η Ε.Ε. θα παραμείνει στο τέλμα μιας τεράστιας ζώνης ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών, κάτω από την ηγεμονική σκιά των ΗΠΑ και το βάρος της δικής της μειονεξίας.
Αναμφίβολα οι αρνητικές συνέπειες από ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. υπερισχύουν των θετικών. Γι’ αυτό και οι λαοί της Ευρώπης πρέπει ν’ αντιδράσουν ενάντια στα όσα επιδιώκουν, δήθεν στ’ όνομά τους, οι καιροσκόποι και συμβιβασμένοι πολιτικοί ηγέτες τους. Η διεξαγωγή δημοψηφίσματος είναι το πρώτο που πρέπει σθεναρά να επιδιώξουν, αν δεν θέλουν να συνεχιστεί ο ευνουχισμός του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος, η εμπέδωση της αμερικανοκρατίας και η κατιούσα πορεία της Ε.Ε. σ’ έναν ευρωτουρκικό αχταρμά.
Σημειώσεις
- Οι υποστηρικτές της Τουρκίας αναφέρθηκαν στην ανάδυση της «Ευρωτουρκίας» και του «Ευρωισλάμ», προέβλεψαν την ενδυνάμωση της Ευρώπης μ’ ένα «μέγα έθνος – τίγρη» και εκθείασαν μια ένταξη «θεραπεία για την Ε.Ε.». (Ενδεικτικά) Michael Thumann, “Pack den Tiger in die EU”, Die Ziet, Nr. 52/2004. Στην προσπάθεια αυτή επιστράτευσαν ακόμη και τον Μωάμεθ τον Πορθητή που, μαζί με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, αναγορεύτηκαν σε «θεμελιωτές της Ευρώπης», καθώς, με τον τρόπο τους, συσπείρωσαν τους ευρωπαϊκούς λαούς για ν’ αντιμετωπιστεί η οθωμανική επέλαση (sic). Βλ. Heribert Prantl, Süddeutsche Zeitung, 18-11-2002.
- Μόνο στο διάστημα 1995-99, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της Ελλάδας στις δυτικοευρωπαϊκές αγορές μειώθηκε, λόγω της τελωνειακής ένωσης Ε.Ε.-Τουρκίας, κατά 9%. Βλ. Έκθεση ΚΕΠΕ, στην Ελευθεροτυπία, 12-12-2004.
- Wolfgang Quaisser, “Alternative EU-Integrationsstrategien für die Türkei und andere EU-Kandidatenländer – Privilegierte Partnerschaft oder “Erweiterte Assozierte Mitgliedschaft”, Μάρτιος 2004.
- Konrad Schwaiger, “ Die Türkei als Wirtschafts und Entwicklungspartner der E.U”.
- Kürier, “Türkischer EU-Beitritt : Contra”, 11-12-2004.
- ORF ON News, 17-1-2005.
- Die Welt, “4 Millionen Zuwanderer“, 15-12-2004. Η μεταναστευτική διάσταση έχει εξαιρετική σημασία επειδή όλες οι προσπάθειες δεκαετιών των γερμανικών κυβερνήσεων για την ενσωμάτωση των μεταναστών δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία και η άνωθεν επιβολή ενός αποδεκτού από τη γερμανική κοινωνία πολυ-πολιτισμικού μοντέλου αποδείχτηκε ευσεβής πόθος. Τον τόνο στο όλο θέμα δίνει πλέον ο Υπουργός Εσωτερικών Όττο Σίλλυ : «Αν οι μετανάστες θέλουν να παραμείνουν για πάντα στη Γερμανία πρέπει στο τέλος να πουν είμαστε Γερμανοί». Βλ. Analyse + Kritik, “Desintegration jetzt”, 17-12-2004.
- Η Λετονία με 35% και η Πολωνία με το 46% του μέσου όρου της Ε.Ε. κατέχουν τις δύο τελευταίες θέσεις, ενώ προηγείται το Λουξεμβούργο με 208%.
- Steffen Mau, “Soziale Ungleichheit in der E.U.”, Das Parlament, Aus Politik und Zeitgeschichte, 13-9-2004.
- Jürgen Gerhards, “Europäische Werte – Passt die Türkei kulturell zur EU?”, Das Parlament, 13-9-2004.
- Eren Keskin, “Es wird systematisch gefoltert”, συνέντευξη die Welt, 18-12-2004.
- Μια πληθώρα παρόμοιων δηλώσεων έκαναν τον πρώην καγκελάριο Χ. Σμιτ, που χρόνια τώρα επιμένει ότι η πλήρης ένταξη της Τουρκίας θα είναι για την Ε.Ε. «μέγα πολιτικό λάθος», να υποστηρίξει, αγανακτισμένος με τους επιγόνους της Σοσιαλδημοκρατίας, ότι η στάση των σημερινών ηγετών της Ευρώπης υποδηλώνει «μεγαλομανία», «τάση για αυταπάτες» και έλλειψη «όχι μόνο στόχων αλλά και μέτρου», που έχουν σαν αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να διευρύνουν συνεχώς την ηγεμονία τους. Βλ. Helmut Schmidt, “Bitte keinen Groβenwahn”, Die Zeit, Nr. 49/2004.
- Die Welt, “Vier Millionen Zuwanderer” 15-12-2004.
- Werner Langen, “Gehört die Türkei zu Europa ?“
- Zbigniew Brzezinski, «Η μεγάλη Σκακιέρα», Αθήνα, 1998.
- Herbert Kremp, “Das türkisch-israelische Bündnis zerföllt“, die Welt, 20-12-2004.
- Όπως σημείωση 7.