του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003
Πώς κατέστη άραγε δυνατό ένας συγγραφέας σαν τον Νέγκρι –γιατί ο Χαρτ είναι μάλλον άγνωστος στο ευρύτερο κοινό– να απολογείται για τη Νέα Τάξη; Δεν είναι δόκιμο να αναφερθούμε σε προσωπικές διαδρομές. Είναι όμως ουσιαστικό να επισημάνουμε τις ιδεολογικές μεταλλάξεις που μεταμόρφωσαν ένα μέρος της παλιάς ανατρεπτικής Αριστεράς. Μεταλλάξεις οι οποίες δεν αφορούν μόνο στη μετατροπή Γάλλων πρώην μαοϊκών σε νεοταξικούς νέους φιλοσόφους, όπως ο Αντρέ Γκλυκσμάν, ούτε παλιών Αμερικανών αμφισβητιών, όπως ο Ντέιβιντ Χόροβιτς, σε νεοσυντηρητικούς ιδεολόγους του Μπους, αλλά έχουν ευρύτερο χαρακτήρα. Στην Ελλάδα –από άλλη αφετηρία–, ο Στέλιος Ράμφος μυείται έκθαμβος στον αμερικανισμό ενώ, στην Ιταλία, ο Αντόνιο Νέγκρι ανακαλύπτει τη σαγήνη της Αυτοκρατορίας, έστω και αν τη θεωρεί προθάλαμο –ή ίσως και πρώτο στάδιο– του κομμουνισμού. Το ερώτημα στο οποίο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι, ποιες υπήρξαν οι ιδεολογικές προϋποθέσεις αυτού του μετασχηματισμού.
Οι αναγνώστες που έχουν μια επαφή με το παλαιότερο έργο του Αντόνιο Νέγκρι είναι εξοικειωμένοι τόσο με τα ισχυρά, όσο και τα αδύνατα σημεία των απόψεών του. Στα πρώτα θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε –κατ’ εξοχήν– την «υποκειμενική» ανάγνωση του κεφαλαίου και της πάλης των τάξεων, άποψη που εντάσσεται στο γενικότερο ρεύμα του «εργατισμού» και του «υποκειμενικού μαρξισμού», το οποίο κυριάρχησε στο κίνημα της αμφισβήτησης, ιδιαίτερα μετά το 1968, στην Ιταλία και τη Γαλλία1, και το οποίο συμμεριζόταν εν μέρει και ο υποφαινόμενος2. Αυτή η αντίληψη αναδεικνύει την «υποκειμενική» εκδοχή των απόψεων του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία «η ιστορία είναι ιστορία της πάλης των τάξεων», ενώ απορρίπτει ή βάζει σε δεύτερη μοίρα τον τεχνολογικό ντετερμινισμό που χαρακτηρίζει εξ ίσου το μαρξιστικό έργο: «η ανάπτυξη της τεχνολογίας καθορίζει το κοινωνικό καθεστώς».
Για τον «εργατισμό», το κεφάλαιο είναι κατ’ εξοχήν μια σχέση, μια εξίσωση συσχετισμού δυνάμεων και η συγκεκριμένη μορφή την οποία προσλαμβάνει κάθε φορά η κοινωνική δομή καθορίζεται από αυτόν τον συσχετισμό δυνάμεων. Έτσι η είσοδος του αυτόματου αργαλειού στα τέλη του 18ου αιώνα δεν πραγματοποιήθηκε επειδή ήταν απλώς «τεχνολογικά πιο αποδοτικός», αλλά διότι μέσου του μηχανικού αργαλειού, συνετρίβη η ισχύς των ειδικευμένων υφαντών, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από ανειδίκευτα παιδιά και γυναίκες. Στα ιταλικά εργοστάσια, στη δεκαετία του 1970, εισήχθη ο αυτοματισμός στην αλυσίδα παραγωγής της αυτοκινητοβιομηχανίας για να απαντήσει στην εξέγερση του εργάτη της αλυσίδας παραγωγής. Οι εναλλακτικές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν έχουν αντικαταστήσει το πετρέλαιο όχι γιατί είναι επιστημονικοτεχνικά ατελέσφορες ή οικονομικά ασύμφορες, αλλά διότι η εισαγωγή τους δεν συμφέρει το κεφάλαιο και το κράτος (η πρώτη ύλη είναι δωρεάν και αποκεντρωμένη, υπονομεύοντας την κυριαρχία των εταιρειών πετρελαίου και του συγκεντρωτικού κράτους). Στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε η βιομηχανία διότι δεν συνέφερε ούτε τις ξένες κυρίαρχες δυνάμεις ούτε την παρασιτική αστική τάξη της χώρας. Στην αρχαία Ελλάδα και την Κίνα, παρά την ανάπτυξη της τεχνολογίας –ανακάλυψη της αρχής της μηχανής εσωτερικής καύσεως, της πυρίτιδας, κ.λπ.–, δεν πραγματοποιήθηκε η βιομηχανική επανάσταση εξ αιτίας των γενικότερων κοινωνικών συνθηκών.
Αυτή η διαπίστωση του «εργατισμού» επέτρεψε μια σχετικά αισιόδοξη και περισσότερο προσαρμοσμένη στην αλήθεια πρόσληψη της πραγματικότητας. Πράγματι η «αντικειμενική» μαρξική θεωρία του καπιταλισμού οδηγεί στο συμπέρασμα πως η καταπίεση και η εκμετάλλευση των εργαζομένων αυξάνεται διαρκώς [είναι γνωστή η θέση του ίδιου του Μαρξ πως η εξαθλίωση των προλετάριων αυξάνει διαρκώς –και σχετικά και απόλυτα]. Κατά συνέπεια, οι αγώνες των εργαζόμενων, των καταπιεζόμενων λαών και εθνών δεν έχουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα και μπορούν να θεωρηθούν ως «επαναστατική γυμναστική» που έχει τη δυνατότητα μόνο να προετοιμάσει την επανάσταση. Αυτή ήταν και για πολλά χρόνια η θεωρία της 3ης Διεθνούς και των Κομμουνιστικών Κομμάτων. οι «διεκδικητικοί αγώνες» χρησιμεύουν μόνο για την προετοιμασία της «ανατροπής». Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Τόσο οι εργατικοί αγώνες στις καπιταλιστικές χώρες, όσο και οι αγώνες των καταπιεζόμενων λαών και εθνών προκάλεσαν βαθύτατους μετασχηματισμούς στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες. Μειώθηκαν οι ώρες εργασίας, συγκροτήθηκαν ανεξάρτητα έθνη στον αποικιακό χώρο, δημιουργήθηκε το «κοινωνικό κράτος», μετασχηματίστηκε η τεχνολογική σύνθεση του κεφαλαίου, μεταρρυθμίστηκε το δίκαιο, κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, οι σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες αντανακλούν έναν ορισμένο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των κυρίαρχων ελίτ και του «πλήθους», για να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη την οποία αρέσκεται να χρησιμοποιεί ο Νέγκρι στο τελευταίο του βιβλίο.
Έως εδώ σύμφωνοι. Στη συνέχεια όμως αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, μετά την παρατεταμένη αντεπίθεση του κεφαλαίου που εγκαινιάστηκε με τον θατσερισμό και τον ρηγκανισμό, οι θέσεις του «πλήθους» υποχώρησαν σε παγκόσμια κλίμακα, διευρύνθηκαν και πάλι οι κοινωνικές ανισότητες, που έτειναν να συρρικνωθούν την προηγούμενη περίοδο, και ο διεθνής συσχετισμός έγινε αρνητικός μετά την εξαφάνιση κάθε αντίπαλου δέους για τις ΗΠΑ. Η εμπορευματοποίηση έκανε άλματα προς τα μπρος και η ποιότητα των κοινωνικών κινημάτων και εμπειριών υποχώρησε. Ο νεοαποικισμός επιστρέφει πλησίστιος (βλέπε Παλαιστίνη, Ιράκ, Αφγανιστάν) ενώ το έμβρυο μιας μορφής διεθνούς δικαίου (ΟΗΕ) καταρρέει. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε, σε πολλαπλά επίπεδα, μια δυσμενή για το «πλήθος» αλλαγή του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.
Και όμως, για τον Νέγκρι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει: όλα βαίνουν ομαλώς στον καλύτερο δυνατό των κόσμων: Η παγκοσμιοποίηση είναι θετικό γεγονός γιατί «ενοποιεί» το παγκόσμιο προλεταριάτο, οι μετασχηματισμοί στις εργασιακές σχέσεις, μέσω της αφηρημενοποίησης της εργασίας οδηγούν σε ένα νέο είδος πολυτάλαντου εργαζόμενου, κ.ο.κ. Ακόμα και η είσοδος στην εποχή του μετανθρώπου και της βιογενετικής παρουσιάζεται ως κατάκτηση. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο δεν χρειάζεται να αλλάξει σχεδόν τίποτε από δομική άποψη. Ο κόσμος μετέχει ήδη σε αυτό που οι Νέγκρι-Χαρτ ονομάζουν «κομμουνισμό». Το μόνο που έχει να γίνει είναι να «ανατραπεί» σε κάποια στιγμή η κυριαρχία του κεφαλαίου (δεν είναι τυχαίο πως αυτό μόλις που αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου). Η αυτοκρατορία για τον Νέγκρι είναι σχεδόν (ή μήπως ήδη:) ο «υπαρκτός κομμουνισμός».
Έτσι αρχίζει να εμφανίζεται στην παγκόσμια σκηνή η οργάνωση του πλήθους ως πολιτικού υποκειμένου, ως posse. Το πλήθος είναι η βιοπολιτική αυτοοργάνωση. Ασφαλώς θα έρθει κάποια στιγμή που η επανιδιοποίηση και η αυτοοργάνωση θα φτάσουν σε έναν ουδό και θα διαμορφώσουν ένα πραγματικό συμβάν. Τότε ακριβώς καταφάσκεται πραγματικά το πολιτικό –όταν η γένεση έχει ολοκληρωθεί και η αυτοαξιοποίηση, η συνεργατική σύγκληση των υποκειμένων και η προλεταριακή διαχείριση της παραγωγής γίνονται συντακτική δύναμη. [ ] Το μόνο συμβάν που μένει ακόμη να συντελεστεί είναι η οικοδόμηση, ή μάλλον η ανταρσία, μιας ισχυρής οργάνωσης [ ]. Δεν έχουμε να προσφέρουμε κάποιο μοντέλο γι’ αυτό το συμβάν. Μόνο το πλήθος μέσα από τον έμπρακτο πειραματισμό του θα προσφέρει τα μοντέλα και θα καθορίσει πότε και πώς το δυνατό θα γίνει πραγματικό.3
Στον βαθμό που το «πλήθος είναι –ήδη– η βιοπολιτική αυτοoργάνωση», δεν απαιτείται παρά η «ανταρσία μιας ισχυρής οργάνωσης» που «αναπόφευκτα» θα εμφανιστεί σε κάποια στιγμή! Το γεγονός, όμως, ότι το κεφάλαιο είναι σχέση ελίτ-κυριαρχούμενων, δεν αναιρεί το ότι αυτή η σχέση παγιώνεται μέσα από ένα σύνολο δομικά εξουσιαστικά χαρακτηριστικά: Την παραγωγή για το κέρδος, την κυριαρχία του εμπορεύματος, την αλλοτρίωση των υποκειμένων, την καταστροφή της φύσης, την αδιάκοπη διεύρυνση των αναγκών, τη νέκρωση της μνήμης, το ξερίζωμα της παράδοσης, την αντικατάσταση των διαπροσωπικών σχέσεων από τις νεκρές και άυλες εμπορευματικές σχέσεις, την περιβόητη πραγμοποίηση του ανθρώπου. Η κυριαρχία του κεφαλαίου ως σχέσεως σημαίνει έναν ορισμένου τύπου καταμερισμό εργασίας, ανάμεσα στα έθνη και τους λαούς, μια ορισμένη φιλοσοφία, έναν τύπο ανθρώπου. Αν λοιπόν υποθέταμε ότι κάποια στιγμή θα πραγματοποιούνταν το «πολιτικό πέρασμα» που υπαινίσσονται οι συγγραφείς, στην πραγματικότητα δεν θα άλλαζε τίποτε! Για να υπάρξει ένας πραγματικός κοινωνικός μετασχηματισμός πρέπει να υπάρξουν σχέδια και προτάγματα που θα αναδυθούν μέσα από τις κοινωνικές συγκρούσεις και τη συλλογική νόηση των λαών, σχέδια και προτάγματα που σήμερα, μετά τη μακρόχρονη υποχώρηση των κινημάτων, βρίσκονται στο ναδίρ. Στο ναδίρ των αμυντικών αγώνων στη Δύση ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, της κοινωνικής καταστροφής των πρώην Ανατολικών χωρών και του ισλαμικού φονταμενταλισμού στις μουσουλμανικές χώρες, για να μη μιλήσουμε για την κατάσταση στη Μαύρη Αφρική. Και μόνο το αρχόμενο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα –αντιδραστικό κατά τον Νέγκρι– αποτελεί μια πρώτη ακτίδα φωτός. Όταν λοιπόν σε αυτές τις στιγμές υποστηρίζεις πως έχει αρχίσει η συγκρότηση της βιοπολιτικής οργάνωσης, μετασχηματίζεις μια «αισιόδοξη» αντίληψη για την πάλη των τάξεων και τις διεθνείς αντιπαραθέσεις σε απολογία του υπαρκτού κόσμου. Όταν ισχυρίζεσαι πως η Αυτοκρατορία είναι τουλάχιστον ο προθάλαμος μιας εναλλακτικής κοινωνίας, τότε λειτουργείς υποχρεωτικά ως απολογητής της υπαρκτής «αυτοκρατορίας», της αμερικανικής.
Μια αυθεντική έξοδος από την κυριαρχία του κεφαλαίου προϋποθέτει και συνεπάγεται έναν βαθύτατο μετασχηματισμό των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, την απόρριψη της λογικής της ανάπτυξης, τη συντριβή της παγκοσμιοποίησης, τη μετάβαση σε ένα καθεστώς νέων σχέσεων με τη φύση, την υπέρβαση εν μέρει της βουλιμικής φύσης του ανθρώπου. Και σήμερα βρισκόμαστε πολύ πιο πίσω απ’ ό,τι πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια, παρ’όλη την «πρόοδο» και το «διαδίκτυο», γιατί η υποκειμενοποίηση που έχει επιβληθεί από το σύστημα έχει κυριαρχήσει έναντι των εναλλακτικών μορφών υποκειμενοποίησης.
Η θεοποίηση της ανάπτυξης και η «υπερνεωτερικότητα»
Η βαθύτερη υφή των απόψεων του Νέγκρι αποτελεί συνέπεια της άκριτης αποδοχής της λογικής της ανάπτυξης: Η ανατροπή του καπιταλισμού θα πραγματοποιηθεί στο υψηλότερο σημείο ανάπτυξής του, κατά συνέπεια όσο περισσότερο αναπτύσσεται το κεφάλαιο, όσο παγκοσμιοποιείται, τόσο πλησιέστερα βρισκόμαστε στην εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού παραδείσου, και εν τέλει, δεδομένου ότι αυτός έχει ήδη αναπτυχθεί μέσα στα πλαίσια της «αυτοκρατορίας», από τη δραστηριότητα και τους μετασχηματισμούς της ζωντανής εργασίας, ίσως από μερικές απόψεις να βρισκόμαστε ήδη στον… «κομμουνισμό»! Ο μετασχηματισμός του ανθρώπου σε ένα κράμα ζωντανών ιστών και μηχανικών τμημάτων, ενός βιορομπότ, χαιρετίζεται από τον Νέγκρι ως απελευθέρωση «από τις συνθήκες της νεωτερικής ανθρωπότητας»! Κατά τον ίδιο τρόπο, στη δεκαετία του 1970, ο Νέγκρι χαιρέτιζε τις επιδρομές της άνεργης νεολαίας στην Ιταλία και των μαύρων της Αμερικής στα σουπερμάρκετ ως μορφές της «κομμουνιστικής αυτοαξιοποίησης» που ήταν «ποιοτικά ανώτερες» από τους αγώνες του βιομηχανικού προλεταριάτου και προανήγγελλαν τον «εμφύλιο» και το άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό «χωρίς καμία διαμεσολάβηση». Γνωρίζουμε όλοι τις τραγικές συνέπειες που είχε για το ιταλικό κίνημα, –το ισχυρότερο σε όλο τον δυτικό κόσμο– και τον ίδιο τον Νέγκρι προσωπικά, η αυτοαξιοποίηση με το σαρανταπεντάρι. οδήγησε στην καταστροφή του κινήματος και συνέβαλε στη μετατροπή της Ιταλίας σε άθυρμα της δικτατορίας Μπερλουσκόνι [ο οποίος είναι ταυτόχρονα ο κορυφαίος επιχειρηματίας, ο άνθρωπος που ελέγχει ασφυκτικά την τηλεόραση και τα ΜΜΕ και ο πρωθυπουργός της χώρας].
Σήμερα, μετά την αποτυχία της επίθεσης του «κοινωνικού προλετάριου» ενάντια στο κράτος, αναδεικνύεται, κατά τον Νέγκρι, ένα νέο υποκείμενο, στον αντίποδα του προηγουμένου. είναι ο πολυτάλαντος εργαζόμενος υψηλής ειδίκευσης, ο οποίος, όντας ενταγμένος κοινωνικά και παραγωγικά –ιδιαίτερα στους τομείς της πληροφορικής και της πληροφορίας– πραγματοποιεί την «κομμουνιστική αυτοαξιοποίηση» –στον αντίποδα της «ανατρεπτικής φάσης»– μέσω της συμμετοχής στην «αυτοκρατορία» και την κατανάλωσή της. Και άρκεσε γι’ αυτό η αλλαγή του υποκειμένου, από τον άνεργο μαύρο στον γιάπη κομπιουτερά!
Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη αυτών των υποκειμένων. Και ο κοινωνικός προλετάριος υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει και να επεκτείνεται, –παρ’ όλο που, πλέον, σχεδόν δεν αναφέρεται από τον τελευταίο Νέγκρι ενώ παλιότερα κυριαρχούσε στο τοπίο– ιδιαίτερα στους τομείς των προσωπικών υπηρεσιών, και η μερική απασχόληση συνεχίζει να διευρύνεται. Το ίδιο ισχύει και με τον πολυτάλαντο εργαζόμενο: και υπαρκτός είναι και αυξανόμενο το ειδικό του βάρος. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αυτό εντοπίζεται αλλού: στον βαθύτατο αναγωγισμό της σκέψης του Νέγκρι. Όταν, μετά το 1974, αρχίζει η κρίση του βιομηχανικού προλεταριάτου της Δύσης και πολλαπλασιάζονται οι εξεγέρσεις της άνεργης νεολαίας, με μια μονοκονδυλιά, σχεδόν, σβήνεται το βιομηχανικό προλεταριάτο, αγνοώντας το γεγονός πως επεκτείνεται στις νέες βιομηχανικές χώρες του Τρίτου Κόσμου. Όταν, ιδιαίτερα στη φάση του νεοφιλελευθερισμού, στις δεκαετίες του 1980 και 1990, το σύστημα κατορθώνει να ελέγξει την εξέγερση της νεολαίας, μέσα από την επέκταση των ναρκωτικών, την ποινικοποίηση, την καταστολή και την αποπολιτικοποίηση, ξεχνάμε αίφνης τον «κοινωνικό προλετάριο» και καταφεύγουμε στον «κομπιουτερά».
Η βιοεξουσία είναι μια άλλη ονομασία για την πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο και αμφότερες είναι συνώνυμα της παγκοσμιοποιημένης παραγωγικής τάξης. Η παραγωγή πληρώνει τις επιφάνειες της Αυτοκρατορίας· είναι ένας μηχανισμός γεμάτος ζωή, μια ευφυή ζωή η οποία, εκφραζόμενη στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, αλλά και στην κυκλοφορία (της εργασίας, των συναισθημάτων και των γλωσσών), σφραγίζει την κοινωνία με ένα νέο συλλογικό νόημα και εντοπίζει την αρετή και τον πολιτισμό μέσα στη συνεργασία.
Οι δυνάμεις της επιστήμης, της γνώσης, του συναισθήματος και της επικοινωνίας είναι οι πρωταρχικές δυνάμεις που συγκροτούν την ανθρωπολογική μας δυνητικότητα και αναπτύσσονται στις επιφάνειες της Αυτοκρατορίας. [ ] Η εργασία γίνεται όλο και πιο άυλη και υλοποιεί την αξία της μέσα από μια μοναδική και διαρκή διαδικασία καινοτομίας στον τομέα της παραγωγής· είναι όλο και περισσότερο ικανή να αναλώσει ή να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες της κοινωνικής αναπαραγωγής με τρόπο ολοένα πιο εκλεπτυσμένο και αλληλοδραστικό. Η ευφυΐα και το συναίσθημα (ή μάλλον ο νους στον ίδιο βαθμό με το σώμα), τη στιγμή ακριβώς που γίνονται οι πρωταρχικές παραγωγικές δυνάμεις, προκαλούν την ταύτιση της παραγωγής και της ζωής στο πεδίο όπου λειτουργούν, γιατί η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από την παραγωγή και αναπαραγωγή ενός συνόλου σωμάτων και νοών.4
Περάσαμε ήδη σε έναν κόσμο χωρίς ιδρώτα και αίμα, εκείνον της άυλης εργασίας όπου κυριαρχεί η διαρκής «καινοτομία», και «η αρετή και ο πολιτισμός εντοπίζονται μέσα στη συνεργασία». Σε αυτόν τον αγγελικό κόσμο δεν υπάρχουν τα εκατομμύρια των γυναικών που κατασκευάζουν τα μικροτσίπ των υπολογιστών, τα εκατομμύρια των γυναικών που εργάζονται στα σούπερ-μάρκετς, τα εκατομμύρια των delivery’s boys, τα εκατοντάδες εκατομμύρια των Ινδών αγροτών, αλλά μόνον «οι δυνάμεις της επιστήμης, της γνώσης του συναισθήματος και της επικοινωνίας»! Το νέο κοινωνικό υποκείμενο είναι ίσως οι… πανεπιστημιακοί.
Με αυτή τη λογική, σε κάθε καινούργια μικροφάση της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής εξέλιξης, το κοινωνικό υποκείμενο του μετασχηματισμού ανάγεται σε μία κεντρική «φιγούρα» και οι υπόλοιπες υποβαθμίζονται ή εξαφανίζονται. Άρα, με βάση τα χαρακτηριστικά του «νέου» υποκειμένου, χαρακτηρίζουμε το σύνολο της περιόδου και των πολλαπλών υποκειμένων. Αυτός ο αναγωγισμός είναι συνέπεια της εμμονής στην υποτιθέμενη ενοποιητική «τάση» του κεφαλαίου. Κατά τον ίδιο τρόπο, εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, αναγγέλλεται η εξαφάνιση των ενδιάμεσων τάξεων μέσα από τη διαδικασία «προλεταριοποίησης» ως συνέπεια της τάσης του κεφαλαίου και γενιές ολόκληρες μαρξιστών περίμεναν αυτή την κοινωνική πόλωση που θα οδηγήσει σχεδόν αυτομάτως στην επανάσταση. Σε μια παροξυστική μορφή του αναγωγισμού όχι μόνον διακηρύσσεται η ολοκλήρωση αυτής της τάσης αλλά και ταυτίζεται το σύνολο των εργαζομένων με μια μειοψηφική –έστω και αν είναι νευραλγική– μορφή της εργασίας. Κατά συνέπεια, εκεί που πριν είχαμε το «υποκείμενο» του εμφυλίου και του «σαμποτάζ»5 τώρα έχουμε εκείνο της Αυτοκρατορίας της «αποσκίρτησης» και της «αυτομολίας»!
Ενώ στην πειθαρχική εποχή το σαμποτάζ ήταν η θεμελιακή μορφή αντίστασης, στην εποχή του αυτοκρατορικού ελέγχου ίσως είναι η αποσκίρτηση. Ενώ στη νεωτερικότητα η εναντίωση σήμαινε συχνά μια ευθεία και/ή διαλεκτική αντιπαράθεση δυνάμεων, στη μετανεωτερικότητα ίσως είναι περισσότερο αποτελεσματική εάν υιοθετήσει μια πλάγια ή διαγώνια στάση. Οι μάχες κατά της Αυτοκρατορίας ίσως κερδηθούν μέσω της αφαίρεσης και της αυτομολίας. Αυτή η αποσκίρτηση δεν έχει ορισμένο τόπο. είναι η εκκένωση των τόπων της εξουσίας.6
Εν ολίγοις, εάν κάποτε είχε νόημα η αντίσταση στον ιμπεριαλισμό και η ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, σήμερα, την εποχή της «Αυτοκρατορίας», θα πρέπει σαν τους αρχαίους Έλληνες –μετά την Πύδνα και τον Μόμμιο– να υιοθετήσουμε μια «πλάγια ή διαγώνια στάση», δηλαδή να υποταχτούμε και να «αυτομολήσουμε» πνευματικά. Έτσι και στη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες έχασαν μεν την πολιτική τους αυτονομία αλλά επιβιώσαν πολιτισμικά. Αυτή είναι η ουσία του συμπεράσματος το οποίο συνάγουν οι συγγραφείς –ανάλογο με εκείνο του Στέλιου Ράμφου– απέναντι στην Αυτοκρατορία δεν έχουμε άλλη λύση από την «αυτομολία»!
Επειδή όμως τίποτε δεν πρέπει να αποκλείεται μόνον με όρους ηθικής, αλλά να διερευνάται συγκεκριμένα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα μιας τέτοιας μορφής «αντίστασης», την οποία «προτείνουν» όλο και περισσότεροι στην Ελλάδα – εξ ου, εν μέρει, και η επιτυχία του βιβλίου. Όπως δείξαμε συνοπτικά παραπάνω, και πιο εκτεταμένα αλλού7 , τα ρεαλιστικά δεδομένα στο επίπεδο της οικονομίας και της κοινωνίας υποδηλώνουν πως κάτι τέτοιο προτείνεται σε μια στιγμή που η Αυτοκρατορία διανύει την τελευταία φάση της ηγεμονίας της, τη στρατοκρατική, και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να ακολουθήσουν τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια μιας pax americana, ώστε η υποταγή και η δολιχοδρομία να προτείνονται ως μοντέλα καθολικής ισχύος. Αντίθετα, μπορούμε να προβλέψουμε πως «η ευθεία αντιπαράθεση» και το «σαμποτάζ» θα τείνει να γενικευτεί.
Ο βαθύτερος αναγωγισμός της νεγκριανής σκέψης επιτρέπει και την, τόσο χαρακτηριστική στην άποψή του, υποβάθμιση της πολιτικής. Διότι, εάν τα κοινωνικά υποκείμενα είναι πολλαπλά και ποικίλα, όπως και πράγματι συμβαίνει, εάν η ανάπτυξη είναι ανισόμετρη, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνικό επίπεδο, τότε η πολιτική, ως σύνθεση διαφορετικών υποκειμένων και αναγκών, είναι αναγκαία, και η διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων και προταγμάτων περισσότερο απαραίτητη από ποτέ άλλοτε. Αν αντίθετα, όπως υποστηρίζουν οι Νέγκρι και Χαρτ, οι ανάγκες και το πρόταγμα αναδύονται «αυτομάτως» από το «πλήθος», ομογενοποιημένα και ομότροπα σε παγκόσμια κλίμακα, τότε η πολιτική σύνθεση είναι μάλλον άχρηστη ή ίσως και βλαπτική! Στην παλαιότερη, την επαναστατική, περίοδο του «κοινωνικού προλετάριου» κάτι τέτοιο σήμαινε την άμεση εξέγερση και ανατροπή, σήμερα, στην «Αυτοκρατορική» περίοδο, σημαίνει την ανάπτυξη των νέων γνωστικών και δημιουργικών δυνατοτήτων των εργαζομένων μέσα στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας!
Μια αντίληψη που υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική, ως «εργατισμός», «θεωρία της ρύθμισης» κ.λπ., εξ αιτίας του μονοδιάστατου αναγωγισμού της και του βαθύτατου αντιρομαντισμού της, θα περάσει από το ένα άκρο, της εξέγερσης, στο άλλο, της ενσωμάτωσης.
Το πρόταγμα της απεδαφικοποίησης
Στην αντιρομαντική «Αυτοκρατορία», κάθε τι που αναφέρεται στο παρελθόν, την Παράδοση, την ταυτότητα, τo «έδαφος», είναι αρνητικός και ανασταλτικός παράγων. Η φράση η οποία επανέρχεται διαρκώς είναι η «απεδαφικοποίηση» με θετικό πρόσημο. Πλέον το ιδεώδες του «πλήθους» κατά τον Νέγκρι δεν είναι η «εδαφικοποίηση», το «ρίζωμα» των ανθρώπων, αλλά η «απεδαφικοποίηση», το ξερίζωμα, η απώλεια κάθε συντεταγμένης.
…Η οικοδόμηση της Αυτοκρατορίας αποτελεί ένα βήμα προόδου στην προσπάθεια να απαλλαγούμε από κάθε αίσθημα νοσταλγίας για τις προγενέστερες εξουσιαστικές δομές και να απορρίψουμε [ ] την προσπάθεια παλινόρθωσης του εθνικού κράτους ως προστατευτικού μηχανισμού έναντι του παγκόσμιου κεφαλαίου. Υποστηρίζουμε ότι η Αυτοκρατορία είναι καλύτερη. [ ]
Έχουμε πλήρη συνείδηση ότι, υιοθετώντας αυτή τη θέση, κολυμπούμε ενάντια στο ρεύμα των φίλων και συντρόφων μας της Αριστεράς. Στις μακρές δεκαετίες της τρέχουσας κρίσης που μετά τη δεκαετία του 1960 ταλανίζει την κομμουνιστική, σοσιαλιστική και φιλελεύθερη Αριστερά, μια σημαντική μερίδα του κριτικού στοχασμού, τόσο στις κυρίαρχες όσο και στις εξαρτημένες χώρες, προσπάθησε να ανασυστήσει εστίες αντίστασης με βάση τις ταυτότητες των κοινωνικών υποκειμένων ή των εθνικών και τοπικών ομάδων, θεμελιώνοντας συχνά την πολιτική ανάλυση στον εντοπισμό των αγώνων. Τέτοιου είδους επιχειρήματα κατασκευάζονται ενίοτε με όρους κινημάτων ή πολιτικών «τοπο-εδρικών», στα οποία τα όρια του τόπου (νοούμενου είτε ως ταυτότητας είτε ως εδάφους) αντιπαρατίθενται στον αδιαφοροποίητο και ομοιογενή χώρο των παγκόσμιων δικτύων. Άλλες φορές, τέτοιου είδους πολιτικά επιχειρήματα απορρέουν από τη μακρά παράδοση του αριστερού εθνικισμού, σύμφωνα με την οποία (στις καλύτερες των περιπτώσεων) το έθνος νοείται ως ο κυριότερος μηχανισμός άμυνας έναντι της κυριάρχησης του ξένου και/ή του παγκόσμιου κεφαλαίου. Ο συλλογισμός στον οποίο βασίζονται σήμερα οι ποικίλες μορφές «τοπικής» αριστερής στρατηγικής φαίνεται καθ’ όλα αντιδραστικός: Εάν η κεφαλαιοκρατική κυριαρχία προσλαμβάνει ολοένα περισσότερο παγκόσμιο χαρακτήρα, τότε οι αντιστάσεις μας εναντίον της πρέπει να υπεραμυνθούν του τοπικού και να εγείρουν φραγμούς στις προϊούσες ροές του κεφαλαίου. Ιδωμένες από αυτή τη σκοπιά, η πραγματική παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και η συγκρότηση της Αυτοκρατορίας πρέπει να ερμηνευθούν ως ενδείξεις απώλειας των κεκτημένων και ήττας.8
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο σημείο. Για τους συγγραφείς οι δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, του νεοφιλελευθερισμού, της καταστροφής των πρώτων σοσιαλιστικών αποπειρών προς την κατεύθυνση μιας μαφιόζικης παλινόρθωσης, της εμπορευματικοποίησης σχέσεων και υποκειμένων, της χωρίς προηγούμενο εργασιακής και πολιτιστικής οπισθοδρόμησης, της επιστροφής στην εποχή της κανονιοφόρου (επιθέσεις στο Ιράκ, την Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν), δεν συγκροτούν μια εποχή ήττας και αντεπίθεσης του κεφαλαίου αλλά μια ακόμα «νίκη». (Δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να θυμίσω πως για τον Αντόνιο Νέγκρι και η καταστροφή του ιταλικού κινήματος μετά την απαγωγή του Μόρο είχε επίσης χαρακτηριστεί ως «νίκη»!)
Απέναντι λοιπόν σε αυτή τη «νίκη», που σηματοδοτείται από την άνοδο του Ρήγκαν και της Θάτσερ και απολήγει σε εκείνη του Μπους του νεώτερου, όλοι οι αγώνες, ιδιαίτερα των δύο τελευταίων δεκαετιών, που επικεντρώθηκαν σε προσπάθειες διατήρησης της εθνικής ταυτότητας, υπεράσπισης της φύσης, ενάντια στη διεθνοποίηση του εμπορίου (από την Παλαιστίνη και το Κουρδιστάν έως το Τσερνομπίλ και το αντιπυρηνικό κίνημα για να φθάσουμε έως το Σηάτλ) είναι «αντιδραστικοί» διότι θέλουν να θέσουν φραγμούς στην παγκοσμιοποίηση. Είναι αντιδραστικά τα κινήματα κατά της πολιτισμικής κυριαρχίας του Χόλλυγουντ, οι απόπειρες να προστατευτούν οι εθνικές κουλτούρες και οι εθνικές γλώσσες. είναι αντιδραστική η απόπειρα των Γάλλων αγροτών και του Μποβέ να προστατευτεί η γαλλική γεωργία από την επέλαση των μεταλλαγμένων αμερικανικών προϊόντων. Για να μη μιλήσουμε για το Ιράν, την Παλαιστίνη, τον ισλαμισμό, ή τη Γιουγκοσλαβία. Αντιδραστικό, μας είπε ο Νέγκρι, είναι και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα [καθόλου τυχαία είχε δηλώσει πριν τη μεγάλη διαδήλωση της Γένοβας, το καλοκαίρι του 2001 πως δεν πρόκειται να παρευρεθεί σε μια αντιδραστική διαδήλωση, για να ανακρούσει πρύμναν στη συνέχεια]. Όλοι αυτοί οι αγώνες που στρέφονται ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και υπέρ της εδαφικοποίησης και της τοπικότητας βρίσκονται σε «λανθασμένη» και «επιζήμια» κατεύθυνση:
Εμείς, [ ] υποστηρίζουμε ότι, με τα σημερινά δεδομένα, αυτή η τοπικιστική τοποθέτηση είναι τόσο εσφαλμένη όσο και επιζήμια.[ ] Δεδομένων τέτοιων υποθέσεων, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλές συνηγορίες του τοπικού υιοθετούν την ορολογία της παραδοσιακής οικολογίας ή και ταυτίζουν αυτό το «τοπικό» πολιτικό σχέδιο με την προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας. Η άποψη αυτή μπορεί να εκτραπεί εύκολα σε ένα είδος αρχεγονισμού [primordialism], ο οποίος απολιθώνει και ρομαντικοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις και ταυτότητες.9
Έτσι όχι μόνο η Αυτοκρατορία φορτίζεται με θετικό πρόσημο, αλλά και κάθε «ρομαντική» αναφορά στη φύση και την κοινωνική βιοποικιλότητα οδηγεί σε ένα είδος αρχεγονισμού. Το γεγονός δηλαδή ότι οι άνθρωποι στρέφονται στο παρελθόν και αναζητούν, στους Ινδιάνους της Αμερικής, στους αρχαίους Έλληνες, στην προκαπιταλιστική κοινότητα, στις Ιταλικές πόλεις της Αναγέννησης, στις μοναστικές κοινότητες, στον αρχέγονο κοινοβιακό χριστιανισμό, στο Ισλάμ στην πρώτη του λαμπρότητα, κ.ο.κ., εκείνα τα στοιχεία που θα τους συνδράμουν στην απόπειρά τους να διαμορφώσουν σήμερα μια εναλλακτική πρόταση, τους κατατάσσει αυτομάτως στους αντιδραστικούς ρομαντικούς. Έναντι προφανώς εκείνου του «προοδευτισμού» που κατέσκαψε τον πλανήτη και τις ψυχές των ανθρώπων, μεταβάλλοντας τις καθημερινές σχέσεις σε έναν αλλοτριωμένο εφιάλτη, όπου οι κάτοικοι του τόσο ζηλευτού επικέντρου της αυτοκρατορίας επιβιώνουν καταναλώνοντας τόνους ηρεμιστικών και ναρκωτικών, αφού βέβαια έχουν εγκαταλείψει κάθε αναφορά σε έδαφος, ταυτότητα, αλληλεγγύη.
[ ] Είναι σφάλμα, εν πάση περιπτώσει, να υποστηρίζουμε ότι μπορούμε να (επανα)θεσπίσουμε τοπικές ταυτότητες οι οποίες θα βρίσκονται τρόπον τινά εκτός και θα προστατεύονται έναντι των πλανητικών ροών του κεφαλαίου και της Αυτοκρατορίας. [ ]
Η στρατηγική της τοπικής αντίστασης παραγνωρίζει και άρα συγκαλύπτει τον εχθρό. Δεν είμαστε επ’ ουδενί αντίθετοι σε αυτή καθαυτή την παγκοσμιοποίηση των σχέσεων. [ ] Κυρίως όμως αυτή η στρατηγική υπεράσπισης του τοπικού είναι επιζήμια γιατί συσκοτίζει και φτάνει μέχρι του σημείου να αρνείται τις πραγματικές εναλλακτικές οδούς και τις δυνατότητες απελευθέρωσης που ανοίγονται εντός της Αυτοκρατορίας. [ ]10
Και αν είναι πράγματι γεγονός πως το ποτάμι δεν αναστρέφεται και δεν μπορούν να αναπαραχθούν οι παλιότερες κοινωνικές μορφές, ωστόσο, μπροστά στις καταστροφές που έχει επιφέρει η μοντερνικότητα, απειλώντας το ανθρωπολογικό υπόστρωμα του homo sapiens, η στροφή «προς τα πίσω» και το ρίζωμα στο τοπικό αποτελεί τον αναγκαίο όρο για τη διαμόρφωση μιας παγκοσμιότητας που δεν θα αποτελεί επιβολή μιας αυτοκρατορίας και του κεφαλαίου, αλλά μια σύνθεση, επιτέλους δημοκρατική και πλανητική, των αναρίθμητων «φυλών» και ταυτοτήτων του κόσμου μας. Δεν μπορεί να υπάρξει παγκοσμιότητα και καθολικότητα αποδεκτή από τα υποκείμενα, αν δεν αναδύεται από την συμπερίληψη στο καθολικό του τοπικού, της ιδιαιτερότητας, του ριζώματος των ανθρώπων.
Διαφορετικά η καθολικότητα θα απορρίπτεται διαρκώς από κάποιον Μπιν Λάντεν, ο ανταγωνισμός θα αναδύεται και πάλι μέσα από τη συγκρότηση της αντίπαλης, π.χ. της κινεζικής, αυτοκρατορίας και η σημερινή φαντασιακή Αυτοκρατορία του Τόνι Νέγκρι θα γίνει συντρίμμια – όπως έγινε η βρετανική με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μην αναφερθούμε στον θρυμματισμό του ρωμαϊκού imperium, μετά από πέντε ολόκληρους αιώνες «αυθεντικής παγκοσμιοποίησης». Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία για το «πλήθος» παρά στο επίπεδο του τοπικού και του συγκεκριμένου, του «εδάφους», και όχι βέβαια απεδαφικοποιημένη. Αυτή είναι μόνο η δημοκρατία των γιάπηδων, των διεθνών στελεχών, των διεθνών πανεπιστημιακών ελίτ, που πατρίδα τους είναι το τζετ και τα ξενοδοχεία «Ιντερκοντινένταλ» των αεροδρομίων. Για το «πλήθος», η δημοκρατία έχει όνομα, γεύση, γλώσσα, παράδοση και ταυτότητα.
Κάποτε, ίσως, περάσουμε σε μια νέα εποχή παγκοσμιότητας, όπου η απαραίτητη και τότε τοπικότητα θα είναι απλώς μία άρθρωση, ένας «κόμβος» του καθόλου, μια «υβριδική» μορφή, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Νέγκρι. δηλαδή η τοπικότητα δεν θα χρωματίζεται από τις ιδιαίτερες, εθνικές, εθνοτικές, θρησκευτικές ή πολιτισμικές ταυτότητες, αλλά θα αποτελεί απλώς την τοπική μορφή και έκφραση μιας καθολικότητας. Αυτή την εικονική μελλοντολογική πραγματικότητα περιγράφει η «Αυτοκρατορία». Και είναι εικονική και δυνητική διότι μπορεί, ίσως, να υλοποιηθεί μετά από εκατοντάδες χρόνια! Μόνον αφού πρώτα θα έχει αναγνωριστεί και κατοχυρωθεί η συγκεκριμένη και εδαφικοποιημένη «ιστορική» τοπικότητα λαών και τάξεων σήμερα. Μόνον αφού συγκροτηθεί μια παγκοσμιότητα στην οποία θα συμβάλουν επί ίσοις όροις οι επί μέρους ιστορικές ταυτότητες, τότε ίσως ανοίξει μια ιστορική διαδικασία μετασχηματισμών κατά την οποία θα περιοριστεί δραστικά η σημασία των ιστορικών ταυτοτήτων. Τότε ίσως πάψει η Κίνα να ορίζει μια ιστορική ταυτότητα και θα αποτελεί έναν απλό κόμβο μιας καθολικότητας;! Στο μεταξύ βρισκόμαστε πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. οι αφρικανικοί λαοί, επί παραδείγματι, θα πρέπει να κατακτήσουν τη μετοχή τους στην παγκοσμιότητα και να συναντήσουν τον σύγχρονο κόσμο με πρωτότυπο τρόπο, καταδυόμενοι και εκκινώντας από την «αφρικανικότητα» και όχι ως αποικιοκρατούμενοι της Αυτοκρατορίας του Τζωρτζ Μπους – ή μήπως και εκείνης του Τόνι Νέγκρι;!
Διότι αν θεωρείς πως έχουμε ήδη φτάσει σε αυτό το «παγκόσμιο χωριό» –ενώ κάτι τέτοιο επιδιώκεται με όρους κυριαρχίας και επιβολής, με όρους αποικιοκρατικούς–, τότε εξυμνείς υποχρεωτικά την αποεδαφικοποίηση. Στην πραγματικότητα, αν κάποτε προσεγγίσουμε ένα τέτοιο παγκόσμιο χωριό, το «πλήθος» και πάλι την εδαφικοποίηση θα επιζητεί, ενώ το κεφάλαιο, στην πιο αφηρημένη του μορφή, θα προωθεί την αποεδαφικοποίηση του τεχνητού μετανθρώπου.
[ ] Οι αγώνες που προηγήθηκαν και προεικόνισαν την παγκοσμιοποίηση ήταν εκφράσεις της δύναμης της ζωντανής εργασίας, η οποία επιδίωξε να απελευθερωθεί από τα ανελαστικά, εδαφοποιητικά καθεστώτα που της είχαν επιβληθεί. Καθώς αμφισβητεί τη νεκρή εργασία που έχει συσσωρευτεί εναντίον της, η ζωντανή εργασία προσπαθεί πάντοτε να καταλύσει τις παγιωμένες εδαφικοποιητικές δομές, τις εθνικές οργανώσεις και τα πολιτικά μορφώματα που την κρατούν δέσμια. Με τη δύναμη της ζωντανής εργασίας, με την αεικίνητη δραστηριότητά της και με την απεδαφικοποιητική της επιθυμία, αυτή η διαδικασία της ρήξης ανοίγει διάπλατα όλες τις πόρτες της ιστορίας. Όταν κανείς υιοθετεί τη σκοπιά της δραστηριότητας του πλήθους, της παραγωγής της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας, μπορεί να καταλάβει πως η παγκοσμιοποίηση, στο βαθμό που επιφέρει μια πραγματική απεδαφικοποίηση των προγενέστερων δομών εκμετάλλευσης και ελέγχου, είναι στην πραγματικότητα μια συνθήκη απελευθέρωσης του πλήθους.11
Σύμφωνα με το νεγκρικό σχήμα, δεν είναι το κεφάλαιο που αποεδαφικοποιεί και αφηρημενοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις μεταβάλλοντάς τες στο απείκασμα των αφηρημένων σχέσεων του γενικού ισοδύναμου, του χρήματος, αλλά οι αγώνες των εργαζομένων. Δεν είναι το κεφάλαιο που μπροστά στους αγώνες τους στις χώρες της Δύσης προσέφυγε στη φθηνή εργασία της Ανατολής, ακριβώς για να εμποδίσει την ανατροπή του, που προδιαγραφόταν στις δεκαετίες του 1960-1970, μέσα από την τάση να μηδενιστεί το ποσοστό κέρδους –διαδικασία την οποία είχε περιγράψει και ο ίδιος ο Νέγκρι–, αλλά η εργασία η οποία έσπρωξε στην απεδαφικοποίηση! Μια ακόμα «νίκη», στα πλαίσια της απολογητικής αντίληψης ενός βιβλίου που μεταβάλλει τις ήττες σε νίκες, ή μάλλον αρνείται τη ίδια την έννοια της ήττας, οδηγείται σε μια υστερική εκδοχή της ιδέας της διαρκούς προόδου και μεταβάλλεται μέσω της «υπεραισιοδοξίας» σε απολογητή της «υπαρκτής αυτοκρατορίας» των αγορών.
Ωστόσο, δεκαπέντε χρόνια πριν, ο ίδιος ο Νέγκρι –ίσως και κάτω από την επίδραση του Γκουατταρί– θεωρούσε, αντίστροφα, τις διαδικασίες της εδαφικοποίησης ως αποφασιστικής σημασίας για τη συγκρότηση μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης.
Αυτό το ερώτημα μας οδηγεί στη διατύπωση μιας δεύτερης διαγραμματικής πρότασης του κομμουνισμού και της απελευθέρωσης. Αφορά την επικαιρότητα της επανεδαφικοποίησης της πολιτικής πρακτικής. Σύγκρουση με το κράτος σήμερα σημαίνει πάλη ενάντια σ’ αυτή την ιδιαίτερη μορφή κράτους που είναι απόλυτα ενσωματωμένο στον Παγκόσμιο Ενοποιημένο Καπιταλισμό (Π. Ε. Κ.).
Μετά τη Γιάλτα, οι πολιτικές σχέσεις απώλεσαν σταδιακά κάθε εδαφική νομιμοποίηση, οδηγήθηκαν σε απροσπέλαστα επίπεδα. Ο κομμουνισμός αντιπροσωπεύει τη δυνητική καταστροφή των μηχανισμών που μεταβάλλουν το χρήμα και τα άλλα αφηρημένα ισοδύναμα σε μοναδικό έδαφος του ανθρώπου. [ ]
Το πρόβλημά μας είναι να ανακτήσουμε τους κοινοβιακούς χώρους της ελευθερίας, του διαλόγου και της επιθυμίας. Ένας ορισμένος αριθμός από αυτούς αρχίζουν να ξαπλώνονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Αλλά θα πρέπει να οικοδομήσουμε, ενάντια στις ψευδο-επανεδαφικοποιήσεις του Π.Ε.Κ. (παράδειγμα η “αποκέντρωση” στη Γαλλία ή η Ευρώπη των Δέκα), ένα ισχυρότατο κίνημα επανεδαφικοποίησης της πολιτικής και σαν βάση για την ανατροπή των συμμαχιών στην κατεύθυνση του άξονα Βορράς-Νότος.12
Όπως ορθά επισημαίνεται από τους Ν.-Γ., σε αυτό το παλαιότερο κείμενο, το αίτημα που τίθεται είναι, αντιστρόφως, εκείνο της επανεδαφικοποίησης της πολιτικής πρακτικής. Διότι βέβαια απεδαφικοποιητική δεν υπήρξε μόνον η πολιτική του κεφαλαίου, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο του πολιτικού του αντιπάλου: Η λογική του «προλεταριακού διεθνισμού» της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνιστικού κινήματος κατέτεινε στην εξαφάνιση κάθε ιδιαίτερης ταυτότητας, είτε χωρικής είτε υποκειμενοποιητικής. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, «οι προλετάριοι δεν είχαν πατρίδα», εκτός ίσως από την ΕΣΣΔ, δεν υπήρχαν άλλα κοινωνικά υποκείμενα (φοιτητές, αγρότες) εκτός από το «προλεταριάτο», ούτε άλλη θεματική εκτός από την «πάλη των τάξεων» (η οικολογία, το γυναικείο ζήτημα, οι φυλετικές διαφορές ήταν απλώς «ψευδοπροβλήματα», που «αποπροσανατόλιζαν» από την ταξική πάλη.) Χρειάστηκε να έλθει η έκρηξη των αγώνων και των υποκειμένων στη δεκαετία του 1960 για να αρχίσει και πάλι να «επανεδαφικοποιείται η επιθυμία»: Οι αγώνες είναι πολλαπλοί, οι ταυτότητες το ίδιο και η ενότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο από την συνάντηση των διαφορετικών επιθυμιών και υποκειμενικοτήτων. Ο Βιετναμέζος αγρότης, ο μαύρος Αμερικανός, ο Γάλλος φοιτητής, ο Πολωνός εργάτης των ναυπηγείων, ο Έλληνας αντιστασιακός, η Αγγλίδα φεμινίστρια, ο Κούρδος αντάρτης, ο Γερμανός οικολόγος, κ.ο.κ. συγκροτούν ιδιαίτερα υποκείμενα και «ταυτότητες» που δεν ενοποιούνται κάτω από έναν μαρξιστικό ή προλεταριακό ζουρλομανδύα, αλλά συναντώνται μέσα από διαφορετικές επιθυμίες και εδάφη. Αυτή υπήρξε η πραγματική «επανεδαφικοποίηση της πολιτικής πρακτικής»!
Και όμως, δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Τόνι Νέγκρι επανέρχεται σε μια «σοβιετικού» τύπου αντίληψη, όπου πλέον η απεδαφικοποίηση γίνεται το ζητούμενο, στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας, η οποία, όπως περιγράφεται αλλού, δεν διακρίνεται από διαφοροποιήσεις ποιότητας στο εσωτερικό της αλλά διαθέτει μόνον ποσοτικούς αναβαθμούς.
Εν τέλει, η «Αυτοκρατορία» των Νέγκρι και Χαρτ αποτελεί μια αντιρομαντική ουτοπία: Αντιρομαντική, γιατί έχει απορρίψει κάθε αναφορά στη δυστυχία και την αλλοτρίωση των ανθρώπων, μέσα από μια υπεραισιόδοξη και «αναπτυξιοκρατική» λογική, και θέλει να διαρρήξει κάθε δεσμό με το παρελθόν και τις παλαιότερες ταυτότητες των υποκειμένων. Ουτοπία, γιατί, στην ουσία, δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα του σχισμένου κόσμου μας, αλλά αναφέρεται σε έναν φανταστικό κόσμο όπου η συγκεκριμένη Αυτοκρατορία –εκείνη των ΗΠΑ και των πολυεθνικών– έχει αντικατασταθεί από μια ανύπαρκτη αυτοκρατορία του πλήθους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας εμφανίστηκε με τη μορφή της «θεωρίας της ρύθμισης», ιδιάιτερα στη Γαλλία.
- Βλέπε Παντσιέρι, Τρόντι, Νέγκρι, Νεοκαπιταλισμός και επαναστατικό κίνημα, 1981, Αντόνιο Νέγκρι, Από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη Κομμούνα 1983, Γιώργος Καραμπελιάς, Κρίση του Κεφάλαιου και Αυτονομία, Κομμούνα 1982, Γιώργος Καραμπελιάς, Σύγχρονος καπιταλισμός και επαναστατικό υποκείμενο, Κομμούνα 1985.
- Μ. Χαρτ- Αντόνιο Νέγκρι, Αυτοκρατορία, σ. 542
- Μ. Χαρτ- Αντόνιο Νέγκρι, Αυτοκρατορία, σ. 484.
- Βλέπε Αντόνιο Νέγκρι « Κυριαρχία και σαμποτάζ» στο Νέγκρι-Γκουατταρί, Από το κόκκινο στο πράσινο, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα
- Ό.π., σ..289
- Βλέπε Γ. Καραμπελιάς, Ισλαμισμός και παγκοσμιοποίηση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2001.
- Μ. Χαρτ- Αντόνιο Νέγκρι, Αυτοκρατορία, σσ. 74-78.
- Ό.π., σσ. 74-78.
- Ό.π., σσ. 74-78.
- Ό.π., σ. 86