του Aρχιμανδρίτη Δοσίθεου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Ένα ταξίδι στην Καππαδοκία, είναι ένα ταξίδι στην ιστορία. Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι μετέσχε προσφάτως και ο γράφων. ΄Eζησε στην ιστορία, προσκύνησε σε χώρους ιερούς, σε μέρη που πάντα επιθυμούσε να επισκεφθή, αλλά δεν το είχε κατορθώσει.
Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης ηγαθύνθη να συμπεριλάβη την εμήν ελαχιστότητα εις την τιμίαν συνοδείαν Του. Δύο Θείες Λειτουργίες και ένας εσπερινός στην Καππαδοκία είναι ένα όνειρο που πραγματοποιείται. Είναι ο ευλογημένος τόπος όπου η Χριστιανική πίστις είχε βαθειές τις ρίζες. Απ’ τα χρόνια των Αγίων Αποστόλων. Εκεί οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες έζησαν, μεγαλούργησαν, εδογμάτισαν “Τριάδα σέβειν Αγίαν”, ηγίασαν. Βιάζει μου την γραφίδα ο πόθος να καταγράψω στο άψυχο χαρτί όσα η ψυχή μου ένοιωσε. Κάτι που μάλλον δεν θα κατορθώσω…
Το αεροπλάνο προσγειώνεται στο αεροδρόμιο της Καισαρείας. Δεν την επισκεπτόμεθα. Ο προορισμός μας είναι άλλος. Αλλά και μόνον πατώντας σ’ εκείνο το ευλογημένο έδαφος νομίζεις ότι θα χαιρετήσης ή μάλλον θα προσκυνήσης με προσκύνησιν εδαφιαία τον Άγιο Βασίλειο. Αισθάνεσαι ότι ξάφνου θα εμφανισθή μπροστά σου. Αυτή η μεγάλη της Εκκλησίας μορφή, ο όλως ιερωμένος Θεώ, κατώρθωσε να μεταβάλη τα “Καππαδόκια κακά”, τας αγριελαίους εις καλλιελαίους. Πατούμε σε έδαφος, όπου ήκμασεν ο κοινοβιακός μοναχισμός, η φιλανθρωπία, η ορθοδοξία της πίστεως. Μου ήλθε να προσκυνήσω το χώμα όπου επάτησαν οι πόδες τόσων αγίων Πατέρων. Αλλά χώμα δεν υπήρχε πουθενά. Άσφαλτος μόνο και τσιμέντο. Κι εδώ η αστυφιλία. Κι εδώ οι άχαρες πολυκατοικίες. Και συνεχώς ξεφυτρώνουν κι άλλες. Δεκαπενταόροφες, κακοφτιαγμένες, με ζωηρά χρώματα βαμμένες. Όπως και στην Πόλι. Χωρίς μπαλκόνια, χωρίς εξώστες, χωρίς πράσινο. Ούτε ένα λουλούδι. Σε πεντακόσιες πενήντα χιλιάδες ο πληθυσμός τής Καισαρείας τώρα. Και η φτώχεια απερίγραπτη. Ενδεικτική η επιγραφή: Γίνεται έκπτωσις στο … ψωμί!
Αριστερά μας διαγράφεται περήφανο, χιονισμένο, τό Αγγαίον όρος με τας τέσσαρες χιλιάδες σχεδόν μέτρα του. Είναι το ψηλότερο της Μικράς Ασίας. Και ενώ ο ήλιος έγερνε προς την δύσι, ένα ολόγιομο φεγγάρι ξεπροβάλλει απ’ τις βουνοκορφές του. Θέαμα εξαίσιο που μας θυμίζει το αγιογραφικό “στήτω ήλιος κατά Γαβαών και σελήνη κατά φάραγγα Αιλών”.
Προορισμός το Προκόπιον δια διανυκτέρευσι. Περνούμε περιοχές έρημες. Ακαλλιέργητες, απέραντες εκτάσεις, υψίπεδα όπου η παρουσία του ανθρώπου είναι σπάνια. Ελάχιστα τα χωριά στην διαδρομή μας. Οι καλλιέργειες είναι ελάχιστες. Όπου υπάρχει νερό κι αυτό είναι πάντα λίγο. Αμπέλια λυμφατικά, βερυκοκιές αναιμικές. Φτώχεια και εγκατάλειψις. Οι σύγχρονες μορφές καλλιέργειας ανύπαρκτες. Ύστερα από διαδρομή μιας ώρας σε άσφαλτο κακοδιατηρημένη και με κλίσεις πέραν του 10%,εμφανίζεται το Προκόπιο. Κάτω χαμηλά, σε μια ευρεία κοιλάδα, ξενοδοχεία πολλών αστέρων φωτισμένα και χιλιοπλουμισμένα μας περιμένουν. Ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο κέντρο της Μικράς Ασίας. Κάποια αραιοφυτευμένα πεύκα και αρκετές λεύκες στα ρυάκια δίπλα δίνουν ένα τόνο πρασίνου. Όμως το κλίμα στα χίλια εκατό μέτρα που βρισκόμαστε είναι ξηρό, η νύχτα δροσερή και ο ύπνος ευχάριστος.
Όσο να με πάρη ο ύπνος, σκέπτομαι: Βρισκόμαστε στο Προκόπιο. Ένα χωριό γνωστό στην Ελλάδα από τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο. Αλλ’ όχι μόνον. Εδώ συμβαίνει και κάτι άλλο. Το αισθάνομαι. Δεν είναι το αεράκι που με δροσίζει από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν είναι το μελιχρό φως της σελήνης που μεσουρανεί. Ούτε το άρωμα κάποιων λουλουδιών από τον κήπο του ξενοδοχείου. Αισθάνομαι ότι απ’ το παράθυρο μπαίνει ένα άρωμα διαφορετικό, όλως άλλο. Είναι το άρωμα της αγιότητας του τόπου.
Ας γυρίσω όμως απ’ το δεξιό πλευρό για να αποκοιμηθώ. Κι από το πολύ να σκέπτεται, αποκοιμήθηκεν ο γέρος…
Αύριο έχουμε Θεία Λειτουργία στην Σινασό. Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα…
Στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο ναός στέκεται όρθιος. Όμως και οι πλάκες από το δάπεδο λείπουν. Τα παράθυρα δεν έχουν καν κουφώματα. Έτσι, τα περίεργα παιδικά ματάκια δεν δυσκολεύονται να βλέπουν απ’ έξω. Εξ άλλου είναι εύκολο. Ο ναός είναι χωμένος στη γη. Για να μη πολυφαίνεται. Να μη προκαλή. Εικόνες δεν υπάρχουν. Τέμπλο δεν υπάρχει. Ο χώρος χρησιμοποιείται για γιορτές και πανηγύρια. Ετοιμάζονται τα της Θ. Λειτουργίας. Όλα έχουν έλθει απ’ την Πόλι. Από Άγιο Δισκοπότηρο μέχρι μαχαίρι για το αντίδωρο. Εκεί δεν υπάρχει τίποτε. Ούτε καρφί για να κρεμάσουμε το θυμιατό.
Έξω ακούονται ζουρνάδες και νταούλια. Σείονται σημαίες τουρκικές και ελληνικές. Εισβάλλουν οι … Έλληνες.
Κατά τις εννέα και μισή, φθάνει ο Πατριάρχης με την των αρχιερέων συνοδεία Του. Ενδύεται κατά την αρχαίαν τάξιν. Ο χορός, με επί κεφαλής τον Άρχοντα Πρωτοψάλτη ψάλλει το αργό “Αναστάσεως ημέρα”, Μανουήλ του Χρυσάφου.
Η Θεία Λειτουργία αρχίζει. Κατά την Πατριαρχικήν τάξιν. Είναι Κυριακή του Παραλυτικού, Μαΐου 26. Μετά το Ευαγγέλιο ομιλεί ο Πατριάρχης. Λαμβάνει αφορμήν από την ονομασία του Ναού. Και αναφέρεται στην ανεξιθρησκεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Επέτρεψε την Χριστιανική πίστι και οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά χωρίς διαμάχες και φανατισμούς. Έτσι ζούσαν και οι εδώ Χριστιανοί με τους μουσουλμάνους, έως ότου ήλθεν η αποφράς ημέρα… Τώρα όμως ήλθε μια νέα εποχή κατανοήσεως, αλληλοπεριχωρήσεως, σεβασμού της διαφορετικότητος. Και ελπίζουμε ότι αυτό θα συνεχισθή. Επακολούθησε προσφώνησις και Τουρκιστί προς τον δήμαρχο τής Περιοχής. Αλλ’ ως αγνοών την γλώσσαν αδυνατώ να καταγράψω τα λεχθέντα. Πάντως ήσαν ευχαριστίαι δια την υποδοχήν. Τας επιδαψιλεύσεις και για την άδεια προς τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας.
Όλα τελείωσαν κατ’ ευχήν. Ο Πατριάρχης μετέβη μετά της συνοδείας του εις το δημαρχείον της πόλεως και εις γεύμα. Αλλ’ ο γράφων αποπηδήσας εξέκλινε λάθρα και εξαφανισθείς ηκολούθησε το συνεργείον της ΕΡΤ προς ξενάγησιν εις την περιοχήν.
Τι είδα; Πράγματα που ούτε καν υποπτευόμουν.
Τριάντα χιλιόμετρα μακρύτερα είναι το Καϊμακλή. Εκεί υπάρχει μία απ’ τις υπόγειες πολιτείες της Καππαδοκίας. Χωρούσε εξ χιλιάδες Χριστιανούς. Είναι έργα φόβου και αγωνίας. Αλλ’ ας βάλω σε τάξι τις σκέψεις μου.
Οι διάφοροι επιδρομείς εξ Ανατολών και Νότου ένα σκοπό είχαν. Την Πόλι. Όλοι όμως έπρεπε να περάσουν από τα υψίπεδα τής Καππαδοκίας. Όμως η οχύρωσί της ήταν δύσκολη. Οι χθαμαλοί λόφοι δεν προσφέρονταν για σθεναρή άμυνα. Οι πληθυσμοί δεν είχαν πού να καταφύγουν. Και οι επιδρομές ήσαν συνεχείς και αλλεπάλληλες. Βρέθηκε η λύσις του ασπάλακος. Το έδαφος προσφέρονταν. Είναι ψαμμίτης και σκάβεται εύκολα. Έσκαψαν λοιπόν πόλεις υπόγειες. Πενταόροφες. Με δαιδαλώδεις διαδρόμους γύρω από ένα κεντρικό αεραγωγό. Με Εκκλησίες και χώρους ταφής. Με υπνοδωμάτια και σταύλους. Με μύλους και αποθήκες. Με μαγειριά και αναπαύσεις. Με φωτισμό ανύπαρκτο σχεδόν. Με λυχνάρια και δάδες. Ατμόσφαιρα πνιγηρή. Δρομίσκοι και στοές στενόχωρες που πρέπει να γονατίσεις για να διέλθης. Δεν μπορέσαμε να μείνουμε πέραν της ώρας. Τα πνευμόνια μας ζητούσαν επίμονα καθαρόν αέρα και τα μάτια μας το φως του ήλιου. Πώς ζούσαν και για πόσο ζούσαν στα έγκατα της γης; Μυστήριο! Κι όταν οι επιδρομείς περνούσαν, άνθιζαν ξανά οι πόλεις και τα χωριά. Καημένη Χριστιανοσύνη, τι τράβηξες για να επιβιώσης σ’ αυτά τα μέρη. Τα κατάφερες όμως. Έως ου έφθασεν η αποφράς ημέρα …
Το μικρό μας λεωφορείο τραβά ντάλα μεσημέρι για το Γκέρεμε. Είναι ένα τοπίο μοναδικό στον κόσμο. Παντού γύρω μας κολώνες πελώριες ψαμμίτη. Όσες έχουν, σκληρό “καλυμαύχι” διατηρούνται. Άλλες το φορούν στραβά, σ’ άλλες είναι έτοιμο να πέση. Όσες δεν έχουν αποσαθρούνται, καταρρέουν. Επί εκατομμύρια χρόνια ο άνεμος, η βροχή, η διαφορά θερμοκρασίας ημέρας και νύχτας, η παγωνιά, επιτελούν αργά αλλά σταθερά το έργο της διαβρώσεως. Στις μεγαλύτερες κολώνες, σκαλισμένες κατοικίες. Εύκολο το σκάψιμο, μηδαμινή η δαπάνη. Μια σμίλη και ένα σφυρί και το σπίτι είναι έτοιμο. Χωρίς στέγη, χωρίς κεραμίδια, χωρίς τούβλα και σοβάδες. Και το κυριότερο, με σταθερή θερμοκρασία, χειμώνα, καλοκαίρι.
Μαγαζάκια προχειροστημένα πωλούν λογής-λογής αναμνηστικά. Μέχρις και γύψινες αναπαραστάσεις των βράχων. Εξόχως κακότεχνες. Υπάρχουν και καμήλες. Για τους τουρίστες. Λιάζονται οι ταλαίπωρες αναχαράζοντας τους βλωμούς των και κοιτάζοντας ηλιθίως τους διερχομένους. Θα σηκωθούν μόνον όταν βρεθή ο τολμηρός τουρίστας που θα σκαρφαλώση στην καμπούρα τους. Και ο καμηλιέρης, ντυμένος με την τοπική πλην ευτελή ενδυμασία του, τον Αμερικάνο ή τον Άγγλο τουρίστα που υπερήφανος θα φωτογραφηθή επί του ήβου με ύφος Λώρενς της Αραβίας.
Φθάνουμε στο “ανοιχτό μουσείο” του Γκέρεμε. Στα βράχια διακρίνονται απειράριθμες τρύπες. Κελιά μοναχών, εκκλησίες, ασκητήρια. Άλλα στα ψηλά, άλλα χαμηλά. Άλλα εμπρός μας, άλλα απόμερα. Πληρώνουμε εισιτήριο. Είναι Κυριακή και ο κόσμος πολύς. Μαθητούδια ανακατεμένα με τουρίστες. Άλλοι μισόγυμνοι, άλλοι προσκοπάκια ετών εβδομήντα. Ντόπιοι και ξένοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Μια κινούμενη μάζα. Διαβάζουν επιγραφές, μπαίνουν, βγαίνουν. Μέσα σ’ αυτή την κοσμοσυρροή και το συνεχές πήγαινε, έλα, αισθάνομαι μήπως ότι είμαι ο μόνος σχετικός με τον χώρο. Αισθάνομαι σαν να είμαι ο τελευταίος καλόγηρος αυτών των μοναστηριών. Γίνομαι ένα μ’ αυτά τα αγιασμένα βράχια. Μπαίνω σε χώρους γνώριμους. Εδώ είναι το ιερό, το καθολικό, ο νάρθηξ. Εκεί η τράπεζα, δίπλα το μαγειριό. Εδώ το μαγγιπείον, εκεί ο μύλος. Όλα γνώριμα σε μένα, οικεία. Είμαι σαν στο μοναστήρι μου. Έρχομαι για πρώτη φορά και αισθάνομαι σαν να έζησα εδώ για όλη μου την ζωή.
Αρκετές ολόσκαφες εκκλησίες έχουν και τοιχογραφίες. Εφ’ υγροίς, τέχνη για πάντα χαμένη. Εικόνες ολοζώντανες, λαϊκής τέχνης του ενάτου και του δεκάτου αιώνος. Με πολλές ανορθογραφίες. Μα σημασία έχει το τι παριστούν, τι θέλουν να εκφράσουν και όχι η ορθογραφία. Τα μάτια στις χαμηλότερες τοιχογραφίες είναι βγαλμένα. Για να μην βλέπουν οι εικονιζόμενοι άγιοι τις αισχρουργίες. Αφελής ταύτισις εικόνας και εικονιζόμενου.
Κι όλα αυτά με τον φόβο του αφανισμού. Οι βράχοι αποσαθρούνται, διαλύονται σε ψιλή άμμο. Η φθορά είναι καταφανής. Για πόσο θα αντέξουν; Ίσως γιά αιώνες, αλλ’ όχι για πάντα …
Φεύγοντας, έκαμα μια βαθειάν υπόκλισι. Ο αμόναχος μοναχός υποκλίνεται βαθυσεβάστως εις τους ανωνύμους αγίους μοναχούς της Καππαδοκίας. Άγιοι του Θεού πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού.
Αλλά της ημέρας διελθούσης ήγγικεν η εσπέρα. Και περί λύχνων αφάς είναι καλή μια βόλτα στην αγορά τού Προκοπίου. Τα σπίτια είναι σχεδόν όλα παλαιά, προ της ανταλλαγής. Όπως ήσαν τότε. Με καταφανή την εκ του χρόνου φθοράν. Τουριστικά καταστήματα, εστιατόρια αμφιβόλου καθαριότητος, ζαχαροπλαστεία. Όλα για τους όλο και αυξανόμενους τουρίστες. Εξ άλλου αυτή είναι η μόνη τους απασχόλησις. Οι υπόλοιποι έφυγαν. Για την Πόλι. Με ελπίδα ότι κοντά είναι και η Ευρώπη.
Πλην όμως αύριο έχουμε Θείαν Λειτουργία επί τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου. Καιρός επιστροφής στο ξενοδοχείο. Αλλ’ ο δαίμων της αργολογίας παρέτεινε την παραμονή μας εις την αίθουσα υποδοχής άχρι μεσονυκτίου. Αφού θάψαμε πολλούς, αποσυρόμεθα. Με την ικανοποίησι ότι είμεθα άριστοι νεκροθάπται (τα παραλέω, είπαμε και πολλά καλά λόγια για πολλούς, αλλ’ όχι και για όλους).
Το πρωΐ της εικοστής εβδόμης Μαΐου, η Θ. Λειτουργία γίνεται σ’ ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Αρκετά ενωρίς ξεκινάμε να ετοιμάσουμε τα πρεπούμενα. Βλέπουμε ότι μόνον τα δοκάρια θυμίζουν ότι είναι γήπεδο. Είναι μία αλάνα με θέα προς το Παλαιό Προκόπιο. Οι υπάλληλοι της Δημαρχίας έχουν ήδη αρχίσει το στήσιμο της εξέδρας και της τέντας. Όλα ετοιμάσθηκαν με αρκετό κόπο. Τα τραπέζια ήσαν ετοιμόρροπα. Ένας δυνατός αέρας άρχισε να φυσά. Όμως, όλα πήγαν καλά. Ο Πατριάρχης μετά της Τιμίας συνοδείας Του έρχεται στις εννέα και κάρτο (όπως λένε στην Πόλι). Η Θ. Λειτουργία άρχισε με άδειες τις καρέκλες. Οι πιστοί δεν είχαν ακόμη φανεί. Έφθασαν στο Ευαγγέλιο. Έπρεπε να φάνε πρώτα το πρωϊνό τους στο ξενοδοχείο. Είναι ο νέος τύπος προσκυνητών. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Και το τερπνόν πάντοτε προηγείται. Ήλθαν επίσημοι από την Σμύρνη. Η πρόξενος, ανώτεροι αξιωματικοί του κλιμακίου του ΝΑΤΟ. Και ένα λεωφορείο από το νέο Προκόπιον Ευβοίας. Ακύρωσαν και άλλα δύο. Ένεκα Μπους με τα περί τρομοκρατικού κτυπήματος στην Τουρκία μέχρι της 22ας Μαΐου. Τώρα έχουμε 27 Μαΐου. Αλλά μπορεί να έκαμε λάθος ο πλανητάρχης. Μήπως είναι το πρώτο ή μήπως θα είναι το τελευταίο; Και οι Νεοέλληνες φοβούνται πολύ για την ζωούλα τους.
Μετά το Ευαγγέλιο ωμίλησεν ο Πατριάρχης. Για τον άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο, που εδώ έζησε σκλάβος. Για την εμμονή στην πίστη του Χριστού. Για τις κακουχίες που πέρασε, για την υπομονή του. Για την ελπίδα της σωτηρίας. Για το ότι η ελπίς επί τον Κύριον δίνει λύσεις εις τα προβλήματα όλων μας.
Και όταν με το καλό η Θεία Λειτουργία τελείωσε, ακολούθησε ένα ταπεινό προσκύνημα στους χώρους της ασκήσεως του αγίου Ιωάννου. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν χαμηλά. Έπρεπε να ανεβούμε στο παλαιό Προκόπιο που ήταν χτισμένο στην δυτική πλευρά ενός πελώριου ψαμμητικού βράχου. Που είναι όλο τρύπες κατοικιών και μοιάζει από μακρυά σαν ελβετικό τυρί. Πόρτες, παράθυρα, εκκλησίες, σκάλες, αγιογραφίες και μπροστά απλωμένη μπουγάδα. Ανηφορίζουμε στο καλντερίμι. Μπροστά απ’ όλους ο Πατριάρχης. Τα σπίτια είναι όλα έρημα, πεσμένα. Το κράτος μετέφερε τους κατοίκους χαμηλότερα σ’ έναν άχαρο συνοικισμό με ομοιόμορφα σπίτια. Προσκυνούμε πρώτα στον ναό του αγίου Γεωργίου. Είναι σκαμμένος σ’ ένα βράχο ξεκομμένο, έτοιμος να κυλήση στην κατωφέρεια. Δεν έχει μείνει πια τίποτε που να θυμίζη ότι ήταν κάποτε ναός. Μόνον η αψίς του ιερού και κάποιες διακοσμητικές γραμμές με κόκκινη ώχρα. Εδώ προσηύχετο ο Άγιος. Εδώ κοινωνούσε κάθε Σάββατο των Αχράντων Μυστηρίων. Εδώ τοποθέτησαν αργότερα το τίμιον λείψανό του όταν τρία έτη μετά τον θάνατό του (+1730) ευρέθη ακέραιον και αδιάφθορον. Μέχρι το 1924.
Λίγο πάρα πάνω και αριστερά είναι το αρχοντικό του αγά, του οποίου ο άγιος ήταν σκλάβος. Ερειπωμένο τώρα. Αλλ’ όχι για πολύ. Τον χώρο θα αξιοποιήσουν Αυστριακοί και θα κάνουν ξενοδοχείο χιλίων κλινών. Ο δήμαρχος διαβεβαίωσε ότι θα σεβασθούν τον χώρο όπου έζησεν ο άγιος. Ίδωμεν…
Εισερχόμεθα. Πίσω απ’ το αρχοντικό ευρίσκεται ο σταύλος. Σκαμμένος στον βράχο. Δεξιά και αριστερά τα παχνιά των αλόγων. Στο βάθος, σκαλισμένο στον βράχο, το κλινίδιον του Αγίου. Βράχος και άχυρα το στρώμα. Σκλάβος στο σώμα, ελεύθερος στην ψυχή. Απελεύθερος Χριστού. Προσκυνούμε τον βράχο και αναχωρούμε με σκέψεις θλιβερές.
Στις πέντε το απόγευμα θα ψαλή υπαίθριος εσπερινός στο ΄Αβανος. Θα αποδώσουμε την εορτή του Αγίου.
Ξεκινάμε νωρίτερα για να ετοιμάσουμε. Το ΄Αβανος απέχει επτά χιλιόμετρα από το Προκόπιο. Συναντάμε πάλι τους παράξενους βράχους. Αυτός εδώ μοιάζει με καμήλα. Εκείνος με πίθηκο. Αυτά ο ξεναγός. Η φαντασία οργιάζει. Είναι και αμμώδεις πλαγιές. Σαν κυματισμοί από φίνο μετάξι. Σαν πτυχές από αέρινο τούλι. Σαν καϊμάκι βγαλμένο από κορνέ από χέρι επιδέξιου ζαχαροπλάστη πάνω σε γαμήλια τούρτα.
Στο ΄Αβανος βράχια και πάλιν βράχια. Και εδώ εισιτήριο. Εκκλησίες, κελιά, ασκητήρια, όλα σκαπτά και σμιλεμένα.
Είναι Δευτέρα προς το εσπέρας και οι τουρίστες ολίγοι. Στα πεταχτά και με πολύ ιδρώτα, επισκέπτομαι όσες εκκλησίες προλαμβάνω. Έχω αφήσει πολλές για άλλη επίσκεψη.
Οι βράχοι είναι σαν ένα τεράστιο πέταλο. Και στο μέσον, κάτω από στέγαστρο που μόλις στήθηκε, ψάλλεται ο εσπερινός. Τα τροπάρια αντιλαλούν στα βράχια. Και οι ψυχές των απ’ αιώνες κεκοιμημένων ασκητών χάνονται ακούοντας ψαλμωδίες που για αιώνες πολλούς είχαν να ακούσουν. Και οσφραίνονται θυμιάματος θυσίας εσπερινής και ευφραίνονται. Και βλέπουν τον Πατριάρχη του Γένους χοροστατούντα και δέονται του Κυρίου Πολυχρόνιον Αυτού ποιήσαι για να έρχεται κάθε χρόνο να ευλογή το ποίμνιό του και να ευλογήται από τους αγίους του ΄Αβανος.
Στο τέλος ομιλεί ο Πατριάρχης. Ευχαριστεί τον Πανάγαθο Θεό που για τρίτη χρονιά χοροστατεί σε εσπερινό στο ΄Αβανος. Αισθάνεται, ως νησιώτης, χαρά που τελεί εσπερινό στο ύπαιθρο. Και μάλιστα σε χώρο καθηγιασμένο απο πλήθος ανωνύμων ασκητών. Ο εσπερινός τελείωσε. Κι εγώ μετά βίας τελειώνω. Κόρας γαρ ού προσγίνεται.
Καππαδοκία, Καππαδοκία. Είσαι το κέντρον της Μικράς Ασίας.
Είσαι στο κέντρο της καρδιάς μας.