του Β. Ντουλές, από το Άρδην τ. 8 Μάιος-Ιούνιος 1997
Θα προσπαθήσω να κάνω µία περιγραφή της όλης εξέλιξης της κατάστασης στην Αλβανία από το 1991 µέχρι σήµερα, για να δούµε πως αυτή η νέα δικτατορία που προέκυψε στην Αλβανία δεν προέκυψε έτσι ξαφνικά, δεν ήταν ένας κεραυνός εν αἱθρία. Τέλη του 1990, φοιτητές στο Πανεπιστήµιο Τιράνων, παρακολουθούσαµε µε αγωνία τις εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη µέσω των ξένων ραδιοφωνικών σταθµών και βλέπαμε καθημερινά να πέφτει, στη µία µετά την άλλη από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, το προηγούμενο σύστηµα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και πολλές φορές στις ώρες της φιλοσοφίας ρωτήσαμε τους καθηγητές µας: “Ποιες είναι αυτές οι εξελίξεις και ποιες οι πιθανές επιρροές στις εσωτερικές εξελίξεις στην Αλβανία;”. Η απάντηση ήταν µία: “Εµείς δεν είµαστε σαν αυτούς. Η χώρα η δική µας δεν είναι σαν κι αυτές”. Ζήσαμε το ίδιο πράγµα στα τέλη του 1996.
Πως φτάσαμε στην εξέγερση
Παρακολουθούσαµετις μαζικές διαµαρτυρίες του λαού του Βελιγραδίου που τις έδειχνε η αλβανική κρατική τηλεόραση ως πρώτη είδηση καθηµερινά και επανειληµµένα προσπαθώντας να περάσει το µήνυµα στον αλβανικό λαό πως εμείς δεν είµαστε ίδιοι μ’ αυτούς.
Τη στιγµή που όλοι γνώριζαν πως η Αλβανία ήταν ένα καζάνι που έβραζε, τη στιγµή που ήξεραν πως κάθε µέρα ο Σάλι Μπερίσα επιχειρούσε να επιβάλει τη νέα δικτατορία. Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Ὁµως, νοµίζω πως ενδιαφέρει να απαντηθούν τρία ερωτήματα:
Πρώτον: ταν άραγε η κρίση αυτή απρόβλεπτη όπως ισχυρίζονται µερικοί που αντιμετωπίζουν αµήχανα αυτή την Κρίση;
Δεύτερον: Ποια η θέση της Ελλάδος, και
Τρίτον -και σηµαντικότερο- ποια η θέση της εθνικής ελληνικής μειονότητας σε όλη αυτή την κατάσταση;
Θέλω να τονίσω ευθύς εξαρχής πως στην ειδική έκδοση του Economist, “Ο κόσµος το 1997”, στην περιγραφή του για τις πιθανές εξελίξεις στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης παρουσίαζε την κατάσταση: στην Αλβανία µε τις ακόλουθες εκτιμήσεις: “Ἡ κατάσταση της δημοκρατίας ανησυχητική. Ἡ κατάσταση της οικονοµίας ανεκτή. Η εσωτερική σταθερότητα επίσης ανεκτή. Η σχέση µε τους γείτονες ανεκτή, η κατάσταση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανησυχητική”. Εδώ, παράλληλα µε την αμφισβήτηση των µακροοικονοµικών δεικτών της αλβανικής οικονοµίας –ο Μπερίσα ισχυρίζονταν πως η Αλβανία είχε τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη, Ανατολική και Δυτική- για ένα γνώστη των αλβανικών πραγμάτων, το έλλειμμα της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν ακριβώς ένας κώδωνας ο οποίος έκρουε πολύ δυνατά για τα μελλούµενα στην Αλβανία.
Λοιπόν, η κρίση αυτή δε γεννήθηκε από το τίποτα. Η κρίση αυτή ήτανε µια αναµενόµενη εξέλιξη, ήτανε στόχος του ίδιου του Μπερίσα. Οι εκλογές του Μαρτίουτου 1992 έδωσαν στο Σάλι Μπερίσα µια σαρωτική νίκη -με ότι αυτή συνεπάγεται- για µια ριζική, ευρεία μεταρρύθμιση της Αλβανίας. Οι αµέσως, όµως, επόμενες δηµοτικές εκλογές έδωσαν στο Σάλι Μπερίσα ένα εντελώς διαφορετικό μήνυμα. Από το 75% του Μαρτίου του 1992, τον Ιούνιο του ίδιου έτους πήρε µόνο το 43%, ενώ οι Σοσιαλιστές από το 20% έφταναν το 41%.
Τότε διαπίστωσε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά γι’ αυτόν. Γι’ αυτό αναγκάστηκε –αναγκάστηκε το λέω έχοντας υπ’ όψιν τη δική του νοοτροπία και τις δικές του επιδιώξεις- να λάβει τα απαραίτητα αυτά µέτρα που θα του διασφάλιζαν και θα διαιώνιζαν τη δική του εξουσία. Και όλα αυτά τα µέτρα τα αποκάλεσε μεταρρυθμίσεις.
Οἱ “μεταρρυθμίσεις” του Μπερίσα
Μεταρρυθμίσεις πρώτα απ᾿ όλα στη δικαιοσύνη. Το Σεπτέµβρη του 1992 εκδίωξε το Γενικό Εισαγγελέα της χώρας, κ. Μάξι Χατζία, τοποθετώντας στη θέση του τον συμπατριώτη του από την Αλούς… Γιατί ο Μάξι Χατζία είχε αντιταχθεί σε νοµοσχέδιο που προτάθηκε από τον Μπερίσα και το οποίο έδινε στη Μυστική Αστυνομία αρµοδιότητες ελέγχου στα σπίτια των πολιτών χωρίς εισαγγελικό ένταλµα. Με ειδικό νομοσχέδιο καθιέρωσε το Ανώτατο Συµβούλιο Δικαιοσύνης το 1992 του οποίου ηγούνταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας –ο ίδιος- και οι αρμοδιότητες του ανωτάτου αυτού οργάνου έφταναν µέχρι το σηµείο να διορίζει, να αλλάζει και να πειθαρχεί, όπως έλεγε, όλους τους δικαστικούς, από το γενικό εισαγγελέα µέχρι και τον απλό δικαστή ενός πλημμελειοδικείου. Με το τρίτο, τον Μάρτιο του 1998, άνοιξε ειδικό, ταχύρρυθµο εξάµηνο φροντιστήριο, για την κατάρτιση νέων νομικών, εισαγγελέων και δικαστών.
Οι σπουδαστές ήταν όλοι της αποκλειστικής επιλογής του Δημοκρατικού Κόμματος και των Μυστικών Υπηρεσιών. Το 1996, 450 απόφοιτοιτου σεμιναρίου αυτού κατείχαν θέσεις-κλειδιά σε όλο το σύστηµα δικαιοσύνης, αρχίζοντας από εισαγγελέας. των Τιράνων, παρακαλώ, µέχρι και πρόεδρος δικαστηρίου Τεπελενίου κ.ο.κ., µε νοµική µόρφωση έξι και µόνο µηνών!
Το Σεπτέμβρη του 1995 ήρθε και η σειρά του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου των Τιράνων. Είχε κι αυτός την τύχη του Γενικού Εισαγγελέα.
Κι αυτό το έκανε ακριβώς λίγο πριν διεξαχθεί η δίκη κατά των πέντε της “Ομόνοιας” και κατά του προέδρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος Φάτος Νάνο.
Ο δεύτερος τοµέας των µεταρρυθµίσεων του Μπερίσα, ήτανε η νοµοθεσία. Το Μάιο του 1992 τροποποίησε το νοµοσχέδιο των εργασιακών σχέσεων και έδινε δικαίωµα στο κράτος να απολύει τον οποιοδήποτε χωρίς να δικαιολογεί την απόλυση: στερώντας και το δικαίωµα της έφεσης. Τον Οκτώβρη του 1998 υπέγραψε ο ίδιος νοµοσχέδιο για την Ελευθερία του Τύπου και αυτό αποτελούσε το πρώτο βήµα φίµωσης του ελεύθερου λόγου. Προέβλεπε το νοµοσχέδιο αυτό ποινές µέχρι και 8.000 $ για τους δημοσιογράφους οι οποίοι θα παρέβαιναν κάποιους όρους, τη στιγµή που η αμοιβή, των δημοσιογράφων το 1993 δεν υπερέβαινε κατά µέσο όρο τα 70-75$.
Ο τρίτος τοµέας των μεταρρυθμίσεων Μπερίσα ήταν αυτός των συνταγματικών. διατάξεων. Εδώ θέλω να αναφερθώ βασικά στο σχέδιο Συντάγματος του 1994.
Γνωρίζουμε όλοι µας πάρα πολύ καλά το τι έγινε µε το δημοψήφισμα και µε όλες τις διαδικασίες λόγω του ότι το συγκεκριµένο σχέδιο Συντάγματος προέβλεπε και την απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Όμως πριν φτάσουμε εκεί οφείλουμε να γνωρίζουμε πως ο Μπερίσα ήθελε πάση θυσία το σχέδιο αυτό να περάσει. Μην έχοντας όµως τη δυνατότητα να το περάσει στη Βουλή -δεν διέθετε τη στιγµή εκείνη τα 2/3, απαραίτητα για την ψήφιση του Συντάγµατος, επειδή είχαν αποσχιστεί έξι βουλευτές της Δημοκρατικής Συμμαχίας και οι άλλοδύο του δεξιού Δημοκρατικού Κόμματος-προσπάθησε να αποφύγει το Κοινοβούλιο. Και το πέτυχε ψηφίζοντας µε εσπευσµένες διαδικασίες το νόµο περί διπλοψηφισµάτων κιέτσιτο σχέδιο Συντάγματος ούτε καν συζητήθηκε στο αλβανικό Κοινοβούλιο αλλά πέρασε στο δημοψήφισμα.
Τα βασικά σηµεία του δημοψηφίσματος αυτού -τα αρνητικά- ήταν πως δε γινότανε λόγος για το τι πολίτευμα θα είχε η Αλβανία, γινόταν λόγος για κάποια Δημοκρατία. Η Αλβανία είναι Δημοκρατία Κοινοβουλευτική; Προεδρική; Άγνωστο. Και ήταν σαφέστατο ότι οι διατάξεις αυτού του σχεδίου Συντάγματος μιλούσαν για µια προεδρική Δημοκρατία γιατί οἱ αρμοδιότητες που έδινε στον Πρόεδρο ήτανε τεράστιες.
Τη στιγµή που το µέχρι τότε πακέτο συνταγµατικών διατάξεων έκανε λόγο για Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Το δεύτερο σηµείο ήταν πως δεν έκανε λόγο για διαχωρισμό των εξουσιών στην Αλβανία. Η δικαιοσύνη ήταν εξαρτημένη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και λειτουργούσε σαν ένας μηχανισμός της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Το άλλο σηµείο ήταν αυτό που αφορούσε τις θρησκευτικές κοινότητες γενικά και την Ορθόδοξη Εκκλησία ειδικά. Συγκεκριµένα, το άρθρο 7, παράγραφος 4, προέβλεπε πως οι αρχηγοί των θρησκευτικών κοινοτήτων πρέπει να είναι αλβανικού αίµατος, Ἀλβανοί πολίτες, µε τουλάχιστον 20ετή παραµονή στην Αλβανία.
Λοιπόν, οι “θεσμικές” αυτές αλλαγές συνοδεύτηκαν και από συγκεκριμένες ενέργειες και µέτρα που στόχευαν στη φίµωση κάθε αντιπολιτευτικής φωνής εντός της χώρας.
Στις 26 Ιουλίου 1993 ο εγκάθετος γενικός εισαγγελέας Ντραγκόσι ζήτησε από τη Βουλή την άρση της ασυλίας του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης Φάτος Νάνο και µόλις τέσσερις-πέντε µέρες µετά, φυλακίστηκε..
Εν τω μεταξύ πολλοί από τους πρώην ηγέτες του δικτατορικού καθεστώτος είχαν ήδη κι αυτοί φυλακιστεί. Την τύχη αυτή εἴχαν και πολλοί δημοσιογράφοι, όπως ο Aleksandr Franggi και ο Martin Leka, της μεγαλύτερης ανεξάρτητης εφημερίδας Koha Jone.
Εδώ έχουµε και τους πέντε της “Ομόνοιας”, για τους οποίους θ᾽ αναφερθώ ειδικά σε άλλο σηµείο.
Κι ενώ σ’ όλες αυτές τις κατευθύνσεις, ο Μπερίσα έβλεπε τα σχέδιά του να προχωρούν ικανοποιητικά, δε μπορούσε να ανεχθεί τη φωνή του ορθόδοξου αρχιεπισκόπου, ο οποίος κάθε µέρα είχε αυξανόμενη επιρροή στον αλβανικό λαό, ανεξαρτήτως αν αυτοί ήταν ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι ή ρωμαιοκαθολικοί, οπότε χρησιμοποίησε κάθε µέσο, κατασκευάζοντας συκοφαντίες, κατασκευάζοντας νοµοσχέδια, κατασκευάζοντας συνταγματικές διατάξεις για την εκδίωξη του αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Είχε προηγηθεί ασφαλώς η απέλαση του Έλληνα αρχιμανδρίτη απ᾿ το Αργυρόκαστρο, το 1993, τον Ιούνιο.
Από τις νόθες εκλογές στιςπυραμίδες
Το διάστηµα πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Μάη 1996 ήταν κι αυτό πλούσιο στις “μεταρρυθμίσεις” του Μπερίσα. Είχαμε το νομοσχέδιο “περί γενοκτονίας” και είχαµε επίσης το νομοσχέδιο “περί ηθικής καθαρότητας” των δηµόσιων προσώπων που στόχευαν απλά και µόνο στον αποκλεισμό των βασικών ηγετών της αντιπολίτευσης από τη συμμετοχή τους στις ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές της 26ης Μαΐου. Και είναι γνωστό σ᾿ όλους σας το τι ακολούθησε.
Οι εκλογές της πρωτόγνωρης βίας και νοθείας της 26ης Μαΐου. Τα επακόλουθα είναι ίσως πολύ γνωστά σε όλους. Κάθε απόπειρα μαζικής διαμαρτυρίας εκ µέρους των. κομµάτων της αντιπολίτευσης κατεστάλη αἰµατηρά, από την κυβέρνηση Μπερίσα η οποία δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει βία και κατά των ιδίων των ηγετών της αντιπολίτευσης.
Ακριβώς τη χρονική αυτή στιγµή, διαφαίνονται οἱ πρώτες διεθνείς πλέον αντιδράσεις κατά του Μπερίσα, κυρίως από πλευράς των ΗΠΙΑ. Οι πιέσεις των διεθνών οργανισµών οδήγησαν σε εικονικά δηµοκρατικές τοπικές εκλογές, τα χαλκευµένα αποτελέσματα των οποίων -με τη διαφορά, πως αυτή τη φορά δεν χρησιμοποιήθηκαν οι ωμοί τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν στις εκλογές της 26: Μαΐου (ήταν πιο αποτελεσµατικοί αυτή τη φορά)- επισφράγισαν κατά κάποιον τρόπο στα µάτια της διεθνούς κοινότητος τα αποτελέσµατα των εκλογών της 26ης Μαΐου. Κι εδώ φάνηκε πως το πολιτικό παιχνίδι στην Αλβανία έκλεισε, πρινακόµα αρχίσει, εις όφελος του Σάλι Μπερίσα.
Ήταν µια άλλη διάσταση, απαρατήρητη, µέχρι τότε, που έδωσε το έναυσµα στην εξέγερση, που εξελίσσεται µέχρι στιγµής: οι παρατράπεζες. Ένα φαινόμενο το οποίο εἷχε αρχίσει στην Αλβανία από το 1993, αλλά πολύ περιορισμένα.
Μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου, βλέποντας πως είχε χάσει αρκετά στον πολιτικό τοµέα, ο Σάλι Μπερίσα επενδύει στον οικονομικό. Είναι πλέον γνωστό σε όλους, πως στις δημοτικές εκλογές του Οκτώβρη του 1996, συγκεκριμένοι υποψήφιοι του “Δημοκρατικού κόμματος”, αντί άλλων πολιτικών συνθηµάτων στα εκλογικάτους πλακάτ, χρησιμοποιούσαν τα ονόματα των παρατραπεζών. Αυτή η διάσταση, λοιπόν, ήταν που έδωσε µια νέα δυναμική στις εξελίξεις στην Αλβανία. Τη στιγµή που ο αλβανικός λαός έµοιαζε να αδιαφορεί για όσα γίνονταν στην χώρα του, συνέβη αυτό που πολλοί το θεωρούσαν απρόβλεπτο και βρέθηκαν εντελώς απροετοίµαστοι να το αντιμετωπίσουν.
Νομίζω πως για κάποιο διάστηµα οι παρατράπεζες λειτούργησαν εις όφελος του Μπερίσα. Ίσως αυτό συνέβη και γιατί βλέποντας -ή μάλλον µη βλέποντας- κάποια άλλη διέξοδο στην πολιτική κατάσταση της χώρας, πολλοί νόμισαν ότι είχαν λύσει κατ᾽ αυτόν τον τρόπο το οικονομικό πρόβλημα της ζωής τους, και θα ‘ρχόταν κάποτε η στιγµή να λύσουν και το κοινό, το πολιτικό.
Οι προειδοποιήσεις που ήρθαν από πολλές κατευθύνσεις για τις παρατράπεζες, βρήκαν αδιάφορο τον Μπερίσα, τόσο που, σε συνέντευξη σε ντόπιους και ξένους ανταποκριτές στα Τίρανα, δήλωνε δημοσίως πως τα αλβανικά λεφτά είναι τα πιο καθαρά και τα πιο έντιµα. Ο Μπερίσα καιτο “΄Δηµοκρατικό Κόμμα” όχι απλώς στηρίχθηκαν στις παρατράπεζες, αλλά τις στήριξαν δυναµικά. Όπως αποκαλύπτεται σήµερα από την µεγαλύτερη των εταιριών αυτών, την Gialitsa, χρηματοδοτούσαν συστηµατικά το “Δημοκρατικό Κόμμα” και διάφορα άλλα στελέχη του. Κυκλοφορούν και άλλες φήμες για τις εταιρείες αυτές, για σύνδεσή τους µε τουρκικά συμφέροντα.
Ναι, υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις, όµως προς το παρόν περιοριζόµαστε σ᾿ αυτό. Με την πτώση των εταιρειών αυτών, πτώση η οποία προσέλαβε κατά κάποιον τρόπο διαστάσεις χιονοστιβάδας -“έπεσε” η µία, σε τρεις µέρες η άλλη, σε εφτά η άλλη-, δηµιουργήθηκε αναμφίβολα µια έκρυθµη κατάσταση, βασικά στην Αυλώνα.
Η δυναμική της εξέγερσης και οι ελιγμοί του Μπερίσα
Στις 5 Φεβρουαρίου 1997 η Αυλώνα έδωσε σαφέστατο μήνυμα. Ο Μπερίσα δεν μπόρεσε, δεν είχε τη δύναμη να καταστείλει την εξέγερση αυτή. Δήλωσε πως όχι µόνο θα προσπαθούσε να αποζημιώσει όλες τις απώλειες από αυτές τις εταιρείες αλλά πως δε θα χρησιμοποιούσε τη βία για να καταστείλει τη διαμαρτυρία αυτών των πολιτών. Το αντίθετο έπραξε όµως. Και από τις 5 Φεβρουαρίου έχασε κάθε έλεγχο στην πόλη της Αυλώνας. Προσπάθησε επανειληµμένα να επιβάλει το στρατιωτικό νόμο στο νοµό της Αυλώνας. Βρήκε αντιδράσεις και από το ίδιο του το κόµµα. Τότε δεν του έμεινε τίποτα άλλο, βλέποντας πως όλος ο Νότος και πολλές πόλεις του Βορρά είχαν ξεσηκωθεί στο πόδι. Σας λέω ενδεικτικά πως στο Αργυρόκαστρο ήταν ιστορικές οἱ διαμαρτυρίες των εφτά-οχτώ χιλιάδων διαδηλωτών σε µια πόλη 26.000 κατοίκὠν και, έχοντας υπόψη µας την ιδιοσυγκρασία του Αργυροκαστρίτη, είναι πρωτοφανές.
Λοιπόν, βλέποντας πως δεν είχε πως να καταστείλει τη λαϊκή αυτή διαμαρτυρία, µηχανεύτηκε τις ένοπλες επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα οι οποίες θα του έδιναν την αφορμή να επιβάλει το στρατιωτικό νόµο όχι µόνο στην Αυλώνα αλλά σ᾿ όλη την Αλβανία.
Έτσι την 11 Φεβρουάριου 1997 έγιναν οι προβοκατόρικες αυτές επιθέσεις στους Άγιους Σαράντα. Την επόµενη Κυριακή 2 Μαρτίου έγιναν στο Αργυρόκαστρο. Όμως ο ιπροβοκάτσιες αυτές γύρισαν μπούµερανγκ στο Μπερίσα, γιατί από τη στιγµή αυτή ο αγανακτισμένος πλέον, ειρηνικός µέχρι τότε, διαδηλωτής είχε την ευκαιρία να έχει στο χέρι του και το όπλο.
Έτσι λοιπόν, η µία µετά την άλλη, όλες οι πόλεις του Νότου ήταν πλέον στα χέρια των εξεγερμένων, οι οποίοι είχαν σαφέστατα αιτήµατα. Πρώτο και κύριο, την παραίτηση Μπερίσα.
Ο Μπερίσα όµως, ενώ την 13 Φεβρουαρίου ανακοίνωσε την παραίτηση του πρωθυπουργού Μέξι, επεδίωξε να φτιάξει και πάλι µια νέα κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος.
Κι ενώ είδε την άµεση αντίδραση, τότε επέβαλε την κατάσταση “εκτάκτου ανάγκης” σε όλη την Αλβανία. Και την επόµενη εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δεν ξέρω, αν γνωρίζετε κάποιαν άλλη χώρα στην οποία να γίνονται προεδρικές εκλογές µε επιβεβλημένη την κατάσταση “εκτάκτου ανάγκης”.
Επιβάλλοντας την κατάσταση “εκτάκτου ανάγκης” λοιπόν, δε νομίζω πως ο Μπερίσα στόχευε µόνο στο να εξασφαλίσει στον εαυτό του κάποια διαπραγµατευτικά χαρτιά, γιατί είχε χάσει τα πάντα. Η επανεκλογή του και η επιβολή της κατάστασης “εκτάκτου ανάγκης” ήταν δύο χαρτιά πλέον στα χέρια του Μπερίσα, τα οποία θα τα διαπραγµατευόταν τις επόµενες ηµέρες µε τα κόµµατα της αντιπολίτευσης. Και πράγματι αυτό έκανε.
Είχα την ευκαιρία να συμμετέχω στις διαδικασίες αυτές, στις διαπραγματεύσεις των δέκα κομμάτων της Αλβανίας.
Χρησιμοποίησε ακριβώς τα δύο αυτά πράγματα. Ἠρθε να ανακοινώσει: “η παραίτησή µου είναι στη διάθεση του επόμενου κοινοβουλίου, εάν το κόµµα µου χάσει τις εκλογές”.
Προσπάθησε λοιπόν να εξασφαλίσει χρόνο -αυτό που κάνει και σήµερα- στον εαυτό του και κατά κάποιον τρόπο το πετυχαίνει. Κι απ᾿ την άλλη πλευρά εφαρμόζοντας την τακτική δύο βήματα μπροστά, δύο-τρία βήµατα πίσω, κατόρθωσε να εµφανιστε, ο Μπερίσα, ως ρυθµιστής της κατάστασης στην Αλβανία. Και πράγματι ήταν ο ίδιος αυτός που πρότεινε την πλατφόρμα της Εθνικής Σωτηρίας στα πολιτικά κόµµατα και καθημερινά στην αλβανική κρατική τηλεόραση διατυµπανίζεται η συμφωνία που προτάθηκε από τον Πρόεδρο Μπερίσα στα πολιτικά κόµµατατης Αλβανίας.
Για τον Μπερίσα λοιπόν, μοναδικός στόχος των πολιτικών του κινήσεων από τότε που ένιωσε πως έχανε τον έλεγχο, ήταν η δική του προσωπική επιβίωση. Όμως η κατάσταση έχει όπως τη γνωρίζετε. Αυτή τη στιγµή έχουµε την πλειοψηφία των πόλεων -δεν είναι πια µόνον ο Νότος- οι οποίες είναι εκτός κάθε κρατικού ελέγχου. Δυστυχώς, επικρατεί ένα χάος, µια αναρχία, ληστρικές επιθέσεις σε καθημερινή βάση, φόνοι και τα λοιπά.
Υπάρχουν κάποιες επιτροπές “εθνικής σωτηρίας” οι οποίες προσπαθούν να επιβάλουν κάποια τάξη παράλληλα µε τις τοπικές Νομαρχιακές Οργανώσεις των πολιτικών κομμάτων, αλλά χωρίς κανένα συγκεκριµένο αποτέλεσµα.
Οι σχέσεις Αλβανίας-Ελλάδας
Πριν ολοκληρώσω όµως για την κατάσταση στην Αλβανία, θα ήθελα να τονίσω µια άλλη πολύ σηµαντική διάσταση. Για µένα προσωπικά η κατηφόρα της Αλβανίας άρχισε τη στιγµή που ο Σάλι Μπερίσα άρχισε, και πέτυχε, την επιδείνωση των σχέσεων µε την Ελλάδα. Αυτό άρχισε απ’ το 1998. Οι σχέσεις µεταξύ των δύο χωρών τα έξι αυτά χρόνια ήταν επεισοδιακές, αρχίζοντας πολύ δύσκολα μ᾿ ένα Ραμίζ Αλία προσανατολισμένο προς την Τουρκία, μ’ ένα Δημοκρατικό Κόμμα δύσπιστο προς τις κινήσεις Μητσοτάκη. Όμως µπήκαµε πολύ σύντομα σ᾿ ένα φαινοµενικό “μήνα του µέλιτος” που διήρκεσε ένα – ενάµιση χρόνο, για να καταλήξει µε το χειρότερο δυνατό τρόπο. Φθάσαμε µέχρι και σε απελάσεις διπλωµατών και πάγωμα των σχέσεων. Και μετά επανήλθαµε σε µια περίοδο εξοµάλυνσης, η οποία συνεχίζεται µέχρι σήµερα χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσµα.
Εδώ λοιπόν θέλω να τονίσω πως η Ελλάδα για τον αλβανικό λαό, είτε το θέλει είτε όχι, έχει µια ιδιαίτερη βαρύτητα, όχι µόνο επειδή υπάρχει µια ελληνική µειονότητα, όχι µόνο γιατί η Ελλάδα είναι µια χώρα-µέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και συγχρόνως στη Βαλκανική, αλλά επειδή υπάρχουνε δεσμοί πολιτισµικοί και πολλά κοινά στην ιστορία των δύο λαών. Είτε λοιπόν το θέλει η Ελλάδα είτε όχι, ο αλβανικός λαός δίκαια έχει απαιτήσεις από αυτήν – δεν υπερβάλλω όταν σας λέω ότι η πολιτική της Ελλάδας και η θέση της για τον Αλβανό είναι σηµείο αναφοράς, όχι µόνο γιατί βρίσκονται αυτή τη στιγµή 300.000 και πλέον Αλβανοί στην Ελλάδα.
Για καθετί που γινόταν, όχι µόνο αυτές τις στιγμές της κρίσης, οφείλω να σας πω, πως τη µεγαλύτερη ακροαματικότητα όλα αυτά τα χρόνια στην Αλβανία την έχει το BBC και η Φωνή της Αμερικής, και οι βασικότερες ειδήσεις έρχονται από τον ελλαδικό χώρο οι ανταποκριτές τους σε καθηµερινή βάση μεταδίδουν ειδήσεις και σχόλια απ᾿ την Ελλάδα. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν έχει αντιληφθεί τον ρόλο αυτό, κι όταν λέω Ἑλλάδα, δεν εννοώ την Κυβέρνηση, εννοώ όλο τον πολιτικό κόσµο.
Γι αυτό λοιπόν, και σ᾿ αυτή την κρίση οι απαιτήσεις των Αλβανών από την Ελλάδα ήτανε µεγάλες. Όμως, θέλω να τονίσω κι ένα άλλο πράγμα. Η ελληνική πολιτική, έστω άθελά της, άφηνε την εντύπωση ότι στηρίζει το καθεστώς Μπερίσα, στην προσπάθειά της να επιτύχει µια εξομάλυνση των σχέσεων. Το ίδιο συνέβη και µε την πρόσκληση στο Μπερίσα να επισκεφθεί την Αθήνα δόθηκε σε µια πολύ κρίσιµη στιγµή, χωρίς να γίνει η σωστή ερμηνεία, και µε το δίκιο του ο αλβανικός λαός παρεξηγήθηκε. Και για τον αλβανικό λαό, σε κάποιο συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, η Ελλάδα φάνηκε να στηρίζει τον Μπερίσα. Εμείς -η µειονότητα πρώτη- είµαστε που -και φανατικά αν θέλετε- λέμε ναι, σύσφιξη, βελτίωση σε καθημερινή βάση, των σχέσεων Ελλάδας-Αλβανίας, αλλά σχέσεων που δεν έχουν να κάνουν µε πρόσωπα, σχέσεων που δεν έχουν να κάνουν µε Μπερίσα ή µε Ντούλε ή με τον έναν και τον άλλον, σχέσεων που έχουν να κάνουν µε τα δύο κράτη, µε τους δύο λαούς.
Λοιπόν, δεν βρήκαμε τον τρόπο να περάσουµε τα μηνύματα, ακόµη περισσότερο γιατί κάποιοι διπλωμάτες τα είχαν µπερδέψει’ είχαν μπερδέψει τις ελληνο-αλβανικές σχέσεις µε την ίδια τη στήριξη στο Μπερίσα. Και µέχρι πριν δέκα-δεκαπέντε µέρες ελπίζανε πως οι εξελίξεις θα περιορίζονταν εντός του χώρου του κυβερνώντος κόµµατος.
Εκτός αυτού, θέλω να τονίσω πως, παράλληλα µε αυτούς τους θετικούς για την Ελλάδα παράγοντες στην Αλβανία, έχουµε και πολλούς αρνητικούς. Είναι η Μυστική Ὑπηρεσία της Αλβανίας, θυγατρική θα έλεγα των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας, που τα έξι-επτά αυτά χρόνια προσπάθησαν συστηματικά να καλλιεργήσουν στον αλβανικό λαό το αίσθηµα του “μπαμπούλα-Ελλάδα”, Ελλάδα η οποία υποβλέπει τη µισή Αλβανία, η οποία δεν έχει παρά µόνο κακές προθέσεις, Ελλάδα την οποίαν πάντοτε πρέπει να βλέπουμε υπό το φως της αρχής “Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες”. Αυτό λοιπόν αποδείχθηκε περίτρανα, όταν ο υπό παραίτηση πρόεδρος των Μυστικών Υπηρεσιών, ο κύριος Γκαζιντέντε, προσπάθησε να επιρρίψει και να χρεώσει όλη αυτή την κρίση στην Ελλάδα και στους Έλληνες της Αλβανίας.
Μέχρι και την τελευταία στιγµή προσπάθησε να πείσει πως δεν είναι µόνον οι Έλληνες, αλλά για τον καθένα που προέρχεται απ᾿ το Νότο, εκκρεμούν αμφιβολίες κι ερωτηματικά ως προς την συνείδησή του, ως προς την αφοσίωσή του. Γι’ αυτό λοιπόν θέλω να τονίσω πως πρέπει η Ελλάδα να βλέπει και να παρακολουθεί στενά, να χρησιµοποιεί τις προτεραιότητες αυτές που προανέφερα και επίσης να προσπαθεί να περιορίσει την επίδραση αυτών των κύκλων, που θέλουν να περάσουν µια διαφορετική εικόνα της Ελλάδας στην Αλβανία.
Νομίζω, πως οι στιγµές αυτές που περνάµε, δίνουν νέες ευκαιρίες, δίνουν στην Ελλάδα τη µεγάλη και χρυσή ευκαιρία. Οι σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας είναι πλέον, κατά τη δική µου εκτίµηση, µια λευκή σελίδα. Μας δόθηκε η ευκαιρία να τις ‘γράψουμε” τις σχέσεις αυτές αρχίζοντας από την αρχή, ενώ άλλοι είχαν καταφέρει να “γράψουν” αυτό που ήθελαν στις σχέσεις µεταξύ των δύο χωρών και είδαν να καταρρέουν οι επενδύσεις τους -θέλω ν᾿ αναφέρω συγκεκριµένα την Τουρκία η οποία είχε επενδύσει στην Αλβανία, στο στρατό και τις Μυστικές Ὑπηρεσίες- ενώ η Ελλάδα, που µέχρι χθες ήταν ο ύποπτος, έχει πλέον την ευκαιρία, αλλά και το δικαίωµα, να διεκδικήσει ή µάλλον να χρησιμοποιήσει τον πρωταρχικό ρόλο στις σχέσεις µε την Αλβανία που της προσφέρει ο ίδιος ο αλβανικός λαός.
Λοιπόν, θέλω να περάσω στο τελευταίο σηµείο που είναι αυτό της εθνικής ελληνικής μειονότητας.
Από την πρώτη στιγµή, από το 1991, οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες, παντού όπου βρίσκονταν, οργανώθηκαν στη δική τους πολιτική οργάνωση, την “Ομόνοια”, η οποία κατάφερε να έχει, από την πρώτη κιόλας παρουσία της στις ελεύθερες εκλογές, πέντε αντιπροσώπους στο αλβανικό κοινοβούλιο.
Όμως δεν µπόρεσε να συνεχίσει, γιατί το τότε κυβερνών κόµµα -το Σοσιαλιστικό Κόμμα- απέκλεισε την “Ομόνοια” από τη συμμετοχή στις εκλογές. Έτσι η “Ομόνοια” αναγκάστηκε να προχωρήσει σε ένα άλλο σχήµα εκπροσώπησης το οποίο είναι το Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο σκληρός πυρήνας του οποίου είναι οι Έλληνες αλλά αγκαλιάζει και άλλα στρώµατα της αλβανικής κοινωνίας τα οποία κινούνται Φφιλελληνικά, στο πνεύμα των καλών και θετικών σχέσεων Ελλάδας και Αλβανίας.
Πέτυχε το κόµµα αυτό να έχει στις προηγούµενες εκλογές δύο αντιπροσώπους και επίσης να έχει την τοπική εξουσία σε πολλούς από τους νομούς της Νότιας Αλβανίας.
Τα ατήµατα που η “Ομόνοια” υπέβαλε στην αλβανική κυβέρνηση, σε Διεθνείς Οργανισμούς και παντού, ήταν δικαιώµατα τα οποία απορρέουν από τις Διεθνείς Συµβάσεις, τα οποία απορρέουν ἀπό τις ίδιες Συµβάσεις που έχουν επικυρωθεί από το αλβανικό κοινοβούλιο.
Θα ήθελα να τονίσω όµως πως υπάρχει ένα µεγάλο, αγεφύρωτο µέχρι σήµερα, χάσμα μεταξύτης νομοθεσίας καιτης εφαρµογής στην πράξη των δικαιωμάτων αυτῶν.
Έχουμε χιλιάδες Έλληνες χωρίς το δικαίωµα εκμάθησης της μητρικής τους γλώσσας.
Έχουμε επιχειρηματίες να εκφοβίζονται και να δημιουργείται ένα κλίµα φοβίας και ένα κλίµα φυγής σε όλους τους Έλληνες.
Και καλούμαστε συχνά από Διεθνείς Οργανισµούς, από τις ξένες πρεσβείες στα Τίρανα, να δώσουμε στοιχεία για αυτή την καταπίεση που γίνεται στα µέλη της ελληνικής εθνικής μειονότητας. Ναι, μπορείς να αποδείξεις τον ξυλοδαρμό, µπορείς να αποδείξεις την κλοπή, µπορείς όµως να αποδείξεις όταν εγώ έρχομαι τα μεσάνυχτα στο σπίτι σου απειλώντας σε πως, εάν επεκτείνεις την επένδυσή σου σ᾿ αυτόν ή τον άλλο τοµέα, θα καταστραφείς;
Μπορείς να αποδείξεις πως οι μυστικές υπηρεσίες σε εκβιάζουν µέρα και νύχτα αν θα αγωνισθείς για τα δικαιώµατα, εάν θ᾽ ασχοληθείς µε τα πολιτικά;
Λοιπόν είναι ένας τοµέας εδώ, ο οποίος απατεί, πέρα από τις φωνές, µια συστηµατική προσπάθεια τεκµηρίωσης όλων αυτών των προσπαθειών. Γιατί πρέπει -έχουµε συνομιλητές συμπαθούντες και µη, και πρέπει να έχουµε, για να είµαστε αξιόπιστοι και επειδή δεν είµαστε μόνο µεταξύ µας- να είµαστε φερέγγυοι.
Αυτή λοιπόν είναι η δική µας η προσπάθεια.
Είναι η προσπάθεια η οποία συνεχίζεται µε εντατικότερους ρυθμούς, είναι η προσπάθεια η οποία είχε αρχίσει, πριν ξεσπάσει αυτή η κρίση, να αποδίδει.
Δεν είναι υπεραισιοδοξία να τονίσω πως είχαμε τα πρώτα σηµάδια της επιστροφής. Της επιστροφής που επιθυµούμε. Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν αρχίσει τις οικονομίες τους να τις επενδύουν δειλά-δειλά στο χώρο µας. Ήρθαν όµως οι δύσκολες αυτές ηµέρες που σαν λαίλαπα κατέστρεψαν τα πάντα.
Και σα να µην αρκούσε η φυγή όλων αυτών των ετών, πολλοί από τους εναποµείναντες υποχρεώθηκαν σε φυγή.
Και σήµερα εκεί πάνω, σε πολλά χωριά, βρισκόμαστε ελάχιστοι και είμαστε υποχρεωμένοι, για να φυλάξουμε τις εστίες µας και τις περιουσίες αυτών που βρίσκονται πάνω κι αυτών που βρίσκονται εδώ στην Ελλάδα, να φρουρούμε υπερήλικες µε το αυτόματο στο χέρι.
Γι αυτό λοιπόν, αν οι στιγμές αυτές στην Αλβανία γενικά είναι δύσκολες, για µας είναι διπλά και τριπλά δύσκολες.
Κρίνεται η δική μας επιβίωση. Εάν αυτή τη στιγµή χειριστούµε το θέµα σωστά, αποφασιστικά, τότε έχουµε την προοπτική της επιβίωσης. Εάν όχι, θα οδηγηθούμε σε αφανισμό.
Το βέβαιο είναι, θέλω να τονίσω, πως ήρθε η στιγµή να ενισχυθούν µε κάθε δυνατό τρόπο οι άνθρωποι που ζουν και φρουρούν τα χωριά επάνω και από την ελληνική κυβέρνηση και από πολλούς άλλους φορείς. Δεν λέω εργάζονται, φρουρούν.
Γιατί µόνο αυτό έχει απομείνει. Κι επίσης, θέλω να τονίσω πως εάν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, τη στιγµή που δεν έχει μείνει τίποτα, τη στιγµή που τα σχολεία έχουν κλείσει, τη στιγµή που κανείς απ’ τους γονείς δεν επιθυµεί το παιδί του να μείνει χωρίς να τελειώσει το σχολικό έτος, και ήδη έχουν αρχίσει τα µαθήµατα σε σχολεία στην Ελλάδα, αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, τότε θα έχουµε να αντιµετωπίσουμε δυσµενέστερες καταστάσεις.
Μέλος της “Ὀμόνοιας” και Βουλευτής του Αλβανικού Κοινοβουλίου