του Δ. Α. Γαρούφα, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και σήμερα ακόμη ο Ελληνισμός της Βουλγαρίας είναι ένα άγνωστο κομμάτι Ελληνισμού για την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αλλά και για· μέρος των “καθ’ ύλην αρμόδιων φορέων” και γι’ αυτό άλλωστε (πιθανώς και από αδικαιολόγητη φοβία) σε επίσημη έκδοση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών το 1992 γινόταν αναφορά σε ύπαρξη μόνο δέκα (10) Ελλήνων στη Βουλγαρία, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στους Σαρακατσάνους που ζουν εκεί και τους Έλληνες της “μαύρης θάλασσας”.
Σήμερα ο Ελληνισμός στη Βουλγαρία αποτελεί μια ζώσα πραγματικότητα και εκφράζεται από πολιτιστικούς φορείς που διοργανώνουν πληθώρα εκδηλώσεων. Κατ’ αρχήν διευκρινίζουμε ότι ο Ελληνισμός της Βουλγαρίας αποτελείται από δύο τμήματα. Έχουμε τους Ανατολικορωμυλιώτες, δηλαδή τα υπολείμματα του ακμάζοντος μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας και της “μαύρης” θάλασσας, και τους δυναμικούς Έλληνες Σαρακατσάνους που βρέθηκαν εκεί τον προηγούμενο αιώνα.
Α. Για την ιστορική παρουσία του Ελληνισμού στα αστικά κέντρα της παλιάς Ανατολικής Ρωμυλίας που αποτελεί την σημερινή νότια Βουλγαρία και τις πόλεις της “μαύρης θάλασσας” έχουν γραφτεί πολλά. Αυτός ο Ελληνισμός κατά κύματα έφευγε στον Ελλαδικό χώρο λόγω των διώξεων των Βουλγάρων μετά την προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας στην Βουλγαρία το 1885, μετά τους διωγμούς του 1906 και μετά τις συνθήκες ανταλλαγής πληθυσμών. Εμεινε όμως ένα μέρος Ελλήνων στις πάτριες εστίες. Ήταν αυτοί που δεν δέχθηκαν να φύγουν ως πρόσφυγες και προτίμησαν να μείνουν. Αυτοί οι άνθρωποι υπέστησαν τα πάνδεινα όλες αυτές τις δεκαετίες από τις επίσημες Βουλγαρικές αρχές με στόχο την αφομοίωση. Καθιερώθηκαν κίνητρα για σύναψη μεικτών γάμων και επιδιώχθηκε η διασπορά τους σε άλλες περιοχές της Βουλγαρίας, απαγορευόταν η χρήση της Ελληνικής γλώσσας με στόχο την αφομοίωση, έγινε αλλαγή ονομάτων και επιθέτων και απαγορεύθηκε επίσημα η χρήση Ελληνικών ονομάτων. Ενδεικτικά αναφέρω ότι από τον σύλλογο Ελλήνων Βάρνας μου αναφέρθηκε ότι μέχρι το 1989 στον Δήμο Βάρνας υπήρχε λίστα απαγορευμένων ονομάτων κι έτσι μια κυρία μέλος του συλλόγου ονόματι Ασπασία μου ανέφερε συγκεκριμένα ότι λόγω της απαγόρευσης (διότι το όνομά της ήταν αρχαιοελληνικό) δεν φέρει καμία εγγονή της το όνομά της.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1989 δειλά-δειλά άρχισαν οι Ελληνικής καταγωγής πολίτες να διεκδικούν κάποια πολιτιστικά δικαιώματα και να επιδιώκουν την δημιουργία “συνδέσμων βουλγαροελληνικής φιλίας” και στα πλαίσια αυτών ιδρύουν φροντιστήρια εκμάθησης Ελληνικής γλώσσας, επισκέπτονται την Ελλάδα και αναβιώνουν παραδοσιακά έθιμα. Ηδη δημιουργήθηκαν αρκετοί τέτοιοι σύνδεσμοι “Βουλγαροελληνικής φιλίας” και σιγά-σιγά ξεθαρρεύουν και μιλούν για την Ελληνική καταγωγή και για την επιθυμία γνώσης της Ελληνικής γλώσσας και απόκτησης Ελληνικής παιδείας, ενώ παιδιά από αυτές τις περιοχές έχουν φιλοξενηθεί σε κατασκηνώσεις στην Ελλάδα. Μάλιστα ενδεικτικά αναφέρω ότι στην πόλη της Βάρνας υπάρχουν τρεις σύλλογοι Ελλήνων και από τον κατάλογο των μελών που είδα διαπίστωσα ότι τα μέλη τους προέρχονται από χωριά και μικρότερες πόλεις της μαύρης θάλασσας και το μορφωτικό τους επίπεδο είναι υψηλό. 0α μπορούσαμε να πούμε ότι Ελληνικής καταγωγής πολίτες υπάρχουν στις πόλεις Φιλιππούπολη (Πλόβντι), Στενήμαχο (Ασσένοφγκρα-ντ), Πύργο (Μπουργκάς), Σωζόπολη, Μεσημβρία (Νέσεμπαρ), Τοπόλοφ-γκραντ, Αγχίαλο, Βάρνα κλπ. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ελληνικής καταγωγής Βούλγαροι πολίτες είναι πάρα πολλοί, αλλά αυτοί που έχουν συνείδηση της Ελληνικής καταγωγής και γνωρίζουν στοιχειωδώς την Ελληνική γλώσσα είναι περίπου 35.000 άτομα, και αποτελούν τα υπολείμματα του ακμάζοντος μέχρι τις αρχές του αιώνα μας αυτόχθονος Ελληνισμού.
Β. Το δεύτερο τμήμα του Ελληνισμού στη Βουλγαρία το αποτελούν οι Σαρακατσάνοι. Οι Σαρακατσάνοι αποτελούν το πιο γνήσιο ίσως Ελληνικό φύλλο και ζούσαν (σύμφωνα με την παράδοσή τους) όλοι στην ευρύτερη περιοχή του ορεινού συγκροτήματος των Αγράφων μέχρι λίγο πριν την επανάσταση του 1821 και ανέδειξαν σ’ αυτή την περιοχή ξακουστούς κλε-φταρματωλούς (Κατσαντώνης κ.λπ.) ενώ συντηρούσαν όλα τα κλεφταρματωλικά σώματα. 0 Αλή-Πασάς για να διαλύσει τα κλεφταρματωλικά σώματα τούς έδιωξε και επειδή τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφταναν μέχρι τον Δούναβη, σκόρπισαν σ’ όλο τον χώρο των Βαλκανίων μεταφέροντας παντού την ίδια Ελληνική παράδοση, τα ίδια ήθη και έθιμα και το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Ελλάδας με τις πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις.
Ένα τμήμα των Σαρακατσάνων πήγε στην περιοχή του σημερινού κρατιδίου των Σκοπίων (από όπου εκδιώχθηκαν έμμεσα την περίοδο 1962-68 περίπου 3.500 Σαρακατσάνοι ως “α-ναφομοίωτη πληθυσμιακή ομάδα”, δηλαδή ως φανατικοί Έλληνες)-και ένα μεγάλο μέρος πήγε στην περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ζούσαν εκεί ομαδικά πηγαίνοντας τα καλοκαίρια στα βουνά του Αίμου και ης Ροδόπης ενώ τον χειμώνα ξεχείμαζαν στις ακτές της “μαύρης θάλασσας” και την Θράκη. Μερικοί από αυτούς, οι φτωχότεροι, από τα τέλη του 19ου αιώνα δημιούργησαν δικούς τους οικισμούς και έτσι υπάρχει το χωριό Γκουλιάμο Τσότσο-βο, 25 χιλιόμετρα έξω από την πόλη Σλίβεν, που δημιουργήθηκε το 1886 από Σαρακατσάνους και σήμερα ζουν σ’ αυτό 140 οικογένειες Σαρακατσάνων και μόνο 2 οικογένειες Βουλγάρων, ενώ μιλιέται απ’ όλους η Ελληνική γλώσσα.
Οι Σαρακατσάνοι έζησαν αυτόνομοι μέσα στη Βουλγαρία μην έχοντας καμία σχέση με τους Βουλγάρους ενώ ανέπτυξαν στο έπακρο τον θεσμό των «εσναφικών» δικαστηρίων για να μην έχουν ανάγκη το Βουλγαρικό κράτος, λύνοντας μεταξύ τους τις διαφορές τους μ’ αυτό τον θεσμό και τις αποφάσεις των δικαστηρίων τις έκαναν τραγούδια για να αποτελούν και κάτι σαν νομολογία… Είχαν αποκτήσει και αστικές περιουσίες και έζησαν νομαδικά μέχρι το 1959. Αυτή τη χρονιά η Βουλγαρική κυβέρνηση δήμευσε χωρίς αποζημίωση 800.000 πρόβατα των Σαρακατσάνων και τους υποχρέωσε να εγκατασταθούν σε αστικά κέντρα. Επειδή μέχρι τότε δεν ήξεραν Βουλγαρικά τους υποχρέωσε να φοιτήσουν σε ειδικά σχολεία εκμάθησης της Βουλγαρικής γλώσσας, τους υποχρέωσε να αλλάξουν ταυτότητες (μέχρι τότε στις ταυτότητες τους υπήρχε η ένδειξη «Ελληνικής καταγωγής») και να αλλάξουν ονοματεπώνυμα για να τα κάνουν να μοιάζουν Βουλγαρικά. Συνήθως μετέτρεπαν τον όνομα του πατέρα σε επώνυμο βάζοντας στο τέλος την κατάληξη «ωφ», και οι ίδιοι λένε ότι τότε ζήτησαν βοήθεια από την Ελληνική πρεσβεία αλλά ότι η Ελλάδα αρνήθηκε κάθε βοήθεια με το αιτιολογικό ότι «είναι μικρό κράτος και δεν μπορεί να βοηθήσει…».
Οι Σαρακατσάνοι παρά τις αφομοιωτικές προσπάθειες των Βουλγάρων αντέδρασαν και πέτυχαν να μην αφομοιωθούν. Συνέχισαν να χρησιμο-
ποιούν στις κοινωνικές σχέσεις τα Ελληνικά ονοματεπώνυμα, την Ελληνική γλώσσα στο σπίτι και σε ποσοστό 90% παντρεύονταν μεταξύ τους. Έτσι κατάφεραν να μην αφομοιωθούν και μετά το 1989 διεκδίκησαν την πολιτιστική αυτονομία τους. Την 28-12-’90 συγκεντρώθηκαν στην πόλη Σλίβεν 395 αντιπρόσωποι Σαρακατσάνων από όλη την Βουλγαρία και ίδρυσαν την «Ένωση Σαρακατσάνων Βουλγαρίας» με έδρα την πόλη Σλίβεν και με παραρτήματα σε άλλες 16 πόλεις όπου ζουν Σαρακατσάνοι. Η «Ένωση» αυτή διοργανώνει κάθε χρόνο στις αρχές Σεπτεμβρίου στη Σλίβεν (είναι η αρχαία Ελληνική πόλη Σήλυμνος) το ετήσιο «αντάμωμα» με συμμετοχή χιλιάδων ατόμων όπου ξαναζωντανεύουν την ελληνική παράδοση τους.
Οι Σαρακατσάνοι είναι εγκατεστημένοι σήμερα στις πόλεις της Βουλγαρίας Ντούπνιτσα, Σαμακόβ, Μπερ-κόβιτσα, Βράτσα, Μοντάνα, Βερσέτ, Σόποτ, Κάρλοβο, Καζανλίκ, Ιάννινα, Κρεν Σίπκα, Μαγκλίς, Σλίβεν, Ζέροβ-να, Κότελ, Κάρναμπατ κ.λπ. Ο κύριος όγκος τους είναι συγκεντρωμένος στα χωριά γύρω από τη Σλίβεν (Ρετσίτσα, Σαμουήλοβο. Γκουλίαμο Τσότσοβο κλπ.). Το 1991 η «Ένωση Σαρακατσάνων Βουλγαρίας» διενήργησε απογραφή και απέγραψε περίπου 15.000 άτομα ενώ το Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας της Σόφιας σε «εμπειρική και κοινωνιολογική έρευνα» που διενήργησε το 1992 τους βρήκε ότι είναι 18.236 άτομα. Έχουν όλη Ελληνική συνείδηση, μιλούν την Ελληνική γλώσσα, αλλά λίγοι γνωρίζουν Ελληνική γραφή. Στην πόλη Σλίβεν και την κωμόπολη Ρετσίτσα πέτυχαν να εισαχθεί η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στα σχολεία όπου φοιτούν τα παιδιά τους, και στην ίδια την πόλη Σλίβεν απέκτησαν ιδιόκτητο πολιτιστικό κέντρο εμβαδού 600 τ.μ. δωρεά του Έλληνα επιχειρηματία κ. Π. Εμφιετζόγλου, ενώ σε άλλες πόλεις προσπαθούν να δημιουργήσουν φροντιστήρια Ελληνικής γλώσσας. Το Παν/μιο Μακεδονίας το 1992 και 1993 διοργάνωσε σειρά σεμιναρίων για Σαρακατσάνους επιχειρηματίες από Βουλγαρία με συμμετοχή 110 ατόμων κι έτσι μεγάλο μέρος τους ασχολείται με το εμπόριο ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία ενώ τα αιτήματα τους είναι: 1) να αποζημιωθούν από την Βουλγαρική κυβέρνηση για τα 800.000 πρόβατα που
δημεύτηκαν αναποζημίωτα το 1958,
2) να αποκτήσουν Ελληνικά σχολεία,
3) να αναγνωρισθούν επίσημα ως Ελληνική μειονότητα, 4) να έχουν την δυνατότητα σπουδών σε Ελληνικά ΑΕΙ άνευ εξετάσεων με υποτροφίες τα παιδιά τους.
Γ. Σημειώνω ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα διστάζει να μιλήσει για ύπαρξη ελληνικής μειονότητας στη Βουλγαρία, για την ύπαρξη της μιλούν κορυφαίοι Βούλγαροι κι έτσι η σύμβουλος του Βουλγάρου προέδρου Δημοκρατίας επί εθνολογικών θεμάτων κ. Ιλόνα Τόμοβα σε άρθρο της στην Βουλγαρική εφημερίδα «Χρήμα» στο ένθετο «στατιστικό βαρόμετρο» την 2-12-’92 γράφει ότι ανάμεσα στις άλλες μειονότητες υπάρχουν στην Βουλγαρία Έλληνες στα παράλια της μαύρης θάλασσας και οι Ελληνικής καταγωγής Σαρακατσάνοι.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι με την κατάρρευση του κομουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία βελτιώθηκε η κατάσταση των Ελληνικής καταγωγής πληθυσμών που ζουν στην Βουλγαρία. ΟΙ πληθυσμοί αυτοί πρέπει να απολαμβάνουν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εγγυώνται οι διεθνείς συνθήκες και αν βοηθηθούν από την Ελλάδα μπορούν να πάρουν στα χέρια τους το Ελληνο-βουλγαρικό εμπόριο και να αποτελέσουν σταθερή γέφυρα φιλίας ανάμεσα στην Βουλγαρία όπου ζουν και την προγονική πατρίδα Ελλάδα, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι είναι Βούλγαροι πολίτες Ελληνικής καταγωγής.
Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι ο Ελληνισμός στη Βουλγαρία πέρα από συνθήκες και συμβάσεις πέτυχε να αναγνωρίζεται και να λειτουρ-
γεί έμμεσα ως Ελληνική μειονότητα που έχει άριστες σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες των πόλεων όπου υπάρχουν Έλληνες και γι’ αυτό έχουμε και το φαινόμενο ο Δήμαρχος της Σλίβεν να παραχωρεί οικόπεδο για να ανεγερθεί Εκκλησία από τους Έλληνες Σαρακατσάνους και να εισάγει την διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στα σχολεία για τα παιδιά τους. Πρέπει αυτή την πραγματικότητα να την δεχθεί και η Ελλάδα, να προσφέρει βοήθεια (και με προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για να θεωρείται τιμή και προνόμιο σε κάποια πόλη η ύπαρξη Ελλήνων, όπως σε κάποιο βαθμό συμβαίνει και σήμερα. Αλλα ταυτόχρονα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα σε αυτούς τους Ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς να γνωρίζουν τον Ελληνισμό από άλλα μέρη Kat γ; αυτό πρέπει εκπρόσωποι των Ελλήνων από την Βουλγαρία να κληθούν στο ΣΑΕ (Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού) και να συμμετέχουν έστω και ως παρατηρητές.
*0 Δημήτρης Α. Γαρούφας είναι δικηγό-ρος-συγγραφέας, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεα νίκης και πρόεδρος της επιτροπής «Εθνικών Θεμάτων». Το κείμενο αποτελεί εισήγηση του που έγινε σε ημερίδα που διοργάνωσε ο σύνδεσμος υποτρόφων του κοινωφελούς ιδρύματος Α.Σ. ΩΝΑΣΗΣ στην Λευκωσία της Κύπρου την 7-7-96 στα πλαίσια συνεδρίου του «Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού» περιφέρειας Ευρώπης. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: Οι Σαρακατσάνοι ομογενείς μας στην Βουλγαρία και την περιοχή Σκοπίων (εκδ. 1992 από τον εκδοτικό οίκο Αφων Κυριακίδη στη Θεσ/νίκη) και Όραμα και στρατηγική για τον Ελληνισμό στα Βαλκάνια (εκδ. 1996 από τον εκδοτικό οίκο της Θεσ/νίκης ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ).