της Π. Ρηγοπούλου, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999
Γιατί δύο, ακόμη, ελληνικά πούλμαν στην Γιουγκοσλαβία; Πρόκειται μήπως να σταματήσουν τους βομβαρδισμούς; Και γιατί να είναι οι Έλληνες στο πλευρό των Γιουγκοσλάβων;
Αραγε, αν η Ελλάδα ήταν θύμα των βομβαρδισμών, θα έκαναν εκείνοι για μας το ίδιο; Και τι σημαίνει αλήθεια ότι εβδομήντα τόσοι άνθρωποι, καθηγητές και φοιτητές του Καποδιστριακού και του Παντείου, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, πρόσωπα δημόσια που αποφάσισαν να μην κάνουν χρήση της βουλευτικής ή άλλης ιδιότητας τους, ξεκίνησαν για να συναντήσουν τους δασκάλους και τους φοιτητές των Πανεπιστημίων του Βελιγραδίου, να μεταφέρουν φάρμακα, κεριά, γραφική ύλη και να τραγουδήσουν στην συναυλία της Πρωτομαγιάς;
Να μια σειρά από λίγο-πολύ άχρηστα ερωτήματα, μια σειρά από τρόπους για να μην ξεκινήσει ποτέ κανείς και για τίποτα. Μέσα στα πούλμαν, η συναίσθηση ότι πηγαίναμε να κάνουμε κάτι το διαφορετικό έδινε μια περίεργη λιτότητα στα λόγια, συμμάζευε τις χειρονομίες, τις φωνές. Ακόμα και όταν οι Βούλγαροι τελωνειακοί αποφάσισαν να μας τιμωρήσουν μ’ έναν εξάωρο έλεγχο, τα νεύρα ήταν σχετικά λίγα, ακριβώς όσα χρειάζονταν για να μας δώσουν τη ρημάδα τη βίζα και να προχωρήσουμε.
Από τα σύνορα στο Nis και από εκεί στο Βελιγράδι, η Γιουγκοσλαβία είναι καταπράσινη. Αν γελαστείς από την ηρεμία, δεν θα προσέξεις το Αλέξινατς, ένα μόνο από τα χαροκαμένα χωριά, θύματα των “λαθών” του NATO.
Το βράδυ, στο Βελιγράδι, η γέφυρα άδειασε πιο νωρίς. Την προηγούμενη νύκτα, οι “ειρηνευτές” είχαν απειλήσει τον Βομβαρδισμό της. Ωστόσο για χάρη του αιδεσιμότατου Τζάκσον οι βόμβες δεν χτύπησαν για μια νύχτα το κέντρο της πόλης.
Την άλλη μέρα στο Πανεπιστήμιο, ξεφορτώνοντας τα δεκάδες πακέτα με τα φάρμακα που πλήρωσαν και πακετάρισαν η Κατερίνα και ο Μιχάλης, το χειρουργικό υλικό που αγόρασε από το υστέρημά της η Σοφία, τα κεριά που θα φωτίζουν απόψε την βομβαρδισμένη πόλη, το φαξ του Γιάννη και το κομπιούτερ που κουβαλούσε ο Ηλίας από το Πάντειο, οι ξηροί καρποί από το χαρτζιλίκι της Έφης, οι καφέδες και τα τσιγάρα από την Στέλλα. την Ζωή ή τον Αιμίλιο. Mic αίθουσα τελετών από τις γνωστές. Πολλά πρόσωπα γεμάτα ζεστασιά, ευαισθησία και κάποια άλλα, πολύ λιγότερα, φρεσκοκατεψυγμένα, από εκείνα που κατοικοεδρεύουν στα Πανεπιστήμια ή τα υπουργεία όλου του κόσμου. Κάτι μου λέει πως, αν το NATO πατήσει την χώρα, η παγερή μειοψηφία είναι αυτή που με μυστηριώδη τρόπο θα επιζήσει. Όσο για τους άλλους, έχουν όλοι χίλιους τρόπους να σου δείξουν την περηφάνια και την αξιοπρέπεια του αληθινού διανοούμενου, με τις αντιδράσεις τους στα σύντομα μηνύματα και τις διαλέξεις που διαδέχονται η μία την άλλη. “Πού να πάω”, μου λέει αργότερα ο καθηγητής Μαξίμοβιτς, παγκόσμια διασημότητα της Βυζαντινολογίας, διάδοχος του μεγάλου Οστρογκόρσκυ. “Με καλούν φίλοι από παντού. Μα εδώ είναι οι δικοί μου, ο τόπος μου”.
Λίγο αργότερα, στην Πλατεία, τραγουδάμε μαζί με τους Σέρβους και άλλους πολλούς Έλληνες για την Πρωτομαγιά. Η Πένυ και η Τάνια κάνουν τις σημαίες να χορεύουν. Κι έπειτα μαζευόμαστε για ένα εξαιρετικό γεύμα που μας προσφέρεται στην πανεπιστημιακή λέσχη. Οι φοιτητές που ταξίδεψαν μαζί μας δεν ξεκολλούν από τους Γιουγκοσλάβους συναδέλφους τους. Βιαζόμαστε μην πέσει το σκοτάδι, αλλά δεν λέμε να ξεκολλήσουμε. Στο ξενοδοχείο, μαθαίνουμε ότι οι Νατοϊκοί μόλις έκαψαν ζωντανούς τους επιβάτες ενός λεωφορείου στον δρόμο που πρόκειται να ακολουθήσουμε. Μπαίνουμε στο πούλμαν. Όμως, στον δρόμο, ξεχνάμε να φοβηθούμε. Η Γωγώ, η συνοδός μας, που ποιος ξέρει πώς τη λένε στα σέρβικα, ένα ογδόντα τόσο, στο μπάσκετ “έπαιζε πλαίη-μαίηκερ γιατί είναι κοντή”, μας λέει καλαμπούρια με το αγέλαστο, μπλαζέ ύφος που χαρακτηρίζει τους μεγάλους εκείνους κωμικούς που ισορροπούν στην κόψη του τραγικού.
Υ.Γ. ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΣ
Με αγωνία παρακολουθούμε τις, λιγοστές, φωνές της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ που λένε όχι στον πόλεμο και με απορία, όλες εκείνες, τις πολλές δυστυχώς, “προοδευτικές” που τον επευφημούν. Όμως, το “τραγικό λάθος”, ένα ακόμα, εναντίον της κινέζικης πρεσβείας και οι διαδηλώσεις στο Πεκίνο μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε και κάτι άλλο: Ακόμη κι αν, για λόγους ρεάλ πολιτίκ, είμαστε εκβιασμένοι να μένουμε σε μια συμμαχία που δεν πιστεύουμε, δεν είναι η ώρα να αποδεχτούμε ότι κάτι στην ψυχή μας διαφέρει, ότι ήμαστε ένας παλιός διασπαραγ-μένος πολιτισμός που πρέπει να ψάξει και αλλού τους συνομιλητές του;
Μήπως πρέπει να προωθήσουμε επειγόντως τον ενεργό διάλογο των αρχαίων πολιτισμών, της Κίνας, της Ινδίας, της Περσίας, της Αιγύπτου, του Περού; Μήπως, κατά βάθος, η μνήμη και ο πολιτισμός, είναι οι εχθροί που κυνηγά να εξολοθρεύσει, σκοτώνοντας τα κορμιά, το NATO.